Βιωματικότητα: ένα έμμονο συστατικό της ποιητικής του πεζογράφου Ιωάννου
«Λέγοντας λοιπόν βιωματική, εννοώ τη λογοτεχνία εκείνη που αντλείται από τα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα (...). Τα βιώματα πάλι δεν είναι μονάχα εκείνα που προέρχονται από την εμπειρία, αλλά και οι φαντασιώσεις και οι ισχυρές πνευματικές καταστάσεις που έχει ζήσει ο άνθρωπος (...). Ανακουφίζομαι γράφοντας σε πρώτο πρόσωπο. Είναι για μένα κάτι σαν ψυχολογική ανάγκη. Ωστόσο τα περισσότερα από αυτά που γράφω δεν είναι βιογραφικά και δεν συνέβησαν ακριβώς έτσι, όπως μεταφέρονται στο χαρτί. Άλλωστε, στα πεζογραφήματά μου υποδύομαι και πολλά πρόσωπα που θα ήθελα να είμαι» (συνέντευξη του συγγραφέα με τη Μ. Θερμού, εφ. Καθημερινή, 24.7.1977).
«Όπως ξέρετε, γράφω σε πρώτο πρόσωπο. Γιατί έτσι εκφράζομαι καλύτερα, ζεσταίνομαι πιο πολύ, μ’ αρέσει (...). Επειδή, λοιπόν, γράφω στο πρώτο πρόσωπο (...) ε, δίνω την εντύπωση ότι πολλές φορές [αυτά που αφηγούμαι] είναι περιστατικά τα οποία μου έχουν τύχει, περιστατικά αυτοβιογραφικά. Αλλ’ αυτό δε μ’ ενδιαφέρει καθόλου˙ ούτε για τη δική μου λογοτεχνία, ούτε για κανενός άλλου. Γιατί, όχι μόνο σαν λογοτέχνης, αλλά και σαν μελετητής που είμαι της λογοτεχνίας, ξέρω ότι δεν μετριούνται έτσι τα λογοτεχνήματα, αν δηλαδή είναι αυτοβιογραφικά ή φανταστικά. Εκείνο που μετράει είναι το γράψιμο, το δόσιμο (...). Ο λογοτέχνης πρέπει να χρησιμοποιεί ως ύλη τα βιώματά του. Δεν εννοώ μονάχα τα βιώματα τα οποία έχει αποκτήσει από την εμπειρία, αλλά και τα συναισθήματά του, τις ισχυρές φαντασιώσεις του, όλα τέλος πάντων που έχει ζήσει πολύ αυτός ο ίδιος (...). Αυτά, βέβαια, τα οποία σας λέω, δεν προδικάζουν και την τεχνοτροπία. Πιστεύω ότι η δημιουργική ανάπλαση της βιωματικής ύλης μπορεί να γίνει σύμφωνα με τις οποιεσδήποτε αισθηματικές αρχές ή τάσεις του συγγραφέα. Αυτό που θα προκύψει, αν είναι γνήσια βιωματικό, θα έχει στερεότητα και ενότητα γλώσσας, όπως και ο κόσμος του συγγραφέα του. Είναι παρατηρημένο ότι οι βιωματικοί συγγραφείς, ακόμη και αυτοί που διαθέτουν μικρό ταλέντο, ουδέποτε αραδιάζουν κούφια λόγια ή παρουσιάζουν το φαινόμενο της λεξιθηρίας. Κι αυτό γιατί κατευθύνονται εσωτερικά (...). Αντίθετα όταν [ο γράφων] δεν περιορίζεται, και γράφει για πράγματα που δεν ξέρει, δεν έχει ζήσει (π.χ. ενώ δεν ξέρει κολύμπι, αρχίζει να γράφει για θαλασσινές περιπέτειες, καΐκια και δεν ξέρω τι άλλο), τότε φτάνει να μιλάει ψεύτικα. Και λες: «τι έχει πάθει αυτός;» Απλούστατα, δεν έχει (...) βιώματα και φυσικά δεν έχει γλώσσα. Όσο για την τεχνοτροπία, μπορεί να είναι οποιαδήποτε». (συνέντευξή του στο περ. Διαβάζω, τεύχ. 9, Νοε.-Δεκ. 1977, σ. 23-24.
«Νομίζω ότι το “κλειδί” της δουλειάς μου είναι η βιωματικότητα. Δεν μπορείς να γράφεις καλά, να εκφραστείς με πληρότητα, να έχεις ενότητα έκφρασης, αν αυτά τα πράγματα δεν τα έχεις, κατά κάποιο τρόπο, ζήσει (...). Και δεν εννοώ στον κόσμο της εμπειρίας. Πολλοί (κι εγώ πολλές φορές – και το απωθώ) αισθάνονται την ανάγκη να γράψουν για πράγματα που δεν λαχταρούν και για τα οποία δεν ξέρουν τίποτα. Μόνο που αυτά τα πράγματα δεν μπορούν να σταθούν, ούτε σαν γλώσσα (...). Πιστεύω στη βιωματικότητα των καταστάσεων και στη βιωματική προέλευση της γλώσσας του λογοτέχνη. Και δεν πιστεύω πως αυτό το βιωματικό υπόστρωμα σ’ εμποδίζει να έχεις οποιαδήποτε τεχνοτροπία». (συνέντευξή του με τη Σούλα Αλεξανδροπούλου, εφ. Ελευθεροτυπία, 24.9.1978).
«Τα περισσότερα από τα κείμενά μου στο Για ένα φιλότιμο, στη Σαρκοφάγο, στη Μόνη κληρονομιά, στο Δικό μας αίμα, στον Επιτάφιο Θρήνο, δεν είναι αυτοβιογραφικά, έστω κι αν είναι γραμμένα στο πρώτο πρόσωπο. Αυτό συνάγεται και μόνο με την απλή ανάγνωση. Αλλά γενικότερα πιστεύω ότι για τη λογοτεχνία καμιά απολύτως σημασία δεν έχει αν ένα κείμενο είναι αυτοβιογραφικό ή όχι. Σημασία έχει ο κόσμος των λέξεων, ο κόσμος του συγγραφέα, που ανακαλείται και ξετρυπώνεται μέσα από το βάθος της ψυχής του μ’ αυτό ή εκείνο το θέμα, άσχετα αν το θέμα είναι αυτοβιογραφικό ή όχι. Αυτοί που ασχολούνται με το αν ένα κείμενο είναι αυτοβιογραφικό ή φανταστικό, δεν ξέρουν τι λένε, και εν πάση περιπτώσει δεν καταλαβαίνουν από τη λειτουργία της λογοτεχνικής δοκιμασίας» (συνέντευξή του με το Δημ. Γκιώνη, εφ. Ελευθεροτυπία, 8.6.1982).
«Επιθυμώ να είμαι ένας συγγραφέας που στέκεται καλά στα πόδια του και δε μιλάει για πράγματα που δεν τα έχει βιώσει, δηλαδή δεν χρησιμοποιεί λέξεις που δεν τις έχει βιώσει, αυτό εννοώ (...). Εάν [το συγκεκριμένο κάθε φορά θέμα του πεζογραφήματος] παρασύρει τον εσωτερικό μου κόσμο, αυτά τα κρυμμένα πράγματα που κι εμείς δεν τα έχουμε συνειδητοποιήσει, εάν τα παρασύρει το τάδε θέμα, τι σημασία έχει η προέλευσή του; Εγώ το θέμα, το κάθε θέμα, το βλέπω σα δόλωμα (...). Το θέμα είναι ότι το δόλωμα, που το θέτουμε για να βγούνε τα φίδια, τα ποντίκια και ό,τι τέλος πάντων είναι κρυμμένο μέσα μας» (συνέντευξή του στα 1982 με το Γιώργο Κορδομενίδη, περ. Εντευκτήριο, 2 Φεβρ. 1988, σ. 35 και 36-7).
Ξ.Α. Κοκόλης, Μια «επαρχιακή» διαμάχη: χρονικό και κριτική (1977-1986), Ο Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος, 1988, τεύχ. 8ο, σσ. 62-63.
Δείτε επίσης:
«Λέγοντας λοιπόν βιωματική, εννοώ τη λογοτεχνία εκείνη που αντλείται από τα προσωπικά βιώματα του συγγραφέα (...). Τα βιώματα πάλι δεν είναι μονάχα εκείνα που προέρχονται από την εμπειρία, αλλά και οι φαντασιώσεις και οι ισχυρές πνευματικές καταστάσεις που έχει ζήσει ο άνθρωπος (...). Ανακουφίζομαι γράφοντας σε πρώτο πρόσωπο. Είναι για μένα κάτι σαν ψυχολογική ανάγκη. Ωστόσο τα περισσότερα από αυτά που γράφω δεν είναι βιογραφικά και δεν συνέβησαν ακριβώς έτσι, όπως μεταφέρονται στο χαρτί. Άλλωστε, στα πεζογραφήματά μου υποδύομαι και πολλά πρόσωπα που θα ήθελα να είμαι» (συνέντευξη του συγγραφέα με τη Μ. Θερμού, εφ. Καθημερινή, 24.7.1977).
«Όπως ξέρετε, γράφω σε πρώτο πρόσωπο. Γιατί έτσι εκφράζομαι καλύτερα, ζεσταίνομαι πιο πολύ, μ’ αρέσει (...). Επειδή, λοιπόν, γράφω στο πρώτο πρόσωπο (...) ε, δίνω την εντύπωση ότι πολλές φορές [αυτά που αφηγούμαι] είναι περιστατικά τα οποία μου έχουν τύχει, περιστατικά αυτοβιογραφικά. Αλλ’ αυτό δε μ’ ενδιαφέρει καθόλου˙ ούτε για τη δική μου λογοτεχνία, ούτε για κανενός άλλου. Γιατί, όχι μόνο σαν λογοτέχνης, αλλά και σαν μελετητής που είμαι της λογοτεχνίας, ξέρω ότι δεν μετριούνται έτσι τα λογοτεχνήματα, αν δηλαδή είναι αυτοβιογραφικά ή φανταστικά. Εκείνο που μετράει είναι το γράψιμο, το δόσιμο (...). Ο λογοτέχνης πρέπει να χρησιμοποιεί ως ύλη τα βιώματά του. Δεν εννοώ μονάχα τα βιώματα τα οποία έχει αποκτήσει από την εμπειρία, αλλά και τα συναισθήματά του, τις ισχυρές φαντασιώσεις του, όλα τέλος πάντων που έχει ζήσει πολύ αυτός ο ίδιος (...). Αυτά, βέβαια, τα οποία σας λέω, δεν προδικάζουν και την τεχνοτροπία. Πιστεύω ότι η δημιουργική ανάπλαση της βιωματικής ύλης μπορεί να γίνει σύμφωνα με τις οποιεσδήποτε αισθηματικές αρχές ή τάσεις του συγγραφέα. Αυτό που θα προκύψει, αν είναι γνήσια βιωματικό, θα έχει στερεότητα και ενότητα γλώσσας, όπως και ο κόσμος του συγγραφέα του. Είναι παρατηρημένο ότι οι βιωματικοί συγγραφείς, ακόμη και αυτοί που διαθέτουν μικρό ταλέντο, ουδέποτε αραδιάζουν κούφια λόγια ή παρουσιάζουν το φαινόμενο της λεξιθηρίας. Κι αυτό γιατί κατευθύνονται εσωτερικά (...). Αντίθετα όταν [ο γράφων] δεν περιορίζεται, και γράφει για πράγματα που δεν ξέρει, δεν έχει ζήσει (π.χ. ενώ δεν ξέρει κολύμπι, αρχίζει να γράφει για θαλασσινές περιπέτειες, καΐκια και δεν ξέρω τι άλλο), τότε φτάνει να μιλάει ψεύτικα. Και λες: «τι έχει πάθει αυτός;» Απλούστατα, δεν έχει (...) βιώματα και φυσικά δεν έχει γλώσσα. Όσο για την τεχνοτροπία, μπορεί να είναι οποιαδήποτε». (συνέντευξή του στο περ. Διαβάζω, τεύχ. 9, Νοε.-Δεκ. 1977, σ. 23-24.
«Νομίζω ότι το “κλειδί” της δουλειάς μου είναι η βιωματικότητα. Δεν μπορείς να γράφεις καλά, να εκφραστείς με πληρότητα, να έχεις ενότητα έκφρασης, αν αυτά τα πράγματα δεν τα έχεις, κατά κάποιο τρόπο, ζήσει (...). Και δεν εννοώ στον κόσμο της εμπειρίας. Πολλοί (κι εγώ πολλές φορές – και το απωθώ) αισθάνονται την ανάγκη να γράψουν για πράγματα που δεν λαχταρούν και για τα οποία δεν ξέρουν τίποτα. Μόνο που αυτά τα πράγματα δεν μπορούν να σταθούν, ούτε σαν γλώσσα (...). Πιστεύω στη βιωματικότητα των καταστάσεων και στη βιωματική προέλευση της γλώσσας του λογοτέχνη. Και δεν πιστεύω πως αυτό το βιωματικό υπόστρωμα σ’ εμποδίζει να έχεις οποιαδήποτε τεχνοτροπία». (συνέντευξή του με τη Σούλα Αλεξανδροπούλου, εφ. Ελευθεροτυπία, 24.9.1978).
«Τα περισσότερα από τα κείμενά μου στο Για ένα φιλότιμο, στη Σαρκοφάγο, στη Μόνη κληρονομιά, στο Δικό μας αίμα, στον Επιτάφιο Θρήνο, δεν είναι αυτοβιογραφικά, έστω κι αν είναι γραμμένα στο πρώτο πρόσωπο. Αυτό συνάγεται και μόνο με την απλή ανάγνωση. Αλλά γενικότερα πιστεύω ότι για τη λογοτεχνία καμιά απολύτως σημασία δεν έχει αν ένα κείμενο είναι αυτοβιογραφικό ή όχι. Σημασία έχει ο κόσμος των λέξεων, ο κόσμος του συγγραφέα, που ανακαλείται και ξετρυπώνεται μέσα από το βάθος της ψυχής του μ’ αυτό ή εκείνο το θέμα, άσχετα αν το θέμα είναι αυτοβιογραφικό ή όχι. Αυτοί που ασχολούνται με το αν ένα κείμενο είναι αυτοβιογραφικό ή φανταστικό, δεν ξέρουν τι λένε, και εν πάση περιπτώσει δεν καταλαβαίνουν από τη λειτουργία της λογοτεχνικής δοκιμασίας» (συνέντευξή του με το Δημ. Γκιώνη, εφ. Ελευθεροτυπία, 8.6.1982).
«Επιθυμώ να είμαι ένας συγγραφέας που στέκεται καλά στα πόδια του και δε μιλάει για πράγματα που δεν τα έχει βιώσει, δηλαδή δεν χρησιμοποιεί λέξεις που δεν τις έχει βιώσει, αυτό εννοώ (...). Εάν [το συγκεκριμένο κάθε φορά θέμα του πεζογραφήματος] παρασύρει τον εσωτερικό μου κόσμο, αυτά τα κρυμμένα πράγματα που κι εμείς δεν τα έχουμε συνειδητοποιήσει, εάν τα παρασύρει το τάδε θέμα, τι σημασία έχει η προέλευσή του; Εγώ το θέμα, το κάθε θέμα, το βλέπω σα δόλωμα (...). Το θέμα είναι ότι το δόλωμα, που το θέτουμε για να βγούνε τα φίδια, τα ποντίκια και ό,τι τέλος πάντων είναι κρυμμένο μέσα μας» (συνέντευξή του στα 1982 με το Γιώργο Κορδομενίδη, περ. Εντευκτήριο, 2 Φεβρ. 1988, σ. 35 και 36-7).
Ξ.Α. Κοκόλης, Μια «επαρχιακή» διαμάχη: χρονικό και κριτική (1977-1986), Ο Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος, 1988, τεύχ. 8ο, σσ. 62-63.
Δείτε επίσης:
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου