Claude Monet
Γεώργιος Βιζυηνός «Το αμάρτημα της μητρός μου»
Δίνει την εντύπωση αυτοβιογραφικού κειμένου, λόγω της κτητικής αντωνυμίας στον τίτλο, της πρωτοπρόσωπης αφήγησης και των ονομάτων του αφηγητή – το Γιωργί, ο Γιωργής – και της μητέρας του Δεσποινιώ ή Μηχαλιέσσα – που ταυτίζονται με τα ονόματα του συγγραφέα και της μητέρας του.
Η αφήγηση ανελίσσεται με το διάλογο του αφηγητή και της μητέρας του. Ο λόγος της μητέρας είναι το αντικείμενο του λόγου του αφηγητή και συγκεκριμένα η σχέση μεταξύ του λόγου του παρόντος (των πράξεων της μητέρας, των οποίων είναι αυτόπτης μάρτυς ο αφηγητής) και του παρελθόντος (της αφήγησης της μητέρας για τα συμβάντα). Η διάκριση αυτή όμως παρουσιάζει μια ρωγμή, διότι ο λόγος της μητέρας ορίζει το λόγο του αφηγητή, ο λόγος του αφηγητή δηλαδή δεν μπορεί να παρατηρήσει εκ των έξω το λόγο της μητέρας, δεν μπορεί να τον εξηγήσει αντικειμενικά, αλλά βρίσκεται ταυτόχρονα σε κριτική απόσταση και συναισθηματική εξάρτηση από αυτόν.
Ο αφηγητής και η μητέρα του είναι τα μόνα πρόσωπα με αφηγηματικές λειτουργίες στο κείμενο˙ τα υπόλοιπα πρόσωπα αποτελούν απλώς σημεία αναφοράς, σημάδια ότι υπάρχει κοινωνία και οικογένεια. Έτσι, η δυαδική αφηγηματική δομή προσφέρει δύο δυνατότητες εισόδου: από την οπτική γωνία του αφηγητή ή από την οπτική γωνία της μητέρας...
... η οπτική γωνία της μητέρας παραμένει αμετάβλητη καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης, ενώ η οπτική γωνία του αφηγητή μεταβάλλεται, καθώς κατανοεί καλύτερα τόσο το τι έχει συμβεί όσο και από ποια αιτία διέπεται η συμπεριφορά της μητέρας. Η μεταβολή της οπτικής γωνίας του αφηγητή υποβοηθείται από τη μεγάλη διάρκεια της αφήγησης και από το γεγονός ότι αυτός δεν αφηγείται από ένα ορισμένο χρονικό σημείο αλλά παρακολουθεί τα γεγονότα αφηγούμενος ταυτόχρονα, από μικρό παιδί έως ώριμος άνδρας.
Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Μεταξύ φαντασίας και μνήμης, Αναγνώσεις 3 – Εστία, 1994, σσ. 31-32.
Το διήγημα, ήδη στην πρώτη του σελίδα, προσδιορίζει τα αντιθετικά ζεύγη που θα καθορίσουν το νόημα: το πρώτο ζεύγος, ο ενικός και ο πληθυντικός αριθμός˙ το δεύτερο, το κορίτσι και τα αγόρια˙ το τρίτο, ο νεκός (πατέρας που τα ρούχα του ντύνουν τα αγόρια) και οι ζωντανοί (μητέρα και παιδιά)˙ το τέταρτο, το συναίσθημα ή η πρόθεση (η αδέκαστος ενδόμυχος στοργή της μητρός) και οι πράξεις, που φυσικά γεννούν ζηλοτυπίες˙ το πέμπτο, η γνώση και οι απορίες. Τα πέντε αυτά ζεύγη θα οροθετήσουν την αναζήτηση του νοήματος, τον προσδιορισμό δηλαδή του αμαρτήματος, που προεξαγγέλλεται ήδη με τον τίτλο του διηγήματος.
Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Μεταξύ φαντασίας και μνήμης, ό.π., σ. 36.
Στο πρώτο μέρος του διηγήματος, ο λόγος του αφηγητή περιστρέφεται γύρω από την εμπειρία του από την αδελφή του την Αννιώ. Στο δεύτερο μέρος, ο λόγος του αφηγητή, ο οποίος επιστρέφει «μετά μακράν απουσίαν», ασχολείται με το λόγο της μητέρας που περιστρέφεται γύρω από την εμπειρία της από την πρώτη κόρη της, την Αννιώ. Η χρονικά πρότερη εμπειρία στο επίπεδο της ιστορίας παρουσιάζεται μετά τη χρονικά ύστερη (ανάληψη, κατά Genette). Όμως ο αναχρονισμός αυτός λειτουργεί ερμηνευτικά ως προς τον αναγνώστη, διότι του δείχνει ότι ο λόγος του αφηγητή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, ο λόγος της αυθεντίας δηλαδή, έχει διαμορφωθεί με βάση την πλάνη. Ο αναγνώστης καλείται να βρει ο ίδιος ποιος είναι αξιόπιστος και να μην αρκείται στις συμβάσεις.
Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Μεταξύ φαντασίας και μνήμης, ό.π., σ. 40.
Το αμάρτημα ορίζεται ως παράβαση του ηθικού ή του θείου νόμου. Στο διήγημα η μητέρα αναφέρεται στην αμαρτία της, όταν εξηγεί στον αφηγητή πως, έχοντας περάσει ένα βράδυ χορού και διασκέδασης, πήγε να θηλάσει το παιδί της, την πήρε ο ύπνος από την κούραση, «το πλάκωσε» κι όταν ξύπνησε «ήταν απεθαμένο». Η αμέλειά της οδήγησε στο θάνατο του παιδιού της, διότι παρέβη τον ηθικό νόμο που καθορίζει τα μητρικά της καθήκοντα. Αυτό είναι το αμάρτημα της μητέρας, ή μάλλον το πρώτο της αμάρτημα στο χρόνο της ιστορίας. Είναι όμως το δεύτερό της αμάρτημα στο χρόνο – και στο χώρο – της αφήγησης...
Η εκπεφρασμένη επιθυμία της μητέρας να «πάρει» ο Θεός τα αγόρια της και να της «αφήσει» το κορίτσι συνιστά αμάρτημα...
Το δεύτερο, ως προς τον ιστορικό χρόνο, αμάρτημα είναι το πρώτο ως προς τον αφηγηματικό χρόνο, διότι μόνο έτσι γίνεται σαφής η σημασία της επιθυμίας ως συστατικού στοιχείου του αμαρτήματος.
Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Μεταξύ φαντασίας και μνήμης, σσ. 45-47.
Αφηγηματικά Χαρακτηριστικά
Σχολιασμός αφήγησης: η ιστορία δίνεται μέσα από την περιορισμένη προοπτική του αφηγητή – πρωταγωνιστή. Η αφήγηση είναι μεταγενέστερη των γεγονότων και η εστίαση τείνει να γίνει συγχρονική, με αποτέλεσμα να συμμεριζόμαστε τις ανησυχίες, τους φόβους και τις απορίες μιας παιδικής συνείδησης. Παράλληλα, είναι εμφανής η διάσταση ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή και στην παιδική συνείδηση που προσλαμβάνει τα συμβάντα. Επίσης, πιο περίπλοκη και εσωτερικότερη είναι η αφηγηματική προοπτική του Βιζυηνού˙ οριοθετεί τη μετάβαση από τη διήγηση στην αφήγηση, από την ιστορία στην πεζογραφία.
Σχολιασμός πλοκής: έντονα είναι τα χαρακτηριστικά έκπληξης, της αγωνίας και του αινίγματος. Το διήγημα εξυφαίνεται και παρουσιάζεται κατά τέτοιο τρόπο, που θα ταίριαζε σε αστυνομικές ιστορίες.
Άλλα στοιχεία: η ποικιλία της γλώσσας και ο τρόπος που υπηρετεί το κείμενο – η χρήση του χρόνου (προλήψεις – αναλήψεις) που σπάει την ευθύγραμμη αφήγηση και έτσι παύει να είναι γραμμικός – ο ρυθμός στην εξέλιξη του μύθου σε αναλογία με το «μπρος-πίσω» του χρόνου – η ωριμότητα στην τεχνική της δομής -, η χρήση του διαλόγου, καθώς αποβάλλεται ο καθωσπρεπισμός και πλησιάζει τον λόγο της καθημερινότητας (αν και μερικές φορές συμβαίνει το αντίθετο: λόγια απλών ανθρώπων ευπρεπίζονται «επί το καθαρότερον»).
Εστίαση του αναγνωστικού και ερμηνευτικού ενδιαφέροντος στις σημαντικότερες σκηνές του διηγήματος: ... πάρε μου όποιο θέλεις κι άφησέ μου το κορίτσι... – διάσωση του Γιωργή στο ποτάμι – επίκληση του πνεύματος του πεθαμένου πατέρα πριν από το θάνατο της Αννιώς – αναδρομική αφήγηση – «εξομολόγηση» του αμαρτήματος στον Γιωργή – εξομολόγηση στον Πατριάρχη.
Δίνει την εντύπωση αυτοβιογραφικού κειμένου, λόγω της κτητικής αντωνυμίας στον τίτλο, της πρωτοπρόσωπης αφήγησης και των ονομάτων του αφηγητή – το Γιωργί, ο Γιωργής – και της μητέρας του Δεσποινιώ ή Μηχαλιέσσα – που ταυτίζονται με τα ονόματα του συγγραφέα και της μητέρας του.
Η αφήγηση ανελίσσεται με το διάλογο του αφηγητή και της μητέρας του. Ο λόγος της μητέρας είναι το αντικείμενο του λόγου του αφηγητή και συγκεκριμένα η σχέση μεταξύ του λόγου του παρόντος (των πράξεων της μητέρας, των οποίων είναι αυτόπτης μάρτυς ο αφηγητής) και του παρελθόντος (της αφήγησης της μητέρας για τα συμβάντα). Η διάκριση αυτή όμως παρουσιάζει μια ρωγμή, διότι ο λόγος της μητέρας ορίζει το λόγο του αφηγητή, ο λόγος του αφηγητή δηλαδή δεν μπορεί να παρατηρήσει εκ των έξω το λόγο της μητέρας, δεν μπορεί να τον εξηγήσει αντικειμενικά, αλλά βρίσκεται ταυτόχρονα σε κριτική απόσταση και συναισθηματική εξάρτηση από αυτόν.
Ο αφηγητής και η μητέρα του είναι τα μόνα πρόσωπα με αφηγηματικές λειτουργίες στο κείμενο˙ τα υπόλοιπα πρόσωπα αποτελούν απλώς σημεία αναφοράς, σημάδια ότι υπάρχει κοινωνία και οικογένεια. Έτσι, η δυαδική αφηγηματική δομή προσφέρει δύο δυνατότητες εισόδου: από την οπτική γωνία του αφηγητή ή από την οπτική γωνία της μητέρας...
... η οπτική γωνία της μητέρας παραμένει αμετάβλητη καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης, ενώ η οπτική γωνία του αφηγητή μεταβάλλεται, καθώς κατανοεί καλύτερα τόσο το τι έχει συμβεί όσο και από ποια αιτία διέπεται η συμπεριφορά της μητέρας. Η μεταβολή της οπτικής γωνίας του αφηγητή υποβοηθείται από τη μεγάλη διάρκεια της αφήγησης και από το γεγονός ότι αυτός δεν αφηγείται από ένα ορισμένο χρονικό σημείο αλλά παρακολουθεί τα γεγονότα αφηγούμενος ταυτόχρονα, από μικρό παιδί έως ώριμος άνδρας.
Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Μεταξύ φαντασίας και μνήμης, Αναγνώσεις 3 – Εστία, 1994, σσ. 31-32.
Το διήγημα, ήδη στην πρώτη του σελίδα, προσδιορίζει τα αντιθετικά ζεύγη που θα καθορίσουν το νόημα: το πρώτο ζεύγος, ο ενικός και ο πληθυντικός αριθμός˙ το δεύτερο, το κορίτσι και τα αγόρια˙ το τρίτο, ο νεκός (πατέρας που τα ρούχα του ντύνουν τα αγόρια) και οι ζωντανοί (μητέρα και παιδιά)˙ το τέταρτο, το συναίσθημα ή η πρόθεση (η αδέκαστος ενδόμυχος στοργή της μητρός) και οι πράξεις, που φυσικά γεννούν ζηλοτυπίες˙ το πέμπτο, η γνώση και οι απορίες. Τα πέντε αυτά ζεύγη θα οροθετήσουν την αναζήτηση του νοήματος, τον προσδιορισμό δηλαδή του αμαρτήματος, που προεξαγγέλλεται ήδη με τον τίτλο του διηγήματος.
Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Μεταξύ φαντασίας και μνήμης, ό.π., σ. 36.
Στο πρώτο μέρος του διηγήματος, ο λόγος του αφηγητή περιστρέφεται γύρω από την εμπειρία του από την αδελφή του την Αννιώ. Στο δεύτερο μέρος, ο λόγος του αφηγητή, ο οποίος επιστρέφει «μετά μακράν απουσίαν», ασχολείται με το λόγο της μητέρας που περιστρέφεται γύρω από την εμπειρία της από την πρώτη κόρη της, την Αννιώ. Η χρονικά πρότερη εμπειρία στο επίπεδο της ιστορίας παρουσιάζεται μετά τη χρονικά ύστερη (ανάληψη, κατά Genette). Όμως ο αναχρονισμός αυτός λειτουργεί ερμηνευτικά ως προς τον αναγνώστη, διότι του δείχνει ότι ο λόγος του αφηγητή της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, ο λόγος της αυθεντίας δηλαδή, έχει διαμορφωθεί με βάση την πλάνη. Ο αναγνώστης καλείται να βρει ο ίδιος ποιος είναι αξιόπιστος και να μην αρκείται στις συμβάσεις.
Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Μεταξύ φαντασίας και μνήμης, ό.π., σ. 40.
Το αμάρτημα ορίζεται ως παράβαση του ηθικού ή του θείου νόμου. Στο διήγημα η μητέρα αναφέρεται στην αμαρτία της, όταν εξηγεί στον αφηγητή πως, έχοντας περάσει ένα βράδυ χορού και διασκέδασης, πήγε να θηλάσει το παιδί της, την πήρε ο ύπνος από την κούραση, «το πλάκωσε» κι όταν ξύπνησε «ήταν απεθαμένο». Η αμέλειά της οδήγησε στο θάνατο του παιδιού της, διότι παρέβη τον ηθικό νόμο που καθορίζει τα μητρικά της καθήκοντα. Αυτό είναι το αμάρτημα της μητέρας, ή μάλλον το πρώτο της αμάρτημα στο χρόνο της ιστορίας. Είναι όμως το δεύτερό της αμάρτημα στο χρόνο – και στο χώρο – της αφήγησης...
Η εκπεφρασμένη επιθυμία της μητέρας να «πάρει» ο Θεός τα αγόρια της και να της «αφήσει» το κορίτσι συνιστά αμάρτημα...
Το δεύτερο, ως προς τον ιστορικό χρόνο, αμάρτημα είναι το πρώτο ως προς τον αφηγηματικό χρόνο, διότι μόνο έτσι γίνεται σαφής η σημασία της επιθυμίας ως συστατικού στοιχείου του αμαρτήματος.
Μιχάλης Χρυσανθόπουλος, Μεταξύ φαντασίας και μνήμης, σσ. 45-47.
Αφηγηματικά Χαρακτηριστικά
Σχολιασμός αφήγησης: η ιστορία δίνεται μέσα από την περιορισμένη προοπτική του αφηγητή – πρωταγωνιστή. Η αφήγηση είναι μεταγενέστερη των γεγονότων και η εστίαση τείνει να γίνει συγχρονική, με αποτέλεσμα να συμμεριζόμαστε τις ανησυχίες, τους φόβους και τις απορίες μιας παιδικής συνείδησης. Παράλληλα, είναι εμφανής η διάσταση ανάμεσα στον ώριμο αφηγητή και στην παιδική συνείδηση που προσλαμβάνει τα συμβάντα. Επίσης, πιο περίπλοκη και εσωτερικότερη είναι η αφηγηματική προοπτική του Βιζυηνού˙ οριοθετεί τη μετάβαση από τη διήγηση στην αφήγηση, από την ιστορία στην πεζογραφία.
Σχολιασμός πλοκής: έντονα είναι τα χαρακτηριστικά έκπληξης, της αγωνίας και του αινίγματος. Το διήγημα εξυφαίνεται και παρουσιάζεται κατά τέτοιο τρόπο, που θα ταίριαζε σε αστυνομικές ιστορίες.
Άλλα στοιχεία: η ποικιλία της γλώσσας και ο τρόπος που υπηρετεί το κείμενο – η χρήση του χρόνου (προλήψεις – αναλήψεις) που σπάει την ευθύγραμμη αφήγηση και έτσι παύει να είναι γραμμικός – ο ρυθμός στην εξέλιξη του μύθου σε αναλογία με το «μπρος-πίσω» του χρόνου – η ωριμότητα στην τεχνική της δομής -, η χρήση του διαλόγου, καθώς αποβάλλεται ο καθωσπρεπισμός και πλησιάζει τον λόγο της καθημερινότητας (αν και μερικές φορές συμβαίνει το αντίθετο: λόγια απλών ανθρώπων ευπρεπίζονται «επί το καθαρότερον»).
Εστίαση του αναγνωστικού και ερμηνευτικού ενδιαφέροντος στις σημαντικότερες σκηνές του διηγήματος: ... πάρε μου όποιο θέλεις κι άφησέ μου το κορίτσι... – διάσωση του Γιωργή στο ποτάμι – επίκληση του πνεύματος του πεθαμένου πατέρα πριν από το θάνατο της Αννιώς – αναδρομική αφήγηση – «εξομολόγηση» του αμαρτήματος στον Γιωργή – εξομολόγηση στον Πατριάρχη.
Ψυχογραφικά Χαρακτηριστικά
Το διήγημα αποτελεί ψυχολογική ανάλυση οικογενειακών σχέσεων: σχέση αφηγητή – μητέρας, σχέση μητέρας με τα αρσενικά παιδιά της, σχέση μητέρας με τα θηλυκά παιδιά της.
Το διήγημα αποτελεί ψυχολογική ανάλυση οικογενειακών σχέσεων: σχέση αφηγητή – μητέρας, σχέση μητέρας με τα αρσενικά παιδιά της, σχέση μητέρας με τα θηλυκά παιδιά της.
Έντονο το αυτοβιογραφικό και το βιωματικό στοιχείο.
Η επιμονή του συγγραφέα στον εσωτερικό κόσμο των κειμενικών προσώπων, η διείσδυση στο ψυχικό βάθος, οι αληθινές σχέσεις των προσώπων.
Η σωστή περιγραφή στην απόδοση του δράματος της μητέρας.
Κυριαρχία του μέτρου στην απόδοση του δράματος, χωρίς ακρότητες και υπερβολές.
Η αποκάλυψη και η κάθαρση του τέλους.
Λαογραφικά Στοιχεία
Από το διήγημα περνάει όλος ο κύκλος της θρακιώτικης ζωής: γέννηση, θάνατος, χαρές, πίκρες...
Λαογραφικά Στοιχεία
Από το διήγημα περνάει όλος ο κύκλος της θρακιώτικης ζωής: γέννηση, θάνατος, χαρές, πίκρες...
Ο λαογραφικός θησαυρός στην πεζογραφία του Γ. Βιζυηνού και ειδικότερα στο «Αμάρτημα της μητρός μου»: λαϊκές αντιλήψεις για την έκβαση της «αρρώστιας», ιεροτελεστία επίκλησης της ψυχής ενός πεθαμένου προσφιλούς προσώπου, το εθιμικό της υιοθεσίας κ.ά.π.
Στο διήγημα συντελείται η αποκάλυψη ενός ολόκληρου μικρόκοσμου μέσα από τις πολλαπλές σχέσεις των ατόμων που το αποτελούν με το φυσικό και μεταφυσικό τους περιβάλλον και όχι απλώς η διεύρυνση ενός συγκεκριμένου και περιορισμένου ανθρώπινου τοπίου.
Έντονο και προς εξέταση το ανάγλυφο ηθογραφικό στοιχείο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου