Μύκονος
Γιώργος Μανέτας «Θύμηση»
Πάλι χθες στο εικονοστάσι σαν να σβήστηκε το φως μου·
γιε μου - εσύ, πικρό κομμάτι της ζωής μου, μακρινό...
Σε ποιας Θάλασσας τη μέση, σε ποιαν άκρη αυτού του κόσμου
ταξιδεύεις, και δεν βλέπω πίσω να ‘χεις γυρισμό!
Σαν να μου χτυπάει την πόρτα κάθε θόρυβος που φτάνει
μα στην κάμαρά σου, γιε μου, το κρεβάτι σου αδειανό.
Το κρεβάτι αυτό που στρώνω και χαϊδεύω, - που ’χα ’γιάνει
το κορμάκι σου εκεί πάνω· τώρα μοιάζει νεκρικό.
Θέλω λίγο ν’ αγκαλιάσω την ανέγγιχτη ψυχή σου
πριν τα μάτια μου σφαλίσω και δεν έχουν μνήμη πια.
Έλα, εγώ μονάκριβέ μου που καρτέραα τη ζωή σου
και τη στόλιζα με τ’ άνθη της ψυχής μου, γιασεμιά.
Πριν η νύχτα χαμηλώσει και μ’ αγγίξει το σκοτάδι
και σ’ αυτό το εικονοστάσι πια το φως μου σκορπιστεί,
έλα να σ’ αγγίξει λίγο της υστέρησης το χάδι,
και της θύμησής σου ο πόνος κάπως μέσα μου σβηστεί.
Στο ποίημα «Θύμηση» παρουσιάζεται με ιδιαίτερη ευαισθησία από τον ποιητή Γιώργο Μανέτα η εναγώνια προσμονή της μητέρας για την επιστροφή του γιου της που ταξιδεύει για καιρό. Η θεματική αυτή είναι συχνή στη λογοτεχνία μας, καθώς τα μακροχρόνια ταξίδια των ναυτικών και οι τραγικές μορφές των μανάδων ή των γυναικών που αναμένουν την ασφαλή επιστροφή τους, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του λαού μας που αιώνες τώρα είναι δεμένος με τη θάλασσα.
Το ποίημα ξεκινά με μια εικόνα που προμηνύει το τέλος της μητέρας, δίνοντας έτσι στα λόγια της και στην επιθυμία που εκφράζει μια διάσταση τραγική. Ο γιος της λείπει για καιρό κι η μητέρα, όχι μόνο δεν γνωρίζει σε ποια θάλασσα βρίσκεται, μα φοβάται πως δε θα επιστρέψει καν.
Κάθε ήχος, κάθε θόρυβος του ανέμου, μοιάζει με χτύπημα στην πόρτα, μοιάζει με ήχο επιστροφής, αλλά στην πραγματικότητα ο γιος της παραμένει μακριά, κι η μητέρα περνά τις ώρες της στο δωμάτιό του, χαϊδεύοντας το άδειο του κρεβάτι. Κάποτε, σ’ αυτό το κρεβάτι βρισκόταν το παιδί της κι εκείνη το φρόντιζε στις αρρώστιες και τις έγνοιες του, μα τώρα το κρεβάτι μένει κενό, σαν να μην υπάρχει πια το παιδί της, σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Η μητέρα αποζητά με πόνο να δει ξανά το παιδί της, να το αγγίξει και να αισθανθεί την αγνότητα της ψυχής του και της άδολης αγάπης του. Φοβάται πως το τέλος της, που πλησιάζει, θα σβήσει από τη μνήμη της και θα σκορπίσει την αγάπη της. Μια αγάπη που ξεκίνησε προτού καν το παιδί της γεννηθεί, από τότε ακόμη που το είχε μέσα της και μέρα τη μέρα περίμενε τον ερχομό του, νιώθοντας την ψυχή της να γεμίζει με λατρεία γι’ αυτή τη νέα ζωή.
Το ποίημα κλείνει με τη συγκλονιστική παράκληση της μητέρας που, ως τελευταία πια ελπίδα κι ευχή, ζητά την επιστροφή του γιου της, ώστε να τον κρατήσει στα χέρια της μια ύστατη φορά.
Η ιδιαίτερη αξία του ποιήματος έγκειται στο γεγονός ότι πραγματεύεται ένα θέμα οικείο και συνάμα πολύτιμο για όλους μας. Η αγάπη της μητέρας και ο ανείπωτος πόνος που βιώνει ερχόμενη αντιμέτωπη με την απουσία του παιδιού της, αγγίζει κάθε αναγνώστη και στρέφει την προσοχή μας σ’ ένα πρόσωπο ιερό και σ’ ένα συναίσθημα ακατάλυτο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου