Joana Kruse
Έκθεση Γ΄ Λυκείου: Θανατική
ποινή
Υποθέστε ότι σε μια ξένη χώρα
επίκειται η εκτέλεση ενός νεαρού θανατοποινίτη. Το γεγονός έλαβε διεθνείς
διαστάσεις.
α) Στην πόλη σας έχει δημιουργηθεί μια
κίνηση διαμαρτυρίας για την επικείμενη εκτέλεση και σας αναθέτουν τη σύνταξη
μιας σχετικής επιστολής. Συντάξτε την επιστολή (μέχρι 300 λέξεις) προς τον
πρόεδρο της χώρας (Χ) υποστηρίζοντας το αίτημα για την μη εκτέλεση του
θανατοποινίτη.
Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε,
Η παρούσα επιστολή συνιστά
απόρροια του έντονου προβληματισμού που προέκυψε τόσο σ’ εμένα όσο και στους
συμπολίτες μου, σχετικά με την υπόθεση του νεαρού John Doe. Η γνωστοποίηση της θανατικής ποινής που του
επιβλήθηκε από το δικαστήριο, αποτέλεσε εύλογο έναυσμα μιας πολύπλευρης
συζήτησης αναφορικά με την ορθότητας της ακραίας αυτής ποινής, ειδικά όταν αυτή
επιβάλλεται σε νέους ανθρώπους.
Είναι, βέβαια, αντιληπτό πως
το έγκλημα που διέπραξε ήταν εξαιρετικά σκληρό κι είναι κατανοητή η επιθυμία
των συγγενών του θύματος για παραδειγματική τιμωρία του δράστη. Ωστόσο, θα
πρέπει να ληφθεί υπόψη πως η θανατική ποινή με το οριστικό του χαρακτήρα της
δεν παρέχει καμία ευκαιρία στον νεαρό να διεκδικήσει κι ίσως να επιτύχει την
αναμόρφωση του χαρακτήρα του μέσω του αναλογισμού των συνεπειών που είχε η
πράξη του. Αναιρείται, δηλαδή, με μια τόσο ριζική ποινή η έννοια της
συμμόρφωσης που θα έπρεπε να αποτελεί κύρια επιδίωξη του ποινικού συστήματος.
Η σκέψη, άλλωστε, πως η
εκτέλεση του νεαρού αυτού δράστη θα λειτουργήσει ως αποτρεπτικό φόβητρο για
τους υπόλοιπους πιθανούς εγκληματίες, δεν μπορεί να αποδειχθεί πλήρως. Ενώ,
παράλληλα, προκαλείται το δικαιολογημένο ερώτημα μήπως εν τέλει έχει
διαφορετικό αντίκτυπο από τον επιδιωκόμενο. Μήπως σ’ ένα κράτος που συστηματικά
καταφεύγει σε εκτελέσεις πολιτών, οι άνθρωποι αδυνατούν να αναγνωρίσουν πλέον
την απόλυτη και αναμφισβήτητη αξία της ανθρώπινης ζωής; Είναι ίσως παράδοξο να
αναμένει μια πολιτεία να γίνει σεβαστό ένα δικαίωμα που η ίδια κατ’ επανάληψη
καταπατά.
Η πολιτεία θα πρέπει να
διεκδικεί από τα μέλη της τον απαρέγκλιτο σεβασμό στην ανθρώπινη ζωή, στο
αναφαίρετο αυτό δικαίωμα, με το να δίνει η ίδια πρώτη το παράδειγμα. Μια
δημοκρατούμενη και έννομα λειτουργούσα πολιτεία δεν μπορεί παρά να θέτει την
προστασία των θεμελιωδών ανθρώπινων δικαιωμάτων ως βασική της προτεραιότητα,
αναγνωρίζοντας ως πρώτο και σημαντικότερο αυτών το δικαίωμα στη ζωή. Κι είναι
αυτό το δικαίωμα που σας ζητάμε να αναγνωρίσετε και στον νεαρό John Doe.
Με εκτίμηση
[Λέξεις: 309]
β) Να υποθέσεις ότι
αποφασίζεις να κοινοποιήσεις τις απόψεις σου για το θέμα της θανατικής ποινής
με ένα άρθρο σου σε τοπική εφημερίδα.
Στο κείμενο σου μπορείς
αρχικά να αναφερθείς σε κάποιο από τα επιχειρήματα των κειμένων που διάβασες
(του I. Μανωλεδάκη και της Διεθνούς Αμνηστίας), να συμφωνήσεις ή να
προσπαθήσεις να τα ανασκευάσεις, και στη συνέχεια να αναπτύξεις τη δική σου
άποψη (400 - 500 λέξεις περίπου).
«Ας δώσουμε τη χαριστική βολή
στην εσχάτη των ποινών»
Η θανατική ποινή
αδρανοποιείται ή καταργείται πλήρως σε ολοένα και περισσότερες χώρες, υπάρχουν
ωστόσο ακόμη πολυπληθή κράτη τα οποία, όχι μόνο τη διατηρούν, αλλά και την εφαρμόζουν
σε αρκετές περιπτώσεις. Το γεγονός αυτό οφείλει να ανησυχεί και να κρατά σε
εγρήγορση κάθε πολίτη, μέχρι να επέλθει η οριστική εξάλειψη της βίαιης και
απάνθρωπης αυτής ποινής.
Κάθε πτυχή της παράλογης και
αδικαιολόγητης αυτής έννομης βιαιότητας φέρνει τα κράτη που την εφαρμόζουν
αντιμέτωπα με τις βασικές έννοιες των ανθρώπινων δικαιωμάτων και του
αδιαμφισβήτητου σεβασμού που οφείλεται στην ανθρώπινη ζωή. Συνιστά μη αποδεκτή
παρεκτροπή η ίδια η πολιτεία να καθίσταται εντολοδόχος και συνένοχος σε εν ψυχρώ
εκτελέσεις μελών της. Διότι δε θα πρέπει να μας διαφεύγει πως κάθε φορά που
επιβάλλεται η θανατική ποινή, εμπλέκονται σε αυτή αρκετοί πολίτες που είτε
λαμβάνουν τη σχετική απόφαση είτε την εκτελούν. Έτσι, το ίδιο το κράτος εξωθεί
μέλη του στο να διαπράξουν κατ’ επανάληψη φόνους συνανθρώπων τους.
Είναι παράδοξο να
επιχειρείται η καταπολέμηση ενός εγκλήματος με την καταφυγή σ’ ένα άλλο
έγκλημα, έστω κι αν αυτό επιβάλλεται και διαπράττεται με την κρατική νομοθετική
στήριξη. Κι είναι απίθανο υπ’ αυτές τις συνθήκες να γίνει η πολιτεία αντιληπτή
ως φορέας που προασπίζεται και σέβεται την ανθρώπινη ζωή, από τη στιγμή που η
ίδια επιλέγει τη θανατική ποινή για να διατρανώσει αυτόν της το ρόλο. Η
υπεράσπιση και ο σεβασμός απέναντι στην ανθρώπινη ζωή θα πρέπει να υπηρετείται
μόνο μέσω της συνεπούς εφαρμογής του διακηρυσσόμενου αυτού σεβασμού.
Οι επιβαλλόμενες ποινές δεν
συνιστούν πράξεις εκδίκησης, ούτε μέσο πλήρους εκμηδένισης του εγκληματούντος
πολίτη. Η δικαιοσύνη λειτουργεί και οφείλει να λειτουργεί ως τρόπος ηθικής
αναμόρφωσης των πολιτών εκείνων που δεν κατόρθωσαν μέσω της προβλεπόμενης
εκπαιδευτικής διαδικασίας να κατανοήσουν την απόλυτη αξία που έχει κάθε
συνάνθρωπος τους. Οι ποινές λειτουργούν επικουρικά σε μια έγκαιρη και
συνεχιζόμενη προσπάθεια από μέρους της πολιτείας να επιτευχθεί η συνειδητή και
αυτόβουλη συμμόρφωση των ανθρώπων στους αναγκαίους κανόνες για την αρμονική
συνύπαρξη των μελών μιας κοινωνίας.
Η επιβολή, επομένως, της
θανατικής ποινής έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το χαρακτήρα συμμόρφωσης, που
οφείλει να διακρίνει τις διάφορες ποινές. Η θανάτωση του δράστη, με όλο τον
προηγηθέντα ψυχικό τραυματισμό του στο διάστημα που γνωρίζει πια και περιμένει
την εκτέλεσή του, δε φανερώνουν καμία διάθεση ανθρωπισμού, δηλώνουν όμως μια
κατηγορηματική πρόθεση αυστηρής και εκδικητικής τιμωρίας. Μιας τιμωρίας που
έρχεται να καλύψει πρόχειρα την ουσιαστική αποτυχία της πολιτείας να
διαπαιδαγωγήσει ορθά τους πολίτες της.
Η θανατική ποινή δεν
αποτρέπει πιθανά εγκλήματα, όχι περισσότερο τουλάχιστον από την ισόβια κάθειρξη∙
ούτε προσφέρει δικαίωση στους συγγενείς των θυμάτων. Τι είδους δικαίωση,
άλλωστε, είναι αυτή που υπακούει στον απάνθρωπο νόμο της εκδίκησης. Η θανατική
ποινή συνιστά μια ακραία βιαιότητα απέναντι μάλιστα σ’ εκείνους από τους
πολίτες που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη τη διορθωτική παρέμβαση της πολιτείας. Η
δική τους εγκληματική παραβίαση βασικών δικαιωμάτων των συνανθρώπων τους, δε θα
πρέπει να αντιμετωπιστεί με την ίδια σκληρότητα. Μόνο η έμπρακτη απόδειξη
απόλυτου σεβασμού απέναντι στην ανθρώπινη ζωή, μπορεί να αποτελέσει την αρχή
μιας πραγματικής ψυχικής αναμόρφωσης.
[Λέξεις: 496]
Να γράψετε ένα κείμενο 100 -
150 λέξεων με το οποίο να επιχειρηματολογείτε πάνω σε συγκεκριμένο θέμα, π.χ.
"Η κατάργηση της θανατικής ποινής". Να χρησιμοποιήσετε για το σκοπό αυτό και
ορισμένες από τις παρακάτω λέξεις / φράσεις:
αποδεικτική πορεία,
ντοκουμέντο, ενδεικτικό σημείο, τεκμηριωμένη απόδειξη, αποστομωτικό επιχείρημα (πειστικό, σοβαρό, ακαταμάχητο,
ανεδαφικό, κακόπιστο , παραπλανητικό), απόλυτη ακρίβεια, καταφανές σφάλμα/λάθος, άστοχος συλλογισμός, επαγωγικός
συλλογισμός, έλεγχος της αλήθειας, απλή εικασία,
πόρισμα, συμπέρασμα, αβασάνιστο συμπέρασμα, άρση παρεξηγήσεων.
αναιρώ, καταρρίπτω,
εξουδετερώνω, παρατάσσω επιχειρήματα, επιδέχεται επεξηγήσεις, προκύπτει/απορρέει το συμπέρασμα,
σχηματίζω γνώμη / κρίση.
Η κατάργηση της θανατικής
ποινής
Η θανατική ποινή αποκαλύπτει
το σκληρό πρόσωπο μιας κοινωνίας, η οποία αδυνατώντας να δράσει ουσιαστικά και
καίρια σε σχέση με την πρόληψη βίαιων εγκλημάτων καταφεύγει σε μια εκ των
υστέρων εκδικητική ποινή. Οι υποστηρικτές, άλλωστε, της απάνθρωπης αυτής ποινής
δεν προτάσσουν κάποιο αποστομωτικό επιχείρημα που να μην μπορεί να καταρριφθεί.
Κινούνται με βάση τον άστοχο συλλογισμό πως ο δράστης ενός ειδεχθούς εγκλήματος
πρέπει να λαμβάνει την ανάλογη τιμωρία, ώστε να αποτρέπονται παρόμοιες
μελλοντικές παρεκτροπές. Ωστόσο, πίσω από την εικασία πως η θανατική ποινή
λειτουργεί αποτρεπτικά, λανθάνει η εκδικητική διάθεση μιας κοινωνίας που
αρνείται να σεβαστεί ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα. Αποσιωπείται, συνάμα,
το γεγονός πως με την ποινή αυτή η ίδια η πολιτεία καταφεύγει σ’ ένα έγκλημα
που υποτίθεται πως προσπαθεί να αποτρέψει. Προκύπτει, επομένως, το συμπέρασμα
πως η θανατική ποινή, όχι μόνο αναιρεί κάθε πρόθεση συμμόρφωσης από μέρους της
πολιτείας, αλλά κι έρχεται ως λανθασμένη απάντηση σ’ ένα πρόβλημα που απαιτεί
πολύ πιο έγκαιρες και ανθρωποκεντρικές παρεμβάσεις.
[Λέξεις 157]
Επιχειρήματα κατά της
θανατικής ποινής:
- Η θανατική ποινή, όσο κι αν
λειτουργεί εκφοβιστικά, δεν
αποτελεί σε όλες τις περιπτώσεις ικανό αποτρεπτικό παράγοντα για σημαίνοντα
εγκλήματα, καθώς αυτά είτε τελούνται από ανθρώπους που βρίσκονται σε
κατάσταση ισχυρής συναισθηματικής φόρτισης (εν βρασμώ ψυχής), οπότε δεν
λαμβάνουν καν υπόψη τους τις πιθανές συνέπειες των πράξεών τους, είτε από άτομα
που τελούν το έγκλημα έχοντας ήδη αποδεχτεί το ενδεχόμενο του θανάτου τους.
Άνθρωποι που επιχειρούν τρομοκρατικές ενέργειες ή πολιτικά εγκλήματα, είναι ήδη
αποφασισμένοι να θυσιάσουν ακόμη και τη ζωή τους, ενώ δεν είναι απίθανο να
θεωρούν τη θανάτωσή τους ως μέσο επικύρωσης και προσωπικής αναγνώρισης.
- Η πολιτεία προκειμένου να επιβάλει
τη θανατική ποινή αναγκάζει κάποιον πολίτη (υπάλληλο) να επωμιστεί το βάρος της
εκτέλεσής της. Στην περίπτωση αυτή ακόμη και η επίγνωση πως πρόκειται για
μια νόμιμα επιβεβλημένη ποινή δεν απαλλάσσει τον εκτελούντα από τις τύψεις κι
από το γενικότερο προσωπικό κόστος. Αν, μάλιστα, πρόκειται για μια
επαναλαμβανόμενη δραστηριότητα τότε ο ίδιος και όσοι εμπλέκονται σ’ αυτή τη
διαδικασία εξωθούνται σε μια απευαισθητοποίηση που τους φέρνει στα όρια της
αποκτήνωσης.
- Η θανατική ποινή είναι απολύτως
ανήκεστη, γεγονός που δημιουργεί εύλογες αντιδράσεις, καθώς υπάρχει πάντοτε
το ενδεχόμενο να επιβληθεί σε κάποιον πολίτη που δεν έχει διαπράξει το έγκλημα
που του καταλογίζουν.
- Με τη θανατική ποινή αναιρείται
πλήρως η έννοια του σωφρονισμού, καθώς δεν παρέχεται καμία δυνατότητα
μετάνοιας και ηθικής αναμόρφωσης στο δράστη. Η ποινή, έτσι, λειτουργεί
περισσότερο ως εκδίκηση.
- Η πολιτεία, όχι μόνο δεν αποδέχεται
τυχόν δική της ευθύνη για την εξώθηση ενός πολίτη της σ’ ένα ακραίο έγκλημα,
αλλά συνάμα είναι σαν να παραδέχεται πως δεν είναι σε θέση ή ακόμη περισσότερο
πως θεωρεί ότι δεν αξίζει καν να επιδιώξει μέσω μιας διαφορετικής ποινής (π.χ.
ισόβια κάθειρξη) την αναμόρφωσή του. Χρησιμοποιεί τη θανατική ποινή για να
απαλλάξει τη πολιτεία από τον πολίτη που διαπράττει ένα ειδεχθές έγκλημα.
- Η θανατική ποινή συνιστά μέγιστη
παραβίαση ενός θεμελιώδους ανθρώπινου δικαιώματος. Αποτελεί, συνάμα, μια
διάπραξη φόνου, που επιβάλλεται από την ίδια την πολιτεία, γεγονός που εγείρει
το ερώτημα, αν η πολιτεία έχει τη δικαιοδοσία να αφαιρεί τη ζωή ενός πολίτη.
- Το ερώτημα αυτό, άλλωστε,
μπορεί να σχετιστεί και με τη γενικότερη έννοια του εγκλήματος, υπό την έννοια
πως η θανατική ποινή επιβάλλεται από μια πολιτεία (κυβέρνηση), η οποία ενδεχομένως
με τις λανθασμένες πολιτικές της να επιφέρει ψυχική οδύνη ή ακόμη και να εξωθεί
στην αυτοχειρία πολίτες της, χωρίς ποτέ να λογοδοτεί για τα εγκλήματα αυτά. Δημιουργείται, έτσι, μια ανισότητα
ανάμεσα στο προφανές έγκλημα που διαπράττει ένας πολίτης και στα πλείστα αφανή
εγκλήματα που διαπράττει η πολιτεία με
λάθη ή παραλείψεις της.
- Μια πολιτεία που προχωρά
στην καταπάτηση ενός εγγενούς και αναφαίρετου δικαιώματος των πολιτών της, θέτει αυτομάτως υπό αίρεση την ίδια
της την υπόσταση και αξία ως θεσμού που υπάρχει για να προστατεύει και να
υπερασπίζεται τα θεμελιώδη δικαιώματα των
μελών της.
- Η επιβολή της θανατικής
ποινής βασίζεται κάθε φορά σε
μια δικαστική απόφαση, η οποία όπως όλες οι ανθρώπινες αποφάσεις ενέχει το
στοιχείο της υποκειμενικότητας, και είναι άρα ευάλωτη σε παράγοντες όπως
είναι ο κοινωνικός ή φυλετικός ρατσισμός.
- Η θανατική ποινή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο
άσκησης πολιτικών πιέσεων και
επιβολής, λαμβάνοντας τη μορφή εκκαθάρισης αντίπαλης ή εν γένει διαφωνούσας
πολιτικής παράταξης.
- Η επίγνωση ότι ένα είδος
εγκλήματος επισύρει τη θανατική ποινή σε μια πολιτεία, όπως για παράδειγμα ο
βιασμός, είναι πιθανό να εξωθήσει τον εγκληματία σε πράξεις μεγαλύτερης
βιαιότητας (π.χ. διάπραξη φόνου), προκειμένου να καλύψει το διαπραχθέν έγκλημα.
- Η θανατική ποινή, πέρα από
το ίδιο το γεγονός της θανάτωσης, συνιστά συνολικά μια εξαιρετικά σκληρή
τιμωρία, καθώς υποβάλλει τον
τιμωρηθέντα σ’ έναν εξουθενωτικό ψυχικό βασανισμό από τη στιγμή που θα του
γνωστοποιηθεί πως επίκειται η εκτέλεσή του.
- Η επιβολή της θανατικής
ποινής μοιάζει ως η εύκολη λύση σε σχέση με όσα θα έπρεπε προληπτικά να
εφαρμόζει μια πολιτεία προκειμένου να καλλιεργήσει επαρκώς και να διαφυλάξει
τους πολίτες της από την καταφυγή σε βίαια εγκλήματα.
Επιχειρήματα υπέρ της θανατικής
ποινής:
- Ορισμένα εγκλήματα με τη βιαιότητα
που τα διακρίνει, τον ψυχρό και υπολογισμένο τρόπο με τον οποίο έχουν
εκτελεστεί και την έκταση που έχουν λάβει (κατά
συρροή δολοφονίες, πολλαπλά θύματα), υποδηλώνουν πως ο δράστης έχει συνειδητά
θέσει εαυτόν εκτός κοινωνικού συνόλου, και πως είναι απίθανη η όποια μεταστροφή
ή αναμόρφωσή του. Ενώ, συνάμα, προκαλούν τέτοια αποστροφή και αναστάτωση στους
υπόλοιπους πολίτες, ώστε η θανάτωση του εγκληματία να εμφανίζεται ως κοινωνικό
αίτημα.
- Η θανατική ποινή μπορεί να
αποτελέσει ένα πιο αποτελεσματικό φόβητρο, σε σχέση με την ισόβια κάθειρξη,
για ορισμένους πιθανούς εγκληματίες. Η επίγνωση πως η δολοφονία ενός ανθρώπου
επισύρει αντίστοιχη τιμωρία, συνιστά μεγαλύτερο φόβητρο από το ενδεχόμενο
ισόβιας κάθειρξης, η οποία σε χώρες όπως είναι η Ελλάδα αντιστοιχεί σε φυλάκιση
16-20 ετών ή και λιγότερο.
- Η πολιτεία, όπως λαμβάνει κάθε
άλλο μέσο για την προστασία των πολιτών της, νομιμοποιείται
να προχωρήσει ακόμη και στην αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής, εφόσον με αυτό
τον τρόπο κριθεί πως διαφυλάσσεται η ασφάλεια του λοιπού κοινωνικού συνόλου.
Πρόκειται, άλλωστε, για την ίδια πηγή εξουσίας που νομιμοποιείται να λάβει
αποφάσεις ακόμη και για τη διενέργεια πολεμικών πράξεων, αν αυτό συνιστά
επωφελή κίνηση για τα εθνικά συμφέροντα.
- Το ενδεχόμενο να επιβληθεί
λανθασμένα η θανατική ποινή σ’ έναν πολίτη που είναι αθώος για το έγκλημα που
του αποδίδεται, δεν μπορεί να οδηγεί στην πλήρη κατάργηση της ποινής αυτής.
Καλεί, ωστόσο, σε απόλυτη βεβαιότητα των αρχών προτού φτάσουν στην επιβολή της.
Άλλωστε, το ότι η θανατική
ποινή προκαλεί ανεπανόρθωτη ζημία, ισχύει εξίσου και για την ισόβια κάθειρξη,
εφόσον σε περίπτωση λανθασμένης επιβολής η πολιτεία δεν μπορεί να επανορθώσει
για τη στέρηση όλων αυτών των δημιουργικών χρόνων από τη ζωή ενός ανθρώπου.
- Η παραβίαση θεμελιωδών
ανθρωπίνων δικαιωμάτων με την επιβολή της θανατικής ποινής, λαμβάνει τη δέουσα
απάντηση από το γεγονός πως μια
τέτοια ποινή επιβάλλεται μόνο σε άτομα που δε δίστασαν να καταστρατηγήσουν τα
αντίστοιχα δικαιώματα συνανθρώπων τους. Ο πολίτης που επιθυμεί να γίνονται
σεβαστά τα δικαιώματά του οφείλει το δίχως άλλο να σέβεται εξίσου και τα
δικαιώματα των άλλων.
Η συζήτηση σχετικά με τη
θανατική ποινή γίνεται καλύτερα κατανοητή, αν ληφθούν υπόψη οι ειδικές συνθήκες
που χαρακτηρίζουν κάθε έγκλημα. Συχνά η υποστήριξη της αναγκαιότητας να
καταργηθεί η απάνθρωπη αυτή ποινή προσκρούει στην αγανάκτηση που επικρατεί για
το παράλογο και το εξίσου απάνθρωπο του διαπραχθέντος εγκλήματος.
Στην Ελλάδα η τελευταία φορά
που επιβλήθηκε η θανατική ποινή ήταν το 1972, όταν ο Βασίλης Λυμπέρης
καταδικάστηκε τετράκις σε θάνατο για τη δολοφονία των δύο παιδιών του, της
γυναίκας του και της πεθεράς του, τους οποίους έκαψε ζωντανούς.
Εφημερίδα Ταχυδρόμος,
Ιανουάριος 1972
Κατόπιν εντολής του Προέδρου
της Κυβερνήσεως, θα παραπεμφθούν εντός διμήνου εις δίκην οι κατηγορούμενοι δια
το πλέον αποτρόπαιον έγκλημα που διεπράχθη εις Ελλάδα:
Οι Βασίλειος Λυμπέρης, ετών
27, Παύλος Αγγελόπουλος, ετών 18, Θ. Κ., ετών 24 και Α. Σ., ετών 20, προάγονται
σήμερα στον Εισαγγελέα Ποινικής Αγωγής, για τη μοναδική στα εγκληματολογικά
χρονικά της χώρας δολοφονία, που έγινε τις πρώτες πρωινές ώρες της περασμένης
Τετάρτης (5 Ιανουαρίου 1972) στο συνοικισμό Μεταμόρφωση του Χαλανδρίου.
Όπως εγνώσθη, οι Λυμπέρης και
Αγγελόπουλος έβαλαν φωτιά στο σπίτι του πρώτου και έκαψαν με βενζίνη τα δύο
νήπια παιδιά τον μικρό Γιωργάκη ηλικίας 12 μηνών και την μικρούλα Παναγιώτα δύο
ετών, τη σύζυγό του Βασιλική ετών 24 και την πεθερά του ετών 54.
Ο Κ. συνήργησε στο έγκλημα με
το να περιμένη έξω από το σπίτι της τραγωδίας και να παρακολουθή την κίνηση. Σε
περίπτωση που θα έβλεπε κάτι το ύποπτο θα ειδοποιούσε τους εκτελεστές και θα
τους έδινε τη δυνατότητα να ξεφύγουν. ...
Η εκτέλεση του Βασίλειου
Λυμπέρη πραγματοποιήθηκε στις 25 Αυγούστου του 1972 στο Ηράκλειο Κρήτης.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου