Michael Tompsett
Γλωσσικές Ασκήσεις Λυκείου: Από την ετυμολογία των λέξεων
1.
Σας δίνονται ομάδες λόγιων σύνθετων λέξεων. Να γράψετε στη την αρχαία λέξη που
αποτελεί κοινό συνθετικό κάθε ομάδας λέξεων και τη σημασία της.
Σύνθετες
Λέξεις
ανθρωποκτονία, αυτοκτονία, εντομοκτόνο
= κτείνω (σκοτώνω, φονεύω)
νοσοκομείο, γηροκομείο, δασοκόμος,
ανθοκόμος = κομέω -ῶ (φροντίζω)
δημοκρατία, γραφειοκρατία, αριστοκράτης
= κρατέω -ῶ (έχω την εξουσία, εξουσιάζω, νικώ, είμαι κύριος κάποιου,
υπερτερώ)
φυγόπονος, φιλόπονος, γεωπόνος: πονέω -ῶ (κοπιάζω, μοχθώ, κουράζομαι / αποκτώ
κάτι με κόπο)
μικροσκόπιο, αστεροσκοπείο, καιροσκόπος,
βολιδοσκοπώ: σκοπέω -ῶ (παρατηρώ, σκέπτομαι, εξετάζω)
διχοτόμος, ρυμοτομώ, έντομο, σύντομος: τέμνω (κόβω, σκίζω, διαχωρίζω)
φιλόλογος, φιλονικία, φιλότιμος: φιλέω -ῶ (αγαπώ, μου αρέσει να κάνω κάτι,
συνηθίζω)
εξωφρενικός, φρενοκομείο, ταπεινοφροσύνη,
αφροσύνη: φρην (γεν. φρενός) (νους,
αντίληψη, λογική, ορθός λόγος, νόηση)
ψευδορκία, ψευδάργυρος, ψευδώνυμο: ψεῦδος (ψέμα, ψευτιά, αναλήθεια)
αψιμαχία, χειραψία, αψίκορος: ἅπτω (αγγίζω, συνάπτω, προσαρμόζω, ανάβω)
2.
Οι λέξεις που ακολουθούν είναι σύνθετες. Να βρείτε πρώτα τα συνθετικά τους και
στη συνέχεια τη σημασία τους.
1. δοκησίσοφος
< δόκησις (δοκώ) + σοφός: αυτός που θεωρεί τον εαυτό του σοφό
2. χρησιμοθηρία
< χρήσιμος + -θήρας < θήρα (κυνήγι) = αυτός που διαρκώς επιδιώκει μόνο
ό,τι θεωρεί χρήσιμο για τον εαυτό του.
3. δημοσκόπηση
< δήμος + σκοπώ (παρατηρώ προσεκτικά) = η έρευνα που γίνεται στην κοινή
γνώμη για οποιοδήποτε θέμα και η στατιστική επεξεργασία των δεδομένων της
έρευνας.
4. εθνεγερσία < έθνος + εγείρω (σηκώνω) = η
εξέγερση έθνους εναντίον κατακτητή, ο ξεσηκωμός του για την αποτίναξη της
δουλείας.
5. σφυρήλατος < σφῦρα + -ήλατος (με έκταση του αρχικού
φωνήεντος εν συνθέσει) < ἐλαύνω (κινώ προς τα μπρος, χτυπώ) = [μέταλλο] που έχει
υποστεί επεξεργασία με σφυρί
6. δωροληψία < δώρο + λαμβάνω = η λήψη δώρου από
κάποιον, προκειμένου να παραβεί το καθήκον του.
7. κληροδοτώ < κλῆρος + -δοτώ < δίδωμι = μεταβιβάζω
(σε κάποιον) περιουσιακό μου στοιχείο με κληροδοσία, παραχωρώ κάτι ως
κληροδότημα.
8. απόκλιση
< ἀπό + κλίση < κλίνω = η διαφοροποίηση
από κάτι που λαμβάνεται ως μέτρο σύγκρισης / κάθε αλλαγή ή εξέλιξη που συνιστά
απομάκρυνση από κάτι που είχε αρχικώς συμφωνηθεί, οριστεί ή προβλεφθεί / η
διαφοροποίηση από αυτό που θεωρείται κανονικό, αποδεκτό, δεδομένο.
9. επίκληση
< ἐπί + καλῶ = η έκκληση σε βοήθεια.
10. εγκλιματίζομαι
< ἐγ (ἐν) + κλιματίζομαι < κλίμα =
προσαρμόζομαι σε ξένο κλίμα, σε καινούριες κλιματολογικές συνθήκες / συνηθίζω
σε νέο τρόπο ζωής, νέο περιβάλλον.
11. εγκληματώ
< ἐγ (ἐν) + καλῶ (προσάπτω κατηγορία σε κάποιον) = διαπράττω
έγκλημα / ενεργώ με τρόπο ανεπίτρεπτο, επιζήμιο.
3.
Να βρείτε τις σύνθετες λέξεις των οποίων η σημασία σάς δίνεται. Το α΄ συνθετικό
όλων των λέξεων είναι κοινό.
[λάθρα (επίρρημα) = κρυφά, χωρίς να
γίνεται κανείς αντιληπτός]
1. παράνομο ψάρεμα: λαθραλιεία
2. αυτός που διαβάζει την εφημερίδα του
διπλανού του: λαθραναγνώστης
3. παράνομη εισαγωγή ή εξαγωγή
εμπορευμάτων: λαθρεμπόριο
4. αυτός που επιδίδεται στο εμπόριο
απαγορευμένων ειδών: λαθρέμπορος
5. αυτός που κυνηγάει σε απαγορευμένη
περιοχή: λαθροκυνηγός – λαθροθήρας
6. κόψιμο δένδρων χωρίς την άδεια της
δασικής υπηρεσίας: λαθροϋλοτομία
7. υπεξαίρεση, υποκλοπή: λαθροχειρία
8. αυτός που επιβιβάζεται κρυφά σε
μεταφορικό μέσο χωρίς να πληρώσει εισιτήριο: λαθρεπιβάτης
9. αυτός που μετακινείται και
εγκαθίσταται σε χώρα άλλη από αυτή της καταγωγής του, χωρίς να έχει περάσει από
τις νόμιμες διαδικασίες: λαθρομετανάστης
4.
Βρείτε τις σύνθετες λέξεις των οποίων η σημασία σάς δίνεται. (Όλες οι λέξεις
έχουν α΄ συνθετικό τη λέξη «ναυς»).
1. λιμάνι ή όρμος όπου επισκευάζονται
πολεμικά πλοία: ναύσταθμος
2. κατασκευάζω σκάφος: ναυπηγώ
3. μάχη ανάμεσα σε δύο στόλους: ναυμαχία
4. λοστρόμος: ναύκληρος
5. ο ανώτατος βαθμός στην ιεραρχία του
πολεμικού ναυτικού: ναύαρχος
6. επίσημο βιβλίο όπου εγγράφονται τα
εμπορικά πλοία: νηολόγιο
7. ομάδα εμπορικών πλοίων που πλέουν
μαζί: νηοπομπή
8. έρευνα που γίνεται σε εμπορικό πλοίο
σε καιρό πολέμου: νηοψία
9. βύθιση ή προσάραξη και συντριβή ενός
πλοίου: ναυάγιο
10. πλοίο που είναι επικεφαλής του
πολεμικού στόλου: ναυαρχίδα
5.
Να γράψεις σύνθετες λέξεις, ομόρριζες με τα ρήματα που σου δίνονται, που να
έχουν τις παρακάτω σημασίες:
α)
ορθώνω
1. ανέγερση, αποκατάσταση, βελτίωση: ανόρθωση
2. αποκατάσταση στην προηγούμενη θέση: παλινόρθωση
3. διόρθωση λάθους, αποζημίωση: επανόρθωση
4. εξαιρετική επιτυχία, ανδραγάθημα: κατόρθωμα
β)
δίνω
1. κείμενο που δεν έχει δημοσιευτεί: ανέκδοτο
2. ανυποχώρητος: ανένδοτος
3. επιστολή που δεν έχει επιδοθεί στον
παραλήπτη της: ανεπίδοτη
4. αυτός που συνεργάστηκε με τον
κατακτητή: δωσίλογος (δώσω + λόγον)
5. η ενέργεια αυτού που δωροδοκείται: δωροληψία
γ)
βάλλω
1. αυτός που δεν μπορεί να βληθεί από
εχθρικά πυρά: απυρόβλητος
2. η συμμετοχή στην επίτευξη ενός
κοινού σκοπού: συμβολή
3. κάποιος στον οποίο δεν μπορεί να
προσάψει κανένας την κατηγορία της παρανομίας ή της μεροληψίας: αδιάβλητος
4. για ζωντανό οργανισμό που είναι
ανθεκτικός στις ασθένειες: απρόσβλητος
6.
Με πρώτο συνθετικό πρόθεση και δεύτερο συνθετικό τη ρίζα του ρήματος ορώ να
σχηματίσετε σύνθετα ουσιαστικά που να έχουν τις εξής σημασίες:
1. άμεσος τρόπος γνώσης χωρίς την
παρέμβαση του λογικού: ενόραση
2. η ικανότητα που έχει ένας άνθρωπος,
με βάση κάποια δεδομένα, να διαβλέπει πιθανές εξελίξεις: διορατικότητα
3. σχέδιο που αναπαριστά σε οριζόντια
τομή ένα οικοδόμημα, ένα μηχάνημα, μια κατασκευή: κάτοψη
4. σκέψη ενοχοποιητική για κάποιον, η
οποία στηρίζεται σε ενδείξεις και όχι σε αποδείξεις: υποψία
5. η θεώρηση των πραγμάτων σε ένα
χρονικό βάθος, η μελλοντική δυνατότητα, η προσδοκία: προοπτική
7.
Nα
σχηματίσετε σύνθετες λέξεις με πρώτο ή δεύτερο συνθετικό τη λέξη τάξη που να
σημαίνουν:
1. διαίρεση, κατάταξη κατά κατηγορίες: ταξινόμηση
2. τοποθέτηση στην αρχή ή μπροστά από
άλλο: πρόταξη
3. τοποθέτηση μέσα σε συγκροτημένο
σύνολο: ένταξη
4. οριστική απομάκρυνση από το στρατό
αξιωματικού ο οποίος έχει υποπέσει σε βαρύ παράπτωμα: απόταξη
5. διοικητική πράξη, συνταγματικά
κατοχυρωμένη, με την οποία το κράτος παίρνει προσωρινά ορισμένα ιδιωτικά αγαθά
και τα χρησιμοποιεί με σκοπό την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών: επίταξη
8.
Να σχηματίσεις σύνθετα ουσιαστικά με δεύτερο συνθετικό παράγωγα του ρήματος
λαμβάνω και πρώτο συνθετικό:
α) μία πρόθεση και β) ένα ουσιαστικό.
Tα
σύνθετα με πρόθεση να τα συνδυάσετε με ένα επίθετο ή με άλλο ουσιαστικό σε
γενική πτώση και να σχηματίσετε ονοματικά σύνολα.
π.χ. α) ανάληψη – ανάληψη χρημάτων
β) εργολήπτης
α) πρόληψη – πρόληψη ατυχημάτων
κατάληψη – κατάληψη κτηρίου
σύλληψη – σύλληψη κακοποιού
πρόσληψη – πρόσληψη υπαλλήλου
παραλαβή – παραλαβή δέματος
υπόληψη – υπόληψη ενός ανθρώπου
περίληψη – περίληψη κειμένου
μετάληψη – μετάληψη άρτου και οίνου
προκατάληψη – προκαταλήψεις ατόμων
ανακατάληψη – ανακατάληψη οχυρού
επανάληψη – επανάληψη ύλης
αντίληψη – αντιλήψεις των νέων
συμπερίληψη – συμπερίληψη μονάδας
β) δανειολήπτης
αιμοληψία
αγροληψία
δειγματολήπτης
δωρολήπτης
εργολήπτης
ιδεοληψία
θεοληψία
μεροληψία
μεσολάβηση
ναρκοληψία
ορκοληψία
χειρολαβή
φωνοληψία
9.
Να βρείτε λέξεις σύνθετες με α΄ συνθετικό το αρχαίο ρήμα αλέξω (=εμποδίζω,
φυλάγω) και να τις εντάξετε μέσα σε φράσεις.
Το αλεξικέραυνο
είναι μια γειωμένη μεταλλική ράβδος που τοποθετείται στην κορυφή κτηρίων για
την προστασία από τους κεραυνούς.
Ο αστυνομικός σώθηκε χάρη στο αλεξίσφαιρο γιλέκο που φορούσε.
Το αλεξίπτωτο
δεν άνοιξε εγκαίρως και ο αλεξιπτωτιστής τραυματίστηκε σοβαρά.
Η ενδυμασία των πυροσβεστών είναι αλεξίπυρη.
10.
Να βρεις σύνθετες λέξεις με πρώτο συνθετικό τα ρήματα λείπω, φέρω, λέ(γ)ω, οι
οποίες να έχουν τη σημασία που σας δίνεται.
α)
λείπω
1. έλλειψη ανδρών: λειψανδρία
2. ξαφνική και προσωρινή απώλεια των
αισθήσεων: λιποθυμία
3. έλλειψη ή απώλεια θάρρους σε
δύσκολες στιγμές: λιποψυχία
4. αυθαίρετη και χωρίς άδεια
εγκατάλειψη των τάξεων του στρατού: λιποταξία
β)
φέρω
1. αυτός που παρέχει, που δημιουργεί
ελπίδες: φέρελπις
2. αξιόπιστος: φερέγγυος
3. αυτός που μπορεί να αποδώσει φόρους:
φοροδοτικός
4. αυτός που δεν έχει ή δεν προβάλλει
δική του άποψη, αλλά μεταφέρει άκριτα τις απόψεις των άλλων: φερέφωνο
γ)
λέ(γ)ω
1. η επίμονη αναζήτηση και χρήση
σπάνιων λέξεων: λεξιθηρία
2. λεκτικό παιχνίδι: λογοπαίγνιο
3. η έκθεση πεπραγμένων, η απόδοση
λογαριασμών για πράξεις και ενέργειες: λογοδοσία
4. ο προληπτικός έλεγχος σε προϊόντα
του γραπτού κυρίως λόγου αλλά και σε θεάματα κτλ.: λογοκρισία
11.
Να αλλάξετε το πρώτο συνθετικό των παρακάτω λέξεων και να γράψετε ποια είναι η
σημασία των νέων σύνθετων λέξεων.
1. καταγραφή:
- αναγραφή:
η διαδικασία της καταχώρισης ή καταγραφής ενός κειμένου σε επίσημα έγγραφα / η
διαδικασία γνωστοποίησης, δημοσίευσης ειδήσεως, γεγονότος από τον Τύπο / η
τύπωση, αποτύπωση πάνω σε αντικείμενο.
- περιγραφή:
η διαδικασία απόδοσης (με γραπτό ή προφορικό λόγο) των χαρακτηριστικών
προσώπου, αντικειμένου, κατάστασης, γεγονότος κ.λπ., ώστε να μπορεί κάποιος να
σχηματίσει μια όσο το δυνατόν ακριβέστερη εικόνα γι’ αυτά (χωρίς να τα έχει δει
ο ίδιος).
- διαγραφή:
η ακύρωση της ύπαρξης ή της ισχύος / η εκδίωξη, η απομάκρυνση κάποιου από θέση
που κατείχε / ο σχεδιασμός / η σχηματική ή σε γενικές γραμμές περιγραφή ή
απόδοση.
- απογραφή:
η λεπτομερής καταγραφή πραγμάτων / η καταγραφή σε ονομαστικούς και στατιστικούς
καταλόγους των κατοίκων μιας χώρας.
- επιγραφή:
κείμενο που είναι χαραγμένο πάνω σε μάρμαρο, πέτρα ή άλλο σκληρό υλικό, για να
θυμίζει σπουδαίο πρόσωπο ή γεγονός / οτιδήποτε είναι γραμμένο σε πινακίδα και
συνεκδοχικά η ίδια η πινακίδα / σε επιστολή τα στοιχεία του παραλήπτη.
- εγγραφή:
η καταχώριση του ονόματος και των στοιχείων κάποιου, ενδεχομένως με την
προσκόμιση των απαραίτητων δικαιολογητικών, σε κατάλογο προσώπων / η καταχώριση
κάθε είδους συναλλαγών εμπορικής φύσεως στα ανάλογα λογιστικά βιβλία /
μηχανική, οπτική και μαγνητική αποτύπωση ήχου ή εικόνας σε δίσκο, μαγνητική
ταινία κ.λπ.
- μεταγραφή:
η μεταφορά σε άλλων κώδικα / η ένταξη αθλητή σε άλλον σύλλογο (ομάδα) από αυτόν
στον οποίο μέχρι τότε ανήκε / η μεταφορά δεδομένων από ένα σύστημα σε άλλο / η
καταχώριση (σε ειδικό βιβλίο και από αρμόδια δημόσια υπηρεσία, υποθηκοφυλακείο)
των συμβολαίων ή των τίτλων, με τους οποίους αποκτώνται ή μεταβάλλονται
εμπράγματα δικαιώματα επί ακινήτων / το στάδιο μεταβίβασης του γενετικού
μηνύματος από το D.N.A του
πυρήνα στο αγγελιαφόρο R.N.A.
- προγραφή:
η δίωξη ή η καταδίκη και εξόντωση πολιτικών αντιπάλων
- μετεγγραφή:
η εγγραφή (μαθητή, φοιτητή κ.λπ.) σε άλλο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή τμήμα από αυτό
στο οποίο ήταν εγγεγραμμένος αρχικώς / η μεταγραφή (επαγγελματία) αθλητή από
έναν αθλητικό σύλλογο σε άλλον.
2. ιδιοτέλεια
- υποτέλεια:
η υποδούλωση, η υποταγή σε κάποιον ισχυρότερο
- πολυτέλεια:
η κατάσταση πλούτου και άνεσης, που χαρακτηρίζεται από τη δαπάνη μεγάλων
χρηματικών ποσών και τη χρήση αντικειμένων που υπερβαίνουν τις συνήθεις ανάγκες
του ανθρώπου / οτιδήποτε προσφέρει ευχαρίστηση και απαιτεί έξοδα, χωρίς να
είναι βασικό αγαθό / το αγαθό που δεν είναι προσιτό (επειδή βρίσκεται σε
έλλειψη ή πωλείται σε υπερβολικά υψηλή τιμή).
- συντέλεια:
το τέλος / μεταφορικά: πολύ κακές καιρικές συνθήκες
- ατέλεια:
η έλλειψη τελειότητας / το ελάττωμα / η απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής
τελών, δασμών, φόρων.
- εντέλεια:
η τελειότητα
- λυσιτέλεια:
χρησιμότητα, ωφελιμότητα
- αυτοτέλεια:
ανεξαρτησία, πληρότητα
- νομοτέλεια:
η απαρέγκλιτη υπαγωγή οποιουδήποτε στοιχείου της πραγματικότητας σε
συγκεκριμένους, απαράβατους κανόνες.
- ανιδιοτέλεια:
η διάθεση για προσφορά χωρίς την ύπαρξη συμφέροντος ή προσωπικού οφέλους.
3. ύποπτος
- καχύποπτος:
αυτός που νομίζει συνεχώς ότι κάτι ύποπτο συμβαίνει, που υποψιάζεται ότι τα
πράγματα δεν είναι όπως δείχνουν, που δυσπιστεί προς όλα.
- φιλύποπτος:
αυτός που συνήθως ή εύκολα υποψιάζεται τους άλλους, που δεν έχει εμπιστοσύνη σε
κανέναν.
- περίοπτος:
αυτός που είναι ορατός από κάθε πλευρά / αυτός που έχει κερδίσει την αποδοχή
και την αναγνώριση όλων.
- ανύποπτος:
αυτός που δεν του έχουν γεννηθεί υποψίες, που δεν ξέρει τι πραγματικά
συμβαίνει, τι έχει συμβεί ή τις πρόκειται να συμβεί / αυτός που δεν γεννά
υποψίες (για κάτι).
- απρόοπτος:
αυτός που συμβαίνει αιφνιδιαστικά, που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να
προβλεφθεί.
4. μετριοπαθής
- αντιπαθής:
αυτός που προκαλεί αντιπάθεια
- απαθής:
αυτός που δεν συγκινείται / ο ανεπηρέαστος από πάθη
- συμπαθής:
αυτός που κερδίζει την συμπάθεια των άλλων, που προκαλεί την ευμενή αντιμετώπιση,
το θετικό ενδιαφέρον για το πρόσωπό του
- εμπαθής:
αυτός που είναι γεμάτος εμπάθεια (έντονη αντιπάθεια)
- ευπαθής:
αυτός που προσβάλλεται εύκολα από αρρώστιες / αυτός που αλλοιώνεται ή
καταστρέφεται εύκολα / (για φυσικά όργανα ή συσκευές) αυτός που καταγράφει και
τις ελάχιστες εξωτερικές μεταβολές ή επιδράσεις
- περιπαθής:
αυτός που διακατέχεται από έντονο πάθος, που εξωτερικεύει μεγάλη ένταση
συναισθημάτων
- σεισμοπαθής:
αυτός που έχει υποστεί ζημιές ή καταστροφές από σεισμό
5. αλλόδοξος
- μισαλλόδοξος:
αυτός που μισεί όσους πιστεύουν σε διαφορετικές από αυτόν (πολιτικές, ηθικές
κ.λπ.) ιδέες / αυτός που δεν παραδέχεται ό,τι δεν συμβαδίζει με τις δικές του
θέσεις (σε θέματα ηθικής, πολιτικής κ.λπ.)
- ένδοξος:
αυτός που περιβάλλεται από δόξα και φήμη
- απαισιόδοξος:
αυτός που βλέπει μόνο τη δυσάρεστη όψη των πραγμάτων ή που προβλέπει δυσάρεστη
έκβαση μιας υπόθεσης
- παράδοξος:
αυτός που βρίσκεται τελείως έξω από τα συνηθισμένα, που παραβιάζει τη φυσική
τάξη των πραγμάτων και γι’ αυτό δεν γίνεται εύκολα πιστευτός
- φιλόδοξος:
αυτός που αγαπά πολύ τη δόξα και τα μεγαλεία, που τον διακρίνει ζωηρή επιθυμία
για ανάδειξη / αυτός που έχει πολλές φιλοδοξίες για τη μελλοντική του εξέλιξη,
που επιδιώκει έντονα να επιτύχει (κάπου) ή να αποκτήσει (κάτι)
- επίδοξος:
αυτός που έχει τη φιλοδοξία ή αναμένεται (με καλή σημασία) ή αποπειράται (με
αρνητική σημασία) να πραγματοποιήσει κάτι που επιθυμεί / αυτός που προσπάθησε
ανεπιτυχώς να κάνει ή να γίνει κάτι
- ματαιόδοξος:
αυτός που επιδιώκει να γίνεται αντικείμενο θαυμασμού, που χαρακτηρίζεται από
έπαρση
- αισιόδοξος:
αυτός που διαπνέεται από αισιοδοξία, πίστη στη θετική πλευρά και έκβαση των
πραγμάτων / αυτός που αξιολογείται ως ευνοϊκός, αίσιος
- ανορθόδοξος:
αυτός που παραβιάζει τα καθιερωμένα, τα γενικώς αποδεκτά
6. πλεονεξία
- δυσανεξία:
η έντονη -ενίοτε και παθολογική- αντίδραση του οργανισμού σε ουσίες που δεν
μπορεί να αφομοιώσει και να μεταβολίσει κανονικά
- μειονεξία:
το να μειονεκτεί, να υστερεί κάποιος έναντι άλλου
- απροσεξία:
η έλλειψη προσοχής / συνεκδοχικά το λάθος που οφείλεται σε έλλειψη προσοχής
- καχεξία:
η ασθενική κράση, η έλλειψη υγιούς ανάπτυξης
12.
Να βρείτε τη σημασία των παρακάτω λέξεων και τα συνθετικά τους μέρη. Στη
συνέχεια να σχηματίσετε φράσεις με μερικές από αυτές.
1. απόρροια:
η κατάσταση ή η διαδικασία που αποτελεί την αναγκαία και φυσική συνέπεια, το
επακόλουθο συγκεκριμένου αιτίου (ἀπό + ῥέω)
~ Η επιτυχία του στον διαγωνισμό ήταν
απόρροια μακράς και σκληρής προσπάθειας.
2. αποκύημα:
το δημιούργημα, το γέννημα (ἀποκυῶ
(=γεννώ) ἀπό +
κυέω -ῶ)
~ Όσα ισχυρίζεται δεν είναι παρά
αποκύημα της νοσηρής του φαντασίας.
3. άτρωτος:
αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να πληγωθεί ή να τραυματιστεί / αυτός
που δεν μπορεί να πληγεί, να θιγεί, που διατηρείται αμετάβλητος και ακέραιος [ἀ- στερητικό + τρωτός < τιτρώσκω (=
τραυματίζω, πληγώνω)]
~ Παρ’ όλες τις ενορχηστρωμένες
επιθέσεις των αντιπάλων του, έλαμψε τελικά η αλήθεια και παρέμεινε άτρωτος.
4. ευπαθής:
αυτός που προσβάλλεται εύκολα από αρρώστιες / αυτός που αλλοιώνεται ή καταστρέφεται
εύκολα (εὐ +
-παθής, παράβαλε αόριστο β΄ ἔπαθον του ρ. πάσχω)
~ Τα ευπαθή προϊόντα, όπως το γάλα, δεν
πρέπει να μένουν εκτός ψυγείου.
5. ανεξίτηλος:
αυτός που δεν ξεβάφει, που δεν μπορεί να αφαιρεθεί με πλύσιμο, σβήσιμο, ξύσιμο
/ αυτός που δεν μπορεί να διαγραφεί, να εξαλειφθεί από τη μνήμη, που αφήνει
μόνιμη και διαρκή την ανάμνηση και την επίδρασή του [ἀν- στερητικό + ἐξίτηλος (που γρήγορα ξεβάφει,
εξαφανίζεται) < ἐξιτός
< ἐξιέναι < ἔξειμι (εξέρχομαι, βγαίνω) < εἶμι]
~ Άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα της
προσωπικότητάς του στον χώρο των γραμμάτων.
6. δειγματοληψία:
η λήψη δείγματος από εμπόρευμα για δοκιμή ή έλεγχο ή για καθορισμό της τιμής,
του φόρου του κ.λπ. / η επιλογή χαρακτηριστικών παραδειγμάτων, που καθιστά
δυνατή τη συναγωγή συνολικών συμπερασμάτων (δείγμα + λαμβάνω)
7. ανεπίληπτος:
αυτός που δεν έχει τίποτα επιλήψιμο, εναντίον του οποίου δεν μπορεί να
διατυπωθεί κατηγορία [ἀν-
στερητικό + ἐπιληπτός
(αξιοκατάκριτος, επίμεμπτος) < ἐπιλαμβάνω]
8. σύγκλιση:
η κίνηση προς το ίδιο σημείο (συγκλίνω < συγ (συν) + κλίνω)
9. πρόσκληση:
το κάλεσμα κάποιου να παραστεί, να συμμετάσχει κάπου ή να προβεί σε ενέργεια
(προς + κλήση < καλέω -ῶ)
10. εξιτήριο: το έγγραφο που πιστοποιεί ότι ολοκληρώθηκε η θεραπεία
ασθενούς και ότι αυτός μπορεί να βγει από το νοσοκομείο [ ἐξιτήριος < ἐξιτός < ἔξειμι (εξέρχομαι)]
13.
Να συνθέσετε κάθε λέξη της ομάδας A΄ με όσο περισσότερες λέξεις της ομάδας B΄
μπορείτε και να σχηματίσετε σύνθετες και παρασύνθετες λέξεις.
A΄ B΄
αυτός ορώ
εν τέλος
(=σκοπός)
δήμος δόξα
επί κρατώ
συν έργον
- αυτόπτης, αυθωρεί (= ευθύς αμέσως),
αυτοψία, αυτοτέλεια, αυτοκρατορία, αυτενέργεια, αυτουργός
- ενόραση, εντελώς, εντέλεια, ένδοξος,
εγκρατής, ενεργός, ενέργεια
- δημοκρατία, δημιουργία
- έφορος, επιτελείο, επίδοξος,
επικράτηση, επενέργεια
- σύνοψη, συντέλεια, συγκρατώ,
συγκράτηση, συνεργασία, συνεργός
14.
Ποια είναι η σημασία του α΄ συνθετικού στις παρακάτω λέξεις; Να σχηματίσετε και
άλλες σύνθετες λέξεις που να έχουν τα
ίδια αχώριστα μόρια ως α΄ συνθετικό τους.
1. αείμνηστος:
(αεί = πάντα / πάντοτε)
~
αειθαλής, αεικίνητος, αειμακάριστος,
αειπάρθενος, αείποτε, αειφανής, αειφόρος, αείφυλλος
2. αμφίβιο:
(αμφί = κάτι ή κάποιος υπάρχει ή συμβαίνει και στα δύο μέρη ή και από τις δύο
πλευρές / βρίσκεται μεταξύ δύο αντίθετων εννοιών ή ανάμεσα σε δύο μέρη)
~ αμφίβιος, αμφιβάλλω, αμφίπλευρος,
αμφίστομος, αμφίρροπος, αμφιθυμία, αμφιταλάντευση, αμφιφυλόφιλος, αμφίφυλος,
αμφισημία, αμφιρρεπής, αμφισβητώ, αμφιθαλής, αμφιθέατρο, αμφίδρομος,
αμφιδέξιος, αμφίγνωμος, αμφίεση
3. διαγώνιος:
(δια = δηλώνει: διανομή, χωρισμό, διασκορπισμό, διαφορά, εναντιότητα, κίνηση
μέσα από τόπο, υπεροχή, χρονική διάρκεια, διακοπή, έμμεσα εξαγόμενη γνώση
κ.λπ.)
~ διαβάζω, διαβαθμίζω, διαβαίνω,
διαβαλκανικός, διάβαση, διαβατήριο, διαβάτης, διαβατός, διαβεβαίωση, διάβημα,
διαβήτης, διαβιώ, διαβλητός, διαβόητος, διαβολή, διαβολικός, διάβρωση,
διάγγελμα, διαγιγνώσκω, διαγκωνίζομαι, διάγνωση, διάγραμμα, διαγραφή, διάγω,
διαγωγή, διάζωμα, διαγώνισμα, διαδίδω, διάδικος, διαδικασία, διαδίκτυο,
διάδοση, διάδοχος, διαδραματίζω, διάδραση, διάδρομος, διαζευγμένος,
διαζευκτήριο, διάζευξη, διάθεση, διαθέτω, διαθήκη, διαιρώ, διαιωνίζω, διακαής,
διακανονίζω διάκειμαι, διακεκριμένος, διάκενο, διάκεντρος, διαπιστώνω,
διανοούμαι, διαρκώ
4. διχοστασία:
(διχο = δηλώνει διαίρεση σε δύο μέρη ή στη μέση)
~ διχογνωμία, διχόνοια, διχοστασία,
διχοτόμηση, διχοτομώ
5. δυσοίωνος:
(δυσ- = δηλώνει κακή ιδιότητα / δυσκολία για κάτι)
~ δυσανάγνωστος, δυσανάλογος,
δυσανασχετώ, δυσανεξία, δυσαρέσκεια, δυσεπίλυτος, δυσεπίτευκτος, δυσάρεστος,
δύσβατος, δυσδιάκριτος, δυσερμήνευτος, δύσμοιρος, δύσμορφος, δυσνόητος,
δυσοσμία, δυσπιστία, δύσπιστος, δυσπλασία, δυσπραγία, δυσπρόσιτο, δυστύχημα,
δυστυχής, δυσφορία
6. ενδόμυχος:
(ενδο = δηλώνει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει στο εσωτερικό αυτού που σημαίνει /
αυτό που δηλώνει το β΄ συνθετικό συμβαίνει στο εσωτερικό, μέσα)
~ ενδογαμία, ενδογενής,
ενδοεπικοινωνία, ενδοκάρπιο, ενδόμυχος, ενδοσκόπηση, ενδοστρεφής, ενδοχώρα
7. έφηβος:
(επί, επ-, εφ- = δηλώνει: επάνω, προσθήκη, επιπλέον, κατόπιν μετά, το τέλος
μιας διαδικασίας, το σκοπό, εχθρική διάθεση)
~ εφήμερος, εφημερίδα, επιβραδύνω,
επιβαρύνω, επιβολή, επίγειος, επίγνωση, επίγραμμα, επίδειξη, επιβλέπω,
επίδοξος, επίδοση, επιδέξιος, επιδημία, επιδρώ, επιζητώ, επίθημα, επικαλύπτω,
επικερδής, επικηρύσσω, επιλέγω, επικοινωνώ, επιμορφώνω, επιμερίζω, εφημερία
εφησυχάζω
8. ευκαιρία:
(ευ = δηλώνει καλή ιδιότητα αυτού που σημαίνει το β΄ συνθετικό / την ευκολία ως
προς το να πραγματοποιηθεί αυτό που σημαίνει το β΄ συνθετικό)
~ ευαγγέλιο, ευαισθησία, ευάριθμος,
ευγένεια, ευγηρία, ευγνωμοσύνη, ευγονία, ευδαιμονία, ευτυχία, ευεργεσία,
ευημερία, ευδοκίμηση, ευελπιστώ
9. ημιμάθεια:
(ημι = δηλώνει ότι κάτι είναι μισό ή δεν έχει ολοκληρωθεί)
~ ημιάγριος, ημιανάπαυση,
ημιαπασχόληση, ημιαντοχή, ημιαυτόματο, ημιδιαφανής, ημίκλειστος, ημιμόριο,
ημιδιάμετρος, ημίγυμνος, ημίγλυκος, ημίονος, ημιστίχιο, ημιστύλιο,
ημισφαίριο
10. ομόγλωσσος: (ομο = δηλώνει πράξη που γίνεται ταυτόχρονα ή από
κοινού με άλλη / ίδια ταυτότητα ή προέλευση)
~ ομοβροντία, ομογάλακτος, ομογάστριος,
ομογενής, ομόγνωμος, ομοεθνία, ομόηχος, ομόθυμος, ομόθρησκος,
11. υφιστάμενος: (υπο, υπ-, υφ- = δηλώνει ότι κάτι βρίσκεται κάτω από
κάτι ή κινείται προς τα κάτω / βρίσκεται υπό την επίδραση, υπό το κράτος ή την
εξουσία / είναι σε ιεραρχικά ή αξιολογικά κατώτερη θέση ή τάξη / γίνεται κρυφά,
λαθραία / χαρακτηρίζεται από κίνηση προς τα πίσω / γίνεται ή υπάρχει σε μικρό
βαθμό ή για μικρό χρονικό διάστημα / χαρακτηρίζεται από ανεπάρκεια / υπάρχει ή
συντελείται με πιο έντονο τρόπο)
~ υποβρύχιος, υποδόριος, υπόγειος,
υποκύπτω, υπόδουλος, υπακούω, υπόδικος, υποφέρω, υποψήφιος, υπόχρεος, υποτάσσω,
υπάλληλος, υπηρέτης, υπαρχηγός, υποπλοίαρχος, υφυπουργός, υπόκοσμος, υποθάλπω,
υποκινώ, υποβόσκω, υποδαυλίζω, υπαινίσσομαι, υπαναχωρώ, υπεκφεύγω,
υποαπασχολούμαι, υπολειτουργώ, υποθερμία, υπόταση, υποδέχομαι, υπενθυμίζω,
υποδιαιρώ
12. αρχισυντάκτης: (αρχι = δηλώνει υπεροχή, αρχηγεία, πρωτεία / ότι
κάτι βρίσκεται στην αρχή / επίταση μιας ιδιότητας)
~ αρχίατρος, αρχίγραμμα, αρχιδικαστής,
αρχιεπισκοπή, αρχιεργάτης, αρχιερέας, αρχιμηχανικός, αρχιστράτηγος,
αρχισυντάκτης, αρχιληστής, αρχιτέκτονας, αρχιμάγειρας
13. τηλεσκόπιο: (τηλε, τηλ- = προσδίδει σε κάτι την έννοια της μεγάλης
απόστασης / δείχνει ότι κάτι σχετίζεται με την τηλεόραση)
~ τηλεβόας, τηλεφακός, τηλέγραφος,
τηλεδιάσκεψη, τηλεθεατής, τηλεπαρουσιαστής, τηλεπαιχνίδι, τηλεκινησία,
τηλεοπτικός, τηλέφωνο, τηλεπικοινωνιακός, τηλεργασία τηλεσκόπιο
14. περιζήτητος: (περι = δηλώνει από όλες τις πλευρές, γύρω-γύρω / με
κυκλική κίνηση, με περιστροφή / την κίνηση από μια αφετηρία προς ένα τέρμα /
επίταση της σημασίας του β΄ συνθετικού / προσοχή, φροντίδα / αδιαφορία)
~ περικυκλώνω, περιλαίμιο, περίβλεπτος,
περιστρέφομαι, περιδιαβάζω, περιοδεία, περιέρχομαι, περίφημος, περιθάλπω,
περιποίηση, περιφρονώ, περιβάλλον, περιγελώ, περίγραμμα
15. συλλαλητήριο: (συν, συ-, συμ-, συγ-, συλ-, συρ-, συσ- = δηλώνει ότι
κάτι γίνεται από κοινού ή με τη βοήθεια άλλου / κοινό χαρακτηριστικό σε
παραπάνω από ένα πράγματα ή πρόσωπα / σχέση με περισσότερα από ένα πράγματα ή
πρόσωπα)
~ συνδιδασκαλία, συμπορεύομαι,
συνεργασία, συγκατοικώ, συνομήλικος, σύγχρονος, σύνδεση, συνεπαγωγή, συμφωνία,
συμφύομαι, συναγερμός, συναθλητής, συνάλλαγμα, συναγωνίζομαι, συναθροίζω
16. υψίπεδο: (ύψι = ψηλά, δηλώνει πως το β΄ συνθετικό έχει μεγάλο ύψος)
~ υψικάμινος, υψίκορμος, υψιπετής,
υψηλόσωμος
17. εμπρόθετος: (εν, εμ- = δηλώνει ένταξη, εισαγωγή / προσθήκη,
απόκτηση ή επιπλέον κατοχή ή εκδήλωση αυτού που δηλώνει το β΄ συνθετικό /
υπαγωγή σε ορισμένη κατάσταση / ότι κάποιος χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από
κάτι)
~ εντοιχίζω, εμφυσώ, έγχρωμος,
έμπειρος, έμπρακτος, έγκυος, έγγαμος, εμπόλεμος, ένθερμος, εμπαθής, εναγώνιος,
εναλλακτικός
18. εισπράττω: (εισ- = δηλώνει κίνηση προς τα μέσα / αποδοχή ή ένταξη)
~ εισχωρώ, εισδύω, εισέρχομαι, εισάγω,
εισρέω, εισακούω, εισδοχή, εισαγγελέας, εισβάλλω, εισαγωγή, εισδοχή, είσοδος
15.
Συνθέστε το ουσιαστικό λύση με προθέσεις και συνδυάστε καθένα από τα σύνθετα
ουσιαστικά που θα σχηματίσετε με άλλα κατάλληλα ουσιαστικά σε γενική πτώση
(ενικού ή πληθυντικού αριθμού).
π.χ. επίλυση (προβλήματος, διαφορών,
εξισώσεων, ζητήματος).
απόλυση (υπαλλήλου, στρατιώτη,
κρατουμένου)
ανάλυση (ποιήματος, δεδομένων, αίματος,
έργου)
διάλυση (εταιρείας, διαδηλωτών, γάμου,
βουλής)
έκλυση (ηθών, θερμότητας)
κατάλυση (εξουσίας, δημοκρατικών
θεσμών, οίνου)
παράλυση (κυκλοφορίας, μυών, νου,
κρατικής μηχανής)
16.
Να αποδώσεις με μια σύνθετη λέξη τις ακόλουθες φράσεις:
1. ο επικεφαλής των μουσικών: αρχιμουσικός
2. δυσκολία στην πέψη: δυσπεψία
3. ζώα ή φυτά που ζουν και στην ξηρά
και στο νερό: αμφίβια
4. ανώδυνος θάνατος: ευθανασία
5. αυτός που έχει το ίδιο κέντρο: ομόκεντρος
6. εξοικειώνω ένα ζώο ή ένα φυτό σε
ξένο κλίμα: εγκλιματίζω
7. εκείνος που δεν μπορεί να ξεβάψει,
να σβήσει: ανεξίτηλος
8. δικαστής που κρίνει, χωρίς να
παίρνει το μέρος κανενός: αμερόληπτος
9. εκείνος που έχει την ίδια μητέρα: ομομήτριος
10. παράνομη αλιεία: λαθραλιεία
11. ιδιότητα του οργανισμού να μην
προσβάλλεται από ορισμένες αρρώστιες: ανοσία
12. άγαλμα ή στήλη ή αγγείο σε αρχαίο
τάφο: επιτύμβιο
13. εκείνος που διαρκεί μια μέρα, λίγο:
εφήμερος
14. ύπαρξη δύο διαφορετικών απόψεων: διχογνωμία
16. εκείνος που ασκεί την ίδια τέχνη: ομότεχνος
17.
Να γράψετε σύνθετες λέξεις με α' συνθετικό την αντωνυμία αυτός. Να
χρησιμοποιήσετε όσο περισσότερες από αυτές μπορείτε σε ένα σύντομο κείμενο, για
να περιγράψετε/χαρακτηρίσετε έναν άνθρωπο που εκτιμάτε ιδιαίτερα.
αυτοδημιούργητος, αυτοσεβασμός,
αυτοδίδακτος, αυτάρκης, αυτοθυσία, αυτοδίκαιος, αυτοδιοίκηση,
αυτοανακηρύσσομαι, αυτοδυναμία, αυτανάφλεξη, αυτάρεσκος, αυτήκοος, αυταρχικός,
αυτοεκτίμηση, αυτοέλεγχος, αυτεπίγνωση, αυτοάμυνα, αυτογκόλ, αυτογνωσία,
αυτόδηλος, αυτοδιάθεση, αυτοκράτορας, αυτοματισμός, αυτοεξέταση, αυτοκάθαρση,
αυτοκαταστροφή, αυτοκέφαλος, αυτοκίνηση, αυτολογοκρίνομαι, αυτονόητος,
αυτοπραγμάτωση, αυτοσχέδιος, αυτοπροαίρετος, αυτοπροσδιορισμός, αυτοπροσώπως,
αυτοσκοπός, αυτοπαθής, αυτοπειθαρχία, αυτοπροστασία, αυτοπροσωπογραφία,
αυτοτελής, αυτόφωτος
Ένας άνθρωπος που εκτιμώ ιδιαίτερα είναι
ο πατέρας μου, ο οποίος διεκδίκησε από μικρή ηλικία την αυτονομία του,
και χάρη στον αυτοέλεγχο, την αυτοπειθαρχία και την αυτοπεποίθηση
που τον διακρίνουν, κατόρθωσε να πετύχει σημαντικά πράγματα στη ζωή του.
Άνθρωπος αυτοδημιούργητος, με υψηλή αίσθηση αυτοεκτίμησης και αυτοσεβασμού,
προχώρησε γρήγορα στην πολυπόθητη αυτογνωσία, κι από εκεί στην αυτοπραγμάτωση,
που προέκυψε απ’ την εκπλήρωση των αληθινών του επιθυμιών και επιδιώξεων. Σε
πολλά πράγματα υπήρξε αυτοδίδακτος, και θεωρούνταν πάντοτε εξαιρετικός
επαγγελματίας και οικογενειάρχης, χωρίς ωστόσο να επιδεικνύει αυταρέσκεια
ή αυταρχικότητα.
18.
α) Να βρείτε τα συνθετικά των ακόλουθων σύνθετων λέξεων και τη σημασία που
έχουν αυτά τα συνθετικά. β) Να σχηματίσετε και άλλες σύνθετες λέξεις
που το β΄ συνθετικό τους να είναι ομόρριζο με το β΄ συνθετικό των παρακάτω
λέξεων:
1. νοσταλγία:
< νόστος + -αλγία < ἄλγος (πόνος)
~
οσφυαλγία, κεφαλαλγία, μυαλγία,
νευραλγία, νευραλγικός.
2. αψίκορος:
< ἀψι- (< ἄπτω) + κόρος (χόρτασμα) < κορέννυμι
«χορταίνω»
~ ακόρεστος, πολυακόρεστος
3. αιμοβόρος:
< αἷμα + -βόρος < βορά «τροφή»
~ σαρκοβόρος, χρονοβόρος, καταβροχθίζω,
διάβρωση
4. υδρογόνο:
< υδρο (< ὕδωρ) + -γόνο < γόνος (δηλώνει καταγωγή / ότι
κάτι παράγει ή προκαλεί κάτι) < γίγνομαι
~ απόγονος, επίγονος, πρόγονος,
σιελογόνος, καρκινογόνος, ασφυξιογόνος, δακρυγόνος
5. ιστοριοδίφης:
< ιστορία + -δίφης < διφάω -ῶ «ψηλαφώ, ερευνώ επιμελώς»
~ αρχαιοδίφης, φυσιοδίφης, αναδίφηση
6. πλειοδοσία:
< πλείο- < πλεῖον
/ πλέον, ουδέτερο του επιθέτου πλείων + δοτώ < δότης < δοτήρ < δίδωμι
~ μειοδοσία, μειοδότης, πλειοδότης,
αιμοδότης, ζωοδότης, γνωμοδότηση, κληροδότης, κληροδοσία, μισθοδοσία,
τροφοδοσία, επίδοση, μετάδοση
7. δειγματοληψία:
< δείγμα (< δείκνυμι «δείχνω») + -ληψία < λαμβάνω (< θέμα ληψ-,
παράβαλε μέλλοντα λήψομαι)
~ αιμοληψία, θρησκοληψία, ηχολήπτης,
ηχοληψία, αμεροληψία, επιληψία, προκατάληψη
8. οικονομία:
< οἶκος + νέμω. Σύνθετο εκ συναρπαγής από
τη φράση οἶκον
νέμειν / νέμεσθαι, αρχική σημασία «αυτός που διαχειρίζεται και διοικεί τα του οίκου».
~ αστυνόμος, διανομή, κατανομή,
παράνομος, αυτονομία
9. βολιδοσκοπώ:
< βολίδα + σκοπέω -ῶ
«σκοπεύω».
~ κατάσκοπος, περισκόπιο, τηλεσκόπιο,
μαγνητοσκόπηση, βιντεοσκόπηση, επίσκοπος
10. εξωφρενικό: < ἔξω + φρην, φρενός (πληθ. φρένες) «καρδιά, νους, λογική».
Σύνθετο εκ συναρπαγής από την αρχαιοελληνική φράση ἔξω φρενών (που απαντά στον Πίνδαρο,
Ολυμπιόνικος 7, 47).
~ άφρων, αφροσύνη, παράφρων, παραφροσύνη,
περιφρόνηση, εχεφροσύνη, σωφροσύνη
11. ματαιοπονία: < μάταιος + πονέω -ῶ «κοπιάζω, μοχθώ, κουράζομαι».
~ φυγόπονος, καταπονώ, εκπονώ,
εκπόνηση, φιλόπονος, συμπονετικός, καταπόνηση
12. καινοτόμος: < καινός (νέος) + -τομῶ < τόμος < τέμνω.
~ λαιμητόμος, ανατομία, σύντομος, απότομος,
έντομο, διατομή, επιτομή
13. άπορος: < ἀ-
στερητικό + πόρος (πέρασμα, διάβαση).
~ εύπορος, απορία, πρωτοπόρος,
πρωτοπορία, οδοιπόρος, εμπόριο, ποντοπόρος
14. νοσοκομείο: < νοσο- < νόσος + κομῶ (φροντίζω, περιποιούμαι).
~ γηροκομείο, ανθοκομείο, βρεφοκόμος,
μελισσοκόμος, ιπποκόμος
15. υποψία: < ὑπο
+ ὀπτός (ορατός) < ὀπ-, παράβαλε ὄπωπα < ὁράω -ῶ.
~ βιοψία, αυτοψία, ύποπτος, απρόοπτος,
περίοπτος, καχυποψία, διορατικότητα, ενόραση
16. λιποθυμώ: < λιπο- (< λείπω, αόριστος β΄ ἔλιπον) + -θυμῶ < θυμός.
~ αθυμώ, αθυμία, ενθύμιο, εύθυμος,
πρόθυμος
17. θεσιθήρας: < θέση (< τίθημι) + -θήρας < θήρα (κυνήγι) <
θήρ (άγριο ζώο).
~ λεξιθήρας, ψηφοθήρας, προικοθήρας,
λαθροθήρας
18. πλησίστιος: < πλησι- < θέμα πλησ- του ρήματος πίμπλημι
(γεμίζω), παράβαλε αόριστος ἔπλησα, βλέπε και πλήρης + -ίστιος < ἱστίον < ἱστός < ἵστημι.
~ μεσίστιος, προϊστάμενος, υφιστάμενος,
αντίσταση
19. ιδιομορφία: < ἴδιος + μορφή.
~ ομοιομορφία, ποικιλομορφία,
μεταμόρφωση, διαμόρφωση, πανέμορφος
20. παλινδρόμηση: < πάλιν (πάλι, δηλώνει επανάληψη) + δρόμος.
~ οπισθοδρόμηση, αναδρομή, ταχυδρόμος,
διάδρομος, επιδρομή
19.
Να βρείτε σύνθετες λέξεις με α' συνθετικό τις αντωνυμίες: άλλος, έτερος και
αλλήλους. Να επιλέξετε κάποιες από τις σύνθετες
λέξεις, για να τις εντάξετε σε ένα κατάλληλο γλωσσικό περιβάλλον.
αλλογενής, αλλόδοξος, αλλοεθνής,
αλλόγλωσσος, αλλοδαπός, άλλοθι, αλλόκοτος, αλλοπρόσαλλος
~ Μια ανεκτική κοινωνία δεν διώκει τους
αλλόθρησκους.
~ Στις μέρες μας είναι συχνή η
εκμετάλλευση των αλλοδαπών από ντόπιους αετονύχηδες.
~ Στο πλαίσιο των εκκαθαρίσεων έγιναν εγκλήματα
εις βάρος αλλοεθνών.
ετερόφυλος,
ετερόφωτος, ετερόχθων, ετεροχρονία, ετεροχρονισμός, ετερώνυμος
~ Οι πλανήτες είναι σώματα ετερόφωτα,
αντλούν το φως τους από τους αστέρες.
~ Θα υπάρξει ετεροχρονισμός στην
προθεσμία καταβολής των νέων φόρων.
αλληλέγγυος, αλληλεξάρτηση, αλληλεπίδραση,
αλληλασφάλεια, αλληλαναδοχή, αλληλογραφία, αλληλόμορφο, αλληλοπάθεια,
αλληλοσπαραγμός, αλληλοδιαδοχή, αλληλένδετος
~Την αλληλαναδοχή για την κατασκευή του
φράγματος ανέλαβαν μια γαλλική εταιρία και η θυγατρική της στην Ελλάδα.
~ Η ελευθερία λόγου και η δημοκρατία
είναι στοιχεία αλληλένδετα.
~ Η συντριπτική νίκη του κυβερνώντος
κόμματος είχε ως αποτέλεσμα τον αλληλοσπαραγμό των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
20.
Να σχηματίσετε σύνθετα ρήματα με α' συνθετικό μία πρόθεση και β' συνθετικό το
ρήμα φέρω. Να χρησιμοποιήσετε τα σύνθετα ρήματα σε
φράσεις, έτσι ώστε να φανεί η ιδιαίτερη σημασία του καθενός.
επιφέρω
~ Η τεχνολογική επανάσταση επέφερε στις
μέρες μας ραγδαίες οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές.
αναφέρω
~ Η μελέτη μου αναφέρεται σε προτάσεις
για την καταπολέμηση και πρόληψη του καρκίνου.
διαφέρω
~ Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε το
θέμα διαφέρει!
προσφέρω
~ Στις γυναίκες προσφέρουν συνήθως
λουλούδια.
συμφέρω
~ Αυτή η επένδυση σε συμφέρει
περισσότερο από τις άλλες.
υποφέρω
~ Τόσο καιρό υποφέρει, και κανείς δεν
ρώτησε πώς είναι.
καταφέρω
~ Ο πληθωρισμός κατέφερε ισχυρό πλήγμα
στον οικονομικό προσανατολισμό της κυβέρνησης.
προφέρω
~ Οι αρχαίοι πρόφεραν το η ως μακρό ε.
περιφέρω
~ Εντόπισαν έναν ύποπτο να περιφέρεται
μπροστά στην τράπεζα.
μεταφέρω
~ Αυτό το αεροπλάνο μπορεί να μεταφέρει
250 επιβάτες.
εισφέρω
~ Θέλω κι εγώ να εισφέρω στην
προσπάθειά σας τις λιγοστές μου δυνάμεις.
εκφέρω
~ Δεν μπορώ να εκφέρω άποψη, χωρίς να
γνωρίζω τα δεδομένα του ζητήματος.
αποφέρω
~ Η επιχείρηση μας αποφέρει σημαντικά
κέρδη.
21.
Να γράψετε παράγωγα (απλά ή σύνθετα) των λέξεων που σας δίνονται. Χρησιμοποιώντας
μερικά από τα παράγωγα αυτά να γράψετε ένα κείμενο που θα θίγει τα προβλήματα
των σύγχρονων μεγαλουπόλεων.
αποξενώνω: αποξένωση, αποξενωμένος μολύνω: μόλυνση
αποκόπτω: αποκομμένος ρυπαίνω:
ρύπανση
εντείνω: ένταση δυσχερής:
δυσχέρεια
γνωρίζω: άγνωστος καχύποπτος: καχυποψία
συμβιώνω: συμβίωση, συμβιώνω δύσπιστος: δυσπιστία
ενοχλώ:
ενόχληση ειλικρινής: ανειλικρίνεια
δένω: δεσμός έμπιστος:
εμπιστοσύνη
προσποιούμαι: προσποίηση άγχος: αγχώδης
Στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις, όπου
εκατομμύρια ανθρώπων καλούνται να συμβιώσουν σ’ ένα αχανές αστικό
κέντρο, προκύπτουν πολλαπλά προβλήματα τόσο σε ό,τι αφορά τις διαπροσωπικές σχέσεις
όσο και σε σχέση με το επίπεδο διαβίωσης. Κατ’ αρχάς οι περισσότεροι πολίτες
αισθάνονται αποξενωμένοι και αποκομμένοι από το πλήθος των αγνώστων
που τους περιβάλλει· δεν υπάρχουν δηλαδή ουσιαστικοί κοινωνικοί δεσμοί,
ούτε καν στο στενό πλαίσιο της γειτονιάς. Ο άλλος άνθρωπος είναι κυρίως πηγή ενόχλησης,
και αντιμετωπίζεται με δυσπιστία και καχυποψία, με αποτέλεσμα οι
περισσότερες κοινωνικές σχέσεις να χαρακτηρίζονται από ανειλικρίνεια και
προσποίηση. Πέραν, όμως, από την έλλειψη εμπιστοσύνης στις
διαπροσωπικές σχέσεις, τίθεται και το σημαντικό ζήτημα της μόλυνσης του
περιβάλλοντος και της γενικότερης ρύπανσης του αστικού χώρου. Οι πολίτες
παρασυρμένοι απ’ τους αγχώδεις και γεμάτους ένταση ρυθμούς της
ζωής τους, αδυνατούν να αντιληφθούν την καταστροφική επίδραση που έχουν στο
φυσικό περιβάλλον με την αδιάκοπη χρήση των αυτοκινήτων, αλλά και με τον ασύλληπτο
όγκο των ετήσιων απορριμμάτων κάθε μεγαλούπολης.
22.
Να γράψεις επίθετα ομόρριζα με τις ακόλουθες λέξεις, που να έχουν πρώτο
συνθετικό το στερητικό α- αν-. Να σχηματίσεις με αυτά φράσεις.
1. π.χ. κλονισμός:
ακλόνητος
2. αποσπώμαι: αναπόσπαστος
~ Θεωρώ την οικογένειά μου αναπόσπαστο
κομμάτι του εαυτού μου.
3. έλεγχος: ανεξέλεγκτος
~ Η πυρκαγιά έλαβε γρήγορα ανεξέλεγκτες
διαστάσεις λόγω του ισχυρού ανέμου.
4. αισθάνομαι: αναίσθητος
~ Ο οδηγός της μηχανής βρέθηκε
αναίσθητος σε αρκετή απόσταση από το σημείο της πρόσκρουσης.
5. αλγώ: ανάλγητος
~ Η κυβέρνηση ακολουθεί μια ανάλγητη
πολιτική λιτότητας, ακόμη και σε κρίσιμους τομείς, όπως αυτός της υγείας.
6. φθείρω: άφθαρτος
~ Στη λογοτεχνική μας παράδοση υπάρχουν
άφθαρτα μνημεία του λόγου.
7. πείθω: άπιστος
~ Σε ό,τι αφορά την υποτιθέμενη
ευσυνειδησία των πολιτικών παραμένει σταθερά άπιστος.
8. ακολουθώ: ανακόλουθος
~ Οι πράξεις του είναι ανακόλουθες προς
τις εξαγγελίες του.
9. συστέλλω: ασύστολος
~ Χρησιμοποιεί ασύστολα ψεύδη εναντίον
των αντιπάλων του.
10. ελεώ: ανελέητος
~ Η μάχη συνεχίστηκε με ανελέητο
βομβαρδισμό των εχθρικών θέσεων.
23.
Σου δίνεται ένα μικρό κείμενο που αναφέρεται στο ρόλο του υγιούς τύπου. Να
συμπληρώσεις τα κενά με παράγωγα ουσιαστικά από τις λέξεις που ακολουθούν το
κείμενο.
O υγιής τύπος διαπαιδαγωγεί με την προβολή του καλού· προλαβαίνει και
αποκαλύπτει σφάλματα, παραλείψεις, υπερβάσεις καθηκόντων· κρίνει και ελέγχει τις πράξεις των δημόσιων ανδρών, συντελεί στην κατοχύρωση του δημοκρατικού πολιτεύματος με το να προβάλλει και να
υποστηρίζει τα αιτήματα των πολιτών.
κατοχυρώνω, υπερβαίνω, προβάλλω,
αιτούμαι, παραλείπω, πράττω, σφάλλω
24.
Να συμπληρώσεις τα κενά που υπάρχουν στο παρακάτω κείμενο με ουσιαστικά ή
επίθετα παράγωγα των λέξεων που δίνονται στις παρενθέσεις.
Το κρίσιμο
(κρίση) και επίμαχο θέμα είναι βεβαίως η κλωνοποίηση του ανθρώπου. Θα αρχίσω με
την παράθεση (παραθέτω) ισχυρισμών
που εύκολα καταρρίπτονται. Θα αναφέρω εφαρμογές
(εφαρμόζω) που ασφαλώς δεν είναι δυνατό
(δύναμαι) να γίνουν αποδεκτές
(αποδέχομαι) ποτέ και πρέπει εγκαίρως να θεσπιστούν μέτρα που να τις
αποκλείουν. Θα τελειώσω με εφαρμογές
(εφαρμόζω) της κλωνοποίησης ευεργετικές
(ευεργέτης) για τον άνθρωπο. Οι γενικόλογες διακηρύξεις (διακηρύσσω) κατά του κλωνισμού του ανθρώπου… είναι
τουλάχιστον επιπόλαιες…
25.
Nα συμπληρώσετε τις φράσεις με παράγωγα ή ομόρριζα (απλά ή σύνθετα) των λέξεων που
είναι στην παρένθεση.
1. Με την αρετή ο άνθρωπος προσπαθεί να
σπάσει τα δεσμά (δένω) των έξεων (έχω) και των παθών (πάσχω) του.
2. Είναι διάχυτη (διαχέω) η αντίληψη ότι έκλυση (εκλύω) των ηθών σαν τη σημερινή δύσκολα θα μπορούσαμε να
συναντήσουμε σε άλλη περίοδο της ιστορίας.
3. H κοινή μας ευθύνη είναι να
διατηρήσουμε τον κοινό μας πολιτισμό αμόλυντο
(μολύνω) από πολιτικές επιρροές
(ρέω).
4. H δημοκρατία είναι η πειστικότερη (πείθω) μέχρι σήμερα απάντηση (απαντώ) στο πρόβλημα (προβάλλω) του περιορισμού της
ελευθερίας από την εξουσία.
5. Για να γίνει ο θεατής (θεώμαι) ή ο ακροατής
(ακροώμαι) ενεργός (ενεργώ) δέκτης (δέχομαι) του μηνύματος (μηνύω) της τέχνης, είναι
απαραίτητη η παιδεία (παιδεύω), η συστηματική (σύστημα) εξοικείωση (εξοικειώνομαι) με τα δημιουργήματά (δημιουργώ) της.
25.
α) Ποια καλλιτεχνικά κινήματα ξέρετε με την κατάληξη -ισμός και ποιο είναι το
περιεχόμενο του καθενός;
Ρεαλισμός: Η θεωρία ή τεχνοτροπία κατά την οποία
οι οικείες πλευρές της ζωής αναπαρίστανται με έναν ξεκάθαρα ευθύ ή απλό τρόπο.
Σοσιαλιστικός
Ρεαλισμός: Η επίσημα αποδεκτή
καλλιτεχνική ή λογοτεχνική τεχνοτροπία της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, που
στηριζόταν φιλοσοφικά και μεθοδολογικά στη λενινιστική θεωρία της αντανάκλασης
και στόχευε στην αισθητική διαπαιδαγώγηση των μαζών μέσω των ιδεών του
σοσιαλισμού.
Ρομαντισμός: Κίνημα λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό
που αναπτύχθηκε στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα ως αντίδραση στον
νεοκλασικισμό και τον ορθολογισμό των προηγούμενων αιώνων και έδωσε έμφαση στο
ρόλο του συναισθήματος, της φαντασίας, του αυθορμητισμού, του συγκινησιακού και
του εξωτικού/ονειρικού στοιχείου, με ιδιαίτερη προτίμηση σε θέματα όπως η φύση,
η περιπέτεια, η ελευθερία, ο ηρωισμός, ο έρωτας κ.ά., στο τοπικό και λαϊκό
στοιχείο κ.ά.
Νεοκλασικισμός: Η τάση που χαρακτηρίζεται από
αναβίωση του κλασικισμού στους τομείς της λογοτεχνίας, της μουσικής, της τέχνης
και της αρχιτεκτονικής και τοποθετείται χρονικά στο δεύτερο μισό του 18ου
αιώνα και τις αρχές του 19ου αιώνα.
Κλασικισμός: Η τεχνοτροπία που βασίζεται στη μίμηση
των αρχαίων Ελλήνων ή Λατίνων συγγραφέων και καλλιτεχνών στο ύφος και στους
αισθητικούς κανόνες.
Συμβολισμός: Το λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό
κίνημα που εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα ως αντίδραση στον
ρεαλισμό, κατά το οποίο ο λογοτέχνης ή καλλιτέχνης ερμηνεύει διαισθητικά τον
κόσμο ως σύνολο συμβόλων, αναζητεί την έκφραση ή την πρόκληση συναισθημάτων,
ιδεών μέσω της χρήσεως συμβολικής γλώσσας, φαντασίας, χρωμάτων κ.λπ.
Παρνασσισμός: Ποιητικό ρεύμα που εμφανίστηκε στη
Γαλλία κατά τη δεκαετία του 1860 και κυριάρχησε ως το τέλος του 19ου
αιώνα, αναζητούσε την ποιητική έμπνευση στον αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό
πολιτισμό και επιδίωκε την αυστηρή τήρηση των στιχουργικών κανόνων και την
άψογη μορφική επεξεργασία του στίχου.
Νεορομαντισμός: Το ρεύμα στην τέχνη, που συνιστά
επιστροφή στα αισθητικά ιδεώδη του ρομαντισμού, στους τομείς της ζωγραφικής,
της αρχιτεκτονικής, της λογοτεχνίας, της μουσικής και του κινηματογράφου και
προβάλλει τα στοιχεία της φαντασίας και της νοσταλγίας.
Νεορεαλισμός: Λογοτεχνικό και κινηματογραφικό
κίνημα, που επεδίωξε να παρουσιάσει την πραγματικότητα της μεταπολεμικής ζωής
(επιλέγοντας, λ.χ. στον κινηματογράφο, φυσικά τοπία, ερασιτέχνες ηθοποιούς για
αυθεντικότερες ερμηνείες κ.λπ.).
Νατουραλισμός: Αισθητικό κίνημα του τέλους του 19ου
αιώνα και των αρχών του 20ου αιώνα, που επηρεάστηκε έντονα από το
αίτημα της εποχής για μεταφορά των αρχών και των μεθόδων της φυσικής επιστήμης
στον χώρο των καλών τεχνών και της λογοτεχνίας και εκδηλώθηκε ως τάση να
απεικονίζεται η πραγματικότητα με τρόπο όσο το δυνατόν πιο πιστό και
αντικειμενικό και σε όλες της τις λεπτομέρειες, ακόμη και τις άσχημες ή τις
επουσιώδεις, χωρίς προσπάθεια για εξιδανίκευση ή ωραιοποίηση.
Υπερρεαλισμός: Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα
που αναπτύχθηκε κυρίως στις αρχές του 20ου αιώνα (αφότου ο Αντρέ
Μπρετόν το 1924 και το 1929 εξέδωσε το πρώτο και το δεύτερο αντίστοιχα
υπερρεαλιστικό μανιφέστο) δίνοντας έμφαση στην υποσυνείδητη ή άλογη σημασία των
παραστάσεων που ενεργοποιούνται αυτόματα με τον ελεύθερο συνειρμό, καθώς και
στην αξιοποίηση τυχαίων εντυπώσεων, ασυνήθιστων αντιθέσεων κ.λπ.
Ντανταϊσμός: Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα,
προχωρημένη έκφραση του υπερρεαλισμού, που εμφανίστηκε στη Δ. Ευρώπη και στις
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου
αιώνα και είχε ως βασικές αρχές την απόρριψη των καθιερωμένων αισθητικών
προτύπων και κάθε είδους καλλιτεχνικής συμβατικότητας, την καθιέρωση του
τυχαίου ως αξιώματος και βασικής προϋπόθεσης της δημιουργίας, την ελεύθερη
έκφραση του ασυνειδήτου, την άρνηση οποιασδήποτε σχέσης ανάμεσα στο λογικό και
την καλλιτεχνική έκφραση και το αποκλειστικό ενδιαφέρον για το παράδοξο, το
παράλογο και το φανταστικό.
Φουτουρισμός: Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα
που εμφανίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα κυρίως στην Ιταλία και τη
Ρωσία και κήρυττε την εξέγερση κατά του ακαδημαϊσμού και τη ριζική ανανέωση της
τέχνης σύμφωνα με το πνεύμα του συγχρόνου της μηχανικού πολιτισμού, τον οποίο
και αποθέωσε.
Φορμαλισμός: Αντίληψη και τεχνοτροπία στις καλές
τέχνες και στη λογοτεχνία, που δίνει προτεραιότητα στη μορφή του έργου τέχνης
και στην αισθητική αντίδραση που αυτή προκαλεί, αγνοώντας σχεδόν το περιεχόμενό
του ή ταυτίζοντάς το με τη μορφή.
Ιμπρεσιονισμός: Αισθητική τάση που πρωτοεμφανίστηκε
στα τέλη του 19ου αιώνα, κυρίως στη ζωγραφική, με έμφαση στην
αναπαράσταση των επιδράσεων, των αντανακλάσεων του φωτός στα αντικείμενα·
γενικεύθηκε ως ευρύτερο καλλιτεχνικό κίνημα, που δίνει έμφαση στην άμεση
έκφραση της διάθεσης και των αισθητικών εντυπώσεων του δημιουργού.
Εξπρεσιονισμός: Αισθητικό ρεύμα που επηρέασε τη
ζωγραφική (Β. Καντίνσκυ, Π. Κλέε κ.ά.), το θέατρο (Γκ. Κάιζερ, Ευγένιος Ο’ Νηλ
κ.ά.), τη μουσική (Ά. Μπεργκ κ.ά.), τη λογοτεχνία (Φ. Κάφκα κ.ά.) και τον
κινηματογράφο (Φ. Λανγκ κ.ά.) και έχει ως κύρια χαρακτηριστικά την υποκειμενική
έκφραση του καλλιτέχνη και την έμφαση σε έντονες συναισθηματικές ή
συγκινησιακές καταστάσεις.
Κυβισμός: Η καλλιτεχνική τάση που εμφανίστηκε
στη Γαλλία στις αρχές του 20ου αιώνα και χαρακτηρίζεται από την
αφαιρετική αναγωγή του πραγματικού σε βασικά σχήματα και όγκους.
Ορφισμός: Τάση της κυβιστικής ζωγραφικής, που
έδινε προβάδισμα στη διάταξη των χρωμάτων.
Κονστρουκτιβισμός: Μεγάλο καλλιτεχνικό (ζωγραφική,
θέατρο, λογοτεχνία, αρχιτεκτονική κ.λπ.) κίνημα, που αναπτύχθηκε στη Ρωσία των
αρχών του 20ου αιώνα (πριν από την Οκτωβριανή Επανάσταση) και
κατόπιν διαδόθηκε στην Αγγλία, τη Γερμανία και την Αμερική και το οποίο
θεωρείται ότι επηρεάστηκε αρχικά από τον κυβισμό και τον φουτουρισμό· κύριο
χαρακτηριστικό του είναι ο θαυμασμός για τις μηχανές, την τεχνολογία και τα
σύγχρονα βιομηχανικά υλικά (γυαλί, πλαστικό κ.λπ.), καθώς και η αρχή ότι η
τέχνη δεν είναι «μίμηση» αλλά «δημιουργία».
Φοβισμός: Καλλιτεχνικό κίνημα Γάλλων ζωγράφων
των αρχών του 20ου αιώνα (όπως λ.χ. των Ματίς, Μπρακ, Βαν Ντόνγκεν
κ.ά.), οι οποίοι αντιδρώντας στον ιμπρεσιονισμό χρησιμοποιούν πολύ έντονους και
αντίθετους μεταξύ τους χρωματικούς τόνους και σκούρα περιγράμματα, ενώ
παράλληλα αποδίδουν ελεύθερα τα σχήματα των αντικειμένων και καταργούν την
προοπτική.
β)
Ποιες κοινωνικοοικονομικές και φιλοσοφικές θεωρίες ξέρετε με την κατάληξη
-ισμός και ποιο είναι το περιεχόμενο της καθεμιάς;
Καπιταλισμός: Ο καπιταλισμός (κεφαλαιοκρατία) είναι
το οικονομικό σύστημα παραγωγής, διανομής και ανταλλαγής προϊόντων, στο οποίο ο
συσσωρευμένος πλούτος (το κεφάλαιο) επενδύεται από τους ιδιώτες κατόχους του
(καπιταλιστές - κεφαλαιούχους) με σκοπό το κέρδος. Τα θεμελιακά χαρακτηριστικά
του καπιταλισμού είναι: η ιδιωτική επιχειρηματικότητα, ο ανταγωνισμός για την
κατάκτηση αγορών, η κερδοσκοπική επιχείρηση.
Σοσιαλισμός: Η θεωρία και το σύστημα κοινωνικής
και οικονομικής οργάνωσης, στο οποίο τα μέσα παραγωγής και κατανομής των αγαθών
κατέχονται και ελέγχονται από κοινωνικές ομάδες, κοινότητες ή από το κράτος και
όχι από ιδιώτες, οπότε η ατομική ιδιοκτησία και η κατανομή του εισοδήματος
υπόκεινται κυρίως στον κοινωνικό έλεγχο, κατ’ αντιδιαστολή προς τον καπιταλισμό
και τον φιλελευθερισμό.
Κατά τη μαρξιστική θεωρία ο σοσιαλισμός
είναι το στάδιο που έπεται του καπιταλισμού κατά τη μετάβαση μιας κοινωνίας
στον κομμουνισμό και χαρακτηρίζεται από ατελή εφαρμογή των αρχών του
κολεκτιβισμού.
Κομμουνισμός: Το οικονομικοκοινωνικό σύστημα, που
βασίζεται στην κοινοκτημοσύνη των μέσων παραγωγής και στην ολοκληρωτική
κατάργηση των κοινωνικών τάξεων και διακρίσεων, στοχεύει στην κατανομή των
καταναλωτικών αγαθών ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός και στην προσφορά
εργασίας ανάλογα με τις ικανότητες του καθενός.
Φιλελευθερισμός (οικονομικός): Η οικονομική αντίληψη
που υποστηρίζει ότι η αγορά και οι δυνάμεις της πρέπει να αφήνονται να
λειτουργούν ελεύθερες και ότι ο ρόλος του κράτους πρέπει να περιορίζεται στη
διαμόρφωση του πλαισίου, στο οποίο διεξάγεται ο οικονομικός ανταγωνισμός, και
στην παροχή κοινωνικών υπηρεσιών.
Μαρξισμός
– Λενινισμός: Το
σύστημα των φιλοσοφικών, οικονομικών και κοινωνικοπολιτικών αντιλήψεων που
διαμορφώθηκε από τη συμπλήρωση της μαρξιστικής θεωρίας με τις θεωρίες του ηγέτη
της Ρωσικής Επανάστασης Β. Ι. Λένιν, ο οποίος ανέπτυξε τη μαρξιστική
διαλεκτική, διατύπωσε τη θεωρία για τον ιμπεριαλισμό ως ανώτατο και τελευταίο
στάδιο του καπιταλισμού και επεξεργάστηκε τη θεωρία της σοσιαλιστικής
επανάστασης.
Αναρχισμός: Το σύνολο των θεωριών και πρακτικών
που αποσκοπούν στην κατάργηση του κράτους και των κρατικών περιορισμών, καθώς
και κάθε μορφής εξουσίας, ως επιζήμιων, σε συνδυασμό με την επικράτηση της
απόλυτης ατομικής ελευθερίας: κορυφαίοι θεωρητικοί του αναρχισμού είναι οι
Προυντόν, Μπακούνιν και Κροπότκιν.
Τροτσκισμός: Μαρξιστικό ιδεολογικό δόγμα που
βασίζεται στη θεωρία περί διαρκούς επαναστάσεως του Λέοντος Τρότσκι
(1879-1940), ηγετικής φυσιογνωμίας της Οκτωβριανής Επανάστασης και θεωρητικού
του κόμματος των Μπολσεβίκων στη Ρωσία.
Φασισμός: Ιδεολογία και πολιτικό σύστημα
εθνικιστικού και ολοκληρωτικού χαρακτήρα, το οποίο εγκαθίδρυσε στην Ιταλία ο
Μουσολίνι το 1922.
Ναζισμός: Η ιδεολογία και το πολιτικοκοινωνικό
καθεστώς που εγκαθιδρύθηκε στη Γερμανία από το εθνοσοσιαλιστικό κόμμα του
Αδόλφου Χίτλερ, με κύρια χαρακτηριστικά τον ακραίο ρατσισμό και εθνικισμό, την
ξενοφοβία, τον ολοκληρωτικό τρόπο διακυβέρνησης κ.λπ.
Ανθρωπισμός ή ουμανισμός. α) Η πνευματική κίνηση κατά την
Αναγέννηση που με τη σπουδή των αρχαίων ελληνικών μνημείων του λόγου
αποσκοπούσε στην αναζωογόνηση του ιδεώδους της δημιουργικής και αυτόνομης
προσωπικότητας. β) Ο νεο-ουμανισμός (18ος και αρχές 19ου αιώνα) κάνει το
ελληνικό ιδεώδες σκοπό κάθε ανώτερης μόρφωσης.
Αγνωστικισμός: Άποψη, σύμφωνα με την οποία η γνώση
του απολύτου, της πρώτης αρχής των όντων, του Θεού, είναι ανέφικτη.
Αθεϊσμός: Θεωρία που απορρίπτει την πίστη σε
υπερφυσικά όντα και ειδικότερα στον Θεό.
Σκεπτικισμός: Φιλοσοφικό ρεύμα που δεν αποδέχεται
την ύπαρξη πραγματικής γνώσης για τα πράγματα, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την αυθεντικότητα
και την ισχύ γενικώς παραδεκτών αληθειών.
Στωικισμός: Το φιλοσοφικό σύστημα που ιδρύθηκε
από τον Ζήνωνα τον Κιτιέα και αναπτύχθηκε από μαθητές του στην ελληνιστική
εποχή και την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας· δίδασκε την αποφυγή των υπερβολών
(που οδηγούν στην ταραχή και την ανησυχία), την εναρμόνιση της ζωής με τη
λογική και έδινε έμφαση στις έννοιες της ηθικής τάξης, του καθήκοντος, της
δικαιοσύνης, καθώς και στην ουσιαστική αξία του ανθρώπου και στην καλοκαγαθία
της θεϊκής φύσης.
Κυνισμός: Το φιλοσοφικό σύστημα και ο τρόπος
ζωής των κυνικών φιλοσόφων της αρχαιότητας, οι οποίοι υποστήριζαν ότι θεμέλιο
για την ευτυχία και την αρετή είναι η επιστροφή σε μια απλή ζωή κοντά στη φύση,
με ικανοποίηση μόνο των στοιχειωδών αναγκών, απόλυτη εγκράτεια και αδιαφορία
προς τους νόμους, τα δόγματα, τις ιδέες και οποιαδήποτε κοινωνική συμβατικότητα
και καθιερωμένη αξία (πλούτο, δόξα, ομορφιά, ευγένεια καταγωγής κ.λπ.).
Στρουκτουραλισμός: Αυτό που χαρακτηρίζεται συνήθως
στρουκτουραλισμός δεν είναι μια εδραιωμένη σχολή, όπως λόγου χάριν ο στωικισμός
ή ο επικουρισμός. Είναι ένα ρεύμα σκέψης, το οποίο ξεκίνησε από τις εργασίες
του Φερντινάν ντε Σοσύρ και συνεχίστηκε με τις έρευνες της σύγχρονης
γλωσσολογίας, που έδινε έμφαση στη δομική ανάλυση και στη μελέτη των
συστηματικών σχέσεων μεταξύ των γλωσσικών σημείων. Στη Γαλλία ανέπτυξαν αυτό το
κίνημα ο Κλοντ Λεβί-Στρος στην εθνολογία, ο Ζακ Λακάν στην ψυχανάλυση, ο Λουί
Αλτουσέρ στον μαρξισμό και ο Μισέλ Φουκό στην επιστημολογία. Ο
στρουκτουραλισμός στη φιλοσοφία παρουσιάζεται ως αντιανθρωπισμός, ο άνθρωπος
δεν είναι πια «το μέτρο όλων των
πραγμάτων», αλλά προϊόν δομών.
Συμπεριφορισμός (μπιχεβιορισμός): Η θεωρία σύμφωνα με την οποία όλα τα
πνευματικά, νοητικά ή ψυχικά φαινόμενα δε φανερώνουν την ύπαρξη κάποιας
ιδιαίτερης υπόστασης ή ουσίας, αλλά συνίστανται απλώς σε εκδηλώσεις τρόπων
συμπεριφοράς.
Συντηρητισμός: Η πολιτική θέση και η γενικότερη
στάση ζωής που υπαγορεύει εμμονή σε παλιές ιδέες, στη διατήρηση της
καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων και στην αποστροφή προς καθετί νέο ή
νεωτεριστικό.
Πλατωνισμός: Το φιλοσοφικό σύστημα του Πλάτωνος
και γενικότερα το σύνολο τν διατυπωμένων ιδεών του.
Ρασιοναλισμός: Ο ορθολογισμός, η συνολική φιλοσοφική
κατεύθυνση που αποδέχεται ως μοναδική ουσία της πραγματικότητας, ως γνώμονα και
αφετηρία της γνώσεως, τη λογική σκέψη.
α) Γνωσιολογική θεωρία σύμφωνα με την
οποία διαθέτουμε ουσιώδη a priori γνώση
του κόσμου. Η πραγματική γνώση του κόσμου μάς παρέχεται από τον λόγο ή τον νου
και όχι από τις αισθήσεις (Πλάτων, Ντεκάρτ, Σπινόζα, Λάιμπνιτς, Χέγκελ).
Αντίθετό του είναι ο εμπειρισμός. β) Χαρακτηριστικό της στάσης ζωής και κάθε
επιμέρους τοποθέτησης που δίνει έμφαση στη λογική και υποβαθμίζει το
συναίσθημα.
Ντετερμινισμός (αιτιοκρατία): (από το λατινικό
determinο = ορίζω, περιορίζω, προσδιορίζω). Μεταφυσική αρχή σύμφωνα με την
οποία τα φαινόμενα καθορίζονται από ακριβείς συνθήκες ύπαρξης, με αποτέλεσμα τα
ίδια αίτια να προκαλούν πάντοτε τα ίδια αποτελέσματα. Όλα τα συμβάντα
καθορίζονται αναγκαστικά από προγενέστερα συμβάντα. Οι φιλόσοφοι μιλούν συχνά
για διάφορες μορφές ντετερμινισμού: λογικό, θεολογικό, φυσικό, βιολογικό,
ιστορικό, οικονομικό κτλ. Κατά τον φυσικό ντετερμινισμό, η σταθερή σχέση
αιτίου-αποτελέσματος μπορεί να διατυπωθεί με επιστημονικούς νόμους, που
καθιστούν δυνατή την πρόβλεψη των φαινομένων. Ο ντετερμινισμός φαίνεται να
προκαλεί πρόβλημα για την ανθρώπινη ελευθερία.
Πραγματισμός: Η διδασκαλία κατά την οποία η αλήθεια
συνίσταται στην πρακτική ωφέλεια και στη λειτουργικότητά της μέσα στη ζωή.
Έτσι, η σκέψη, κάθε κοσμοθεωρία και φιλοσοφία, βρίσκει τα κριτήρια της αξίας
και της αλήθειας μόνο στις δυνατότητες της πρακτικής χρησιμότητάς τους: «ό,τι
είναι καρπώσιμο, αυτό μόνο είναι αληθινό». Γνώση και σκέψη είναι γι’ αυτό
όργανα για την πρακτική ζωή, έκφραση της ίδιας της πειραματιζόμενης φύσης.
Εκπρόσωποι της θεωρίας αυτής είναι ο Περς, ο Τζέιμς, ο Ντιούι κ.ά.
Δυϊσμός: Μεταφυσική θεωρία σύμφωνα με την
οποία η πραγματικότητα περιλαμβάνει δύο θεμελιώδεις υποστάσεις, ουσίες ή
οντότητες, το πνεύμα και την ύλη, και όσον αφορά τον άνθρωπο, την ψυχή (ή τον
νου) και το σώμα.
Υλισμός: Το ένα από τα δύο κύρια ρεύματα της
φιλοσοφικής σκέψης, κατά το οποίο πρωταρχικός παράγοντας και κύριο στοιχείο του
σύμπαντος είναι η ύλη, ούτως ώστε όλα τα φαινόμενα, ακόμα και αυτά που αφορούν
το πνεύμα, να ερμηνεύονται ως επιδράσεις ή συνέπειες φυσικών, υλικών αιτίων.
Σολιψισμός (από το λατινικό solus = μόνος
και ipse = αυτός): Κατά τον σολιψισμό, που αποτελεί μια ακραία μορφή
υποκειμενικού ιδεαλισμού, το μόνο πράγμα που υπάρχει αναμφισβήτητα για το
σκεπτόμενο υποκείμενο είναι η συνείδησή του με τα περιεχόμενά της.
Ιδεαλισμός: Η θεωρία κατά την οποία ο πραγματικός
κόσμος υπερβαίνει τον αισθητό και τα αντικείμενα που αντιλαμβανόμαστε είναι
μόνο ατελή αντίγραφα του κόσμου των ιδεών.
α) Με την έννοια αυτή δηλώνεται στη
μεταφυσική η άρνηση της ανεξάρτητης από το πνεύμα ύπαρξης του εξωτερικού
κόσμου. Είναι η διδασκαλία κατά την οποία η αληθινή πραγματικότητα συνίσταται
από υπερβατικές ιδέες (Πλάτων), ή σύμφωνα με την οποία το επιμέρους εγώ ή το
υπερβατολογικό εγώ (υπερβατολογικός ιδεαλισμός) στηρίζει οντολογικά ή και
δημιουργεί τα αντικείμενα της σκέψης μας (Μπέρκλεϋ, Φίχτε). Ο γερμανικός
ιδεαλισμός δημιουργήθηκε μέσα από την κριτική φιλοσοφία του Καντ με τα
μεταφυσικά συστήματα των Φίχτε, Σέλινγκ και Χέγκελ. Για τη φιλοσοφία του
Πλάτωνα και του Χέγκελ χρησιμοποιείται συχνά ο όρος αντικειμενικός ιδεαλισμός
(για τη σκέψη του Χέγκελ και ο όρος απόλυτος ιδεαλισμός), ενώ για τη φιλοσοφία
του Μπέρκλεϋ και του Φίχτε χρησιμοποιείται ο όρος υποκειμενικός ιδεαλισμός. Ο Καντ έχει προτείνει τον όρο
υπερβατολογικός ιδεαλισμός για τη δική του ιδιότυπη σύνθεση ρεαλισμού και
ιδεαλισμού. Ο υπερβατολογικός του
ιδεαλισμός έχει ερμηνευτεί και ως άρνηση της νομιμότητας της παραδοσιακής
θεώρησης του κόσμου υπό το πρίσμα της αιωνιότητας, ως ενός συνόλου πραγμάτων καθεαυτά. β) Με τον όρο
ιδεαλισμός δηλώνεται και η οντολογική προτεραιότητα της συνείδησης (του νου)
έναντι του Είναι (συνόλου υλικών πραγμάτων και σχέσεων). Ο υποκειμενικός
ιδεαλισμός αντιδιαστέλλεται συνήθως προς τον ρεαλισμό, ενώ ο αντικειμενικός ιδεαλισμός και ο ιδεαλισμός με τη σημασία β
προς τον υλισμό.
Ιδανισμός: Η σχολή που δέχεται ως πρωταρχική
ουσία των όντων την ιδέα, το πνεύμα, τον νου.
Εμπειρισμός: Η θεωρία που πρεσβεύει ότι κάθε γνώση
προκύπτει κατά κύριο λόγο ή αποκλειστικά από την εμπειρία μέσω των αισθήσεων
και στηρίζεται σε αυτή.
Συνεκτικισμός: Η θεωρία αιτιολόγησης των
πεποιθήσεων σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ βασικών και μη
βασικών πεποιθήσεων, αλλά οι πεποιθήσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ένα
σύνολο, που δε διαθέτει οποιαδήποτε θεμέλια και τα μέλη του οποίου
αλληλοϋποστηρίζονται (το αντίθετό του είναι ο θεμελιωτισμός). Ανάλογη είναι και η θεωρία της αλήθειας ως
συνοχής προτάσεων.
Σχετικισμός: Είναι η φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα
με την οποία η αλήθεια, το νόημα των εννοιών ή/και οι αξίες είναι σχετικές προς
ένα άτομο, μια κοινωνία, έναν πολιτισμό ή μια ιστορική περίοδο. Οι φιλόσοφοι
κάνουν συχνά διάκριση ανάμεσα σε γνωσιολογικό, εννοιολογικό και ηθικό
σχετικισμό.
Υπαρξισμός: Φιλοσοφικό ρεύμα του 20ου
αιώνα κατά το οποίο η ύπαρξη προηγείται της ουσίας, οπότε την ύπαρξη και δράση
του ανθρώπου δεν τις καθορίζει η φύση του, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος με τις
επιλογές του.
Νεορεαλισμός: Πνευματική κίνηση των αρχών του 20ου
αιώνα, που στράφηκε κατά της ιδεοκρατικής μεταφυσικής, υποστηρίζοντας ότι ο
αντικειμενικός κόσμος υπάρχει μέσω των αισθήσεων και του περιβάλλοντος του
ανθρώπου.
Θεμελιωτισμός (θεμελιοκρατία): Θεωρία
σχετική με την αιτιολόγηση των πεποιθήσεών μας. Σύμφωνα με αυτήν, η αιτιολόγηση
(και κατ’ επέκταση η γνώση) πρέπει να στηρίζεται σε σταθερά θεμέλια.
Ειδικότερα, ο θεμελιωτισμός δέχεται πως οι πεποιθήσεις μας διακρίνονται σε
βασικές και σε μη βασικές και, ενώ οι δεύτερες συνάγονται από τις πρώτες, δε
συμβαίνει ποτέ το αντίστροφο.
Θετικισμός: Ως γνωσιολογικός όρος ο
θετικισμός δηλώνει τη σχολή εκείνη που δέχεται ότι η πραγματική γνώση παρέχεται
μόνο από τις επιστήμες και ειδικότερα τις φυσικές. Είναι η τάση να περιοριστεί
η φιλοσοφία στην πραγματική εμπειρία, στα θετικά δεδομένα, και να απομακρυνθεί
από γενικές μεταφυσικές έννοιες και προβλήματα για τις αρχές όλων των
πραγμάτων. Ο θετικισμός παρουσιάστηκε ως ιδιαίτερο φιλοσοφικό ρεύμα μέσα από το
έργο του Ογκύστ Κοντ.
Μηδενισμός: Η φιλοσοφική τάση που αρνείται όλες
τις παραδεδομένες αξίες (οπότε πλησιάζει τον αναρχισμό) ή τη γνωστική ικανότητα
(οπότε καταντά αρνητικός δογματισμός, όπως ο σκεπτικισμός και ο αγνωστικισμός).
Μονισμός: Η φιλοσοφική θεωρία που δέχεται
ότι υπάρχει μία και μόνη ουσία στο σύμπαν. Χαρακτηριστικά παραδείγματα
αποτελούν η θεωρία του Σπινόζα για την ουσία, που την ταυτίζει με τον Θεό ή τη
φύση, και η θεωρία του Χέγκελ για την απόλυτη ιδέα. Γενικά, μονιστική είναι
κάθε θεωρία που υποστηρίζει την ύπαρξη μίας και μοναδικής αρχής ή υπόστασης, είτε
αυτή είναι υλική (υλισμός) είτε πνευματική (ιδεαλισμός).
Νεοθετικισμός (λογικός θετικισμός - λογικός
εμπειρισμός): Ανανεωμένος θετικισμός μέσω της χρήσης της μαθηματικής λογικής
και της φιλοσοφίας της γλώσσας (Σλικ- Κάρναπ).
Νομιναλισμός (ονοματοκρατία): Η λέξη
προέρχεται από το λατινικό nomen, που σημαίνει όνομα. Στη σχολαστική φιλοσοφία
του Μεσαίωνα ήταν η άποψη που υποστήριζε ότι οι γενικές έννοιες δεν υπάρχουν
ανεξάρτητα από τη νόησή μας, αλλά είναι απλώς ονόματα που δεν αντιπροσωπεύουν
τίποτα αληθινά υπαρκτό. Έτσι, οι νομιναλιστές απέρριπταν την πλατωνική θεωρία
των ιδεών. Ο Γουίλιαμ Όκαμ είναι από τους γνωστότερους νομιναλιστές της εποχής
αυτής.
Λειτουργισμός: Θεωρία για τη φύση των νοητικών
και γενικότερα των ψυχικών φαινομένων, εμπνευσμένη από το πρότυπο του
ηλεκτρονικού υπολογιστή. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, εκείνο που ονομάζουμε
ψυχή, πνεύμα ή νου δεν είναι τίποτα περισσότερο από το σύνολο των λειτουργιών
επεξεργασίας «εισερχόμενων δεδομένων» (εισροές: input), δηλαδή αισθητηριακών ερεθισμάτων, και «παραγωγής
αντιδράσεων» (εκροές: output)
του οργανισμού, δηλαδή των συμπεριφορικών του εκδηλώσεων και πράξεων.
Ωφελιμισμός: Ηθική θεωρία η οποία αποβλέπει
στην ηθική αποτίμηση και καθοδήγηση των πράξεων και των κανόνων που τις
διέπουν. Αναπτύχθηκε από τα τέλη του 18ου μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Κύριοι
εισηγητές της ήταν ο Τζέρεμυ Μπένθαμ και ο Τζον Στιούαρτ Μιλ. Η πρώτη συνοπτική
διατύπωση των θέσεων του ωφελιμισμού έγινε από τον Μίλ: «Η θεωρία που δέχεται
ως θεμέλιο της ηθικής την αρχή της ωφελιμότητας ή της μέγιστης ευτυχίας
υποστηρίζει ότι οι πράξεις είναι σωστές στον βαθμό που οδηγούν στην προαγωγή
της ευτυχίας και στην ευχαρίστηση και στην απουσία του πόνου, με τη δυστυχία
επέρχεται ο πόνος και η στέρηση της ευτυχίας». Έτσι, οι πράξεις κρίνονται από
τα αποτελέσματά τους και από το μέγεθος της ευτυχίας που προκύπτει από
αυτά, ενώ στόχος είναι η
μέγιστη δυνατή ευτυχία για τον μέγιστο κατά το δυνατόν αριθμό ανθρώπων. Οι
κυριότερες κριτικές που δέχτηκε ο ωφελιμισμός αφορούσαν τις πρακτικές δυσκολίες
της εφαρμογής του (διαπροσωπική μέτρηση της ωφελιμότητας νοούμενης ως
μεγιστοποίησης των ηδονών), τις αδικίες που μπορεί να συνεπαγόταν η ευτυχία της
πλειονότητας για τα υπόλοιπα μέλη μιας κοινωνίας (λ.χ. υποτίμηση της σημασίας
των ατομικών δικαιωμάτων) και τα περιορισμένα κριτήρια ηθικότητάς του (τα
αποτελέσματα της πράξης και της υιοθέτησης κανόνων για την πράξη, ενώ
παραμερίζονται ως κριτήρια τα κίνητρα και οι σκοποί της).
γ)
Ποιες θρησκευτικές διδασκαλίες ξέρετε με την κατάληξη -ισμός;
χριστιανισμός
βουδισμός
ινδουισμός
καθολικισμός
μουσουλμανισμός
προτεσταντισμός
27.
Από το κάθε ρήμα που σας δίνεται να γράψετε ένα παράγωγο ουσιαστικό και ένα
επίθετο.
1. επιβάλλω > επιβολή / επιβλητικός
2. σκέφτομαι > σκέψη / σκεφτικός
3. στρώνω > στρώμα / στρωτός
4. προσφέρω > προσφορά / πρόσφορος
5. σημαίνω > σημασία / σημαντικός
6. προάγω > προαγωγή / προαγωγικός
7. διατηρώ > διατήρηση / διατηρητέος
8. πιέζω > πίεση / πιεστικός
9. ανατρέπω > ανατροπή /
ανατρεπτικός
10. προσποιούμαι > προσποίηση / προσποιητός
28.
Δίπλα στις λέξεις της στήλης Α΄ να γράψεις σύνθετες συνώνυμες λέξεις που να
είναι ομόρριζες με την αντίστοιχη λέξη της στήλης Β.
A΄ Β΄
π.χ. συκοφαντία: διαβολή βάλλω
1. καινοτόμος: ρηξικέλευθος ρωγμή
2. αμείωτος: αδιάπτωτος πέφτω
3. λειψός: ελλιπής λείπω
4. ανυποχώρητος: ανένδοτος δίδω
5. απομάκρυνση: αποπομπή πέμπω
6. μοναδικός: ανεπανάληπτος επαναλαμβάνω
7. άψογος: άμεμπτος μέμφομαι
8. αβάσταχτος: ανυπόφορος υποφέρω
9. ξετσίπωτος: αδιάντροπος τρέπω
10. αβέβαιος: επισφαλής σφάλλω
29.
Να γράψετε επίθετα ομόρριζα με τα παρακάτω ουσιαστικά:
1. έμφαση:
εμφατικός, εμφανής, αφανής, διάφανος, προφανής
2. βίος:
βιοτικός, βιοποριστικός, βιογραφικός
3. κατάλυση:
καταλυτικός, ακατάλυτος
4. κριτής:
κριτικός, ειλικρινής, ευκρινής
5. απάτη:
απατηλός,
6. άστρο:
αστρικός, αστρονομικός, αστρολογικός
30.
Σας δίνονται τα ρήματα. Nα γράψετε ουσιαστικά και επίθετα απλά ή σύνθετα που
παράγονται από αυτά.
ρήματα ουσιαστικά επίθετα
1. αναλώνω: κατανάλωση, παρανάλωμα /
αναλώσιμος, καταναλωτικός
2. τρέφω: διατροφή, εκτροφή, ανατροφή /
τρόφιμος, διατροφικός, οικότροφος
3. καλλιεργώ: καλλιέργεια, καλλιεργητής
/ καλλιεργήσιμος, καλλιεργητικός
4. φαίνομαι: έμφαση, επίφαση, διαφάνεια
/ διαφανής, εμφανής, επιφανής, φανερός
5. εκλέγω: εκλογή, επιλογή, απολογία/
εκλογικός, έλλογος, παράλογος, άλογος
6. δένω: δεσμός, δέσιμο, επίδεσμος /
άδετος, δέσμιος, βιβλιοδετικός
7. αποβάλλω: αποβολή, βλήμα, αναβολή /
επιβλητικός, αναβλητικός, αδιάβλητος
8. ανατρέπω: ανατροπή, εκτροπή,
επιτροπή / ανατρεπτικός, προτρεπτικός
9. κινώ: κίνηση, κίνημα, κινητικότητα /
ακίνητος, ευκίνητος, δυσκίνητος
10. θέτω: θέση, επίθεση, θέμα, θεμέλιο
/ αδιάθετος, θετικός, θεμελιώδης
11. εμμένω: εμμονή, επιμονή, αναμονή /
έμμονος, επίμονος, ανυπόμονος, μόνιμος
12. καταλαμβάνω: κατάληψη, λήψη, λαβή /
ακατάληπτος, εύληπτος, αντιληπτός
13. δίνω: δόση, επίδοση, αντίδοτο, δώρο
/ ανεπίδοτος, ανέκδοτος, ενδοτικός
31. Μια ομάδα μαθητών του σχολείου σου
στην οποία συμμετέχεις έχει επισκεφτεί με ένα πρόγραμμα κινητικότητας μια χώρα
της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε μια συζήτηση ένας ξένος μαθητής, που μαθαίνει στη
χώρα του αρχαία ελληνικά, εκφράζει την άποψη ότι η νεοελληνική γλώσσα έχει
δεχτεί πολλές επιδράσεις από γειτονικούς λαούς (π.χ. από τους Τούρκους, τους
Σλάβους κ.ά.), με αποτέλεσμα να έχει σήμερα πολύ μικρή σχέση με την αρχαία
ελληνική.
Εσύ,
χωρίς να αρνείσαι τις επιδράσεις, που είναι άλλωστε εντελώς φυσικές για όλες
τις ανοιχτές κοινωνίες, θέλεις να αποδείξεις ότι η νεοελληνική γλώσσα είναι
εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής και ο πλούτος της προέρχεται κυρίως από αυτή. Χρησιμοποίησε,
λοιπόν, τις γνώσεις σου από τα αρχαία ελληνικά που έμαθες στο σχολείο, για να
αποδείξεις στον ξένο φίλο σου ότι κάνει λάθος.
Σου
δίνεται ενδεικτικά ένα μικρό κείμενο από εφημερίδα. Πάρε μία μία τις λέξεις και
δείξε του ποιες από αυτές κατάγονται από την αρχαία ελληνική. Μπορείς, φυσικά,
να χρησιμοποιήσεις και όποιο άλλο κείμενο θέλεις.
Οδός Γούναρη
Τετάρτη 17 Νοεμβρίου, ώρα 10.30 το πρωί
Το απόλυτο παράλογο στήνεται κάθε πρωί
σε μορφή κάδου απορριμμάτων στην οδό Γούναρη, ακριβώς μπροστά σε διάβαση πεζών
και σε φανάρι που υπάρχει εκεί, προκειμένου να εξοικονομηθεί χώρος στάθμευσης
για ένα συνεργείο αυτοκινήτων της γειτονιάς! Τι να πει κανείς για το θράσος
αυτών που στήνουν κάθε ημέρα τον κάδο στο κεντρικότερο σημείο του Πειραιά
αδιαφορώντας για την κυκλοφορία και τι να προσθέσει για την ανοχή των αρχών,
που απλώς κοιτάζουν αυτό τον παραλογισμό χωρίς να κάνουν τίποτε…
Τετάρτη < αρχ. τέσσερες
ώρα < αρχ. ὥρα «εποχή, έτος»
πρωί < αρχ. πρωΐ
απόλυτο < αρχ. ἀπολύω
παράλογο < αρχ. λόγος
στήνεται < αρχ. ἵστημι (αόριστος ἔστησα)
κάθε < καθεῖς
σε < αρχ. εἰς, με αποβολή του αρχικού άτονου εἰ- και ανάπτυξη συνοδίτη φθόγγου –ε, από
εκφορές όπως: εἰς
ἐμέ > σ’ εμένα > σε μένα
μορφή < αρχ. μορφή < πιθανώς από
τύπο μέρφος
απορριμμάτων < αρχ. ἀπορρίπτω
οδός < αρχ. ὁδός
ακριβώς < αβέβαιης ετυμολογίας, ίσως
ἀκρ-ειβής < ἄκρος + εἴβω «στάζω», οπότε η αρχική του σημασία
θα ήταν «αυτός που στάζει μέχρι τα άκρα, ο γεμάτος ως το χείλος» και, κατ’
επέκταση «ακριβής»
μπροστά < ἔμπροσθεν < ἐν + πρόσθεν
διάβαση < αρχ. διάβασις <
διαβαίνω
πεζών < αρχ. πεδ-jos < πόδι < πους, ποδός
φανάρι < μεσαιωνικό φανάριον,
υποκοριστικό του αρχ. φανός < φαεινός
υπάρχει < αρχ. ὑπάρχω < ὑπο + ἄρχω
προκειμένου < προκείμενος, μετοχή
του αρχαίου ρήματος πρόκειμαι (που χρησιμοποιείται ως παρακείμενος του ρήματος
προτίθημι) < προ + κεῖμαι
εξοικονομηθεί < αρχ. ἐξ + οἰκονομέω -ῶ
χώρος < αρχ. χῶρος
στάθμευσης < αρχ. σταθμός < θέμα
στα- του ρήματος ἵστημι
/ ἵσταμαι
ένα < αρχ. εἷς
συνεργείο < συνεργός < συν + ἔργον
αυτοκινήτων < αρχ. επίθετο αὐτοκίνητος < αὐτο + κινητός < κινοῦμαι
γειτονιάς < αρχ. γειτονιά <
γείτων, γείτονος
πει < αρχ. λέγω, αόριστος β΄ εἶπον
θράσος < αρχ. θράσος / θάρσος <
θέρσος
στήνουν < αρχ. ἵστημι
ημέρα < αρχ. ἡμέρα, παρεκταμένος τύπος του
ουσιαστικού ἦμαρ
κεντρικότερο < αρχ. κέντρον
σημείο < αρχ. σημεῖον < σῆμα
Πειραιά < αρχ. Πειραιεύς <
επίρρημα πέραν
αδιαφορώντας < ἀ στερητικό + δια-φέρω
κυκλοφορία < αρχ. κυκλοφοροῦμαι < κύκλος + -φοροῦμαι < φόρος < φέρω
προσθέσει < αρχ. προστίθημι <
προσ- + τίθημι
ανοχή < αρχ. ἀνέχω /-ομαι < ἔχω
αρχών < αρχ. ἄρχω
απλώς < αρχ. ἀπλοῦς
κοιτάζουν < αρχ. κοιτάζω < κοίτη
κάνουν < αρχ. κάμνω, με απλοποίηση
του συμπλέγματος μν-
τίποτε < αρχ. τί ποτέ; «τι άραγε;»
32.
Nα υπογραμμίσετε τις λέξεις που ανήκουν στην ίδια γλωσσική οικογένεια με τις
λέξεις της στήλης Α.
Α
λαμβάνω
κατάληψη, λάμψη, λαβή, ακατάληπτος,
κατάλοιπο
λείπω
υπόλοιπος,
αδιάλειπτος, πρόσληψη, ελλιπής
όραση
όραμα,
κάτοψη, αόρατος, κάτοπτρο, ορατόριο
διαβαίνω βάση,
βάθρο, βατήρας, βήμα, άβουλος
βάλλω
συμβολή,
αδιάβλητος, επιβουλή, βλήμα
παράγω
άγημα,
άξονας, άξιος, αγωγή, άγιος
κλίνω
κλήση,
κλίμα, κλίση, κλειστός, επικλινής
33.
Να γράψετε μία επιστολή (περίπου 300 λέξεις) στο διευθυντή μιας εφημερίδας για
τα προβλήματα που δημιουργεί η συμπεριφορά ορισμένων οδηγών, κυρίως στις πόλεις, (αδιαφορία για τους πεζούς, παράνομη
στάθμευση, ηχορύπανση κτλ.). Στην
επιστολή σας να χρησιμοποιήσετε, όσο είναι δυνατό, και λέξεις που ανήκουν στην
ίδια γλωσσική οικογένεια με τα ρήματα: βάλλω, βαίνω, στέκομαι, φέρω.
Προς
κ. Μ., Διευθυντή Εφημερίδας...
Αθήνα,
23/9/2014
Αξιότιμε, κ. Μ,
Ο λόγος για τον οποίο αποφάσισα να προβώ
στη σύνταξη αυτής της επιστολής είναι η ολοένα δυσχερέστερη κατάσταση που
δημιουργείται στην πόλη μας λόγω της ανεξέλεγκτης συμπεριφοράς πολλών
οδηγών.
Σε κάθε πιθανό σημείο της πόλης, ακόμη
και στα πεζοδρόμια, βρίσκει κανείς παράνομα σταθμευμένα αυτοκίνητα, τα
οποία καθιστούν αδύνατη οποιαδήποτε μετακίνηση για τους πεζούς. Μοιάζουν, όλα
αυτά τα οχήματα, να αποτελούν πλέον το κύριο στοιχείο του αστικού μας περιβάλλοντος.
Ενώ, ακόμη πιο ανυπόφορη είναι η
κατάσταση, όταν τα οχήματα αυτά κινούνται στους δρόμους και τις λεωφόρους,
αφού οι οδηγοί θεωρούν οφειλόμενο χρέος τους να τρέχουν υπερβολικά γρήγορα και
να προσβάλουν με άσχημο τρόπο, όποιον επιχειρήσει να τους κάνει παρατήρηση.
Οι αγενέστατες αυτές «βολίδες», παραβαίνουν
κάθε διάταξη του κώδικα οδικής κυκλοφορίας· αδιαφορούν για τους διαβάτες,
και δεν σταματούν ούτε μπροστά στους ερυθρούς σηματοδότες. Παίρνουν φόρα
και εκτινάσσονται σαν βέλη, που τους είναι αδύνατο να σταθούν
ακίνητα, έστω κι αν κάποιος αφηρημένος διαβάτης, προβάλλει αίφνης
στο διάβα τους.
Ενώ, θα πρέπει φυσικά να αναφερθεί και
το σοβαρό πρόβλημα της ηχορύπανσης, που, χάρη στους ανυπόμονους οδηγούς, έχει
επιβληθεί ως μόνιμο συμπλήρωμα των λοιπών ήχων του περιβάλλοντα χώρου. Τα
συνεχή κορναρίσματα, οι ύβρεις οδηγών και επιβατών, κι οι θόρυβοι από
τις μηχανές συνθέτουν ένα ανυπέρβλητο ηχητικό κομφούζιο, που μας φέρνει
μέρα με τη μέρα στα όριά μας.
Το κυκλοφοριακό πρόβλημα είναι, βέβαια,
το αποκορύφωμα της αναντικατάστατης γοητείας της πόλης μας. Σταθερά,
εδώ και χρόνια, η μετακινούμενη συμφορά των αυτοκινήτων εισβάλλει
στις κεντρικές λεωφόρους, προκαλώντας κατά τις ώρες αιχμής ένα
αδιαπέραστο πλέγμα, σχεδόν σταματημένων, αυτοκινήτων.
Ελπίζω, η επιστολή μου αυτή να σταθεί
αφορμή προβληματισμού, που ίσως επιφέρει κάποια λύση ή έστω επαναφέρει
στην επικαιρότητα το ζήτημα της ασύνειδης συμπεριφοράς πολλών οδηγών.
Με εκτίμηση
34.
Να συμπληρώσετε τα κενά με λέξεις, απλές ή σύνθετες, που να ανήκουν στη
γλωσσική οικογένεια του ρήματος λέγω.
1. Λεξιθηρία
είναι η επίμονη αναζήτηση και χρήση σπάνιων και εξεζητημένων λέξεων.
2. Είναι μεγάλο πλεονέκτημα να μπορεί κανείς
να ακριβολογεί και να εκφράζει την
άποψή του χωρίς αοριστολογίες και περιστροφές.
3. Στην επόμενη γενική συνέλευση θα
γίνει η λογοδοσία του απερχόμενου
διοικητικού συμβουλίου.
4. Οι περισσότεροι πολιτικοί κατά τη
διάρκεια της προεκλογικής περιόδου λογοκοπούν·
υπόσχονται πολλά που δεν είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν.
5. Συνήθως τα δικτατορικά καθεστώτα
επιβάλλουν αυστηρή λογοκρισία στον
τύπο αλλά και σε θεάματα και ακροάματα.
6. Μου έδωσε τη ρητή διαβεβαίωση ότι δε θα αναμειχθεί άλλη φορά στις υποθέσεις μας
χωρίς την έγκρισή μας.
7. O λογότυπος της εταιρείας είναι μια κουκουβάγια.
8. Είναι υπόλογος απέναντι στο Διοικητικό Συμβούλιο για την ανάρμοστη
συμπεριφορά του.
35.
Να συμπληρώσετε τα κενά των παρακάτω φράσεων με τα κατάλληλα ομόρριζα της
αρχαίας ελληνικής λέξης αιρούμαι:
1. Είμαι σίγουρος πως το έκανε αυτό με
αγαθή προαίρεση.
2. Κατηγόρησαν τον ταμία της
επιχείρησης για υπεξαίρεση
ιδιαιτέρως μεγάλου ποσού αυτό το ταμείο.
3. O κατηγορούμενος συγκέντρωσε όλα τα
απαραίτητα στοιχεία και έκανε αίτηση στον Άρειο Πάγο για αναίρεση της καταδικαστικής απόφασης.
4. Αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμά μου να μιλώ ελεύθερα.
5. Στα υπηρεσιακά συμβούλια συμμετέχουν
δύο αιρετοί εκπρόσωποι των
εργαζομένων.
6. H κατάσταση ήταν εξαιρετικά περίπλοκη.
7. Τον διέγραψαν από το κόμμα, γιατί
εξέφρασε αιρετικές απόψεις.
36.
Nα συμπληρώσετε τα κενά στις παρακάτω φράσεις με λέξεις που ανήκουν στην
οικογένεια της λέξης πυρ.
1. Όλα τα δημόσια κτίρια θα έπρεπε να
είναι εφοδιασμένα με ηλεκτρονικά συστήματα πυρανίχνευσης
και πυρασφάλειας, για να
προστατεύονται από τον κίνδυνο πυρκαγιάς.
2. Γράφει πύρινα άρθρα στην εφημερίδα του κατά της γραφειοκρατίας, του
νεποτισμού και της αναξιοκρατίας.
3. Τα υλικά από τα οποία
κατασκευάστηκαν οι μηχανές είναι πυρίμαχα,
για να αντέχουν σε πολύ υψηλές θερμοκρασίες.
4. Πυροβασία
λέγεται η τελετή κατά την οποία κάποιος περπατά με γυμνά πόδια επάνω σε
αναμμένα κάρβουνα.
5. H πυρογραφία είναι η μέθοδος διακόσμησης στερεών επιφανειών, κυρίως
ξύλινων, με πυρακτωμένη μεταλλική ακίδα.
6. H φωτιά στη διπλανή πολυκατοικία
προκλήθηκε από την πυρομανία ενός
μικρού μαθητή, που συνήθιζε να παίζει με τα σπίρτα.
7. Επειδή ανάμεσα στα μέλη της
επιτροπής ξέσπασε έντονη διαμάχη, ο πρόεδρος αναγκάστηκε να αναλάβει πυροσβεστικό ρόλο.
8. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής
περιόδου συνήθως όλα τα κόμματα χρησιμοποιούν φραστικά πυροτεχνήματα, για να εντυπωσιάσουν και να κερδίσουν την εύνοια του
λαού.
9. Ένας πυροτεχνουργός των Σωμάτων Ασφαλείας εξουδετέρωσε ευτυχώς τον
εκρηκτικό μηχανισμό, πριν εκραγεί σε κεντρικό σημείο της πόλης.
10. Έχει ωραία πυρρόξανθα μαλλιά.
11. Οι αγωνιστές του 1821
χρησιμοποιούσαν τα πυρπολικά, για να
καίνε τα τουρκικά πλοία.
12. Το λιμάνι φωτιζόταν από τους πυρσούς, που είχαν τοποθετήσει οι
δημοτικές αρχές σε όλες τις επάλξεις των τειχών, για να δώσουν εορταστικό ύφος
στην πόλη τη βραδιά της Ανάστασης.
13. O ήλιος πυρώνει την άσφαλτο το καλοκαίρι.
37.
Nα βρείτε λέξεις που να ανήκουν στην ίδια γλωσσική οικογένεια με τις παρακάτω:
1. ρωγμή:
(< ῥήγνυμι) ρήγμα, ράγισμα, ρηγματώδης,
ρηγνύω, διαρρηγνύω, ρήξη, ρηξικέλευθος, ρηξιγενής, διαρρήκτης
2. δώρο:
(< δίδωμι) δόση, προδότης, αιμοδότης, καταδότης, εκδότης, φωτοδότης,
εκδοτικός, αντίδωρο, έκδοτος, δωρίζω, δωρεά, δωρεάν, δωρητής, δόσιμο
3. αγωγός:
(< ἄγω) αγώνας, αγωνία, αγωνίζομαι, αγωγή,
άξονας, λοχαγός, παιδαγωγός, παραγωγός, άγημα, αγέλη, αγώγιμος, άξιος,
στρατηγός, χορηγός, ουραγός, ξεναγός, πλοηγός, παρθεναγωγείο, παρείσακτος
4. βάθρο:
(< βαίνω) βήμα, ανάβαθρο, βατήρας, βάση, απόβαση, βατός
5. θέση:
(< τίθημι) θεσμός, θετός, σύνθετος, εγκάθετος, θέμα, θεματικός, ευδιάθετος,
θετικός
6. απρόσβλητος:
(< προσβάλλω) προσβλητικός, προσβολή, απόβλητος, ανυπέρβλητος, βέλος, βόλος,
διάβολος, περίβολος, βλήμα, αδιάβλητος
7. όλεθρος:
(< ὄλλυμι) ολέθριος, πανωλεθρία, εξώλης,
προώλης, απώλεια, εξολοθρευτής
8. ειδήμονας:
(< απαρέμφατο εἰδέναι
του ρήματος οἶδα)
ιστορία, είδηση, είδος, ειδίκευση, ειδικότητα, ιδέα
9. τέμνω:
(< αρχ. τέμνω) τέμενος, τεμάχιο, τομή, τόμος, υλοτόμος, τμήμα, άτμητος,
άτομο
10. αίρεση: (< αἱροῦμαι)
αιρετικός, διαιρέτης, αναφαίρετος, εξαίρετος, αιρετός, αυθαιρεσία, καθαίρεση
38.
Aπό τις υπογραμμισμένες λέξεις του παρακάτω κειμένου να βρεις ομόρριζα επίθετα,
σύνθετα με το στερητικό α- (αν-).
π.χ. διαμόρφωση > α- διαμόρφωτος
[…] Aς μου επιτραπεί τώρα να επιμείνω στο ρόλο που παίζει η αρχιτεκτονική όχι στη διαμόρφωση
ενός χώρου μόνο, αλλά στην όλη αισθητική αγωγή
του κοινού. O αρχιτέκτονας που, όταν χτίζει ένα σπίτι, έχει στο νου του πώς να
κάμει τον ιδιοκτήτη να κερδίσει περισσότερα και πώς κι ο ίδιος περισσότερα να
κερδίσει, είναι κακός αρχιτέκτονας, επαγγελματίας
και τίποτε άλλο. Γιατί λησμονεί πως
το σπίτι δεν αποτελείται μόνο από ωφέλιμους
χώρους, δεν είναι ένα σύνολο διαρρυθμισμένο
εσωτερικά κατά τρόπον ώστε να ευχεραίνει τη ζωή των ενοίκων του, αλλά έχει και
μια πρόσοψη, μια εξωτερική προβολή, που απευθύνεται πολύ λιγότερο προς τους
ενοίκους του και πολύ περισσότερο προς όλους. Έτσι ο αρχιτέκτονας γίνεται και παιδαγωγός, γίνεται και
δάσκαλος της κοινής καλαισθησίας. Δημιουργεί μια καινούρια όραση. Κατασκευάζει το πρόσωπο της πολιτείας.
I.M. Παναγιωτόπουλος
επιτραπεί: ανεπίτρεπτος
παίζει: άπαικτος
διαμόρφωση: αδιαμόρφωτος
αγωγή: ανάγωγος
επαγγελματίας: ανεπάγγελτος
λησμονεί: αλησμόνητος
ωφέλιμους: ανώφελος
διαρρυθμισμένο: αδιαρρύθμιστος
γίνεται: αγίνωτος
καλαισθησίας: ακαλαίσθητος
δημιουργεί: αδημιούργητος
όραση: αόρατος
πρόσωπο: απρόσωπος
39.
Να βρεις την ετυμολογία των υπογραμμισμένων λέξεων:
Μίζερες και οι σχέσεις με τους άλλους λαούς. Με την καχυποψία του φουκαρά, βλέπαμε κάθε κίνησή τους σαν συνωμοσία
εναντίον μας. H πίστη στην
παντοδυναμία του «ξένου δάκτυλου» (το εθνικό πλέγμα παράνοιας) μας αφαιρούσε κάθε ευθύνη για τις πράξεις μας – κι έτσι διευκόλυνε τελικά
τις όποιες ξένες επεμβάσεις. Έλλειψη εθνικής αυτοπεποίθησης. Υφέσεις
κατωτερότητας και εξάρσεις πατριδοκαπηλίας. Υστερίες δυσπιστίας και εκρήξεις
δουλικότητας και μιμητισμού.
N. Δήμου
σχέσεις: σχέσις < ἔχω
καχυποψία: κακός + ὕποπτος < ὑπο + ὀπτός (ορατός)
κίνηση: < κινῶ
συνωμοσία: συν + -ωμότης (με έκταση του αρχικού
φωνήεντος εν συνθέσει) < ὄμνυμι (ορκίζομαι)
πίστη: πίστις < πίθτις (με
συριστικοποίηση του -θ- προ του -τ-) < θέμα πιθ- μηδενισμένος βαθμός του ρήματος
πείθω / ομαι.
πλέγμα: < πλέκω
πράξεις: < πρᾶξις < πράττω
επεμβάσεις: < ἐπέμβασις, αρχική σημασία επίθεση,
έφοδος < ἐπεμβαίνω
< ἐπι + ἐν + βαίνω.
έλλειψη: ἔλλειψις < ἐλλείπω < ἐν + λείπω
αυτοπεποίθησης: < αὐτός + πεποίθησις < πέποιθα, παρακείμενος
του ρήματος πείθω, ο οποίος εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα του θέματος.
υφέσεις: < ὕφεσις, αρχική σημασία «χαλάρωση των
χορδών μουσικού οργάνου» < ὑφίημι «κατεβάζω, χαλαρώνω» < ὑφ- (<ὑπο-) + ἵημι.
δυσπιστίας: < δυσ- + πιστός < πείθω
εκρήξεις: < ἔκρηξις «απότομο ρήγμα» < ἐκρύγνημι < ἐκ + ῥήγνυμι.
μιμητισμού: < μιμητής < μιμοῦμαι < μῖμος
40.
Να δημιουργήσεις οικογένειες λέξεων από τις υπογραμμισμένες λέξεις του
κειμένου.
Γλώσσα δεν είναι, καθώς φαντάζονται
κάποιοι, αράδιασμα από λέξεις, τύπους και κανόνες, όπως αναγράφονται σε λεξικά και γραμματικές… παρά η έκφραση του εσωτερικού μας κόσμου, κύμα ζωής, άνοιγμα και επαφή ψυχών, ανταλλαγή αισθημάτων και σκέψεων
μέσα σε συνομιλία, ερώτηση και απόκριση, άρνηση και κατάφαση, προσταγή,
απαγόρευση και παράκληση,
μικροεπεισόδια, πεζότητες και
ταπεινότητες της καθημερινής ζωής και έξαρση
και κατάνυξη, τραγούδι και κλάμα, χαρά και καημός, τρικυμία και γαλήνη, αγάπη και πάθος, αγωνία και κατάρα, επιστήμη και ζωή, σκέψη, ενατένιση της μοίρας και φιλοσοφία – όλα αυτά είναι
γλώσσα ατομική και εθνική. Γλώσσα είναι ολόκληρος ο λαός, λέει ένα φλαμανδικό
ρητό.
Mανόλης Tριανταφυλλίδης
λέξεις: λεκτικός, λέσχη, λόγος,
λογίζομαι, ρήμα, ρήση, ρήτορας, άρρητος
τύπους: τυποποίηση, εκτύπωση, τυπικός,
τυπογράφος
κανόνες: κανονίζω, κανονικός, ακανόνιστος
γραμματικές: γράμμα, γράφω, έγγραφο,
ανυπόγραφο, αγράμματος
κόσμου: κοσμώ, κόσμημα, ακόσμητος,
άκοσμος, διακόσμηση
ανταλλαγή: ανταλλάσσω, ανταλλακτικός,
συναλλαγή, απαλλαγή, εναλλαγή
σκέψεων: σκοπός, σκοπιά, σκόπιμος,
επισκόπηση, κατάσκοπος
κατάφαση: απόφαση, καταφατικός,
αποφατικός, φήμη, προφήτης
προσταγή: αγωγή, διαγωγή, πρόσταγμα,
προαγωγή, αγώνας, άγημα, άξιος, λοχαγός
παράκληση: έγκλημα, κλήση, επίκληση,
πρόσκληση, ανάκληση
πεζότητες: πεζοπορία, πεζός, πεζικό,
πεζοδρόμιο
έξαρση: έπαρση, άρση, άρδην, μετέωρος,
αντάρτης
γαλήνη: γαλήνιος, γαληνεύω, γελώ,
γελαστός
πάθος: πάθημα, πάθηση, παθητικός,
πολύπαθης
μοίρας: μοιράζω, μερίδιο, δύσμοιρος,
μοιραίος, μοιρολάτρης, μοιρολόι
41.
Να γράψετε από ένα ουσιαστικό με την ίδια ρίζα:
1. ανέχομαι: ανοχή
2. συνωθούμαι : ώθηση
3. ελλιπής: έλλειψη
4. δράττομαι: δραχμή
5. κωλύομαι: κώλυμα
42.
Να βρείτε την ετυμολογία των λέξεων και να τις χρησιμοποιήσετε σε προτάσεις:
1. ρηξικέλευθος:
ῥήξις < ῥήγνυμι + κέλευθος (οδός, δρόμος,
ταξίδι) < κελεύω (διατάσσω) ή με συμφυρμό από κελεύω + ελευθ-, παράβαλε ἐλεύσομαι, ἔλευσις.
Αυτός που έρχεται σε ρήξη με τα
υπάρχοντα και ισχύοντα, που τολμά το νέο και πρωτοποριακό.
~ Προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα
οικονομικά προβλήματα της επιχείρησης πρότεινε μια ρηξικέλευθη λύση.
2. καιροσκόπος:
καιρός (κατάλληλη στιγμή) + σκοπός < σκοπέω -ῶ (παρατηρώ, εξετάζω). Πρόσωπο που
καιροσκοπεί, που περιμένει να παρουσιαστεί η κατάλληλη ευκαιρία για να την
εκμεταλλευτεί.
~ Η ταχύτητα με την οποία άλλαξε
πολιτικό στρατόπεδο υποδεικνύει πως είναι ένας ακόμη καιροσκόπος, που αποζητά
μόνο προσωπικά οφέλη από την κρίσιμη αυτή συγκυρία.
3. δεισιδαιμονία:
δεισι- < δείδω (φοβάμαι) + δαίμων (θεός). Η παράλογη πίστη σε υπερφυσικές
και μυστηριώδεις δυνάμεις. Συνεκδοχικά, κάθε αντίληψη ή πράξη χαρακτηριστική
της παραπάνω πίστης (μάγια, ξόρκια, φόβοι για πράγματα που υποτίθεται ότι
φέρνουν κακοτυχία, φαντάσματα κ.τ.ό.).
~ Παρά τις πολύχρονες σπουδές του και
την υποτιθέμενη καλλιέργειά του παραμένει δέσμιος ποικίλων δεισιδαιμονιών.
4. μνησίκακος:
μνησι- < μνῆσις
(υπενθύμιση, όπως μαρτυρείται στο σύνθετο ἀνάμνησις) < μιμνήσκω (θυμίζω) +
κακός. Αυτός που δεν ξεχνά το κακό που έχει υποστεί και διακατέχεται από έντονη
επιθυμία να βλάψει τον υπαίτιο παίρνοντας εκδίκηση.
~ Είναι ένας εξαιρετικά μνησίκακος
άνθρωπος, που μπορεί να περιμένει ακόμη και χρόνια μέχρι να πάρει την εκδίκησή
του.
5. οίηση:
< οἴομαι (νομίζω, έχω τη γνώμη). Η μεγάλη
ιδέα που έχει κανείς για τον εαυτό του.
~ Θα σε εκπλήξει δυσάρεστα με την οίηση
που τον διακρίνει.
6. καρατομώ:
καρατομέω -ῶ
< κάρα (κεφάλι) + τομῶ
< τομή < τέμνω (κόβω). Κόβω το κεφάλι κάποιου, ειδικότερα σε περίπτωση
εκτέλεσης της θανατικής ποινής με λαιμητόμο. Μεταφορικά, επιβάλλω σκληρή
τιμωρία σε κάποιον / διώχνω κάποιον από τη θέση την οποία κατέχει, τον απολύω ή
τον διαγράφω.
~ Καρατομήθηκαν οι διαφωνούντες μετά τη
συνεδρίαση του πειθαρχικού του κόμματος.
7. ίσαλος:
ίσος + ἅλς, ἁλός (θάλασσα). Αυτός που βρίσκεται στην
ίδια ευθεία με την επιφάνεια της θάλασσας. Ίσαλα: τα μέρη ενός σκάφους που
βρίσκονται στην ίδια γραμμή με την επιφάνεια της θάλασσας, όταν επικρατεί
απόλυτη νηνεμία.
~ Κατά τη φόρτωση ενός εμπορικού πλοίου
προσέχουν ιδιαίτερα την ίσαλο γραμμή.
8. ενδοστρέφεια:
ένδον (μέσα) + στρέφω. Χαρακτηριστικό εσωστρεφούς ατόμου. Η τάση να στρέφεται
κανείς προς τον εσωτερικό του κόσμο, να μην εκδηλώνεται προς τα έξω, να
εσωτερικεύει κάθε συναίσθημα.
~ Ένα στοιχείο που έχει επηρεάσει
σημαντικά την κοινωνική του ζωή είναι η επίμονη ενδοστρέφειά του.
9. εγγειοβελτιωτικός:
έγγειος (< ἔγγαιος
< ἐγ (ἐν) + γαῖα / γῆ) + βελτιωτικός. Αυτός που αποβλέπει
στη βελτίωση της γεωργικής εκμετάλλευσης της γης, στην αύξηση της απόδοσης του
εδάφους.
~ Χάρη στα εγγειοβελτιωτικά έργα η
γεωργική απόδοση της περιοχής έχει αυξηθεί κατακόρυφα.
10. μεμψίμοιρος: μεμψι- < μέμψις < μέμφομαι (κατακρίνω) + -μοιρος
< μοῖρα. Αυτός που συνεχώς παραπονείται για
τη μοίρα του.
~ Είναι μάλλον παράδοξο, αλλά αν και
ιδιαίτερα ευκατάστατος, παραμένει ένας μεμψίμοιρος άνθρωπος.
11. αναφανδόν: < ἀναφαίνω (θ. ἀναφαν-, παράβαλε παθητικό αόριστο ἀνεφάνην) + επιρρηματικό επίθημα –δόν.
Με τρόπο σαφή και ανεπιφύλακτο.
~ Η εφημερίδα τάχθηκε εξαρχής αναφανδόν
υπέρ της πολιτικής του κόμματος.
43.
Από τις λέξεις που σας δίνονται να σχηματίσετε ομόρριζα ουσιαστικά ή επίθετα.
Ύστερα να γράψετε δύο παραγράφους, μία
για να χαρακτηρίσετε έναν καθηγητή που συμπαθείτε ιδιαίτερα και άλλη μία για
κάποιον που δε συμπαθείτε πολύ. Στα κείμενά σας προσπαθήστε να χρησιμοποιήσετε
όσο περισσότερες λέξεις μπορείτε από αυτές που σας δίνονται και από αυτές που
σχηματίσατε.
κατανοώ: κατανόηση – κατανοητός,
κατανοητικός
εντείνω: ένταση – έντονος, εντατικός
γνώμη: ευγνωμοσύνη – ισχυρογνώμων
λέγω: λογική, διάλογος – παράλογος
γλώσσα: γλωσσικός, εύγλωττος
πνεύμα :
πνευματώδης, πνευματικός
εργάτης: εργασία, εργατικότητα –
εργατικός
ευθύνη :
υπεύθυνος
είρωνας: ειρωνεία – ειρωνικός
πονώ: συμπόνια - συμπονετικός
είδηση: ευσυνείδητος, ειδήμονας
επικρίνω: επίκριση – επικριτικός
δάκνω (=δαγκώνω): δηκτικός
μέθοδος: μεθοδολογία – μεθοδικός
ανέχομαι: ανοχή, ανεκτικότητα -
ανεκτικός
προσβάλλω: προσβολή – προσβλητικός
πατέρας: πατρικός
απωθώ: απώθηση – απωθητικός
Ο καθηγητής που συμπαθώ ιδιαίτερα είναι
γεμάτος κατανόηση, για τις δυσκολίες που συναντάμε κατά την εκμάθηση νέων
εννοιών. Είναι ανεκτικός και συμπονετικός, χωρίς ποτέ να μας προσβάλει ή να μας
ειρωνεύεται. Διακρίνεται, μάλιστα, για την πνευματικότητα, την ευγλωττία, αλλά
και την εργατικότητά του. Φροντίζει πάντοτε να μας αναθέτει εργασίες, χωρίς
όμως να είναι παράλογος στις απαιτήσεις του.
Ενώ, ο καθηγητής που δεν συμπαθώ
ιδιαίτερα είναι εξαιρετικά δηκτικός στα σχόλιά του, αδιάκοπα επικριτικός, ακόμη
και για ανούσια ζητήματα, χωρίς ο ίδιος να διακρίνεται για τη μεθοδικότητα και
την αποτελεσματικότητά του. Με τη συμπεριφορά του, άλλωστε, γίνεται απωθητικός
και μας προκαλεί έντονη αντιπάθεια για το μάθημά του.
44.
Να βρεις ποιες από τις λέξεις που δίνονται έπειτα από κάθε φράση είναι
ομόρριζες με τις υπογραμμισμένες λέξεις των φράσεων.
1. Με τις εκτεταμένες και αλόγιστες επεμβάσεις του ανθρώπου στη φύση
παραμορφώθηκε το φυσικό τοπίο.
βάθρο
βήμα
βαλτός
2. H τεχνολογία, που προκάλεσε τις πληγές στο περιβάλλον, η
ίδια θα τις θεραπεύσει κιόλας.
κλίμα
έγκλημα
κλήση
3. Πόσοι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να εγκαταλείψουν τις σύγχρονες ανέσεις;
υπόλοιπος
ακατάληπτος
ελλιπής
4. Mε κανένα τρόπο δε δέχονται οι
αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι και ποιητές ότι η επέμβαση του Θεού αίρει την ανθρώπινη ευθύνη.
άρση
αιρετός
άρδην
5. H πορεία του ανθρώπινου πολιτισμού
υπήρξε μια κίνηση από την άγνοια στη
γνώση, από την ανευθυνότητα στην ευθύνη, από τη δουλεία στην ελευθερία.
νιώθω
νοιάζομαι
ευνοϊκός
45.
Να αντιστοιχίσετε κάθε λέξη της πρώτης στήλης με την ομόρριζή της στη δεύτερη
στήλη.
1. θύμα α.
δράττομαι
2. κλίση β. ακατάληπτος
3. κλήση γ. κλίνω
4. λήψη δ.
θυσία
5. συμβολή ε. έχω
6. όραμα στ. κάτοπτρο
7. σπουδαίος ζ. καλώ
8. θρέμμα η. απρόσβλητος
9. δραχμή θ. σπεύδω
10. σχέση ι. τρέφω
1 = δ (θύμα – θυσία)
2 = γ (κλίση – κλίνω)
3 = ζ (κλήση – καλώ)
4 = β (λήψη – ακατάληπτος)
5 = η (συμβολή – απρόσβλητος)
6 = στ (όραμα – κάτοπτρο)
7 = θ (σπουδαίος – σπεύδω)
8 = ι (θρέμμα – τρέφω)
9 = α (δραχμή – δράττομαι)
10 = ε (σχέση – έχω)
46.
Για κάθε λέξη που σας δίνεται υπάρχει μία ετυμολογικά συγγενής της στο κείμενο.
Να βρείτε αυτές τις λέξεις του κειμένου
H εικόνα των άλλων λαών στα σχολικά
βιβλία συμβάλλει πριν απ’ όλα στην πολιτική διαπαιδαγώγηση των
μαθητών/τριών. H αρνητική εικόνα οποιουδήποτε άλλου λαού αναγκαστικά ταυτίζει
τις επιμέρους ομάδες εξουσίας ή τις κυβερνήσεις με το λαό ολόκληρο.
Έτσι, τα έθνη εμφανίζονται σαν απόλυτα συνεκτικές ομάδες, χωρίς
εσωτερικές διακρίσεις και διαφορές, χωρίς συγκρουόμενα συμφέροντα,
με χαρακτηριστικά (καλά ή κακά) στατικά και αναλλοίωτα στο χρόνο, σαν
από τη φύση δοσμένα. Αυτό οδηγεί τους μαθητές/τριες να αντιλαμβάνονται
την αυταρχική διακυβέρνηση, τις αυτοκρατορίες ή την αποικιοκρατία, τον
επεκτατισμό και τους πολέμους σαν «φυσικά» χαρακτηριστικά κάποιων «κακών» εθνών
και όχι ως κοινωνικά φαινόμενα, που εξηγούνται με την ιστορική περίοδο, το
είδος διακυβέρνησης, την οργάνωση των κοινωνιών, τα καθεστώτα, τις
πολιτικές ηγεσίες.
Άννα Φραγκουδάκη
1. αμφορέας: διαφορές, συμφέροντα < φέρω
2. διαβλητός: συμβάλλει < βάλλω
3. δώρο: δοσμένα < δίδωμι
4. απών: εξουσίας < εἰμί
5. άξονας: διαπαιδαγώγηση, οδηγεί < ἄγω
6. κρίμα: διακρίσεις < κρίνω
7. ακατάληπτος: αντιλαμβάνονται <
λαμβάνω
8. καχεξία: σχολικά, συνεκτικές < ἔχω
9. σταθμός: στατικά, καθεστώτα < ἵστημι
Πηγές:
Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτη
Αρχές Φιλοσοφίας, ΟΕΔΒ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου