Dustin McNeer
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Ενώπιον του Αγάλματος του Ενδυμίωνος»
Επί άρματος λευκού που τέσσαρες ημίονοι
πάλλευκοι σύρουν, με κοσμήματ’ αργυρά,
φθάνω εκ Μιλήτου εις τον Λάτμον. Ιερά
τελών — θυσίας και σπονδάς — τω
Ενδυμίωνι,
από την Aλεξάνδρειαν έπλευσα εν τριήρει
πορφυρά.—
Ιδού το άγαλμα. Εν εκστάσει βλέπω νυν
του Ενδυμίωνος την φημισμένην καλλονήν.
Ιάσμων κάνιστρα κενούν οι δούλοι μου·
κ’ ευοίωνοι
επευφημίαι εξύπνησαν αρχαίων χρόνων
ηδονήν.
Ο Κωνσταντίνος Καβάφης με το σύντομο
αυτό ποίημα έντονης δραματικότητας τιμά και αποθεώνει τον ξακουστό για την
ομορφιά του Ενδυμίωνα∙ τον θνητό απόγονο του Δία και εραστή της Σελήνης, η
οποία παρακάλεσε τον Δία να τον διατηρήσει σε αιώνιο ύπνο. Το κάλλος του
Ενδυμίωνα δεν θα μπορούσε να λείπει από το πάνθεο των ποιητικών πορτρέτων του
Καβάφη, που φρόντισε να συλλέξει και να εξυμνήσει με τους στίχους του την
ομορφιά πολλών νέων είτε αυτοί υπήρξαν πρόσωπα ήδη ευρέως γνωστά είτε άσημοι
νέοι του καθημερινού μόχθου, καταδικασμένοι να ξεχαστούν πλήρως ευθύς μόλις η
ωραιότητά τους χανόταν απ’ τη φθορά του χρόνου ή την καταπόνηση της σκληρής
δουλειάς.
Επί άρματος λευκού που τέσσαρες ημίονοι
πάλλευκοι σύρουν, με κοσμήματ’ αργυρά,
φθάνω εκ Μιλήτου εις τον Λάτμον.
Το ποιητικό υποκείμενο που περιγράφει
σε πρώτο πρόσωπο λεπτομέρειες από την επίσκεψή του στο βουνό Λάτμος (της
σημερινής Τουρκίας), όπου βρισκόταν ένας από τους θρυλούμενους τάφους του
Ενδυμίωνα, παραμένει ανώνυμο, αν και μας παρέχεται η πληροφορία ότι έρχεται από
την Αλεξάνδρεια∙ την πόλη του ίδιου του ποιητή. Πέρα από την ανωνυμία του
πρωταγωνιστικού προσώπου, απροσδιόριστη παραμένει κι η χρονολογική περίοδος
κατά την οποία διαδραματίζεται η λατρευτική αυτή επίσκεψη. Η αναφορά, ωστόσο,
στο λευκό άρμα και στους δούλους του πρωταγωνιστικού προσώπου, όπως κι η
ανάκληση της ηδονής των «αρχαίων χρόνων», μας επιτρέπουν να εικάσουμε ότι ο
ποιητής είτε τοποθετεί το γεγονός αυτό στην προσφιλή στον ίδιο ελληνιστική
περίοδο είτε λίγο υστερότερα, στο τέλος της ρωμαϊκής περιόδου, την οποία και
προκρίνει ο Γ. Π. Σαββίδης. Η σκόπιμη, πάντως, χρήση της καθαρεύουσας επιτείνει
την αίσθηση πως πρόκειται για μια διήγηση που μας έρχεται από το παρελθόν.
Η ανωνυμία του πρωταγωνιστή, αποσκοπεί
στο να τονιστεί πως δεν είναι αυτός το κύριο πρόσωπο του ποιήματος∙ η προσοχή
του αναγνώστη οφείλει να είναι στραμμένη στον Ενδυμίωνα, και ειδικότερα στο
άγαλμά του. Ενώ, το ασαφές της χρονολογικής τοποθέτησης έρχεται να υπενθυμίσει
τη μακραίωνη διάρκεια της λατρείας του Ενδυμίωνα.
Ο ήρωας του ποιήματος έρχεται από την
Μίλητο στον Λάτμο μ’ ένα λευκό άρμα, που το σύρουν τέσσερεις ολόλευκοι ημίονοι
(μουλάρια), με ασημένια κοσμήματα∙ με λευκόχρωμα κοσμήματα. Παρατηρούμε πως ο
ποιητής συνθέτει μια εικόνα στην οποία κυριαρχεί το λευκό χρώμα, τόσο για να
μεταδώσει την εντύπωση της πολυτέλειας και του πλούτου, όσο -και κυρίως- για να
δημιουργήσει μια ονειρώδη αίσθηση. Η όλη επίσκεψη, άλλωστε, παραπέμπει σε μια
φαντασιακή κατάσταση, στοιχείο που καθίσταται εναργέστερο στο κλείσιμο του
ποιήματος με την αναφορά στο ξύπνημα της ηδονής των αρχαίων χρόνων.
Ιερά
τελών — θυσίας και σπονδάς — τω
Ενδυμίωνι,
από την Aλεξάνδρειαν έπλευσα εν τριήρει
πορφυρά.—
Ο ήρωας έρχεται από την Αλεξάνδρεια για
να προσφέρει ιεροτελεστίες (θυσίες και σπονδές) στον Ενδυμίωνα, πραγματοποιώντας
μάλιστα το πρώτο αυτό μέρος του ταξιδιού του με μια πορφυρή τριήρη∙ με μια
βαθυκόκκινη τριήρη. Εμφανής η πρόθεση του ποιητή να τονίσει τον πλούτο του ήρωά
του, καθιστώντας έμμεσα σαφές πως δεν πρόκειται για κάποιον απλό πολίτη, αλλά
για μέλος της άρχουσας τάξης. Υποδηλώνεται, έτσι, η σκέψη πως η φήμη του
Ενδυμίωνα υπήρξε τέτοια που προσέλκυε το ενδιαφέρον ανθρώπων υψηλού κοινωνικού
και πνευματικού επιπέδου.
Το μέρος του ποιήματος που αφορά τα
σχετικά με το ταξίδι του ήρωα ολοκληρώνεται με μία παύλα, χωρίς να υπάρχει
αλλαγή στροφής. Η παύλα αυτή, όμως, σημαίνει πως πρέπει να γίνει μια μικρή
παύση στην ανάγνωση, ώστε το πέρασμα στο πιο ουσιώδες μέρος του ποιήματος να
γίνει με πιο φυσικό τρόπο.
Ιδού το άγαλμα. Εν εκστάσει βλέπω νυν
του Ενδυμίωνος την φημισμένην καλλονήν.
Ο ήρωας βρίσκεται πλέον μπροστά στο
περίφημο άγαλμα του Ενδυμίωνα, το οποίο και μας το παρουσιάζει με το επιφώνημα «ιδού»
για να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση. Βλέπει -κοιτάζει προσεκτικά- και θαυμάζει σε
κατάσταση έκστασης τη φημισμένη ωραιότητα του Ενδυμίωνα∙ την «φημισμένη καλλονή»
που τον παρακίνησε να κάνει όλο αυτό το ταξίδι. Θα πρέπει, βέβαια, να προσεχθεί
εδώ πως το εντυπωσιακό κάλλος του Ενδυμίωνα γίνεται αντιληπτό χάρη στο άγαλμά
του, χάρη, δηλαδή, στην εκπληκτική τέχνη εκείνου που το δημιούργησε∙ τέχνη
τέτοιας ποιότητας που κατορθώνει να προκαλεί εκστατικά συναισθήματα σ’ εκείνους
που το αντικρίζουν. Αν ληφθεί, μάλιστα, υπόψη πως κανείς δεν έχει δει τον
μυθικό Ενδυμίωνα, τότε καθίσταται ακόμη πιο αξιοσημείωτο το επίτευγμα του
τεχνίτη, εφόσον κατάφερε να δημιουργήσει ένα έργο αντάξιο της ομορφιάς και της
τελειότητας ενός μύθου.
Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό πως ο Καβάφης
σκόπιμα τιτλοφόρησε το ποίημά του «Ενώπιον του Αγάλματος του Ενδυμίωνος», μιας
και θέλησε να τονίσει ακριβώς τα συναισθήματα που προκαλούνται στον ήρωά του
όταν στέκεται μπροστά στο άγαλμα του Ενδυμίωνα∙ όταν στέκεται μπροστά στο έργο
τέχνης του ανώνυμου δημιουργού. Η έκσταση του παρατηρητή δεν προκαλείται από
τον ίδιο τον Ενδυμίωνα, αλλά από την εικόνα εκείνου, όπως τη φαντάστηκε και της
έδωσε μορφή ο γλύπτης. Ο έπαινος, άρα, έστω και έμμεσος, έχει ως αποδέκτη τον
ανώνυμο δημιουργό που είχε τη γνώση και την ικανότητα να φτιάξει κάτι το τόσο
άρτιο και εντυπωσιακό.
Ιάσμων κάνιστρα κενούν οι δούλοι μου∙
κ’ ευοίωνοι
επευφημίαι εξύπνησαν αρχαίων χρόνων
ηδονήν.
Μπροστά στο έξοχο άγαλμα του μυθικού
Ενδυμίωνα οι δούλοι του ήρωα αδειάζουν καλάθια γιασεμιών και με τις ευοίωνες
επευφημίες τους ξυπνούν στην σκέψη του την ηδονή των αρχαίων χρόνων∙ την ηδονή
εκείνη που γεννιόταν απ’ τον θαυμασμό και την επιθυμία για το ανδρικό κάλλος,
που τόσο καλά ήξεραν να γεύονται στα χρόνια της αρχαιότητας. Μια αναφορά πέρα
για πέρα καβαφική, αφού πρόκειται για ένα ηδονιστικό ιδανικό που διατρέχει την
ποίησή του και συνιστά καίριο χαρακτηριστικό της ποιητικής του ταυτότητας.
Είναι, ίσως, αυτή η νοσταλγική αναφορά
στην ηδονή των αρχαίων χρόνων που καθιστά προτιμότερη την τοποθέτηση των
γεγονότων του ιστορικοφανή αυτού μονολόγου στο κλείσιμο της ρωμαϊκής περιόδου
(4ος – 5ος αιώνας μ.Χ.) και στην αρχή της βυζαντινής∙ στα
χρόνια δηλαδή της σταδιακής εδραίωσης του Χριστιανισμού, που σήμανε και τον
δραστικό περιορισμό της ελευθέριας θέασης του έρωτα και της ηδονής.
Ενδυμίων, γιος του Αεθλίου και της Καλύκης.
Άλλες παραδόσεις αναφέρουν για πατέρα του τον ίδιο τον Δία. Ο Ενδυμίων, μαζί με
Αιολείς από τη Θεσσαλία, εγκαταστάθηκε στην Ήλιδα. Γιος του ήταν ο Αιτωλός, ο
επώνυμος ήρωας της Αιτωλίας, ο οποίος την κατέλαβε σκοτώνοντας τους γιους του
Απόλλωνα, Δώρο, Λαόδοκο και Πολυποίτη, που την κατείχαν αρχικά. Εκτός από τον
Αιτωλό, ως γιοι του αναφέρονται και ο Παίων, ο οποίος εγκαταστάθηκε στην
Παιονία, και ο Επειός, νικητής δρόμου στην Ολυμπία. Η Ευρυκύδη, κόρη του
Ενδυμίωνος, απέκτησε με τον Ποσειδώνα τον Ηλείο, πατέρα του Αυγεία.
Ως σύζυγοι του Ενδυμίωνος αναφέρονται η
Ναϊάς, η Ιφιάνασσα, η Αστεροδία, η Χρομία, κόρη του Θεσσαλού Ιτωνού, και η
Υπερίππη, κόρη του Αρκάδος.
Οι αναφερόμενες ως σύζυγοί του και τα
παιδιά του, που εγκαταστάθηκαν σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, συνδέουν τον
Ενδυμίωνα με μια πλατιά γεωγραφική γενεαλογία. Αιολός, καρικής καταγωγής,
κατέλαβε την Ήλιδα, αφού εξεδίωξε τον Κλύμενο. Οι γυναίκες του συνδέονται με τη
Θεσσαλία και την Αρκαδία, ενώ οι γιοι του με την Αιτωλία και την Ηλεία.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο Ενδυμίων ήταν μια προελληνική θεότητα, από την οποία
πίστευαν ότι κατάγονταν διάφορα φύλα.
Λατρεία του Ενδυμίωνος μαρτυρείται σε
όλες τις παραπάνω περιοχές, με τις οποίες συνδέεται μυθολογικά, αλλά και σε
άλλες, με τις οποίες δεν φαίνεται τουλάχιστον να έχει κάποια άμεση σχέση. Στην
Ήλιδα, της οποίας αναφέρεται ως βασιλιάς, ο Παυσανίας τοποθετεί το μνήμα του
στην είσοδο του σταδίου της Ολυμπίας. Εκεί ο Ενδυμίων θεωρούνταν ως ιδρυτής του
αγωνίσματος του δρόμου. Εξάλλου ελεφάντινο άγαλμά του φυλαγόταν στον θησαυρό
των Μεταποντίων. Λατρεία του αναφέρεται και στην Αρκαδία και στην Σπάρτη, ενώ
στην Καρία, στον Λάτμο, υπήρχε άδυτο του Ενδυμίωνος ή και ο τάφος του.
Κυριότερο γεγονός στον μύθο του Ενδυμίωνος είναι ο έρωτάς του με τη
Σελήνη, με την οποία απέκτησε πενήντα κόρες. Σύμφωνα με την παράδοση, που έχει
μικρασιατική προφανώς καταγωγή, ενώ ο Ενδυμίων κοιμόταν σε μια σπηλιά του
Λάτμου, όπου είχε πάει για κυνήγι, τον είδε η Σελήνη και τον ερωτεύθηκε,
θαμπωμένη από την ομορφιά του. Ύστερα από το φίλημα της Σελήνης, ο Ενδυμίων δεν
ξύπνησε ποτέ πια. Σύμφωνα με άλλες παραλλαγές, ο αιώνιος αυτός ύπνος ήταν δώρο
του πατέρα του Δία, γιατί ο Ενδυμίων, μη θέλοντας να γεράσει, προτίμησε να
διατηρήσει τη νεότητά του κοιμώμενος για πάντα. Ο ύπνος του παραδίδεται και ως
τιμωρία. Ο Δίας γοητευμένος από την ομορφιά του, έφερε τον Ενδυμίωνα στον Όλυμπο,
όπου όμως εκείνος ερωτεύτηκε την Ήρα, με αποτέλεσμα ο Δίας, για να τον
τιμωρήσει, να τον κατακρημνίσει στον Άδη ή να τον κάνει να κοιμάται αιώνια. Η
ιστορία του Ενδυμίωνος έδωσε υλικό σε πολλούς συγγραφείς, οι οποίοι
χρησιμοποίησαν κατά διάφορους τρόπους τον μύθο. Οι αναφορές στον Ενδυμίωνα
αρχίζουν ήδη στον Ησίοδο, κατά τον οποίον ο Ενδυμίων είχε το χάρισμα της
αθανασίας από τον Δία.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου