Κωνσταντίνος
Καβάφης «Ποσειδωνιάται»
Ποσειδωνιάταις τοις εν τω Τυρρηνικώ
κόλπω το μεν εξ αρχής Έλλησιν ούσιν εκβαρβαρώσθαι Τυρρηνοίς ή Pωμαίοις γεγονόσι
και τήν τε φωνήν μεταβεβληκέναι, τά τε πολλά των επιτηδευμάτων, άγειν δε μιάν
τινα αυτούς των εορτών των Ελλήνων έτι και νυν, εν η συνιόντες αναμιμνήσκονται
των αρχαίων ονομάτων τε και νομίμων, απολοφυράμενοι προς αλλήλους και
δακρύσαντες απέρχονται.
AΘΗΝAΙΟΣ
Την γλώσσα την ελληνική οι
Ποσειδωνιάται
εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι
με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι
άλλους ξένους.
Το μόνο που τους έμενε προγονικό
ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές
ωραίες,
με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και
στεφάνους.
Κ’ είχαν συνήθειο προς το τέλος της
γιορτής
τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται,
και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,
που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.
Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή
τους.
Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν
Έλληνες —
Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί·
και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά
βγαλμένοι — ω συμφορά! — απ’ τον
Ελληνισμό.
[1906]
Ο Αθηναίος ο Ναυκρατίτης στο έργο του
«Δειπνοσοφισταί» αναφερόμενος στη μουσική τέχνη επισημαίνει πως οι άνθρωποι
έχουν λησμονήσει το πόσο άρτια ήταν η εκτέλεση των έργων στο παρελθόν κι επιδοκιμάζουν
πλέον ακόμη κι εκείνους του μουσικούς που εμφανώς είναι ατάλαντοι. Προκειμένου,
μάλιστα, να στηρίξει την άποψή του καταφεύγει σε κάτι που είχε γράψει ο
Αριστόξενος ο Ταραντίνος στο δικό του έργο «Σύμμεικτα Συμποτικά»: «Πράττουμε
όμοια με τους ανθρώπους της Ποσειδωνίας που μένουν στον Τυρρηνικό Κόλπο, στους
οποίους συνέβη ενώ ήταν αρχικά Έλληνες, να έχουν στο τέλος εκβαρβαριστεί
τελείως και να έχουν γίνει Τυρρήνοι ή Ρωμαίοι και να έχουν αλλάξει τη γλώσσα
τους και όλα τους τα έθιμα. Μια, όμως, ελληνική γιορτή τη διατηρούν ακόμη και
σήμερα, στην οποία συγκεντρώνονται και αναθυμούνται τα αρχαία τους ονόματα και
τις παραδόσεις τους, και θρηνούν την απώλειά τους ο ένας στον άλλον κι ύστερα,
αφού έχουν κλάψει γι’ αυτά, αποχωρούν.» Ακριβώς σαν αυτούς, λέει ο Αριστόξενος,
κι εμείς, τώρα πια που το θέατρο έχει εκβαρβαριστεί πλήρως και τώρα που η
μουσική έχει καταστραφεί κι έχει εκχυδαϊστεί, θα απομείνουμε ελάχιστοι που θα
φέρνουμε στη σκέψη μας το πώς ήταν κάποτε η μουσική.
Από το χωρίο αυτό ο Καβάφης κρατά μόνο
την αναφορά του Αριστόξενου στους κατοίκους της Ποσειδωνίας και στην απώλεια
της προγονικής τους γλώσσας και ταυτότητας. Ό,τι συγκινεί τον ποιητή είναι η
θλίψη που αισθάνονταν εκείνοι οι άνθρωποι κάθε φορά που θυμούνταν πως κάποτε
ήταν κι εκείνοι Έλληνες και γνώριζαν την ελληνική γλώσσα.
«Την γλώσσα την ελληνική οι
Ποσειδωνιάται
εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι
με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι
άλλους ξένους.»
Ο Καβάφης ξεκινά το ποίημά του δίνοντας
-εύλογα- έμφαση στην ελληνική γλώσσα και στο γεγονός πως αυτή λησμονήθηκε από
τους κατοίκους της Ποσειδωνίας λόγω του μακροχρόνιου συγχρωτισμού τους με άλλες
εντόπιες εθνότητες. Πάγιο ζητούμενο για τον Καβάφη είναι να τιμάται η αξία της
ελληνικής γλώσσας και να τονίζεται η ευρύτατη διάδοσή της που είχε επιτευχθεί
είτε μέσω της δημιουργίας αποικιών, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, είτε μέσω
των εκτεταμένων κτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Έλληνας εκτός ελληνικού χώρου
κι ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά την αγωνία των ανθρώπων να διατηρήσουν τη γλώσσα
και τα έθιμά τους σ’ έναν ξένο τόπο· γνωρίζει πολύ καλά πόσο δύσκολο είναι ενώ
βρίσκεσαι μακριά από την μητροπολιτική Ελλάδα να προσπαθείς να κρατήσεις
αλώβητη την ελληνική σου ταυτότητα και να διασώσεις την από τόσο λίγους
ομιλούμενη αυτή γλώσσα.
Η απώλεια της ελληνικής γλώσσας από
τους κατοίκους της Ποσειδωνίας δεν αποτελεί για τον Καβάφη ένα μικρής σημασίας
μεμονωμένο γεγονός, αλλά έναν ενδεχόμενο για πολλούς Έλληνες της διασποράς
κίνδυνο που οφείλουμε να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας.
«Το μόνο που τους έμενε προγονικό
ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές
ωραίες,
με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και
στεφάνους.»
Οι «Ποσειδωνιάται» έχουν λησμονήσει
σχεδόν όλα όσα τους συνδέουν με την προγονική τους ταυτότητα, εκτός από μία
ελληνική γιορτή, την οποία διατηρούν ακόμη και την γιορτάζουν με ωραίες
τελετές, τις οποίες πλαισιώνουν με μουσική και αγώνες. Η ελληνική αυτή γιορτή,
αν και προφανώς δεν μπορεί να «θεραπεύσει» την απώλεια της μητρικής τους
γλώσσας και της εθνικής τους ταυτότητας, αποτελεί ωστόσο το ύστατο σημείο
επαφής με το έθνος από το οποίο προέρχονται και με τον πολιτισμό του οποίου
κάποτε αποτελούσαν ζωντανό κομμάτι.
«Κ’ είχαν συνήθειο προς το τέλος της
γιορτής
τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται,
και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,
που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.»
Στο κλείσιμο της γιορτής αυτής οι
κάτοικοι της Ποσειδωνίας συνήθιζαν να διηγούνται τα παλιά έθιμα του πολιτισμού
τους και να ξαναλένε τα ελληνικά τους ονόματα, τα οποία όμως ελάχιστοι πια καταλάβαιναν.
Έτσι, η ευφορία της γιορτής έδινε κάθε φορά τη θέση της στην επώδυνη
συνειδητοποίηση πως απομακρύνονταν όλο και περισσότερο απ’ όλα εκείνα που
κάποτε συνιστούσαν την εθνική και πολιτισμική τους ταυτότητα. Από τα έθιμα του
παρελθόντος είχε απομείνει πια μια μακρινή ανάμνηση κι από την κάποτε μητρική
τους γλώσσα είχαν απομείνει ελάχιστα ονόματα και λέξεις, που με δυσκολία λίγοι
μόνο μπορούσαν να κατανοήσουν.
«Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η
γιορτή τους.
Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν
Έλληνες —
Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί·
και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά
βγαλμένοι — ω συμφορά! — απ’ τον
Ελληνισμό.»
Η θλίψη των ανθρώπων της Ποσειδωνίας
ήταν απολύτως δικαιολογημένη, αφού θυμούνταν πως κάποτε ανήκαν κι εκείνοι στο
τόσο σημαντικό έθνος των Ελλήνων· πως ήταν κάποτε κι εκείνοι Έλληνες της Κάτω
Ιταλίας, που κατέληξαν όμως να μιλούν και να ζουν βαρβαρικά. Όπως
χαρακτηριστικά το εκφράζει ο ποιητής, ήταν Έλληνες που «ξέπεσαν», αφού
εκβαρβαρίστηκαν κι έπαψαν να μιλούν την ελληνική γλώσσα και ν’ ακολουθούν τις
ελληνικές παραδόσεις.
Θρηνούν, λοιπόν, εύλογα οι «Ποσειδωνιάται»,
καθώς αν και είχαν την ύψιστη τιμή να είναι βγαλμένοι απ’ τον Ελληνισμό, τώρα
πια έχουν απολέσει την ξεχωριστή αυτή τους ταυτότητα κι έχουν γίνει ένα με τα
υποδεέστερα ξένα έθνη της περιοχής. Σαφής εδώ η ιδιαίτερη αξία που αναγνωρίζει
ο Καβάφης στην ελληνική ταυτότητα, την οποία συνδέει με το ανώτερο σημείο
πολιτισμικής και πνευματικής ανάπτυξης. Κανένα έθνος δεν είχε κατορθώσει να
οδηγηθεί σε ανάλογο επίπεδο πνευματικής ελευθερίας και κανένα έθνος δεν είχε
φτάσει τη σκέψη του σε αντίστοιχα ύψη. Με τα λόγια του ίδιου του Καβάφη, από το
ποίημά του «Επιτύμβιον Aντιόχου, βασιλέως Kομμαγηνής»:
"Υπήρξεν έτι το
άριστον εκείνο, Ελληνικός—
ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης
τιμιοτέραν·
εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν."
Πέρα, πάντως, από την εξιδανικευμένη
αυτή εικόνα που έχει δημιουργήσει ο Καβάφης για τον ελληνικό πολιτισμό -εικόνα
που την βασίζει στα κορυφαία πνευματικά δημιουργήματα των Ελλήνων και στην αδιαπραγμάτευτη
πρωτοκαθεδρία που αναγνώριζαν στην έννοια της ελευθερίας-, το μήνυμα που θέλει
να περάσει με αυτό του το ποίημα εντοπίζεται στον κίνδυνο που υπάρχει για τους
Έλληνες της διασποράς να χάσουν την επαφή τους με την ελληνική γλώσσα και τις
αξίες του ελληνικού πολιτισμού. Οι Έλληνες που ζουν μακριά από την Ελλάδα
έδιναν και δίνουν έναν δύσκολο αγώνα για να διαφυλάξουν τη γλώσσα τους και σε
πολλές περιπτώσεις για να διασώσουν την ελευθερία που διακρίνει τη σκέψη τους,
αφού είναι αναγκασμένοι να ζουν σε περιοχές όπου οι άνθρωποι δεν έχουν πια το
πολύτιμο αυτό προνόμιο.
Σημειώσεις
του Γ. Π. Σαββίδη:
Λογία πηγή του ποιήματος είναι η
επιγραφή από τον Αθηναίο (XIV,
632a), την οποία ο Καβάφης παραθέτει με
παραλείψεις και δυσεξήγητες αλλοιώσεις. Το έθιμο που περιγράφει ο Αθηναίος τοποθετείται
ανάμεσα στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. και στα 273 π.Χ.
Ποσειδωνιάται: οι ελληνικής καταγωγής κάτοικοι της
Ποσειδωνίας, κοντά στο σημερινό Σαλέρνο· αρχικώς (περίπου 600 π.Χ.) ήταν
άποικοι της επίσης ελληνικής αποικίας Συβάρεως, της οποίας οι κάτοικοι έγιναν
παροιμιωδώς τρυφηλοί («Συβαρίται»). Στα 273 π.Χ. η Ποσειδωνία έγινε λατινική
αποικία και μετονομάστηκε σε Paestum·
ήταν διάσημη για τους ελληνικούς ναούς της, των οποίων επιβλητικά ερείπια
σώζονται ακόμη.
Τυρρήνοι: η αρχαία ελληνική ονομασία των
Ετρούσκων (περίπου 700 π.Χ.), των οποίων ο λαμπρός, ανεξιχνίαστος πολιτισμός
σαρώθηκε οριστικώς από τους Ρωμαίους στα τέλη του 3ου αι. π.Χ.
Ιταλιώται: Έλληνες της Κάτω Ιταλίας· λέγεται πως ο Καβάφης έπλασε την λέξη
Αιγυπτιώτης κατ’ αναλογία προς το Ιταλιώτης.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου