Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση
ρήματος «νομίζω / νομίζομαι»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
νομίζω, νομίζεις, νομίζει, νομίζομεν, νομίζετε, νομίζουσι(ν)
Υποτακτική
νομίζω, νομίζῃς, νομίζῃ, νομίζωμεν, νομίζητε, νομίζωσι(ν)
Ευκτική
νομίζοιμι, νομίζοις, νομίζοι, νομίζοιμεν, νομίζοιτε, νομίζοιεν
Προστακτική
---, νόμιζε, νομιζέτω, ---, νομίζετε, νομιζόντων (ή νομιζέτωσαν)
Απαρέμφατο
νομίζειν
Μετοχή
νομίζων, νομίζουσα, νομίζον
Παρατατικός
Οριστική
ἐνόμιζον, ἐνόμιζες, ἐνόμιζε, ἐνομίζομεν, ἐνομίζετε, ἐνόμιζον
Μέλλοντας
Οριστική
νομιῶ, νομιεῖς, νομιεῖ, νομιοῦμεν, νομιεῖτε, νομιοῦσι(ν)
Ευκτική
νομιοῖμι, νομιοῖς, νομιοῖ, ή νομιοίην, νομιοίης, νομιοίη, νομιοῖμεν, νομιοῖτε, νομιοῖεν
Απαρέμφατο
νομιεῖν
Μετοχή
νομιῶν, νομιοῦσα, νομιοῦν
Αόριστος
Οριστική
ἐνόμισα, ἐνόμισας, ἐνόμισε(ν), ἐνομίσαμεν, ἐνομίσατε, ἐνόμισαν
Υποτακτική
νομίσω, νομίσῃς, νομίσῃ, νομίσωμεν, νομίσητε, νομίσωσι(ν)
Ευκτική
νομίσαιμι, νομίσαις / νομίσειας, νομίσαι / νομίσειε(ν), νομίσαιμεν, νομίσαιτε, νομίσαιεν / νομίσειαν
Προστακτική
---, νόμισον, νομισάτω, ---, νομίσατε, νομισάντων (ή νομισάτωσαν)
Απαρέμφατο
νομίσαι
Μετοχή
νομίσας, νομίσασα, νομίσαν
Παρακείμενος
Οριστική
νενόμικα, νενόμικας, νενόμικε, νενομίκαμεν, νενομίκατε, νενομίκασι(ν)
Υποτακτική
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός ὦ
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός ᾖς
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός ᾖ
νενομικότες- νενομικυῖαι- νενομικότα ὦμεν
νενομικότες- νενομικυῖαι- νενομικότα ἦτε
νενομικότες- νενομικυῖαι- νενομικότα ὦσι
Ευκτική
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός εἴην
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός εἴης
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός εἴη
νενομικότες- νενομικυῖαι- νενομικότα εἴημεν (εἶμεν)
νενομικότες- νενομικυῖαι- νενομικότα εἴητε (εἶτε)
νενομικότες- νενομικυῖαι- νενομικότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός ἴσθι
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός ἔστω
---
νενομικότες- νενομικυῖαι- νενομικότα ἔστε
νενομικότες- νενομικυῖαι- νενομικότα ἔστων
Απαρέμφατο
νενομικέναι
Μετοχή
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐνενομίκειν, ἐνενομίκεις, ἐνενομίκει, ἐνενομίκεμεν, ἐνενομίκετε, ἐνενομίκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
νομίζομαι, νομίζῃ/νομίζει, νομίζεται, νομιζόμεθα, νομίζεσθε, νομίζονται
Υποτακτική
νομίζωμαι, νομίζῃ, νομίζηται, νομιζώμεθα, νομίζησθε, νομίζωνται
Ευκτική
νομιζοίμην, νομίζοιο, νομίζοιτο, νομιζοίμεθα, νομίζοισθε, νομίζοιντο
Προστακτική
---, νομίζου, νομιζέσθω, ---, νομίζεσθε, νομιζέσθων ή νομιζέσθωσαν
Απαρέμφατο
νομίζεσθαι
Μετοχή
νομιζόμενος
νομιζομένη
νομιζόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐνομιζόμην, ἐνομίζου, ἐνομίζετο, ἐνομιζόμεθα, ἐνομίζεσθε, ἐνομίζοντο
Μέλλοντας
Οριστική
νομιοῦμαι, νομιῇ/νομιεῖ, νομιεῖται, νομιοῦμεθα, νομιεῖσθε, νομιοῦνται
Ευκτική
νομιοίμην, νομιοῖο, νομιοῖτο, νομιοίμεθα, νομιοῖσθε, νομιοῖντο
Απαρέμφατο
νομιεῖσθαι
Μετοχή
νομιούμενος
νομιουμένη
νομιούμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
νομισθήσομαι, νομισθήσῃ/νομισθήσει, νομισθήσεται, νομισθησόμεθα, νομισθήσεσθε, νομισθήσονται
Ευκτική
νομισθησοίμην, νομισθήσοιο, νομισθήσοιτο, νομισθησοίμεθα, νομισθήσοισθε, νομισθήσοιντο
Απαρέμφατο
νομισθήσεσθαι
Μετοχή
νομισθησόμενος
νομισθησομένη
νομισθησόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐνομίσθην, ἐνομίσθης, ἐνομίσθη, ἐνομίσθημεν, ἐνομίσθητε, ἐνομίσθησαν
Υποτακτική
νομισθῶ, νομισθῇς, νομισθῇ, νομισθῶμεν, νομισθῆτε, νομισθῶσι(ν)
Ευκτική
νομισθείην, νομισθείης, νομισθείη, νομισθείημεν ή νομισθεῖμεν, νομισθείητε ή νομισθεῖτε, νομισθείησαν ή νομισθεῖεν
Προστακτική
---, νομίσθητι, νομισθήτω, ---, νομίσθητε, νομισθέντων ή νομισθήτωσαν
Απαρέμφατο
νομισθῆναι
Μετοχή
νομισθείς
νομισθεῖσα
νομισθέν
Παρακείμενος
Οριστική
νενόμισμαι, νενόμισαι, νενόμισται, νενομίσμεθα, νενόμισθε, νενομισμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
νενομισμένος- νενομισμένη-νενομισμένον ὦ
νενομισμένος- νενομισμένη-νενομισμένον ᾖς
νενομισμένος- νενομισμένη-νενομισμένον ᾖ
νενομισμένοι- νενομισμέναι-νενομισμένα ὦμεν
νενομισμένοι- νενομισμέναι-νενομισμένα ἦτε
νενομισμένοι- νενομισμέναι-νενομισμένα ὦσι
Ευκτική
νενομισμένος- νενομισμένη-νενομισμένον εἴην
νενομισμένος- νενομισμένη-νενομισμένον εἴης
νενομισμένος- νενομισμένη-νενομισμένον εἴη
νενομισμένοι- νενομισμέναι-νενομισμένα
εἴημεν (εἶμεν)
νενομισμένοι- νενομισμέναι-νενομισμένα
εἴητε (εἶτε)
νενομισμένοι- νενομισμέναι-νενομισμένα
εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, νενόμισο, νενομίσθω, --- νενόμισθε, νενομίσθων ή νενομίσθωσαν
Απαρέμφατο
νενομίσθαι
Μετοχή
νενομισμένος,
νενομισμένη,
νενομισμένον
Υπερσυντέλικος
ἐνενομίσμην, ἐνενόμισο, ἐνενόμιστο, ἐνενομίσμεθα, ἐνενόμισθε, νενομισμένοι ἦσαν
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
νομίζω, νομίζεις, νομίζει, νομίζομεν, νομίζετε, νομίζουσι(ν)
νομίζω, νομίζῃς, νομίζῃ, νομίζωμεν, νομίζητε, νομίζωσι(ν)
νομίζοιμι, νομίζοις, νομίζοι, νομίζοιμεν, νομίζοιτε, νομίζοιεν
Προστακτική
---, νόμιζε, νομιζέτω, ---, νομίζετε, νομιζόντων (ή νομιζέτωσαν)
Απαρέμφατο
νομίζειν
Μετοχή
νομίζων, νομίζουσα, νομίζον
Παρατατικός
Οριστική
ἐνόμιζον, ἐνόμιζες, ἐνόμιζε, ἐνομίζομεν, ἐνομίζετε, ἐνόμιζον
Οριστική
νομιῶ, νομιεῖς, νομιεῖ, νομιοῦμεν, νομιεῖτε, νομιοῦσι(ν)
νομιοῖμι, νομιοῖς, νομιοῖ, ή νομιοίην, νομιοίης, νομιοίη, νομιοῖμεν, νομιοῖτε, νομιοῖεν
νομιεῖν
νομιῶν, νομιοῦσα, νομιοῦν
Οριστική
ἐνόμισα, ἐνόμισας, ἐνόμισε(ν), ἐνομίσαμεν, ἐνομίσατε, ἐνόμισαν
νομίσω, νομίσῃς, νομίσῃ, νομίσωμεν, νομίσητε, νομίσωσι(ν)
νομίσαιμι, νομίσαις / νομίσειας, νομίσαι / νομίσειε(ν), νομίσαιμεν, νομίσαιτε, νομίσαιεν / νομίσειαν
Προστακτική
---, νόμισον, νομισάτω, ---, νομίσατε, νομισάντων (ή νομισάτωσαν)
Απαρέμφατο
νομίσαι
Μετοχή
νομίσας, νομίσασα, νομίσαν
Παρακείμενος
Οριστική
νενόμικα, νενόμικας, νενόμικε, νενομίκαμεν, νενομίκατε, νενομίκασι(ν)
Υποτακτική
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός ὦ
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός ᾖς
νενομικότες- νενομικυῖαι- νενομικότα ὦμεν
Ευκτική
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός εἴην
Προστακτική
---
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός ἴσθι
νενομικότες- νενομικυῖαι- νενομικότα ἔστε
Απαρέμφατο
νενομικέναι
Μετοχή
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐνενομίκειν, ἐνενομίκεις, ἐνενομίκει, ἐνενομίκεμεν, ἐνενομίκετε, ἐνενομίκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
νομίζομαι, νομίζῃ/νομίζει, νομίζεται, νομιζόμεθα, νομίζεσθε, νομίζονται
νομίζωμαι, νομίζῃ, νομίζηται, νομιζώμεθα, νομίζησθε, νομίζωνται
νομιζοίμην, νομίζοιο, νομίζοιτο, νομιζοίμεθα, νομίζοισθε, νομίζοιντο
Προστακτική
---, νομίζου, νομιζέσθω, ---, νομίζεσθε, νομιζέσθων ή νομιζέσθωσαν
Απαρέμφατο
νομίζεσθαι
Μετοχή
νομιζόμενος
νομιζομένη
νομιζόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐνομιζόμην, ἐνομίζου, ἐνομίζετο, ἐνομιζόμεθα, ἐνομίζεσθε, ἐνομίζοντο
Μέλλοντας
Οριστική
νομιοῦμαι, νομιῇ/νομιεῖ, νομιεῖται, νομιοῦμεθα, νομιεῖσθε, νομιοῦνται
νομιοίμην, νομιοῖο, νομιοῖτο, νομιοίμεθα, νομιοῖσθε, νομιοῖντο
νομιεῖσθαι
νομιούμενος
νομιουμένη
νομιούμενον
Οριστική
νομισθήσομαι, νομισθήσῃ/νομισθήσει, νομισθήσεται, νομισθησόμεθα, νομισθήσεσθε, νομισθήσονται
νομισθησοίμην, νομισθήσοιο, νομισθήσοιτο, νομισθησοίμεθα, νομισθήσοισθε, νομισθήσοιντο
Απαρέμφατο
νομισθήσεσθαι
Μετοχή
νομισθησόμενος
νομισθησομένη
νομισθησόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐνομίσθην, ἐνομίσθης, ἐνομίσθη, ἐνομίσθημεν, ἐνομίσθητε, ἐνομίσθησαν
νομισθῶ, νομισθῇς, νομισθῇ, νομισθῶμεν, νομισθῆτε, νομισθῶσι(ν)
νομισθείην, νομισθείης, νομισθείη, νομισθείημεν ή νομισθεῖμεν, νομισθείητε ή νομισθεῖτε, νομισθείησαν ή νομισθεῖεν
---, νομίσθητι, νομισθήτω, ---, νομίσθητε, νομισθέντων ή νομισθήτωσαν
Απαρέμφατο
νομισθῆναι
νομισθείς
νομισθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
νενόμισμαι, νενόμισαι, νενόμισται, νενομίσμεθα, νενόμισθε, νενομισμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
νενομισμένος- νενομισμένη-νενομισμένον ὦ
νενομισμένος- νενομισμένη-νενομισμένον ᾖς
νενομισμένοι- νενομισμέναι-νενομισμένα ὦμεν
Ευκτική
νενομισμένος- νενομισμένη-νενομισμένον εἴην
Προστακτική
---, νενόμισο, νενομίσθω, --- νενόμισθε, νενομίσθων ή νενομίσθωσαν
Απαρέμφατο
νενομίσθαι
Μετοχή
νενομισμένος,
νενομισμένη,
νενομισμένον
Υπερσυντέλικος
ἐνενομίσμην, ἐνενόμισο, ἐνενόμιστο, ἐνενομίσμεθα, ἐνενόμισθε, νενομισμένοι ἦσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου