Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λανθάνω»
Ενεστώτας
Οριστική
λανθάνω, λανθάνεις, λανθάνει, λανθάνομεν, λανθάνετε, λανθάνουσι(ν)
λανθάνω, λανθάνῃς, λανθάνῃ, λανθάνωμεν, λανθάνητε, λανθάνωσι(ν)
λανθάνοιμι, λανθάνοις, λανθάνοι, λανθάνοιμεν, λανθάνοιτε, λανθάνοιεν
Προστακτική
---, λάνθανε, λανθανέτω, ---, λανθάνετε, λανθανόντων (ή λανθανέτωσαν)
Απαρέμφατο
λανθάνειν
Μετοχή
λανθάνων, λανθάνουσα, λανθάνον
Παρατατικός
Οριστική
ἐλάνθανον, ἐλάνθανες, ἐλάνθανε, ἐλανθάνομεν, ἐλανθάνετε, ἐλάνθανον
Οριστική
λήσω, λήσεις, λήσει, λήσομεν, λήσετε, λήσουσι(ν)
Ευκτική
λήσοιμι, λήσοις, λήσοι, λήσοιμεν, λήσοιτε, λήσοιεν
Απαρέμφατο
λήσειν
Μετοχή
λήσων, λήσουσα, λῆσον
Οριστική
ἔλαθον, ἔλαθες, ἔλαθε(ν), ἐλάθομεν, ἐλάθετε, ἔλαθον
λάθω, λάθῃς, λάθῃ, λάθωμεν, λάθητε, λάθωσι(ν)
λάθοιμι, λάθοις, λάθοι, λάθοιμεν, λάθοιτε, λάθοιεν
Προστακτική
---, λάθε, λαθέτω, ---, λάθετε, λαθόντων (ή λαθέτωσαν)
Απαρέμφατο
λαθεῖν
λαθών, λαθοῦσα, λαθόν
Παρακείμενος
Οριστική
λέληθα, λέληθας, λέληθε, λελήθαμεν, λελήθατε, λελήθασι(ν)
λεληθώς- λεληθυῖα- λεληθός ὦ
λεληθώς- λεληθυῖα- λεληθός ᾖς
λεληθότες- λεληθυῖαι- λεληθότα ὦμεν
Ευκτική
λεληθώς- λεληθυῖα- λεληθός εἴην
---
λεληθώς- λεληθυῖα- λεληθός ἴσθι
λεληθότες- λεληθυῖαι- λεληθότα ἔστε
Απαρέμφατο
λεληθέναι
Μετοχή
λεληθώς, λεληθυῖα, λεληθός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐλελήθειν, ἐλελήθεις, ἐλελήθει, ἐλελήθεμεν, ἐλελήθετε, ἐλελήθεσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου