Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «χρήομαι /χρῶμαι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «χρήομαι /χρῶμαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Naxart Studio
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «χρήομαι /χρμαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
χρμαι, χρ, χρται, χρώμεθα, χρσθε, χρνται
Υποτακτική
χρμαι, χρ, χρται, χρώμεθα, χρσθε, χρνται
Ευκτική
χρμην, χρο, χρτο, χρμεθα, χρσθε, χρντο
Προστακτική
---, χρ, χρήσθω, ---, χρσθε, χρήσθων ή χρήσθωσαν
Απαρέμφατο
χρσθαι
Μετοχή
χρώμενος
χρωμένη
χρώμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
χρώμην, χρ, χρτο, χρώμεθα, χρσθε, χρντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
χρήσομαι, χρήσ/χρήσει, χρήσεται, χρησόμεθα, χρήσεσθε, χρήσονται
Ευκτική
χρησοίμην, χρήσοιο, χρήσοιτο, χρησοίμεθα, χρήσοισθε, χρήσοιντο
Απαρέμφατο
χρήσεσθαι
Μετοχή
χρησόμενος
χρησομένη
χρησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
χρησάμην, χρήσω, χρήσατο, χρησάμεθα, χρήσασθε, χρήσαντο
Υποτακτική
χρήσωμαι, χρήσ, χρήσηται, χρησώμεθα, χρήσησθε, χρήσωνται
Ευκτική
χρησαίμην, χρήσαιο, χρήσαιτο, χρησαίμεθα, χρήσαισθε, χρήσαιντο
Προστακτική
---, χρσαι, χρησάσθω, ---, χρήσασθε, χρησάσθων ή χρησάσθωσαν
Απαρέμφατο
χρήσασθαι
Μετοχή
χρησάμενος
χρησαμένη
χρησάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
χρήσθην, χρήσθης, χρήσθη, χρήσθημεν, χρήσθητε, χρήσθησαν
Υποτακτική
χρησθ, χρησθς, χρησθ, χρησθμεν, χρησθτε, χρησθσι(ν)
Ευκτική
χρησθείην, χρησθείης, χρησθείη, χρησθείημεν ή χρησθεμεν, χρησθείητε ή χρησθετε, χρησθείησαν ή χρησθεεν
Προστακτική
---, χρήσθητι, χρησθήτω, ---, χρήσθητε, χρησθέντων ή χρησθήτωσαν
Απαρέμφατο
χρησθναι
Μετοχή
χρησθείς
χρησθεσα
χρησθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κέχρημαι, κέχρησαι, κέχρηται, κεχρήμεθα, κέχρησθε, κέχρηνται 
 
Υποτακτική
κεχρημένος- κεχρημένη- κεχρημένον
κεχρημένος- κεχρημένη- κεχρημένον ς
κεχρημένος- κεχρημένη- κεχρημένον
κεχρημένοι- κεχρημέναι- κεχρημένα μεν
κεχρημένοι- κεχρημέναι- κεχρημένα τε
κεχρημένοι- κεχρημέναι- κεχρημένα σι
 
Ευκτική
κεχρημένος- κεχρημένη- κεχρημένον εην
κεχρημένος- κεχρημένη- κεχρημένον εης
κεχρημένος- κεχρημένη- κεχρημένον εη
κεχρημένοι- κεχρημέναι- κεχρημένα εημεν (εμεν)
κεχρημένοι- κεχρημέναι- κεχρημένα εητε (ετε)
κεχρημένοι- κεχρημέναι- κεχρημένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, κέχρησο, κεχρήσθω, --- κέχρησθε, κεχρήσθων ή κεχρήσθωσαν
 
Απαρέμφατο
κεχρσθαι
 
Μετοχή
κεχρημένος,
κεχρημένη,
κεχρημένον
 
Υπερσυντέλικος
κεχρήμην, κέχρησο, κέχρητο, κεχρήμεθα, κέχρησθε, κέχρηντο

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...