Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ψηφίζω / ψηφίζομαι»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ψηφίζω, ψηφίζεις, ψηφίζει, ψηφίζομεν, ψηφίζετε, ψηφίζουσι(ν)
ψηφίζω, ψηφίζῃς, ψηφίζῃ, ψηφίζωμεν, ψηφίζητε, ψηφίζωσι(ν)
ψηφίζοιμι, ψηφίζοις, ψηφίζοι, ψηφίζοιμεν, ψηφίζοιτε, ψηφίζοιεν
Προστακτική
---, ψήφιζε, ψηφιζέτω, ---, ψηφίζετε, ψηφιζόντων (ή ψηφιζέτωσαν)
Απαρέμφατο
ψηφίζειν
Μετοχή
ψηφίζων, ψηφίζουσα, ψηφίζον
Παρατατικός
Οριστική
ἐψήφιζον, ἐψήφιζες, ἐψήφιζε, ἐψηφίζομεν, ἐψηφίζετε, ἐψήφιζον
Μέλλοντας
Οριστική
ψηφιῶ, ψηφιεῖς, ψηφιεῖ, ψηφιοῦμεν, ψηφιεῖτε, ψηφιοῦσι(ν)
ψηφιοῖμι, ψηφιοῖς, ψηφιοῖ, ή ψηφιοίην, ψηφιοίης, ψηφιοίη, ψηφιοῖμεν, ψηφιοῖτε, ψηφιοῖεν
ψηφιεῖν
ψηφιῶν, ψηφιοῦσα, ψηφιοῦν
Αόριστος
Οριστική
ἐψήφισα, ἐψήφισας, ἐψήφισε(ν), ἐψηφίσαμεν, ἐψηφίσατε, ἐψήφισαν
ψηφίσω, ψηφίσῃς, ψηφίσῃ, ψηφίσωμεν, ψηφίσητε, ψηφίσωσι(ν)
ψηφίσαιμι, ψηφίσαις / ψηφίσειας, ψηφίσαι / ψηφίσειε(ν), ψηφίσαιμεν, ψηφίσαιτε, ψηφίσαιεν / ψηφίσειαν
Προστακτική
---, ψήφισον, ψηφισάτω, ---, ψηφίσατε, ψηφισάντων (ή ψηφισάτωσαν)
Απαρέμφατο
ψηφίσαι
Μετοχή
ψηφίσας, ψηφίσασα, ψηφίσαν
Παρακείμενος
Οριστική
ἐψήφικα, ἐψήφικας, ἐψήφικε, ἐψηφίκαμεν, ἐψηφίκατε, ἐψηφίκασι(ν)
Υποτακτική
ἐψηφικώς- ἐψηφικυῖα- ἐψηφικός ὦ
ἐψηφικώς- ἐψηφικυῖα- ἐψηφικός ᾖς
ἐψηφικότες- ἐψηφικυῖαι- ἐψηφικότα ὦμεν
Ευκτική
ἐψηφικώς- ἐψηφικυῖα- ἐψηφικός εἴην
Προστακτική
---
ἐψηφικώς- ἐψηφικυῖα- ἐψηφικός ἴσθι
ἐψηφικότες- ἐψηφικυῖαι- ἐψηφικότα ἔστε
Απαρέμφατο
ἐψηφικέναι
ἐψηφικώς- ἐψηφικυῖα- ἐψηφικός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐψηφίκειν, ἐψηφίκεις, ἐψηφίκει, ἐψηφίκεμεν, ἐψηφίκετε, ἐψηφίκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ψηφίζομαι, ψηφίζῃ/ψηφίζει, ψηφίζεται, ψηφιζόμεθα, ψηφίζεσθε, ψηφίζονται
ψηφίζωμαι, ψηφίζῃ, ψηφίζηται, ψηφιζώμεθα, ψηφίζησθε, ψηφίζωνται
ψηφιζοίμην, ψηφίζοιο, ψηφίζοιτο, ψηφιζοίμεθα, ψηφίζοισθε, ψηφίζοιντο
Προστακτική
---, ψηφίζου, ψηφιζέσθω, ---, ψηφίζεσθε, ψηφιζέσθων ή ψηφιζέσθωσαν
Απαρέμφατο
ψηφίζεσθαι
Μετοχή
ψηφιζόμενος
ψηφιζομένη
ψηφιζόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐψηφιζόμην, ἐψηφίζου, ἐψηφίζετο, ἐψηφιζόμεθα, ἐψηφίζεσθε, ἐψηφίζοντο
Μέλλοντας
Οριστική
ψηφιοῦμαι, ψηφιῇ/ψηφιεῖ, ψηφιεῖται, ψηφιοῦμεθα, ψηφιεῖσθε, ψηφιοῦνται
ψηφιοίμην, ψηφιοῖο, ψηφιοῖτο, ψηφιοίμεθα, ψηφιοῖσθε, ψηφιοῖντο
ψηφιεῖσθαι
ψηφιούμενος
ψηφιουμένη
ψηφιούμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
ψηφισθήσομαι, ψηφισθήσῃ/ψηφισθήσει, ψηφισθήσεται, ψηφισθησόμεθα, ψηφισθήσεσθε, ψηφισθήσονται
ψηφισθησοίμην, ψηφισθήσοιο, ψηφισθήσοιτο, ψηφισθησοίμεθα, ψηφισθήσοισθε, ψηφισθήσοιντο
Απαρέμφατο
ψηφισθήσεσθαι
Μετοχή
ψηφισθησόμενος
ψηφισθησομένη
ψηφισθησόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐψηφίσθην, ἐψηφίσθης, ἐψηφίσθη, ἐψηφίσθημεν, ἐψηφίσθητε, ἐψηφίσθησαν
ψηφισθῶ, ψηφισθῇς, ψηφισθῇ, ψηφισθῶμεν, ψηφισθῆτε, ψηφισθῶσι(ν)
ψηφισθείην, ψηφισθείης, ψηφισθείη, ψηφισθείημεν ή ψηφισθεῖμεν, ψηφισθείητε ή ψηφισθεῖτε, ψηφισθείησαν ή ψηφισθεῖεν
---, ψηφίσθητι, ψηφισθήτω, ---, ψηφίσθητε, ψηφισθέντων ή ψηφισθήτωσαν
Απαρέμφατο
ψηφισθῆναι
ψηφισθείς
ψηφισθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
ἐψήφισμαι, ἐψήφισαι, ἐψήφισται, ἐψηφίσμεθα, ἐψήφισθε, ἐψηφισμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
ἐψηφισμένος- ἐψηφισμένη-ἐψηφισμένον ὦ
ἐψηφισμένος- ἐψηφισμένη-ἐψηφισμένον ᾖς
ἐψηφισμένοι- ἐψηφισμέναι-ἐψηφισμένα ὦμεν
Ευκτική
ἐψηφισμένος- ἐψηφισμένη-ἐψηφισμένον εἴην
Προστακτική
---, ἐψήφισο, ἐψηφίσθω, --- ἐψήφισθε, ἐψηφίσθων ή ἐψηφίσθωσαν
Απαρέμφατο
ἐψηφίσθαι
ἐψηφισμένος,
Υπερσυντέλικος
ἐψηφίσμην, ἐψήφισο, ἐψήφιστο, ἐψηφίσμεθα, ἐψήφισθε, ἐψηφισμένοι ἦσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου