Heinrich Friedrich
Füger, Prometheus brings fire to mankind (1817)
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ὀνίνημι»
(ὀνίνημι = ωφελώ)
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ὀνίνημι, ὀνίνης, ὀνίνησι, ---, ---, ---
Υποτακτική
----
Ευκτική
----
Προστακτική
---
Απαρέμφατο
ὀνινάναι
Μετοχή
---, ὀνινᾶσα, ---
Παρατατικός (τον αναπληρώνει από το ὠφελῶ)
Οριστική
ὠφέλουν, ὠφέλεις, ὠφέλει, ὠφελοῦμεν, ὠφελεῖτε, ὠφέλουν
Μέλλοντας
Οριστική
ὀνήσω, ὀνήσεις, ὀνήσει, ὀνήσομεν, ὀνήσετε, ὀνήσουσι(ν)
Ευκτική
ὀνήσοιμι, ὀνήσοις, ὀνήσοι, ὀνήσοιμεν, ὀνήσοιτε, ὀνήσοιεν
Απαρέμφατο
ὀνήσειν
Μετοχή
ὀνήσων, ὀνήσουσα, ὀνῆσον
Αόριστος
Οριστική
ὤνησα, ὤνησας, ὤνησε(ν), ὠνήσαμεν, ὠνήσατε, ὤνησαν
Υποτακτική
ὀνήσω, ὀνήσῃς, ὀνήσῃ, ὀνήσωμεν, ὀνήσητε, ὀνήσωσι(ν)
Ευκτική
ὀνήσαιμι, ὀνήσαις - ὀνήσειας, ὀνήσαι - ὀνήσειε(ν), ὀνήσαιμεν, ὀνήσαιτε, ὀνήσαιεν - ὀνήσειαν
Προστακτική
---, ὄνησον, ὀνησάτω, ---, ὀνήσατε, ὀνησάντων (ή ὀνησάτωσαν)
Απαρέμφατο
ὀνῆσαι
Μετοχή
ὀνήσας, ὀνήσασα, ὀνῆσαν
Παρακείμενος
Οριστική
ὠφέληκα, ὠφέληκας, ὠφέληκε(ν), ὠφελήκαμεν, ὠφελήκατε, ὠφελήκασι
Υποτακτική
ὠφεληκώς- ὠφεληκυῖα- ὠφεληκός ὦ
ὠφεληκώς- ὠφεληκυῖα- ὠφεληκός ᾖς
ὠφεληκώς- ὠφεληκυῖα- ὠφεληκός ᾖ
ὠφεληκότες- ὠφεληκυῖαι- ὠφεληκότα ὦμεν
ὠφεληκότες- ὠφεληκυῖαι- ὠφεληκότα ἦτε
ὠφεληκότες- ὠφεληκυῖαι- ὠφεληκότα ὦσι
Ευκτική
ὠφεληκώς- ὠφεληκυῖα- ὠφεληκός εἴην
ὠφεληκώς- ὠφεληκυῖα- ὠφεληκός εἴης
ὠφεληκώς- ὠφεληκυῖα- ὠφεληκός εἴη
ὠφεληκότες- ὠφεληκυῖαι- ὠφεληκότα εἴημεν (εἶμεν)
ὠφεληκότες- ὠφεληκυῖαι- ὠφεληκότα εἴητε (εἶτε)
ὠφεληκότες- ὠφεληκυῖαι- ὠφεληκότα (εἶεν)
Προστακτική
---
ὠφεληκώς- ὠφεληκυῖα- ὠφεληκός ἴσθι
ὠφεληκώς- ὠφεληκυῖα- ὠφεληκός ἔστω
---
ὠφεληκότες- ὠφεληκυῖαι- ὠφεληκότα ἔστε
ὠφεληκότες- ὠφεληκυῖαι- ὠφεληκότα ἔστων
Απαρέμφατο
ὠφεληκέναι
Μετοχή
ὠφεληκώς- ὠφεληκυῖα- ὠφεληκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ὠφελήκειν, ὠφελήκεις, ὠφελήκει, ὠφελήκεμεν, ὠφελήκετε, ὠφελήκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ὀνίναμαι, ὀνίνασαι, ὀνίναται, ὀνινάμεθα, ὀνίνασθε, ὀνίνανται
Υποτακτική
ὀνινῶμαι, ὀνινῇ, ὀνινῆται, ὀνινώμεθα, ὀνινῆσθε, ὀνινῶνται
Ευκτική
ὀνιναίμην, ὀνιναῖο, ὀνιναῖτο, ὀνιναίμεθα, ὀνιναῖσθε, ὀνιναῖντο
Προστακτική
---, ὀνίνασο, ὀνινάσθω, ---, ὀνίνασθε, ὀνινάσθων ή ὀνινάσθωσαν
Απαρέμφατο
ὀνίνασθαι
Μετοχή
ὀνινάμενος
ὀνιναμένη
ὀνινάμενον
Παρατατικός
Οριστική
ὠνινάμην, ὠνίνασο, ὠνίνατο, ὠνινάμεθα, ὠνίνασθε, ὠνίναντο
Μέλλοντας
Οριστική
ὀνήσομαι, ὀνήσῃ/ὀνήσει, ὀνήσεται, ὀνησόμεθα, ὀνήσεσθε, ὀνήσονται
Ευκτική
ὀνησοίμην, ὀνήσοιο, ὀνήσοιτο, ὀνησοίμεθα, ὀνήσοισθε, ὀνήσοιντο
Απαρέμφατο
ὀνήσεσθαι
Μετοχή
ὀνησόμενος
ὀνησομένη
ὀνησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ὠνήμην, ὤνησω, ὤνητο, ὠνήμεθα, ὤνησθε, ὤνηντο
Υποτακτική
----
Ευκτική
ὀναίμην, ὄναιο, ὄναιτο, ὀναίμεθα, ὄναισθε, ὄναιντο
Προστακτική
---, ὄνησο, ὀνήσθω, ---, ὄνησθε, ὀνήσθων ή ὀνήσθωσαν
Απαρέμφατο
ὄνασθαι
Μετοχή
ὀνήμενος
ὀνημένη
ὀνήμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ὠνήθην, ὠνήθης, ὠνήθη, ὠνήθημεν, ὠνήθητε, ὠνήθησαν
Υποτακτική
ὀνηθῶ, ὀνηθῇς, ὀνηθῇ, ὀνηθῶμεν, ὀνηθῆτε, ὀνηθῶσι(ν)
Ευκτική
ὀνηθείην, ὀνηθείης, ὀνηθείη, ὀνηθείημεν ή ὀνηθεῖμεν, ὀνηθείητε ή ὀνηθεῖτε, ὀνηθείησαν ή ὀνηθεῖεν
Προστακτική
---, ὀνήθητι, ὀνηθήτω, ---, ὀνήθητε, ὀνηθέντων ή ὀνηθήτωσαν
Απαρέμφατο
ὀνηθῆναι
Μετοχή
ὀνηθείς
ὀνηθεῖσα
ὀνηθέν
Παρακείμενος
Οριστική
ὠφέλημαι, ὠφέλησαι, ὠφέληται, ὠφελήμεθα, ὠφέλησθε, ὠφέληνται
Υποτακτική
ὠφελημένος- ὠφελημένη-ὠφελημένον ὦ
ὠφελημένος- ὠφελημένη-ὠφελημένον ᾖς
ὠφελημένος- ὠφελημένη-ὠφελημένον ᾖ
ὠφελημένοι- ὠφελημέναι-ὠφελημένα ὦμεν
ὠφελημένοι- ὠφελημέναι-ὠφελημένα ἦτε
ὠφελημένοι- ὠφελημέναι-ὠφελημένα ὦσι
Ευκτική
ὠφελημένος- ὠφελημένη-ὠφελημένον εἴην
ὠφελημένος- ὠφελημένη-ὠφελημένον εἴης
ὠφελημένος- ὠφελημένη-ὠφελημένον εἴη
ὠφελημένοι- ὠφελημέναι-ὠφελημένα εἴημεν (εἶμεν)
ὠφελημένοι- ὠφελημέναι-ὠφελημένα εἴητε (εἶτε)
ὠφελημένοι- ὠφελημέναι-ὠφελημένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, ὠφέλησο, ὠφελήσθω, --- ὠφέλησθε, ὠφελήσθων ή ὠφελήσθωσαν
Απαρέμφατο
ὠφελῆσθαι
Μετοχή
ὠφελημένος,
ὠφελημένη,
ὠφελημένον
Υπερσυντέλικος
ὠφελήμην, ὠφέλησο, ὠφέλητο, ὠφελήμεθα, ὠφέλησθε, ὠφέληντο
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ὀνίνημι»
(ὀνίνημι = ωφελώ)
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ὀνίνημι, ὀνίνης, ὀνίνησι, ---, ---, ---
----
Ευκτική
----
Προστακτική
---
Απαρέμφατο
ὀνινάναι
---, ὀνινᾶσα, ---
Παρατατικός (τον αναπληρώνει από το ὠφελῶ)
ὠφέλουν, ὠφέλεις, ὠφέλει, ὠφελοῦμεν, ὠφελεῖτε, ὠφέλουν
Οριστική
ὀνήσω, ὀνήσεις, ὀνήσει, ὀνήσομεν, ὀνήσετε, ὀνήσουσι(ν)
ὀνήσοιμι, ὀνήσοις, ὀνήσοι, ὀνήσοιμεν, ὀνήσοιτε, ὀνήσοιεν
ὀνήσειν
ὀνήσων, ὀνήσουσα, ὀνῆσον
Αόριστος
Οριστική
ὤνησα, ὤνησας, ὤνησε(ν), ὠνήσαμεν, ὠνήσατε, ὤνησαν
ὀνήσω, ὀνήσῃς, ὀνήσῃ, ὀνήσωμεν, ὀνήσητε, ὀνήσωσι(ν)
ὀνήσαιμι, ὀνήσαις - ὀνήσειας, ὀνήσαι - ὀνήσειε(ν), ὀνήσαιμεν, ὀνήσαιτε, ὀνήσαιεν - ὀνήσειαν
---, ὄνησον, ὀνησάτω, ---, ὀνήσατε, ὀνησάντων (ή ὀνησάτωσαν)
ὀνῆσαι
ὀνήσας, ὀνήσασα, ὀνῆσαν
Οριστική
ὠφέληκα, ὠφέληκας, ὠφέληκε(ν), ὠφελήκαμεν, ὠφελήκατε, ὠφελήκασι
Υποτακτική
ὠφεληκώς- ὠφεληκυῖα- ὠφεληκός ὦ
ὠφεληκώς- ὠφεληκυῖα- ὠφεληκός ᾖς
ὠφεληκότες- ὠφεληκυῖαι- ὠφεληκότα ὦμεν
Ευκτική
ὠφεληκώς- ὠφεληκυῖα- ὠφεληκός εἴην
Προστακτική
---
ὠφεληκώς- ὠφεληκυῖα- ὠφεληκός ἴσθι
ὠφεληκότες- ὠφεληκυῖαι- ὠφεληκότα ἔστε
ὠφεληκέναι
ὠφεληκώς- ὠφεληκυῖα- ὠφεληκός
Οριστική
ὠφελήκειν, ὠφελήκεις, ὠφελήκει, ὠφελήκεμεν, ὠφελήκετε, ὠφελήκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ὀνίναμαι, ὀνίνασαι, ὀνίναται, ὀνινάμεθα, ὀνίνασθε, ὀνίνανται
ὀνινῶμαι, ὀνινῇ, ὀνινῆται, ὀνινώμεθα, ὀνινῆσθε, ὀνινῶνται
ὀνιναίμην, ὀνιναῖο, ὀνιναῖτο, ὀνιναίμεθα, ὀνιναῖσθε, ὀνιναῖντο
---, ὀνίνασο, ὀνινάσθω, ---, ὀνίνασθε, ὀνινάσθων ή ὀνινάσθωσαν
ὀνίνασθαι
ὀνινάμενος
Παρατατικός
Οριστική
ὠνινάμην, ὠνίνασο, ὠνίνατο, ὠνινάμεθα, ὠνίνασθε, ὠνίναντο
Μέλλοντας
Οριστική
ὀνήσομαι, ὀνήσῃ/ὀνήσει, ὀνήσεται, ὀνησόμεθα, ὀνήσεσθε, ὀνήσονται
ὀνησοίμην, ὀνήσοιο, ὀνήσοιτο, ὀνησοίμεθα, ὀνήσοισθε, ὀνήσοιντο
ὀνήσεσθαι
ὀνησόμενος
Αόριστος
Οριστική
ὠνήμην, ὤνησω, ὤνητο, ὠνήμεθα, ὤνησθε, ὤνηντο
----
Ευκτική
ὀναίμην, ὄναιο, ὄναιτο, ὀναίμεθα, ὄναισθε, ὄναιντο
---, ὄνησο, ὀνήσθω, ---, ὄνησθε, ὀνήσθων ή ὀνήσθωσαν
ὄνασθαι
ὀνήμενος
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ὠνήθην, ὠνήθης, ὠνήθη, ὠνήθημεν, ὠνήθητε, ὠνήθησαν
ὀνηθῶ, ὀνηθῇς, ὀνηθῇ, ὀνηθῶμεν, ὀνηθῆτε, ὀνηθῶσι(ν)
ὀνηθείην, ὀνηθείης, ὀνηθείη, ὀνηθείημεν ή ὀνηθεῖμεν, ὀνηθείητε ή ὀνηθεῖτε, ὀνηθείησαν ή ὀνηθεῖεν
---, ὀνήθητι, ὀνηθήτω, ---, ὀνήθητε, ὀνηθέντων ή ὀνηθήτωσαν
ὀνηθῆναι
ὀνηθείς
Οριστική
ὠφέλημαι, ὠφέλησαι, ὠφέληται, ὠφελήμεθα, ὠφέλησθε, ὠφέληνται
Υποτακτική
ὠφελημένος- ὠφελημένη-ὠφελημένον ὦ
ὠφελημένος- ὠφελημένη-ὠφελημένον ᾖς
ὠφελημένοι- ὠφελημέναι-ὠφελημένα ὦμεν
Ευκτική
ὠφελημένος- ὠφελημένη-ὠφελημένον εἴην
Προστακτική
---, ὠφέλησο, ὠφελήσθω, --- ὠφέλησθε, ὠφελήσθων ή ὠφελήσθωσαν
ὠφελῆσθαι
ὠφελημένος,
Υπερσυντέλικος
ὠφελήμην, ὠφέλησο, ὠφέλητο, ὠφελήμεθα, ὠφέλησθε, ὠφέληντο
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου