Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κινδυνεύω»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κινδυνεύω, κινδυνεύεις, κινδυνεύει, κινδυνεύομεν, κινδυνεύετε, κινδυνεύουσι(ν)
κινδυνεύω, κινδυνεύῃς, κινδυνεύῃ, κινδυνεύωμεν, κινδυνεύητε, κινδυνεύωσι(ν)
κινδυνεύοιμι, κινδυνεύοις, κινδυνεύοι, κινδυνεύοιμεν, κινδυνεύοιτε, κινδυνεύοιεν
Προστακτική
---, κινδύνευε, κινδυνευέτω, ---, κινδυνεύετε, κινδυνευόντων (ή κινδυνευέτωσαν)
Απαρέμφατο
κινδυνεύειν
Μετοχή
κινδυνεύων, κινδυνεύουσα, κινδυνεῦον
Παρατατικός
Οριστική
ἐκινδύνευον, ἐκινδύνευες, ἐκινδύνευε, ἐκινδυνεύομεν, ἐκινδυνεύετε, ἐκινδύνευον
Μέλλοντας
Οριστική
κινδυνεύσω, κινδυνεύσεις, κινδυνεύσει, κινδυνεύσομεν, κινδυνεύσετε, κινδυνεύσουσι(ν)
κινδυνεύσοιμι, κινδυνεύσοις, κινδυνεύσοι, κινδυνεύσοιμεν, κινδυνεύσοιτε, κινδυνεύσοιεν
Απαρέμφατο
κινδυνεύσειν
Μετοχή
κινδυνεύσων, κινδυνεύσουσα, κινδυνεῦσον
Αόριστος
Οριστική
ἐκινδύνευσα, ἐκινδύνευσας, ἐκινδύνευσε(ν), ἐκινδυνεύσαμεν, ἐκινδυνεύσατε, ἐκινδύνευσαν
κινδυνεύσω, κινδυνεύσῃς, κινδυνεύσῃ, κινδυνεύσωμεν, κινδυνεύσητε, κινδυνεύσωσι(ν)
κινδυνεύσαιμι, κινδυνεύσαις ή κινδυνεύσειας, κινδυνεύσαι ή κινδυνεύσειε(ν), κινδυνεύσαιμεν, κινδυνεύσαιτε, κινδυνεύσαιεν ή κινδυνεύσειαν
Προστακτική
---, κινδύνευσον, κινδυνευσάτω, ---, κινδυνεύσατε, κινδυνευσάντων (ή κινδυνευσάτωσαν)
Απαρέμφατο
κινδυνεῦσαι
κινδυνεύσας, κινδυνεύσασα, κινδυνεῦσαν
Παρακείμενος
Οριστική
κεκινδύνευκα, κεκινδύνευκας, κεκινδύνευκε, κεκινδυνεύκαμεν, κεκινδυνεύκατε, κεκινδυνεύκασι(ν)
Υποτακτική
κεκινδυνευκώς- κεκινδυνευκυῖα- κεκινδυνευκός ὦ
κεκινδυνευκώς- κεκινδυνευκυῖα- κεκινδυνευκός ᾖς
κεκινδυνευκότες- κεκινδυνευκυῖαι- κεκινδυνευκότα ὦμεν
Ευκτική
κεκινδυνευκώς- κεκινδυνευκυῖα- κεκινδυνευκός εἴην
Προστακτική
---
κεκινδυνευκώς- κεκινδυνευκυῖα- κεκινδυνευκός ἴσθι
κεκινδυνευκότες- κεκινδυνευκυῖαι- κεκινδυνευκότα ἔστε
Απαρέμφατο
κεκινδυνευκέναι
Μετοχή
κεκινδυνευκώς- κεκινδυνευκυῖα- κεκινδυνευκός
Οριστική
ἐκεκινδυνεύκειν, ἐκεκινδυνεύκεις, ἐκεκινδυνεύκει, ἐκεκινδυνεύκεμεν, ἐκεκινδυνεύκετε, ἐκεκινδυνεύκεσαν
Ενεστώτας
Οριστική
κινδυνεύομαι, κινδυνεύῃ ή κινδυνεύει, κινδυνεύεται, κινδυνευόμεθα, κινδυνεύεσθε, κινδυνεύονται
κινδυνεύωμαι, κινδυνεύῃ, κινδυνεύηται, κινδυνευώμεθα, κινδυνεύησθε, κινδυνεύωνται
κινδυνευοίμην, κινδυνεύοιο, κινδυνεύοιτο, κινδυνευοίμεθα, κινδυνεύοισθε, κινδυνεύοιντο
Προστακτική
---, κινδυνεύου, κινδυνευέσθω, ---, κινδυνεύεσθε, κινδυνευέσθων ή κινδυνευέσθωσαν
Απαρέμφατο
κινδυνεύεσθαι
Μετοχή
κινδυνευόμενος
κινδυνευομένη
κινδυνευόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐκινδυνευόμην, ἐκινδυνεύου, ἐκινδυνεύετο, ἐκινδυνευόμεθα, ἐκινδυνεύεσθε, ἐκινδυνεύοντο
Οριστική
κινδυνευθήσομαι, κινδυνευθήσῃ ή κινδυνευθήσει, κινδυνευθήσεται, κινδυνευθησόμεθα, κινδυνευθήσεσθε, κινδυνευθήσονται
κινδυνευθησοίμην, κινδυνευθήσοιο, κινδυνευθήσοιτο, κινδυνευθησοίμεθα, κινδυνευθήσοισθε, κινδυνευθήσοιντο
Απαρέμφατο
κινδυνευθήσεσθαι
Μετοχή
κινδυνευθησόμενος
κινδυνευθησομένη
κινδυνευθησόμενον
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου