Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «καθιστώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
καθιστώ, καθιστάς, καθιστά, καθιστούμε, καθιστάτε, καθιστούν (ή καθιστούνε)
να καθιστώ, να καθιστάς, να καθιστά, να καθιστούμε, να καθιστάτε, να καθιστούν
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: καθιστάτε
Μετοχή
καθιστώντας
Παρατατικός
Οριστική
καθιστούσα, καθιστούσες, καθιστούσε, καθιστούσαμε, καθιστούσατε, καθιστούσαν
Αόριστος
Οριστική
κατέστησα, κατέστησες, κατέστησε, καταστήσαμε, καταστήσατε, κατέστησαν
να καταστήσω, να καταστήσεις, να καταστήσει, να καταστήσουμε, να καταστήσετε, να καταστήσουν
Προστακτική
β΄ ενικό: κατάστησε β΄ πληθυντικό: καταστήστε ή καταστήσετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα καθιστώ, θα καθιστάς, θα καθιστά, θα καθιστούμε, θα καθιστάτε, θα καθιστούν
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα καταστήσω, θα καταστήσεις, θα καταστήσει, θα καταστήσουμε, θα καταστήσετε, θα καταστήσουν
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω καταστήσει, θα έχεις καταστήσει, θα έχει καταστήσει, θα έχουμε καταστήσει, θα έχετε καταστήσει, θα έχουν καταστήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω καταστήσει, έχεις καταστήσει, έχει καταστήσει, έχουμε καταστήσει, έχετε καταστήσει, έχουν καταστήσει
να έχω καταστήσει, να έχεις καταστήσει, να έχει καταστήσει, να έχουμε καταστήσει, να έχετε καταστήσει, να έχουν καταστήσει
Μετοχή
έχοντας καταστήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα καταστήσει, είχες καταστήσει, είχε καταστήσει, είχαμε καταστήσει, είχατε καταστήσει, είχαν(ε) καταστήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
καθίσταμαι, καθίστασαι, καθίσταται, καθιστάμεθα, καθίστασθε, καθίστανται
να καθίσταμαι, να καθίστασαι, να καθίσταται, να καθιστάμεθα, να καθίστασθε, να καθίστανται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: καθίστασθε
Μετοχή
καθιστάμενος
Παρατατικός
Οριστική
καθιστάμην, καθίστασο, καθίστατο, καθιστάμεθα, καθίστασθε, καθίσταντο
Οριστική
κατέστην, κατέστης, κατέστη, κατέστημεν, κατέστητε, κατέστησαν
Υποτακτική
να καταστώ, να καταστείς, να καταστεί, να καταστούμε, να καταστείτε, να καταστούν
Προστακτική
β΄ ενικού: καταστήσου β΄ πληθυντικό: καταστείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα καθίσταμαι, θα καθίστασαι, θα καθίσταται, θα καθιστάμεθα, θα καθίστασθε, θα καθίστανται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα καταστώ, θα καταστείς, θα καταστεί, θα καταστούμε, θα καταστείτε, θα καταστούν
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω καταστεί, θα έχεις καταστεί, θα έχει καταστεί, θα έχουμε καταστεί, θα έχετε καταστεί, θα έχουν καταστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω καταστεί, έχεις καταστεί, έχει καταστεί, έχουμε καταστεί, έχετε καταστεί, έχουν καταστεί
να έχω καταστεί, να έχεις καταστεί, να έχει καταστεί, να έχουμε καταστεί, να έχετε καταστεί, να έχουν καταστεί
Μετοχή
κατεστημένος, κατεστημένη, κατεστημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα καταστεί, είχες καταστεί, είχε καταστεί, είχαμε καταστεί, είχατε καταστεί, είχαν(ε) καταστεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου