Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λυσιτελέω-ῶ»
Ενεστώτας
Οριστική
λυσιτελῶ, λυσιτελεῖς, λυσιτελεῖ, λυσιτελοῦμεν, λυσιτελεῖτε, λυσιτελοῦσι(ν)
λυσιτελῶ, λυσιτελῇς, λυσιτελῇ, λυσιτελῶμεν, λυσιτελῆτε, λυσιτελῶσι(ν)
λυσιτελοῖμι, λυσιτελοῖς, λυσιτελοῖ, ή λυσιτελοίην, λυσιτελοίης, λυσιτελοίη, λυσιτελοῖμεν, λυσιτελοῖτε, λυσιτελοῖεν
---, λυσιτέλει, λυσιτελείτω, ---, λυσιτελεῖτε, λυσιτελούντων (ή λυσιτελείτωσαν)
λυσιτελεῖν
λυσιτελῶν, λυσιτελοῦσα, λυσιτελοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ἐλυσιτέλουν, ἐλυσιτέλεις, ἐλυσιτέλει, ἐλυσιτελοῦμεν, ἐλυσιτελεῖτε, ἐλυσιτέλουν
Οριστική
λυσιτελήσω, λυσιτελήσεις, λυσιτελήσει, λυσιτελήσομεν, λυσιτελήσετε, λυσιτελήσουσι(ν)
λυσιτελήσοιμι, λυσιτελήσοις, λυσιτελήσοι, λυσιτελήσοιμεν, λυσιτελήσοιτε, λυσιτελήσοιεν
Απαρέμφατο
λυσιτελήσειν
Μετοχή
λυσιτελήσων, λυσιτελήσουσα, λυσιτελῆσον
Αόριστος
Οριστική
ἐλυσιτέλησα, ἐλυσιτέλησας, ἐλυσιτέλησε(ν), ἐλυσιτελήσαμεν, ἐλυσιτελήσατε, ἐλυσιτέλησαν
λυσιτελήσω, λυσιτελήσῃς, λυσιτελήσῃ, λυσιτελήσωμεν, λυσιτελήσητε, λυσιτελήσωσι(ν)
λυσιτελήσαιμι, λυσιτελήσαις ή λυσιτελήσειας, λυσιτελήσαι ή λυσιτελήσειε(ν), λυσιτελήσαιμεν, λυσιτελήσαιτε, λυσιτελήσαιεν ή λυσιτελήσειαν
Προστακτική
---, λυσιτέλησον, λυσιτελησάτω, ---, λυσιτελήσατε, λυσιτελησάντων (ή λυσιτελησάτωσαν)
Απαρέμφατο
λυσιτελῆσαι
λυσιτελήσας, λυσιτελήσασα, λυσιτελῆσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου