Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αγαπάω / αγαπώ» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αγαπάω / αγαπώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Germaine Fine Art 

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αγαπάω / αγαπώ»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
αγαπάω & αγαπώ, αγαπάς, αγαπάει & αγαπά, αγαπάμε & αγαπούμε, αγαπάτε, αγαπάνε (ή αγαπάν) & αγαπούν (ή αγαπούνε)  
Υποτακτική
να αγαπάω & να αγαπώ, να αγαπάς, να αγαπάει & να αγαπά, να αγαπάμε & να αγαπούμε, να αγαπάτε, να αγαπάνε (ή να αγαπάν) & να αγαπούν (ή να αγαπούνε) 
Προστακτική
β΄ ενικό: αγάπα – β΄ πληθυντικό: αγαπάτε 
Μετοχή
αγαπώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
αγαπούσα, αγαπούσες, αγαπούσε, αγαπούσαμε, αγαπούσατε, αγαπούσαν (ή αγαπούσανε)
& αγάπαγα, αγάπαγες, αγάπαγε, αγαπάγαμε, αγαπάγατε, αγάπαγαν (ή αγαπάγανε)
 
Αόριστος
Οριστική
αγάπησα, αγάπησες, αγάπησε, αγαπήσαμε, αγαπήσατε, αγάπησαν (ή αγαπήσανε)
Υποτακτική
να αγαπήσω, να αγαπήσεις, να αγαπήσει, να αγαπήσουμε, να αγαπήσετε, να αγαπήσουν (ή να αγαπήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αγάπησε – β΄ πληθυντικό: αγαπήστε      
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αγαπάω & θα αγαπώ, θα αγαπάς, θα αγαπάει & θα αγαπά, θα αγαπάμε & θα αγαπούμε, θα αγαπάτε, θα αγαπούν (ή θα αγαπούνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αγαπήσω, θα αγαπήσεις, θα αγαπήσει, θα αγαπήσουμε, θα αγαπήσετε, θα αγαπήσουν (ή θα αγαπήσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αγαπήσει, θα έχεις αγαπήσει, θα έχει αγαπήσει, θα έχουμε αγαπήσει, θα έχετε αγαπήσει, θα έχουν αγαπήσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αγαπήσει, έχεις αγαπήσει, έχει αγαπήσει, έχουμε αγαπήσει, έχετε αγαπήσει, έχουν αγαπήσει
Υποτακτική
να έχω αγαπήσει, να έχεις αγαπήσει, να έχει αγαπήσει, να έχουμε αγαπήσει, να έχετε αγαπήσει, να έχουν αγαπήσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αγαπήσει, είχες αγαπήσει, είχε αγαπήσει, είχαμε αγαπήσει, είχατε αγαπήσει, είχαν/είχανε αγαπήσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
αγαπιέμαι, αγαπιέσαι, αγαπιέται, αγαπιόμαστε, αγαπιέστε, αγαπιούνται
Υποτακτική
να αγαπιέμαι, να αγαπιέσαι, να αγαπιέται, να αγαπιόμαστε, να αγαπιέστε, να αγαπιούνται
Προστακτική
---
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
αγαπιόμουν, αγαπιόσουν, αγαπιόταν, αγαπιόμαστε ή αγαπιόμασταν, αγαπιόσαστε ή αγαπιόσασταν, αγαπιόνταν ή αγαπιούνταν ή αγαπιόντουσαν  
(& αγαπιόμουνα, αγαπιόσουνα, αγαπιότανε)
 
Αόριστος
Οριστική
αγαπήθηκα, αγαπήθηκες, αγαπήθηκε, αγαπηθήκαμε, αγαπηθήκατε, αγαπήθηκαν (ή αγαπηθήκανε)
Υποτακτική
να αγαπηθώ, να αγαπηθείς, να αγαπηθεί, να αγαπηθούμε, να αγαπηθείτε, να αγαπηθούν (ή να αγαπηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: αγαπήσου β΄ πληθυντικό: αγαπηθείτε     
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αγαπιέμαι, θα αγαπιέσαι, θα αγαπιέται, θα αγαπιόμαστε, θα αγαπιέστε, θα αγαπιούνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αγαπηθώ, θα αγαπηθείς, θα αγαπηθεί, θα αγαπηθούμε, θα αγαπηθείτε, θα αγαπηθούν (ή θα αγαπηθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αγαπηθεί, θα έχεις αγαπηθεί, θα έχει αγαπηθεί, θα έχουμε αγαπηθεί, θα έχετε αγαπηθεί, θα έχουν αγαπηθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αγαπηθεί, έχεις αγαπηθεί, έχει αγαπηθεί, έχουμε αγαπηθεί, έχετε αγαπηθεί, έχουν αγαπηθεί
Υποτακτική
να έχω αγαπηθεί, να έχεις αγαπηθεί, να έχει αγαπηθεί, να έχουμε αγαπηθεί, να έχετε αγαπηθεί, να έχουν αγαπηθεί
Μετοχή
αγαπημένος, αγαπημένη, αγαπημένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αγαπηθεί, είχες αγαπηθεί, είχε αγαπηθεί, είχαμε αγαπηθεί, είχατε αγαπηθεί, είχαν(ε) αγαπηθεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...