Larry
Marshall
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δύω»
(δύω = βυθίζω, εισέρχομαι)
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
δύω, δύεις, δύει, δύομεν, δύετε, δύουσι(ν)
δύω, δύῃς, δύῃ, δύωμεν, δύητε, δύωσι(ν)
δύοιμι, δύοις, δύοι, δύοιμεν, δύοιτε, δύοιεν
Προστακτική
---, δῦε, δυέτω, ---, δύετε, δυόντων (ή δυέτωσαν)
δύειν
Μετοχή
δύων, δύουσα, δῦον
Παρατατικός
Οριστική
ἔδυον, ἔδυες, ἔδυε, ἐδύομεν, ἐδύετε, ἔδυον
Μέλλοντας
Οριστική
δύσω, δύσεις, δύσει, δύσομεν, δύσετε, δύσουσι(ν)
Ευκτική
δύσοιμι, δύσοις, δύσοι, δύσοιμεν, δύσοιτε, δύσοιεν
Απαρέμφατο
δύσειν
Μετοχή
δύσων, δύσουσα, δῦσον
Αόριστος
Οριστική
ἔδυσα, ἔδυσας, ἔδυσε(ν), ἐδύσαμεν, ἐδύσατε, ἔδυσαν
δύσω, δύσῃς, δύσῃ, δύσωμεν, δύσητε, δύσωσι(ν)
δύσαιμι, δύσαις ή δύσειας, δύσαι ή δύσειε(ν), δύσαιμεν, δύσαιτε, δύσαιεν ή δύσειαν
Προστακτική
---, δῦσον, δυσάτω, ---, δύσατε, δυσάντων (ή δυσάτωσαν)
δῦσαι
δύσας, δύσασα, δῦσαν
Οριστική
ἔδυν, ἔδυς, ἔδυ, ἔδυμεν, ἔδυτε, ἔδυσαν
δύω, δύῃς, δύῃ, δύωμεν, δύητε, δύωσι(ν)
---
Προστακτική
--, δῦ-θι, δύτω, -- δῦ-τε, δύ-ντων ή δύ-τωσαν
δῦ-ναι
δύς
δῦσα
Παρακείμενος
Οριστική
δέδυκα, δέδυκας, δέδυκε, δεδύκαμεν, δεδύκατε, δεδύκασι(ν)
Υποτακτική
δεδυκώς- δεδυκυῖα- δεδυκός ὦ
δεδυκώς- δεδυκυῖα- δεδυκός ᾖς
δεδυκότες- δεδυκυῖαι- δεδυκότα ὦμεν
Ευκτική
δεδυκώς- δεδυκυῖα- δεδυκός εἴην
Προστακτική
---
δεδυκώς- δεδυκυῖα- δεδυκός ἴσθι
δεδυκότες- δεδυκυῖαι- δεδυκότα ἔστε
Απαρέμφατο
δεδυκέναι
Μετοχή
δεδυκώς- δεδυκυῖα- δεδυκός
Οριστική
ἐδεδύκειν, ἐδεδύκεις, ἐδεδύκει, ἐδεδύκεμεν, ἐδεδύκετε, ἐδεδύκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
δύομαι, δύῃ ή δύει, δύεται, δυόμεθα, δύεσθε, δύονται
δύωμαι, δύῃ, δύηται, δυώμεθα, δύησθε, δύωνται
δυοίμην, δύοιο, δύοιτο, δυοίμεθα, δύοισθε, δύοιντο
Προστακτική
---, δύου, δυέσθω, ---, δύεσθε, δυέσθων ή δυέσθωσαν
Απαρέμφατο
δύεσθαι
Μετοχή
δυόμενος
δυομένη
δυόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐδυόμην, ἐδύου, ἐδύετο, ἐδυόμεθα, ἐδύεσθε, ἐδύοντο
Μέλλοντας
Οριστική
δύσομαι, δύσῃ ή δύσει, δύσεται, δυσόμεθα, δύσεσθε, δύσονται
δυσοίμην, δύσοιο, δύσοιτο, δυσοίμεθα, δύσοισθε, δύσοιντο
Απαρέμφατο
δύσεσθαι
Μετοχή
δυσόμενος
δυσομένη
δυσόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
δυθήσομαι, δυθήσῃ ή δυθήσει, δυθήσεται, δυθησόμεθα, δυθήσεσθε, δυθήσονται
δυθησοίμην, δυθήσοιο, δυθήσοιτο, δυθησοίμεθα, δυθήσοισθε, δυθήσοιντο
Απαρέμφατο
δυθήσεσθαι
Μετοχή
δυθησόμενος
δυθησομένη
δυθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐδυσάμην, ἐδύσω, ἐδύσατο, ἐδυσάμεθα, ἐδύσασθε, ἐδύσαντο
δύσωμαι, δύσῃ, δύσηται, δυσώμεθα, δύσησθε, δύσωνται
δυσαίμην, δύσαιο, δύσαιτο, δυσαίμεθα, δύσαισθε, δύσαιντο
Προστακτική
---, δῦσαι, δυσάσθω, ---, δύσασθε, δυσάσθων ή δυσάσθωσαν
δύσασθαι
Μετοχή
δυσάμενος
δυσαμένη
δυσάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐδύθην, ἐδύθης, ἐδύθη, ἐδύθημεν, ἐδύθητε, ἐδύθησαν
δυθῶ, δυθῇς, δυθῇ, δυθῶμεν, δυθῆτε, δυθῶσι(ν)
δυθείην, δυθείης, δυθείη, δυθείημεν ή δυθεῖμεν, δυθείητε ή δυθεῖτε, δυθείησαν ή δυθεῖεν
---, δύθητι, δυθήτω, ---, δύθητε, δυθέντων ή δυθήτωσαν
Απαρέμφατο
δυθῆναι
δυθείς
δυθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
δέδυμαι, δέδυσαι, δέδυται, δεδύμεθα, δέδυσθε, δέδυνται
Υποτακτική
δεδυμένος- δεδυμένη- δεδυμένον ὦ
δεδυμένος- δεδυμένη- δεδυμένον ᾖς
δεδυμένοι- δεδυμέναι- δεδυμένα ὦμεν
Ευκτική
δεδυμένος- δεδυμένη- δεδυμένον εἴην
Προστακτική
---, δέδυσο, δεδύσθω, --- δέδυσθε, δεδύσθων ή δεδύσθωσαν
Απαρέμφατο
δεδύσθαι
Μετοχή
δεδυμένος,
δεδυμένη,
δεδυμένον
Υπερσυντέλικος
ἐδεδύμην, ἐδέδυσο, ἐδέδυτο, ἐδεδύμεθα, ἐδέδυσθε, ἐδέδυντο
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου