Tristan Shu
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἅπτω»
(ἅπτω = αγγίζω, συνάπτω, προσαρμόζω)
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἅπτω, ἅπτεις, ἅπτει, ἅπτομεν, ἅπτετε, ἅπτουσι(ν)
Υποτακτική
ἅπτω, ἅπτῃς, ἅπτῃ, ἅπτωμεν, ἅπτητε, ἅπτωσι(ν)
Ευκτική
ἅπτοιμι, ἅπτοις, ἅπτοι, ἅπτοιμεν, ἅπτοιτε, ἅπτοιεν
Προστακτική
---, ἅπτε, ἁπτέτω, ---, ἅπτετε, ἁπτόντων (ή ἁπτέτωσαν)
Απαρέμφατο
ἅπτειν
Μετοχή
ἅπτων, ἅπτουσα, ἇπτον
Παρατατικός
Οριστική
ἧπτον, ἧπτες, ἧπτε, ἥπτομεν, ἥπτετε, ἧπτον
Μέλλοντας
Οριστική
ἅψω, ἅψεις, ἅψει, ἅψομεν, ἅψετε, ἅψουσι(ν)
Ευκτική
ἅψοιμι, ἅψοις, ἅψοι, ἅψοιμεν, ἅψοιτε, ἅψοιεν
Απαρέμφατο
ἅψειν
Μετοχή
ἅψων, ἅψουσα, ἇψον
Αόριστος
Οριστική
ἧψα, ἧψας, ἧψε(ν), ἥψαμεν, ἥψατε, ἧψαν
Υποτακτική
ἅψω, ἅψῃς, ἅψῃ, ἅψωμεν, ἅψητε, ἅψωσι(ν)
Ευκτική
ἅψαιμι, ἅψαις ή ἅψειας, ἅψαι ή ἅψειε(ν), ἅψαιμεν, ἅψαιτε, ἅψαιεν ή ἅψειαν
Προστακτική
---, ἇψον, ἁψάτω, ---, ἅψατε, ἁψάντων (ή ἁψάτωσαν)
Απαρέμφατο
ἇψαι
Μετοχή
ἅψας, ἅψασα, ἇψαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἅπτομαι, ἅπτῃ ή ἅπτει, ἅπτεται, ἁπτόμεθα, ἅπτεσθε, ἅπτονται
Υποτακτική
ἅπτωμαι, ἅπτῃ, ἅπτηται, ἁπτώμεθα, ἅπτησθε, ἅπτωνται
Ευκτική
ἁπτοίμην, ἅπτοιο, ἅπτοιτο, ἁπτοίμεθα, ἅπτοισθε, ἅπτοιντο
Προστακτική
---, ἅπτου, ἁπτέσθω, ---, ἅπτεσθε, ἁπτέσθων ή ἁπτέσθωσαν
Απαρέμφατο
ἅπτεσθαι
Μετοχή
ἁπτόμενος
ἁπτομένη
ἁπτόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἡπτόμην, ἥπτου, ἥπτετο, ἡπτόμεθα, ἥπτεσθε, ἥπτοντο
Μέλλοντας
Οριστική
ἅψομαι, ἅψῃ ή ἅψει, ἅψεται, ἁψόμεθα, ἅψεσθε, ἅψονται
Ευκτική
ἁψοίμην, ἅψοιο, ἅψοιτο, ἁψοίμεθα, ἅψοισθε, ἅψοιντο
Απαρέμφατο
ἅψεσθαι
Μετοχή
ἁψόμενος
ἁψομένη
ἁψόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
ἁφθήσομαι, ἁφθήσῃ ή ἁφθήσει, ἁφθήσεται, ἁφθησόμεθα, ἁφθήσεσθε, ἁφθήσονται
Ευκτική
ἁφθησοίμην, ἁφθήσοιο, ἁφθήσοιτο, ἁφθησοίμεθα, ἁφθήσοισθε, ἁφθήσοιντο
Απαρέμφατο
ἁφθήσεσθαι
Μετοχή
ἁφθησόμενος
ἁφθησομένη
ἁφθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἡψάμην, ἥψω, ἥψατο, ἡψάμεθα, ἥψασθε, ἥψαντο
Υποτακτική
ἅψωμαι, ἅψῃ, λύσηται, λυσώμεθα, λύσησθε, λύσωνται
Ευκτική
ἁψαίμην, ἃψαιο, ἃψαιτο, ἁψαίμεθα, ἃψαισθε, ἃψαιντο
Προστακτική
---, ἇψαι, ἁψάσθω, ---, ἃψασθε, ἁψάσθων ή ἁψάσθωσαν
Απαρέμφατο
ἃψασθαι
Μετοχή
ἁψάμενος
ἁψαμένη
ἁψάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἥφθην, ἥφθης, ἥφθη, ἥφθημεν, ἥφθητε, ἥφθησαν
Υποτακτική
ἁφθῶ, ἁφθῇς, ἁφθῇ, ἁφθῶμεν, ἁφθῆτε, ἁφθῶσι(ν)
Ευκτική
ἁφθείην, ἁφθείης, ἁφθείη, ἁφθείημεν ή ἁφθεῖμεν, ἁφθείητε ή ἁφθεῖτε, ἁφθείησαν ή ἁφθεῖεν
Προστακτική
---, ἃφθητι, ἁφθήτω, ---, ἃφθητε, ἁφθέντων ή ἁφθήτωσαν
Απαρέμφατο
ἁφθῆναι
Μετοχή
ἁφθείς
ἁφθεῖσα
ἁφθέν
Παρακείμενος
Οριστική
ἧμμαι, ἧψαι, ἧπται, ἥμμεθα, ἧφθε, ἡμμένοι εἰσί
Υποτακτική
ἡμμένος- ἡμμένη- ἡμμένον ὦ
ἡμμένος- ἡμμένη- ἡμμένον ᾖς
ἡμμένος-
ἡμμένη-
ἡμμένον
ᾖ
ἡμμένοι- ἡμμέναι- ἡμμένα ὦμεν
ἡμμένοι-
ἡμμέναι-
ἡμμένα
ἦτε
ἡμμένοι-
ἡμμέναι-
ἡμμένα
ὦσι
Ευκτική
ἡμμένος- ἡμμένη- ἡμμένον εἴην
ἡμμένος-
ἡμμένη-
ἡμμένον
εἴης
ἡμμένος-
ἡμμένη-
ἡμμένον
εἴη
ἡμμένοι-
ἡμμέναι-
ἡμμένα
εἴημεν
(εἶμεν)
ἡμμένοι-
ἡμμέναι-
ἡμμένα
εἴητε
(εἶτε)
ἡμμένοι-
ἡμμέναι-
ἡμμένα
εἴησαν
(εἶεν)
Προστακτική
---, ἧψο, ἥφθω, --- ἧφθε, ἥφθων ή ἥφθωσαν
Απαρέμφατο
λελύσθαι
Μετοχή
ἡμμένος,
ἡμμένη,
ἡμμένον
Υπερσυντέλικος
ἥμμην, ἧψο, ἧπτο, ἥμμεθα, ἧφθε, ἡμμένοι ἦσαν
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἅπτω»
(ἅπτω = αγγίζω, συνάπτω, προσαρμόζω)
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἅπτω, ἅπτεις, ἅπτει, ἅπτομεν, ἅπτετε, ἅπτουσι(ν)
ἅπτω, ἅπτῃς, ἅπτῃ, ἅπτωμεν, ἅπτητε, ἅπτωσι(ν)
ἅπτοιμι, ἅπτοις, ἅπτοι, ἅπτοιμεν, ἅπτοιτε, ἅπτοιεν
---, ἅπτε, ἁπτέτω, ---, ἅπτετε, ἁπτόντων (ή ἁπτέτωσαν)
ἅπτειν
ἅπτων, ἅπτουσα, ἇπτον
Παρατατικός
Οριστική
ἧπτον, ἧπτες, ἧπτε, ἥπτομεν, ἥπτετε, ἧπτον
Μέλλοντας
Οριστική
ἅψω, ἅψεις, ἅψει, ἅψομεν, ἅψετε, ἅψουσι(ν)
ἅψοιμι, ἅψοις, ἅψοι, ἅψοιμεν, ἅψοιτε, ἅψοιεν
ἅψειν
ἅψων, ἅψουσα, ἇψον
Αόριστος
Οριστική
ἧψα, ἧψας, ἧψε(ν), ἥψαμεν, ἥψατε, ἧψαν
ἅψω, ἅψῃς, ἅψῃ, ἅψωμεν, ἅψητε, ἅψωσι(ν)
ἅψαιμι, ἅψαις ή ἅψειας, ἅψαι ή ἅψειε(ν), ἅψαιμεν, ἅψαιτε, ἅψαιεν ή ἅψειαν
---, ἇψον, ἁψάτω, ---, ἅψατε, ἁψάντων (ή ἁψάτωσαν)
ἇψαι
ἅψας, ἅψασα, ἇψαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἅπτομαι, ἅπτῃ ή ἅπτει, ἅπτεται, ἁπτόμεθα, ἅπτεσθε, ἅπτονται
ἅπτωμαι, ἅπτῃ, ἅπτηται, ἁπτώμεθα, ἅπτησθε, ἅπτωνται
ἁπτοίμην, ἅπτοιο, ἅπτοιτο, ἁπτοίμεθα, ἅπτοισθε, ἅπτοιντο
---, ἅπτου, ἁπτέσθω, ---, ἅπτεσθε, ἁπτέσθων ή ἁπτέσθωσαν
ἅπτεσθαι
ἁπτόμενος
Παρατατικός
Οριστική
ἡπτόμην, ἥπτου, ἥπτετο, ἡπτόμεθα, ἥπτεσθε, ἥπτοντο
Μέλλοντας
Οριστική
ἅψομαι, ἅψῃ ή ἅψει, ἅψεται, ἁψόμεθα, ἅψεσθε, ἅψονται
ἁψοίμην, ἅψοιο, ἅψοιτο, ἁψοίμεθα, ἅψοισθε, ἅψοιντο
ἅψεσθαι
ἁψόμενος
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
ἁφθήσομαι, ἁφθήσῃ ή ἁφθήσει, ἁφθήσεται, ἁφθησόμεθα, ἁφθήσεσθε, ἁφθήσονται
ἁφθησοίμην, ἁφθήσοιο, ἁφθήσοιτο, ἁφθησοίμεθα, ἁφθήσοισθε, ἁφθήσοιντο
ἁφθήσεσθαι
ἁφθησόμενος
Αόριστος
Οριστική
ἡψάμην, ἥψω, ἥψατο, ἡψάμεθα, ἥψασθε, ἥψαντο
ἅψωμαι, ἅψῃ, λύσηται, λυσώμεθα, λύσησθε, λύσωνται
ἁψαίμην, ἃψαιο, ἃψαιτο, ἁψαίμεθα, ἃψαισθε, ἃψαιντο
---, ἇψαι, ἁψάσθω, ---, ἃψασθε, ἁψάσθων ή ἁψάσθωσαν
ἃψασθαι
ἁψάμενος
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἥφθην, ἥφθης, ἥφθη, ἥφθημεν, ἥφθητε, ἥφθησαν
ἁφθῶ, ἁφθῇς, ἁφθῇ, ἁφθῶμεν, ἁφθῆτε, ἁφθῶσι(ν)
ἁφθείην, ἁφθείης, ἁφθείη, ἁφθείημεν ή ἁφθεῖμεν, ἁφθείητε ή ἁφθεῖτε, ἁφθείησαν ή ἁφθεῖεν
---, ἃφθητι, ἁφθήτω, ---, ἃφθητε, ἁφθέντων ή ἁφθήτωσαν
ἁφθῆναι
ἁφθείς
Παρακείμενος
Οριστική
ἧμμαι, ἧψαι, ἧπται, ἥμμεθα, ἧφθε, ἡμμένοι εἰσί
Υποτακτική
ἡμμένος- ἡμμένη- ἡμμένον ὦ
ἡμμένος- ἡμμένη- ἡμμένον ᾖς
ἡμμένοι- ἡμμέναι- ἡμμένα ὦμεν
Ευκτική
ἡμμένος- ἡμμένη- ἡμμένον εἴην
Προστακτική
---, ἧψο, ἥφθω, --- ἧφθε, ἥφθων ή ἥφθωσαν
Απαρέμφατο
λελύσθαι
Μετοχή
ἡμμένος,
Υπερσυντέλικος
ἥμμην, ἧψο, ἧπτο, ἥμμεθα, ἧφθε, ἡμμένοι ἦσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου