Aleta Pippin
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συκοφαντέω-ῶ»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
συκοφαντῶ, συκοφαντεῖς, συκοφαντεῖ, συκοφαντοῦμεν, συκοφαντεῖτε, συκοφαντοῦσι(ν)
Υποτακτική
συκοφαντῶ, συκοφαντῇς, συκοφαντῇ, συκοφαντῶμεν, συκοφαντῆτε, συκοφαντῶσι(ν)
Ευκτική
συκοφαντοῖμι, συκοφαντοῖς, συκοφαντοῖ, ή συκοφαντοίην, συκοφαντοίης, συκοφαντοίη, συκοφαντοῖμεν, συκοφαντοῖτε, συκοφαντοῖεν
Προστακτική
---, συκοφάντει, συκοφαντείτω, ---, συκοφαντεῖτε, συκοφαντούντων (ή συκοφαντείτωσαν)
Απαρέμφατο
συκοφαντεῖν
Μετοχή
συκοφαντῶν, συκοφαντοῦσα, συκοφαντοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ἐσυκοφάντουν, ἐσυκοφάντεις, ἐσυκοφάντει, ἐσυκοφαντοῦμεν, ἐσυκοφαντεῖτε, ἐσυκοφάντουν
Μέλλοντας
Οριστική
συκοφαντήσω, συκοφαντήσεις, συκοφαντήσει, συκοφαντήσομεν, συκοφαντήσετε, συκοφαντήσουσι(ν)
Ευκτική
συκοφαντήσοιμι, συκοφαντήσοις, συκοφαντήσοι, συκοφαντήσοιμεν, συκοφαντήσοιτε, συκοφαντήσοιεν
Απαρέμφατο
συκοφαντήσειν
Μετοχή
συκοφαντήσων, συκοφαντήσουσα, συκοφαντῆσον
Αόριστος
Οριστική
ἐσυκοφάντησα, ἐσυκοφάντησας, ἐσυκοφάντησε(ν), ἐσυκοφαντήσαμεν, ἐσυκοφαντήσατε, ἐσυκοφάντησαν
Υποτακτική
συκοφαντήσω, συκοφαντήσῃς, συκοφαντήσῃ, συκοφαντήσωμεν, συκοφαντήσητε, συκοφαντήσωσι(ν)
Ευκτική
συκοφαντήσαιμι, συκοφαντήσαις ή συκοφαντήσειας, συκοφαντήσαι ή συκοφαντήσαιε(ν) συκοφαντήσαιμεν, συκοφαντήσαιτε, συκοφαντήσαιεν ή συκοφαντήσειαν
Προστακτική
---, συκοφάντησον, συκοφαντησάτω, ---, συκοφαντήσατε, συκοφαντησάντων (ή συκοφαντησάτωσαν)
Απαρέμφατο
συκοφαντῆσαι
Μετοχή
συκοφαντήσας, συκοφαντήσασα, συκοφαντῆσαν
Παρακείμενος
Οριστική
σεσυκοφάντηκα, σεσυκοφάντηκας, σεσυκοφάντηκε, σεσυκοφαντήκαμεν, σεσυκοφαντήκατε, σεσυκοφαντήκασι(ν)
Υποτακτική
σεσυκοφαντηκώς- σεσυκοφαντηκυῖα- σεσυκοφαντηκός ὦ
σεσυκοφαντηκώς- σεσυκοφαντηκυῖα- σεσυκοφαντηκός ᾖς
σεσυκοφαντηκώς-
σεσυκοφαντηκυῖα-
σεσυκοφαντηκός ᾖ
σεσυκοφαντηκότες- σεσυκοφαντηκυῖαι- σεσυκοφαντηκότα ὦμεν
σεσυκοφαντηκότες-
σεσυκοφαντηκυῖαι-
σεσυκοφαντηκότα ἦτε
σεσυκοφαντηκότες-
σεσυκοφαντηκυῖαι-
σεσυκοφαντηκότα ὦσι
Ευκτική
σεσυκοφαντηκώς- σεσυκοφαντηκυῖα- σεσυκοφαντηκός εἴην
σεσυκοφαντηκώς-
σεσυκοφαντηκυῖα-
σεσυκοφαντηκός εἴης
σεσυκοφαντηκώς-
σεσυκοφαντηκυῖα-
σεσυκοφαντηκός εἴη
σεσυκοφαντηκότες-
σεσυκοφαντηκυῖαι-
σεσυκοφαντηκότα εἴημεν
(εἶμεν)
σεσυκοφαντηκότες-
σεσυκοφαντηκυῖαι-
σεσυκοφαντηκότα εἴητε
(εἶτε)
σεσυκοφαντηκότες-
σεσυκοφαντηκυῖαι-
σεσυκοφαντηκότα εἴησαν
(εἶεν)
Προστακτική
---
σεσυκοφαντηκώς- σεσυκοφαντηκυῖα- σεσυκοφαντηκός ἴσθι
σεσυκοφαντηκώς-
σεσυκοφαντηκυῖα-
σεσυκοφαντηκός ἔστω
---
σεσυκοφαντηκότες- σεσυκοφαντηκυῖαι- σεσυκοφαντηκότα ἔστε
σεσυκοφαντηκότες-
σεσυκοφαντηκυῖαι-
σεσυκοφαντηκότα ἔστων
Απαρέμφατο
σεσυκοφαντηκέναι
Μετοχή
σεσυκοφαντηκώς- σεσυκοφαντηκυῖα- σεσυκοφαντηκός
Μέση
Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
συκοφαντοῦμαι, συκοφαντῇ ή συκοφαντεῖ, συκοφαντεῖται, συκοφαντούμεθα, συκοφαντεῖσθε, συκοφαντοῦνται
Υποτακτική
συκοφαντῶμαι, συκοφαντῇ, συκοφαντῆται, συκοφαντώμεθα, συκοφαντῆσθε, συκοφαντῶνται
Ευκτική
συκοφαντοίμην, συκοφαντοῖο, συκοφαντοῖτο, συκοφαντοίμεθα, συκοφαντοῖσθε, συκοφαντοῖντο
Προστακτική
---, συκοφαντοῦ, συκοφαντείσθω, ---, συκοφαντεῖσθε, συκοφαντείσθων ή συκοφαντείσθωσαν
Απαρέμφατο
συκοφαντεῖσθαι
Μετοχή
συκοφαντούμενος
συκοφαντουμένη
συκοφαντούμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐσυκοφαντούμην, ἐσυκοφαντοῦ, ἐσυκοφαντεῖτο, ἐσυκοφαντούμεθα, ἐσυκοφαντεῖσθε, ἐσυκοφαντοῦντο
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
συκοφαντηθήσομαι, συκοφαντηθήσῃ ή συκοφαντηθήσει, συκοφαντηθήσεται, συκοφαντηθησόμεθα, συκοφαντηθήσεσθε, συκοφαντηθήσονται
Ευκτική
συκοφαντηθησοίμην, συκοφαντηθήσοιο, συκοφαντηθήσοιτο, συκοφαντηθησοίμεθα, συκοφαντηθήσοισθε, συκοφαντηθήσοιντο
Απαρέμφατο
συκοφαντηθήσεσθαι
Μετοχή
συκοφαντηθησόμενος
συκοφαντηθησομένη
συκοφαντηθησόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐσυκοφαντήθην, ἐσυκοφαντήθης, ἐσυκοφαντήθη, ἐσυκοφαντήθημεν, ἐσυκοφαντήθητε, ἐσυκοφαντήθησαν
Υποτακτική
συκοφαντηθῶ, συκοφαντηθῇς, συκοφαντηθῇ, συκοφαντηθῶμεν, συκοφαντηθῆτε, συκοφαντηθῶσι(ν)
Ευκτική
συκοφαντηθείην, συκοφαντηθείης, συκοφαντηθείη, συκοφαντηθείημεν ή συκοφαντηθεῖμεν, συκοφαντηθείητε ή συκοφαντηθεῖτε, συκοφαντηθείησαν ή συκοφαντηθεῖεν
Προστακτική
---, συκοφαντήθητι, συκοφαντηθήτω, ---, συκοφαντήθητε, συκοφαντηθέντων ή συκοφαντηθήτωσαν
Απαρέμφατο
συκοφαντηθῆναι
Μετοχή
συκοφαντηθείς
συκοφαντηθεῖσα
συκοφαντηθέν
Παρακείμενος
Οριστική
σεσυκοφάντημαι, σεσυκοφάντησαι, σεσυκοφάντηται, σεσυκοφαντήμεθα, σεσυκοφάντησθε, σεσυκοφάντηνται
Υποτακτική
σεσυκοφαντημένος- σεσυκοφαντημένη- σεσυκοφαντημένον ὦ
σεσυκοφαντημένος- σεσυκοφαντημένη- σεσυκοφαντημένον ᾖς
σεσυκοφαντημένος-
σεσυκοφαντημένη- σεσυκοφαντημένον ᾖ
σεσυκοφαντημένοι- σεσυκοφαντημέναι- σεσυκοφαντημένα ὦμεν
σεσυκοφαντημένοι-
σεσυκοφαντημέναι- σεσυκοφαντημένα ἦτε
σεσυκοφαντημένοι-
σεσυκοφαντημέναι- σεσυκοφαντημένα ὦσι
Ευκτική
σεσυκοφαντημένος- σεσυκοφαντημένη- σεσυκοφαντημένον εἴην
σεσυκοφαντημένος-
σεσυκοφαντημένη- σεσυκοφαντημένον εἴης
σεσυκοφαντημένος-
σεσυκοφαντημένη- σεσυκοφαντημένον εἴη
σεσυκοφαντημένοι-
σεσυκοφαντημέναι- σεσυκοφαντημένα εἴημεν
(εἶμεν)
σεσυκοφαντημένοι-
σεσυκοφαντημέναι- σεσυκοφαντημένα εἴητε
(εἶτε)
σεσυκοφαντημένοι-
σεσυκοφαντημέναι- σεσυκοφαντημένα εἴησαν
(εἶεν)
Προστακτική
---, σεσυκοφάντησο, σεσυκοφαντήσθω, --- σεσυκοφάντησθε, σεσυκοφαντήσθων ή σεσυκοφαντήσθωσαν
Απαρέμφατο
σεσυκοφαντῆσθαι
Μετοχή
σεσυκοφαντημένος,
σεσυκοφαντημένη,
σεσυκοφαντημένον
Υπερσυντέλικος
ἐσεσυκοφαντήμην, ἐσεσυκοφάντησο, ἐσεσυκοφάντητο, ἐσεσυκοφαντήμεθα, ἐσεσυκοφάντησθε, ἐσεσυκοφάντηντο
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συκοφαντέω-ῶ»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
συκοφαντῶ, συκοφαντεῖς, συκοφαντεῖ, συκοφαντοῦμεν, συκοφαντεῖτε, συκοφαντοῦσι(ν)
συκοφαντῶ, συκοφαντῇς, συκοφαντῇ, συκοφαντῶμεν, συκοφαντῆτε, συκοφαντῶσι(ν)
συκοφαντοῖμι, συκοφαντοῖς, συκοφαντοῖ, ή συκοφαντοίην, συκοφαντοίης, συκοφαντοίη, συκοφαντοῖμεν, συκοφαντοῖτε, συκοφαντοῖεν
---, συκοφάντει, συκοφαντείτω, ---, συκοφαντεῖτε, συκοφαντούντων (ή συκοφαντείτωσαν)
συκοφαντεῖν
συκοφαντῶν, συκοφαντοῦσα, συκοφαντοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ἐσυκοφάντουν, ἐσυκοφάντεις, ἐσυκοφάντει, ἐσυκοφαντοῦμεν, ἐσυκοφαντεῖτε, ἐσυκοφάντουν
Μέλλοντας
Οριστική
συκοφαντήσω, συκοφαντήσεις, συκοφαντήσει, συκοφαντήσομεν, συκοφαντήσετε, συκοφαντήσουσι(ν)
συκοφαντήσοιμι, συκοφαντήσοις, συκοφαντήσοι, συκοφαντήσοιμεν, συκοφαντήσοιτε, συκοφαντήσοιεν
Απαρέμφατο
συκοφαντήσειν
Μετοχή
συκοφαντήσων, συκοφαντήσουσα, συκοφαντῆσον
Αόριστος
Οριστική
ἐσυκοφάντησα, ἐσυκοφάντησας, ἐσυκοφάντησε(ν), ἐσυκοφαντήσαμεν, ἐσυκοφαντήσατε, ἐσυκοφάντησαν
συκοφαντήσω, συκοφαντήσῃς, συκοφαντήσῃ, συκοφαντήσωμεν, συκοφαντήσητε, συκοφαντήσωσι(ν)
συκοφαντήσαιμι, συκοφαντήσαις ή συκοφαντήσειας, συκοφαντήσαι ή συκοφαντήσαιε(ν) συκοφαντήσαιμεν, συκοφαντήσαιτε, συκοφαντήσαιεν ή συκοφαντήσειαν
Προστακτική
---, συκοφάντησον, συκοφαντησάτω, ---, συκοφαντήσατε, συκοφαντησάντων (ή συκοφαντησάτωσαν)
Απαρέμφατο
συκοφαντῆσαι
συκοφαντήσας, συκοφαντήσασα, συκοφαντῆσαν
Παρακείμενος
Οριστική
σεσυκοφάντηκα, σεσυκοφάντηκας, σεσυκοφάντηκε, σεσυκοφαντήκαμεν, σεσυκοφαντήκατε, σεσυκοφαντήκασι(ν)
Υποτακτική
σεσυκοφαντηκώς- σεσυκοφαντηκυῖα- σεσυκοφαντηκός ὦ
σεσυκοφαντηκώς- σεσυκοφαντηκυῖα- σεσυκοφαντηκός ᾖς
σεσυκοφαντηκότες- σεσυκοφαντηκυῖαι- σεσυκοφαντηκότα ὦμεν
Ευκτική
σεσυκοφαντηκώς- σεσυκοφαντηκυῖα- σεσυκοφαντηκός εἴην
Προστακτική
---
σεσυκοφαντηκώς- σεσυκοφαντηκυῖα- σεσυκοφαντηκός ἴσθι
σεσυκοφαντηκότες- σεσυκοφαντηκυῖαι- σεσυκοφαντηκότα ἔστε
Απαρέμφατο
σεσυκοφαντηκέναι
Μετοχή
σεσυκοφαντηκώς- σεσυκοφαντηκυῖα- σεσυκοφαντηκός
Ενεστώτας
Οριστική
συκοφαντοῦμαι, συκοφαντῇ ή συκοφαντεῖ, συκοφαντεῖται, συκοφαντούμεθα, συκοφαντεῖσθε, συκοφαντοῦνται
συκοφαντῶμαι, συκοφαντῇ, συκοφαντῆται, συκοφαντώμεθα, συκοφαντῆσθε, συκοφαντῶνται
συκοφαντοίμην, συκοφαντοῖο, συκοφαντοῖτο, συκοφαντοίμεθα, συκοφαντοῖσθε, συκοφαντοῖντο
---, συκοφαντοῦ, συκοφαντείσθω, ---, συκοφαντεῖσθε, συκοφαντείσθων ή συκοφαντείσθωσαν
συκοφαντεῖσθαι
συκοφαντούμενος
συκοφαντουμένη
συκοφαντούμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐσυκοφαντούμην, ἐσυκοφαντοῦ, ἐσυκοφαντεῖτο, ἐσυκοφαντούμεθα, ἐσυκοφαντεῖσθε, ἐσυκοφαντοῦντο
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
συκοφαντηθήσομαι, συκοφαντηθήσῃ ή συκοφαντηθήσει, συκοφαντηθήσεται, συκοφαντηθησόμεθα, συκοφαντηθήσεσθε, συκοφαντηθήσονται
συκοφαντηθησοίμην, συκοφαντηθήσοιο, συκοφαντηθήσοιτο, συκοφαντηθησοίμεθα, συκοφαντηθήσοισθε, συκοφαντηθήσοιντο
Απαρέμφατο
συκοφαντηθήσεσθαι
Μετοχή
συκοφαντηθησόμενος
συκοφαντηθησομένη
συκοφαντηθησόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐσυκοφαντήθην, ἐσυκοφαντήθης, ἐσυκοφαντήθη, ἐσυκοφαντήθημεν, ἐσυκοφαντήθητε, ἐσυκοφαντήθησαν
συκοφαντηθῶ, συκοφαντηθῇς, συκοφαντηθῇ, συκοφαντηθῶμεν, συκοφαντηθῆτε, συκοφαντηθῶσι(ν)
συκοφαντηθείην, συκοφαντηθείης, συκοφαντηθείη, συκοφαντηθείημεν ή συκοφαντηθεῖμεν, συκοφαντηθείητε ή συκοφαντηθεῖτε, συκοφαντηθείησαν ή συκοφαντηθεῖεν
---, συκοφαντήθητι, συκοφαντηθήτω, ---, συκοφαντήθητε, συκοφαντηθέντων ή συκοφαντηθήτωσαν
Απαρέμφατο
συκοφαντηθῆναι
συκοφαντηθείς
συκοφαντηθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
σεσυκοφάντημαι, σεσυκοφάντησαι, σεσυκοφάντηται, σεσυκοφαντήμεθα, σεσυκοφάντησθε, σεσυκοφάντηνται
Υποτακτική
σεσυκοφαντημένος- σεσυκοφαντημένη- σεσυκοφαντημένον ὦ
σεσυκοφαντημένος- σεσυκοφαντημένη- σεσυκοφαντημένον ᾖς
σεσυκοφαντημένοι- σεσυκοφαντημέναι- σεσυκοφαντημένα ὦμεν
Ευκτική
σεσυκοφαντημένος- σεσυκοφαντημένη- σεσυκοφαντημένον εἴην
Προστακτική
---, σεσυκοφάντησο, σεσυκοφαντήσθω, --- σεσυκοφάντησθε, σεσυκοφαντήσθων ή σεσυκοφαντήσθωσαν
Απαρέμφατο
σεσυκοφαντῆσθαι
σεσυκοφαντημένος,
σεσυκοφαντημένη,
σεσυκοφαντημένον
Υπερσυντέλικος
ἐσεσυκοφαντήμην, ἐσεσυκοφάντησο, ἐσεσυκοφάντητο, ἐσεσυκοφαντήμεθα, ἐσεσυκοφάντησθε, ἐσεσυκοφάντηντο
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου