Dean Russo
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μερίζω»
μερίζω
= διαιρώ σε μέρη, μοιράζω
(Το -ι βραχύ)
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
μερίζω, μερίζεις, μερίζει, μερίζομεν, μερίζετε, μερίζουσι(ν)
Υποτακτική
μερίζω, μερίζῃς, μερίζῃ, μερίζωμεν, μερίζητε, μερίζωσι(ν)
Ευκτική
μερίζοιμι, μερίζοις, μερίζοι, μερίζοιμεν, μερίζοιτε, μερίζοιεν
Προστακτική
---, μέριζε, μεριζέτω, ---, μερίζετε, μεριζόντων (ή μεριζέτωσαν)
Απαρέμφατο
μερίζειν
Μετοχή
μερίζων, μερίζουσα, μερίζον
Παρατατικός
Οριστική
ἐμέριζον, ἐμέριζες, ἐμέριζε, ἐμερίζομεν, ἐμερίζετε, ἐμέριζον
Μέλλοντας
Οριστική
μεριῶ, μεριεῖς, μεριεῖ, μεριοῦμεν, μεριεῖτε, μεριοῦσι(ν)
Ευκτική
μεριοῖμι, μεριοῖς, μεριοῖ, ή μεριοίην, μεριοίης, μεριοίη, μεριοῖμεν, μεριοῖτε, μεριοῖεν
Απαρέμφατο
μεριεῖν
Μετοχή
μεριῶν, μεριοῦσα, μεριοῦν
Αόριστος
Οριστική
ἐμέρισα, ἐμέρισας, ἐμέρισε(ν), ἐμερίσαμεν, ἐμερίσατε, ἐμέρισαν
Υποτακτική
μερίσω, μερίσῃς, μερίσῃ, μερίσωμεν, μερίσητε, μερίσωσι(ν)
Ευκτική
μερίσαιμι, μερίσαις ή μερίσειας, μερίσαι ή μερίσειε(ν), μερίσαιμεν, μερίσαιτε, μερίσαιεν ή μερίσειαν
Προστακτική
---, μέρισον, μερισάτω, ---, μερίσατε, μερισάντων (ή μερισάτωσαν)
Απαρέμφατο
μερίσαι
Μετοχή
μερίσας, μερίσασα, μερίσαν
Παρακείμενος
Οριστική
μεμέρικα, μεμέρικας, μεμέρικε, μεμερίκαμεν, μεμερίκατε, μεμερίκασι(ν)
Υποτακτική
μεμερικώς- μεμερικυῖα- μεμερικός ὦ
μεμερικώς- μεμερικυῖα- μεμερικός ᾖς
μεμερικώς-
μεμερικυῖα-
μεμερικός ᾖ
μεμερικότες- μεμερικυῖαι- μεμερικότα ὦμεν
μεμερικότες-
μεμερικυῖαι-
μεμερικότα ἦτε
μεμερικότες-
μεμερικυῖαι-
μεμερικότα ὦσι
Ευκτική
μεμερικώς- μεμερικυῖα- μεμερικός εἴην
μεμερικώς-
μεμερικυῖα-
μεμερικός εἴης
μεμερικώς-
μεμερικυῖα-
μεμερικός εἴη
μεμερικότες-
μεμερικυῖαι-
μεμερικότα εἴημεν
(εἶμεν)
μεμερικότες-
μεμερικυῖαι-
μεμερικότα εἴητε
(εἶτε)
μεμερικότες-
μεμερικυῖαι-
μεμερικότα εἴησαν
(εἶεν)
Προστακτική
---
μεμερικώς- μεμερικυῖα- μεμερικός ἴσθι
μεμερικώς-
μεμερικυῖα-
μεμερικός ἔστω
---
μεμερικότες- μεμερικυῖαι- μεμερικότα ἔστε
μεμερικότες-
μεμερικυῖαι-
μεμερικότα ἔστων
Απαρέμφατο
μεμερικέναι
Μετοχή
μεμερικώς- μεμερικυῖα- μεμερικός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐμεμερίκειν, ἐμεμερίκεις, ἐμεμερίκει, ἐμεμερίκεμεν, ἐμεμερίκετε, ἐμεμερίκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
μερίζομαι, μερίζῃ ή μερίζει, μερίζεται, μεριζόμεθα, μερίζεσθε, μερίζονται
Υποτακτική
μερίζωμαι, μερίζῃ, μερίζηται, μεριζώμεθα, μερίζησθε, μερίζωνται
Ευκτική
μεριζοίμην, μερίζοιο, μερίζοιτο, μεριζοίμεθα, μερίζοισθε, μερίζοιντο
Προστακτική
---, μερίζου, μεριζέσθω, ---, μερίζεσθε, μεριζέσθων ή μεριζέσθωσαν
Απαρέμφατο
μερίζεσθαι
Μετοχή
μεριζόμενος
μεριζομένη
μεριζόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐμεριζόμην, ἐμερίζου, ἐμερίζετο, ἐμεριζόμεθα, ἐμερίζεσθε, ἐμερίζοντο
Μέλλοντας
Οριστική
μεριοῦμαι, μεριῇ ή μεριεῖ, μεριεῖται, μεριοῦμεθα, μεριεῖσθε, μεριοῦνται
Ευκτική
μεριοίμην, μεριοῖο, μεριοῖτο, μεριοίμεθα, μεριοῖσθε, μεριοῖντο
Απαρέμφατο
μεριεῖσθαι
Μετοχή
μεριούμενος
μεριουμένη
μεριούμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
μερισθήσομαι, μερισθήσῃ ή μερισθήσει, μερισθήσεται, μερισθησόμεθα, μερισθήσεσθε, μερισθήσονται
Ευκτική
μερισθησοίμην, μερισθήσοιο, μερισθήσοιτο, μερισθησοίμεθα, μερισθήσοισθε, μερισθήσοιντο
Απαρέμφατο
μερισθήσεσθαι
Μετοχή
μερισθησόμενος
μερισθησομένη
μερισθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐμερισάμην, ἐμερίσω, ἐμερίσατο, ἐμερισάμεθα, ἐμερίσασθε, ἐμερίσαντο
Υποτακτική
μερίσωμαι, μερίσῃ, μερίσηται, μερισώμεθα, μερίσησθε, μερίσωνται
Ευκτική
μερισαίμην, μερίσαιο, μερίσαιτο, μερισαίμεθα, μερίσαισθε, μερίσαιντο
Προστακτική
---, μέρισαι, μερισάσθω, ---, μερίσασθε, μερισάσθων ή μερισάσθωσαν
Απαρέμφατο
μερίσασθαι
Μετοχή
μερισάμενος
μερισαμένη
μερισάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐμερίσθην, ἐμερίσθης, ἐμερίσθη, ἐμερίσθημεν, ἐμερίσθητε, ἐμερίσθησαν
Υποτακτική
μερισθῶ, μερισθῇς, μερισθῇ, μερισθῶμεν, μερισθῆτε, μερισθῶσι(ν)
Ευκτική
μερισθείην, μερισθείης, μερισθείη, μερισθείημεν ή μερισθεῖμεν, μερισθείητε ή μερισθεῖτε, μερισθείησαν ή μερισθεῖεν
Προστακτική
---, μερίσθητι, μερισθήτω, ---, μερίσθητε, μερισθέντων ή μερισθήτωσαν
Απαρέμφατο
μερισθῆναι
Μετοχή
μερισθείς
μερισθεῖσα
μερισθέν
Παρακείμενος
Οριστική
μεμέρισμαι, μεμέρισαι, μεμέρισται, μεμερίσμεθα, μεμέρισθε, μεμερισμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
μεμερισμένος- μεμερισμένη- μεμερισμένον ὦ
μεμερισμένος- μεμερισμένη- μεμερισμένον ᾖς
μεμερισμένος-
μεμερισμένη- μεμερισμένον ᾖ
μεμερισμένοι- μεμερισμέναι- μεμερισμένα ὦμεν
μεμερισμένοι-
μεμερισμέναι- μεμερισμένα ἦτε
μεμερισμένοι-
μεμερισμέναι- μεμερισμένα ὦσι
Ευκτική
μεμερισμένος- μεμερισμένη- μεμερισμένον εἴην
μεμερισμένος-
μεμερισμένη- μεμερισμένον εἴης
μεμερισμένος-
μεμερισμένη- μεμερισμένον εἴη
μεμερισμένοι-
μεμερισμέναι- μεμερισμένα εἴημεν
(εἶμεν)
μεμερισμένοι-
μεμερισμέναι- μεμερισμένα εἴητε
(εἶτε)
μεμερισμένοι-
μεμερισμέναι- μεμερισμένα εἴησαν
(εἶεν)
Προστακτική
---, μεμέρισο, μεμερίσθω, --- μεμέρισθε, μεμερίσθων ή μεμερίσθωσαν
Απαρέμφατο
μεμερίσθαι
Μετοχή
μεμερισμένος,
μεμερισμένη,
μεμερισμένον
Υπερσυντέλικος
ἐμεμερίσμην, ἐμεμέρισο, ἐμεμέριστο, ἐμεμερίσμεθα, ἐμεμέρισθε, μεμερισμένοι ἦσαν
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μερίζω»
(Το -ι βραχύ)
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
μερίζω, μερίζεις, μερίζει, μερίζομεν, μερίζετε, μερίζουσι(ν)
μερίζω, μερίζῃς, μερίζῃ, μερίζωμεν, μερίζητε, μερίζωσι(ν)
μερίζοιμι, μερίζοις, μερίζοι, μερίζοιμεν, μερίζοιτε, μερίζοιεν
Προστακτική
---, μέριζε, μεριζέτω, ---, μερίζετε, μεριζόντων (ή μεριζέτωσαν)
Απαρέμφατο
μερίζειν
Μετοχή
μερίζων, μερίζουσα, μερίζον
Παρατατικός
Οριστική
ἐμέριζον, ἐμέριζες, ἐμέριζε, ἐμερίζομεν, ἐμερίζετε, ἐμέριζον
Μέλλοντας
Οριστική
μεριῶ, μεριεῖς, μεριεῖ, μεριοῦμεν, μεριεῖτε, μεριοῦσι(ν)
μεριοῖμι, μεριοῖς, μεριοῖ, ή μεριοίην, μεριοίης, μεριοίη, μεριοῖμεν, μεριοῖτε, μεριοῖεν
μεριεῖν
μεριῶν, μεριοῦσα, μεριοῦν
Αόριστος
Οριστική
ἐμέρισα, ἐμέρισας, ἐμέρισε(ν), ἐμερίσαμεν, ἐμερίσατε, ἐμέρισαν
μερίσω, μερίσῃς, μερίσῃ, μερίσωμεν, μερίσητε, μερίσωσι(ν)
μερίσαιμι, μερίσαις ή μερίσειας, μερίσαι ή μερίσειε(ν), μερίσαιμεν, μερίσαιτε, μερίσαιεν ή μερίσειαν
Προστακτική
---, μέρισον, μερισάτω, ---, μερίσατε, μερισάντων (ή μερισάτωσαν)
Απαρέμφατο
μερίσαι
Μετοχή
μερίσας, μερίσασα, μερίσαν
Παρακείμενος
Οριστική
μεμέρικα, μεμέρικας, μεμέρικε, μεμερίκαμεν, μεμερίκατε, μεμερίκασι(ν)
Υποτακτική
μεμερικώς- μεμερικυῖα- μεμερικός ὦ
μεμερικώς- μεμερικυῖα- μεμερικός ᾖς
μεμερικότες- μεμερικυῖαι- μεμερικότα ὦμεν
Ευκτική
μεμερικώς- μεμερικυῖα- μεμερικός εἴην
Προστακτική
---
μεμερικώς- μεμερικυῖα- μεμερικός ἴσθι
μεμερικότες- μεμερικυῖαι- μεμερικότα ἔστε
Απαρέμφατο
μεμερικέναι
Μετοχή
μεμερικώς- μεμερικυῖα- μεμερικός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐμεμερίκειν, ἐμεμερίκεις, ἐμεμερίκει, ἐμεμερίκεμεν, ἐμεμερίκετε, ἐμεμερίκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
μερίζομαι, μερίζῃ ή μερίζει, μερίζεται, μεριζόμεθα, μερίζεσθε, μερίζονται
μερίζωμαι, μερίζῃ, μερίζηται, μεριζώμεθα, μερίζησθε, μερίζωνται
μεριζοίμην, μερίζοιο, μερίζοιτο, μεριζοίμεθα, μερίζοισθε, μερίζοιντο
Προστακτική
---, μερίζου, μεριζέσθω, ---, μερίζεσθε, μεριζέσθων ή μεριζέσθωσαν
Απαρέμφατο
μερίζεσθαι
Μετοχή
μεριζόμενος
μεριζομένη
μεριζόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐμεριζόμην, ἐμερίζου, ἐμερίζετο, ἐμεριζόμεθα, ἐμερίζεσθε, ἐμερίζοντο
Μέλλοντας
Οριστική
μεριοῦμαι, μεριῇ ή μεριεῖ, μεριεῖται, μεριοῦμεθα, μεριεῖσθε, μεριοῦνται
μεριοίμην, μεριοῖο, μεριοῖτο, μεριοίμεθα, μεριοῖσθε, μεριοῖντο
μεριεῖσθαι
μεριούμενος
μεριουμένη
μεριούμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
μερισθήσομαι, μερισθήσῃ ή μερισθήσει, μερισθήσεται, μερισθησόμεθα, μερισθήσεσθε, μερισθήσονται
μερισθησοίμην, μερισθήσοιο, μερισθήσοιτο, μερισθησοίμεθα, μερισθήσοισθε, μερισθήσοιντο
Απαρέμφατο
μερισθήσεσθαι
Μετοχή
μερισθησόμενος
μερισθησομένη
μερισθησόμενον
Οριστική
ἐμερισάμην, ἐμερίσω, ἐμερίσατο, ἐμερισάμεθα, ἐμερίσασθε, ἐμερίσαντο
μερίσωμαι, μερίσῃ, μερίσηται, μερισώμεθα, μερίσησθε, μερίσωνται
μερισαίμην, μερίσαιο, μερίσαιτο, μερισαίμεθα, μερίσαισθε, μερίσαιντο
Προστακτική
---, μέρισαι, μερισάσθω, ---, μερίσασθε, μερισάσθων ή μερισάσθωσαν
Απαρέμφατο
μερίσασθαι
Μετοχή
μερισάμενος
μερισαμένη
μερισάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐμερίσθην, ἐμερίσθης, ἐμερίσθη, ἐμερίσθημεν, ἐμερίσθητε, ἐμερίσθησαν
μερισθῶ, μερισθῇς, μερισθῇ, μερισθῶμεν, μερισθῆτε, μερισθῶσι(ν)
μερισθείην, μερισθείης, μερισθείη, μερισθείημεν ή μερισθεῖμεν, μερισθείητε ή μερισθεῖτε, μερισθείησαν ή μερισθεῖεν
---, μερίσθητι, μερισθήτω, ---, μερίσθητε, μερισθέντων ή μερισθήτωσαν
Απαρέμφατο
μερισθῆναι
μερισθείς
μερισθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
μεμέρισμαι, μεμέρισαι, μεμέρισται, μεμερίσμεθα, μεμέρισθε, μεμερισμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
μεμερισμένος- μεμερισμένη- μεμερισμένον ὦ
μεμερισμένος- μεμερισμένη- μεμερισμένον ᾖς
μεμερισμένοι- μεμερισμέναι- μεμερισμένα ὦμεν
Ευκτική
μεμερισμένος- μεμερισμένη- μεμερισμένον εἴην
Προστακτική
---, μεμέρισο, μεμερίσθω, --- μεμέρισθε, μεμερίσθων ή μεμερίσθωσαν
Απαρέμφατο
μεμερίσθαι
Μετοχή
μεμερισμένος,
μεμερισμένη,
μεμερισμένον
Υπερσυντέλικος
ἐμεμερίσμην, ἐμεμέρισο, ἐμεμέριστο, ἐμεμερίσμεθα, ἐμεμέρισθε, μεμερισμένοι ἦσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου