Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μερίζω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μερίζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Dean Russo
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μερίζω»
 
μερίζω = διαιρώ σε μέρη, μοιράζω
(Το -ι βραχύ)
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μερίζω, μερίζεις, μερίζει, μερίζομεν, μερίζετε, μερίζουσι(ν)
Υποτακτική
μερίζω, μερίζς, μερίζ, μερίζωμεν, μερίζητε, μερίζωσι(ν)
Ευκτική
μερίζοιμι, μερίζοις, μερίζοι, μερίζοιμεν, μερίζοιτε, μερίζοιεν
Προστακτική
---, μέριζε, μεριζέτω, ---, μερίζετε, μεριζόντων (ή μεριζέτωσαν)
Απαρέμφατο
μερίζειν
Μετοχή
μερίζων, μερίζουσα, μερίζον
 
Παρατατικός
Οριστική
μέριζον, μέριζες, μέριζε, μερίζομεν, μερίζετε, μέριζον
 
Μέλλοντας
Οριστική
μερι, μεριες, μεριε, μεριομεν, μεριετε, μεριοσι(ν)
Ευκτική
μεριομι, μεριος, μεριο, ή μεριοίην, μεριοίης, μεριοίη, μεριομεν, μεριοτε, μεριοεν
Απαρέμφατο
μεριεν
Μετοχή
μεριν, μεριοσα, μεριον
 
Αόριστος
Οριστική
μέρισα, μέρισας, μέρισε(ν), μερίσαμεν, μερίσατε, μέρισαν
Υποτακτική
μερίσω, μερίσς, μερίσ, μερίσωμεν, μερίσητε, μερίσωσι(ν)
Ευκτική
μερίσαιμι, μερίσαις ή μερίσειας, μερίσαι ή μερίσειε(ν), μερίσαιμεν, μερίσαιτε, μερίσαιεν ή μερίσειαν
Προστακτική
---, μέρισον, μερισάτω, ---, μερίσατε, μερισάντων (ή μερισάτωσαν)
Απαρέμφατο
μερίσαι
Μετοχή
μερίσας, μερίσασα, μερίσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
μεμέρικα, μεμέρικας, μεμέρικε, μεμερίκαμεν, μεμερίκατε, μεμερίκασι(ν)
 
Υποτακτική
μεμερικώς- μεμερικυα- μεμερικός
μεμερικώς- μεμερικυα- μεμερικός ς
μεμερικώς- μεμερικυα- μεμερικός
μεμερικότες- μεμερικυαι- μεμερικότα μεν
μεμερικότες- μεμερικυαι- μεμερικότα τε
μεμερικότες- μεμερικυαι- μεμερικότα σι
 
Ευκτική
μεμερικώς- μεμερικυα- μεμερικός εην
μεμερικώς- μεμερικυα- μεμερικός εης
μεμερικώς- μεμερικυα- μεμερικός εη
μεμερικότες- μεμερικυαι- μεμερικότα εημεν (εμεν)
μεμερικότες- μεμερικυαι- μεμερικότα εητε (ετε)
μεμερικότες- μεμερικυαι- μεμερικότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
μεμερικώς- μεμερικυα- μεμερικός σθι
μεμερικώς- μεμερικυα- μεμερικός στω
---
μεμερικότες- μεμερικυαι- μεμερικότα στε
μεμερικότες- μεμερικυαι- μεμερικότα στων
 
Απαρέμφατο
μεμερικέναι
Μετοχή
μεμερικώς- μεμερικυα- μεμερικός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
μεμερίκειν, μεμερίκεις, μεμερίκει, μεμερίκεμεν, μεμερίκετε, μεμερίκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
μερίζομαι, μερίζ ή μερίζει, μερίζεται, μεριζόμεθα, μερίζεσθε, μερίζονται
Υποτακτική
μερίζωμαι, μερίζ, μερίζηται, μεριζώμεθα, μερίζησθε, μερίζωνται
Ευκτική
μεριζοίμην, μερίζοιο, μερίζοιτο, μεριζοίμεθα, μερίζοισθε, μερίζοιντο
Προστακτική
---, μερίζου, μεριζέσθω, ---, μερίζεσθε, μεριζέσθων ή μεριζέσθωσαν
Απαρέμφατο
μερίζεσθαι
Μετοχή
μεριζόμενος
μεριζομένη
μεριζόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
μεριζόμην, μερίζου, μερίζετο, μεριζόμεθα, μερίζεσθε, μερίζοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
μεριομαι, μερι ή μεριε, μεριεται, μεριομεθα, μεριεσθε, μεριονται
Ευκτική
μεριοίμην, μεριοο, μεριοτο, μεριοίμεθα, μεριοσθε, μεριοντο
Απαρέμφατο
μεριεσθαι
Μετοχή
μεριούμενος
μεριουμένη
μεριούμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
μερισθήσομαι, μερισθήσ ή μερισθήσει, μερισθήσεται, μερισθησόμεθα, μερισθήσεσθε, μερισθήσονται
Ευκτική
μερισθησοίμην, μερισθήσοιο, μερισθήσοιτο, μερισθησοίμεθα, μερισθήσοισθε, μερισθήσοιντο
Απαρέμφατο
μερισθήσεσθαι
Μετοχή
μερισθησόμενος
μερισθησομένη
μερισθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
μερισάμην, μερίσω, μερίσατο, μερισάμεθα, μερίσασθε, μερίσαντο
Υποτακτική
μερίσωμαι, μερίσ, μερίσηται, μερισώμεθα, μερίσησθε, μερίσωνται
Ευκτική
μερισαίμην, μερίσαιο, μερίσαιτο, μερισαίμεθα, μερίσαισθε, μερίσαιντο
Προστακτική
---, μέρισαι, μερισάσθω, ---, μερίσασθε, μερισάσθων ή μερισάσθωσαν
Απαρέμφατο
μερίσασθαι
Μετοχή
μερισάμενος
μερισαμένη
μερισάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
μερίσθην, μερίσθης, μερίσθη, μερίσθημεν, μερίσθητε, μερίσθησαν
Υποτακτική
μερισθ, μερισθς, μερισθ, μερισθμεν, μερισθτε, μερισθσι(ν)
Ευκτική
μερισθείην, μερισθείης, μερισθείη, μερισθείημεν ή μερισθεμεν, μερισθείητε ή μερισθετε, μερισθείησαν ή μερισθεεν
Προστακτική
---, μερίσθητι, μερισθήτω, ---, μερίσθητε, μερισθέντων ή μερισθήτωσαν
Απαρέμφατο
μερισθναι
Μετοχή
μερισθείς
μερισθεσα
μερισθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
μεμέρισμαι, μεμέρισαι, μεμέρισται, μεμερίσμεθα, μεμέρισθε, μεμερισμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
μεμερισμένος- μεμερισμένη- μεμερισμένον
μεμερισμένος- μεμερισμένη- μεμερισμένον ς
μεμερισμένος- μεμερισμένη- μεμερισμένον
μεμερισμένοι- μεμερισμέναι- μεμερισμένα μεν
μεμερισμένοι- μεμερισμέναι- μεμερισμένα τε
μεμερισμένοι- μεμερισμέναι- μεμερισμένα σι
 
Ευκτική
μεμερισμένος- μεμερισμένη- μεμερισμένον εην
μεμερισμένος- μεμερισμένη- μεμερισμένον εης
μεμερισμένος- μεμερισμένη- μεμερισμένον εη
μεμερισμένοι- μεμερισμέναι- μεμερισμένα εημεν (εμεν)
μεμερισμένοι- μεμερισμέναι- μεμερισμένα εητε (ετε)
μεμερισμένοι- μεμερισμέναι- μεμερισμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, μεμέρισο, μεμερίσθω, --- μεμέρισθε, μεμερίσθων ή μεμερίσθωσαν
 
Απαρέμφατο
μεμερίσθαι
Μετοχή
μεμερισμένος,
μεμερισμένη,
μεμερισμένον
 
Υπερσυντέλικος
μεμερίσμην, μεμέρισο, μεμέριστο, μεμερίσμεθα, μεμέρισθε, μεμερισμένοι σαν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...