Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ειρωνεύομαι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ειρωνεύομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ειρωνεύομαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
ειρωνεύομαι, ειρωνεύεσαι, ειρωνεύεται, ειρωνευόμαστε, ειρωνεύεστε, ειρωνεύονται
Υποτακτική
να ειρωνεύομαι, να ειρωνεύεσαι, να ειρωνεύεται, να ειρωνευόμαστε, να ειρωνεύεστε, να ειρωνεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ειρωνεύεστε
Μετοχή
ειρωνευόμενος, ειρωνευόμενη, ειρωνευόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
ειρωνευόμουν, ειρωνευόσουν, ειρωνευόταν, ειρωνευόμαστε, ειρωνευόσαστε, ειρωνεύονταν
(& ειρωνευόμουνα, ειρωνευόσουνα, ειρωνευότανε, ειρωνευόμασταν, ειρωνευόσασταν, ειρωνευόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
ειρωνεύτηκα, ειρωνεύτηκες, ειρωνεύτηκε, ειρωνευτήκαμε, ειρωνευτήκατε, ειρωνεύτηκαν ή ειρωνευτήκανε
& ειρωνεύθηκα, ειρωνεύθηκες, ειρωνεύθηκε, ειρωνευθήκαμε, ειρωνευθήκατε, ειρωνεύθηκαν ή ειρωνευθήκανε
Υποτακτική
να ειρωνευτώ, να ειρωνευτείς, να ειρωνευτεί, να ειρωνευτούμε, να ειρωνευτείτε, να ειρωνευτούν (ή να ειρωνευτούνε)
& να ειρωνευθώ, να ειρωνευθείς, να ειρωνευθεί, να ειρωνευθούμε, να ειρωνευθείτε, να ειρωνευθούν (ή να ειρωνευθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: ειρωνέψου β΄ πληθυντικό: ειρωνευτείτε / ειρωνευθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ειρωνεύομαι, θα ειρωνεύεσαι, θα ειρωνεύεται, θα ειρωνευόμαστε, θα ειρωνεύεστε, θα ειρωνεύονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ειρωνευτώ, θα ειρωνευτείς, θα ειρωνευτεί, θα ειρωνευτούμε, θα ειρωνευτείτε, θα ειρωνευτούν (ή θα ειρωνευτούνε)
& θα ειρωνευθώ, θα ειρωνευθείς, θα ειρωνευθεί, θα ειρωνευθούμε, θα ειρωνευθείτε, θα ειρωνευθούν (ή θα ειρωνευθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ειρωνευτεί, θα έχεις ειρωνευτεί, θα έχει ειρωνευτεί, θα έχουμε ειρωνευτεί, θα έχετε ειρωνευτεί, θα έχουν(ε) ειρωνευτεί
& θα έχω ειρωνευθεί, θα έχεις ειρωνευθεί, θα έχει ειρωνευθεί, θα έχουμε ειρωνευθεί, θα έχετε ειρωνευθεί, θα έχουν(ε) ειρωνευθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ειρωνευτεί, έχεις ειρωνευτεί, έχει ειρωνευτεί, έχουμε ειρωνευτεί, έχετε ειρωνευτεί, έχουν(ε) ειρωνευτεί
& έχω ειρωνευθεί, έχεις ειρωνευθεί, έχει ειρωνευθεί, έχουμε ειρωνευθεί, έχετε ειρωνευθεί, έχουν(ε) ειρωνευθεί
Υποτακτική
να έχω ειρωνευτεί, να έχεις ειρωνευτεί, να έχει ειρωνευτεί, να έχουμε ειρωνευτεί, να έχετε ειρωνευτεί, να έχουν(ε) ειρωνευτεί
& να έχω ειρωνευθεί, να έχεις ειρωνευθεί, να έχει ειρωνευθεί, να έχουμε ειρωνευθεί, να έχετε ειρωνευθεί, να έχουν(ε) ειρωνευθεί
Μετοχή
---
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ειρωνευτεί, είχες ειρωνευτεί, είχε ειρωνευτεί, είχαμε ειρωνευτεί, είχατε ειρωνευτεί, είχαν(ε) ειρωνευτεί
& είχα ειρωνευθεί, είχες ειρωνευθεί, είχε ειρωνευθεί, είχαμε ειρωνευθεί, είχατε ειρωνευθεί, είχαν(ε) ειρωνευθεί
 
Σημείωση: Το ρήμα ειρωνεύομαι ανήκει στα αποθετικά ρήματα και, ως εκ τούτου, έχει μόνο μεσοπαθητική φωνή αλλά ενεργητική σημασία, δηλαδή συντάσσεται κανονικά με αντικείμενο. Αυτό σημαίνει ότι δεν σχηματίζει ενεργητική φωνή (δεν υπάρχει τύπος *ειρωνεύω στη Νέα Ελληνική) ούτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί με παθητική σημασία. Συνεπώς, είναι λανθασμένες προτάσεις του τύπου π.χ. Έφτασαν στο σημείο να λοιδορούνται και να *ειρωνεύονται από όλα σχεδόν τα Μ.Μ.Ε. της Ευρώπης, αντί των οποίων θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί άλλη διατύπωση: Έφτασαν στο σημείο να τους λοιδορούν και να τους ειρωνεύονται όλα σχεδόν τα Μ.Μ.Ε. της Ευρώπης.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...