Bess Hamiti
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αντικρίζω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αντικρίζω, αντικρίζεις, αντικρίζει, αντικρίζουμε, αντικρίζετε, αντικρίζουν (ή αντικρίζουνε)
Υποτακτική
να αντικρίζω, να αντικρίζεις, να αντικρίζει, να αντικρίζουμε, να αντικρίζετε, να αντικρίζουν (ή να αντικρίζουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αντίκριζε – β΄ πληθυντικό: αντικρίζετε
Μετοχή
αντικρίζοντας
Παρατατικός
Οριστική
αντίκριζα, αντίκριζες, αντίκριζε, αντικρίζαμε, αντικρίζατε, αντίκριζαν ή αντικρίζανε
Αόριστος
Οριστική
αντίκρισα, αντίκρισες, αντίκρισε, αντικρίσαμε, αντικρίσατε, αντίκρισαν ή αντικρίσανε
Υποτακτική
να αντικρίσω, να αντικρίσεις, να αντικρίσει, να αντικρίσουμε, να αντικρίσετε, να αντικρίσουν (ή να αντικρίσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αντίκρισε – β΄ πληθυντικό: αντικρίστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αντικρίζω, θα αντικρίζεις, θα αντικρίζει, θα αντικρίζουμε, θα αντικρίζετε, θα αντικρίζουν (ή θα αντικρίζουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αντικρίσω, θα αντικρίσεις, θα αντικρίσει, θα αντικρίσουμε, θα αντικρίσετε, θα αντικρίσουν (ή θα αντικρίσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αντικρίσει, θα έχεις αντικρίσει, θα έχει αντικρίσει, θα έχουμε αντικρίσει, θα έχετε αντικρίσει, θα έχουν(ε) αντικρίσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αντικρίσει, έχεις αντικρίσει, έχει αντικρίσει, έχουμε αντικρίσει, έχετε αντικρίσει, έχουν(ε) αντικρίσει
Υποτακτική
να έχω αντικρίσει, να έχεις αντικρίσει, να έχει αντικρίσει, να έχουμε αντικρίσει, να έχετε αντικρίσει, να έχουν(ε) αντικρίσει
Μετοχή
έχοντας αντικρίσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αντικρίσει, είχες αντικρίσει, είχε αντικρίσει, είχαμε αντικρίσει, είχατε αντικρίσει, είχαν(ε) αντικρίσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αντικρίζομαι, αντικρίζεσαι, αντικρίζεται, αντικριζόμαστε, αντικρίζεστε, αντικρίζονται
Υποτακτική
να αντικρίζομαι, να αντικρίζεσαι, να αντικρίζεται, να αντικριζόμαστε, να αντικρίζεστε, να αντικρίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αντικρίζεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
αντικριζόμουν, αντικριζόσουν, αντικριζόταν, αντικριζόμαστε, αντικριζόσαστε, αντικρίζονταν
(& αντικριζόμουνα, αντικριζόσουνα, αντικριζότανε,
αντικριζόμασταν, αντικριζόσασταν, αντικριζόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
αντικρίστηκα, αντικρίστηκες, αντικρίστηκε, αντικριστήκαμε, αντικριστήκατε, αντικρίστηκαν ή αντικριστήκανε
Υποτακτική
να αντικριστώ, να αντικριστείς, να αντικριστεί, να αντικριστούμε, να αντικριστείτε, να αντικριστούν ή να αντικριστούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: αντικρίσου β΄ πληθυντικό: αντικριστείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αντικρίζομαι, θα αντικρίζεσαι, θα αντικρίζεται, θα αντικριζόμαστε, θα αντικρίζεστε, θα αντικρίζονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αντικριστώ, θα αντικριστείς, θα αντικριστεί, θα αντικριστούμε, θα αντικριστείτε, θα αντικριστούν ή θα αντικριστούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αντικριστεί, θα έχεις αντικριστεί, θα έχει αντικριστεί, θα έχουμε αντικριστεί, θα έχετε αντικριστεί, θα έχουν(ε) αντικριστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αντικριστεί, έχεις αντικριστεί, έχει αντικριστεί, έχουμε αντικριστεί, έχετε αντικριστεί, έχουν(ε) αντικριστεί
Υποτακτική
να έχω αντικριστεί, να έχεις αντικριστεί, να έχει αντικριστεί, να έχουμε αντικριστεί, να έχετε αντικριστεί, να έχουν(ε) αντικριστεί
Μετοχή
αντικρισμένος, αντικρισμένη, αντικρισμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αντικριστεί, είχες αντικριστεί, είχε αντικριστεί, είχαμε αντικριστεί, είχατε αντικριστεί, είχαν(ε) αντικριστεί
Σημείωση: αντικρίζω ή αντικρύζω; Το ρήμα
αντικρίζω γράφεται με -ι-, επειδή προέρχεται από το θέμα αντικρ- του
επιρρήματος αντίκρυ και το παραγωγικό τέρμα -ίζω (πβ. κ. τριγύρω – τριγυρίζω).
Η γραφή αντικρύζω, που συνηθιζόταν παλαιότερα, θα σήμαινε ότι η λέξη
σχηματίστηκε από το επίρρημα αντίκρυ και παραγωγικό τέρμα -ζω (δεν υπάρχει όμως
τέτοιο επίθημα). Ομοίως εξηγείται η γραφή με -ι- του επιθέτου αντικρινός (όχι
αντικρυνός), εφόσον σχηματίστηκε με το παραγωγικό τέρμα -ινός.
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό
των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αντικρίζω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αντικρίζω, αντικρίζεις, αντικρίζει, αντικρίζουμε, αντικρίζετε, αντικρίζουν (ή αντικρίζουνε)
να αντικρίζω, να αντικρίζεις, να αντικρίζει, να αντικρίζουμε, να αντικρίζετε, να αντικρίζουν (ή να αντικρίζουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αντίκριζε – β΄ πληθυντικό: αντικρίζετε
Μετοχή
αντικρίζοντας
Παρατατικός
Οριστική
αντίκριζα, αντίκριζες, αντίκριζε, αντικρίζαμε, αντικρίζατε, αντίκριζαν ή αντικρίζανε
Αόριστος
Οριστική
αντίκρισα, αντίκρισες, αντίκρισε, αντικρίσαμε, αντικρίσατε, αντίκρισαν ή αντικρίσανε
να αντικρίσω, να αντικρίσεις, να αντικρίσει, να αντικρίσουμε, να αντικρίσετε, να αντικρίσουν (ή να αντικρίσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αντίκρισε – β΄ πληθυντικό: αντικρίστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αντικρίζω, θα αντικρίζεις, θα αντικρίζει, θα αντικρίζουμε, θα αντικρίζετε, θα αντικρίζουν (ή θα αντικρίζουνε)
Οριστική
θα αντικρίσω, θα αντικρίσεις, θα αντικρίσει, θα αντικρίσουμε, θα αντικρίσετε, θα αντικρίσουν (ή θα αντικρίσουνε)
Οριστική
θα έχω αντικρίσει, θα έχεις αντικρίσει, θα έχει αντικρίσει, θα έχουμε αντικρίσει, θα έχετε αντικρίσει, θα έχουν(ε) αντικρίσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αντικρίσει, έχεις αντικρίσει, έχει αντικρίσει, έχουμε αντικρίσει, έχετε αντικρίσει, έχουν(ε) αντικρίσει
να έχω αντικρίσει, να έχεις αντικρίσει, να έχει αντικρίσει, να έχουμε αντικρίσει, να έχετε αντικρίσει, να έχουν(ε) αντικρίσει
Μετοχή
έχοντας αντικρίσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αντικρίσει, είχες αντικρίσει, είχε αντικρίσει, είχαμε αντικρίσει, είχατε αντικρίσει, είχαν(ε) αντικρίσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αντικρίζομαι, αντικρίζεσαι, αντικρίζεται, αντικριζόμαστε, αντικρίζεστε, αντικρίζονται
να αντικρίζομαι, να αντικρίζεσαι, να αντικρίζεται, να αντικριζόμαστε, να αντικρίζεστε, να αντικρίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αντικρίζεστε
Μετοχή
---
Οριστική
αντικριζόμουν, αντικριζόσουν, αντικριζόταν, αντικριζόμαστε, αντικριζόσαστε, αντικρίζονταν
Αόριστος
Οριστική
αντικρίστηκα, αντικρίστηκες, αντικρίστηκε, αντικριστήκαμε, αντικριστήκατε, αντικρίστηκαν ή αντικριστήκανε
να αντικριστώ, να αντικριστείς, να αντικριστεί, να αντικριστούμε, να αντικριστείτε, να αντικριστούν ή να αντικριστούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: αντικρίσου β΄ πληθυντικό: αντικριστείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αντικρίζομαι, θα αντικρίζεσαι, θα αντικρίζεται, θα αντικριζόμαστε, θα αντικρίζεστε, θα αντικρίζονται
Οριστική
θα αντικριστώ, θα αντικριστείς, θα αντικριστεί, θα αντικριστούμε, θα αντικριστείτε, θα αντικριστούν ή θα αντικριστούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αντικριστεί, θα έχεις αντικριστεί, θα έχει αντικριστεί, θα έχουμε αντικριστεί, θα έχετε αντικριστεί, θα έχουν(ε) αντικριστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αντικριστεί, έχεις αντικριστεί, έχει αντικριστεί, έχουμε αντικριστεί, έχετε αντικριστεί, έχουν(ε) αντικριστεί
να έχω αντικριστεί, να έχεις αντικριστεί, να έχει αντικριστεί, να έχουμε αντικριστεί, να έχετε αντικριστεί, να έχουν(ε) αντικριστεί
Μετοχή
αντικρισμένος, αντικρισμένη, αντικρισμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αντικριστεί, είχες αντικριστεί, είχε αντικριστεί, είχαμε αντικριστεί, είχατε αντικριστεί, είχαν(ε) αντικριστεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου