Milo Serrano
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αναγνωρίζω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αναγνωρίζω, αναγνωρίζεις, αναγνωρίζει, αναγνωρίζουμε, αναγνωρίζετε, αναγνωρίζουν (ή αναγνωρίζουνε)
να αναγνωρίζω, να αναγνωρίζεις, να αναγνωρίζει, να αναγνωρίζουμε, να αναγνωρίζετε, να αναγνωρίζουν (ή να αναγνωρίζουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αναγνώριζε – β΄ πληθυντικό: αναγνωρίζετε
Μετοχή
αναγνωρίζοντας
Παρατατικός
Οριστική
αναγνώριζα, αναγνώριζες, αναγνώριζε, αναγνωρίζαμε, αναγνωρίζατε, αναγνώριζαν ή αναγνωρίζανε
Αόριστος
Οριστική
αναγνώρισα, αναγνώρισες, αναγνώρισε, αναγνωρίσαμε, αναγνωρίσατε, αναγνώρισαν ή αναγνωρίσανε
να αναγνωρίσω, να αναγνωρίσεις, να αναγνωρίσει, να αναγνωρίσουμε, να αναγνωρίσετε, να αναγνωρίσουν (ή να αναγνωρίσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αναγνώρισε – β΄ πληθυντικό: αναγνωρίστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναγνωρίζω, θα αναγνωρίζεις, θα αναγνωρίζει, θα αναγνωρίζουμε, θα αναγνωρίζετε, θα αναγνωρίζουν (ή θα αναγνωρίζουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναγνωρίσω, θα αναγνωρίσεις, θα αναγνωρίσει, θα αναγνωρίσουμε, θα αναγνωρίσετε, θα αναγνωρίσουν (ή θα αναγνωρίσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναγνωρίσει, θα έχεις αναγνωρίσει, θα έχει αναγνωρίσει, θα έχουμε αναγνωρίσει, θα έχετε αναγνωρίσει, θα έχουν(ε) αναγνωρίσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναγνωρίσει, έχεις αναγνωρίσει, έχει αναγνωρίσει, έχουμε αναγνωρίσει, έχετε αναγνωρίσει, έχουν(ε) αναγνωρίσει
να έχω αναγνωρίσει, να έχεις αναγνωρίσει, να έχει αναγνωρίσει, να έχουμε αναγνωρίσει, να έχετε αναγνωρίσει, να έχουν(ε) αναγνωρίσει
Μετοχή
έχοντας αναγνωρίσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναγνωρίσει, είχες αναγνωρίσει, είχε αναγνωρίσει, είχαμε αναγνωρίσει, είχατε αναγνωρίσει, είχαν(ε) ανταγνωρίσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αναγνωρίζομαι, αναγνωρίζεσαι, αναγνωρίζεται, αναγνωριζόμαστε, αναγνωρίζεστε, αναγνωρίζονται
να αναγνωρίζομαι, να αναγνωρίζεσαι, να αναγνωρίζεται, να αναγνωριζόμαστε, να αναγνωρίζεστε, να αναγνωρίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αναγνωρίζεστε
Μετοχή
αναγνωριζόμενος, αναγνωριζόμενη, αναγνωριζόμενο
Παρατατικός
Οριστική
αναγνωριζόμουν, αναγνωριζόσουν, αναγνωριζόταν, αναγνωριζόμαστε, αναγνωριζόσαστε, αναγνωρίζονταν
Αόριστος
Οριστική
αναγνωρίστηκα, αναγνωρίστηκες, αναγνωρίστηκε, αναγνωριστήκαμε, αναγνωριστήκατε, αναγνωρίστηκαν ή αναγνωριστήκανε
Υποτακτική
να αναγνωριστώ, να αναγνωριστείς, να αναγνωριστεί, να αναγνωριστούμε, να αναγνωριστείτε, να αναγνωριστούν ή να αναγνωριστούνε
& να αναγνωρισθώ, να αναγνωρισθείς, να αναγνωρισθεί, να αναγνωρισθούμε, να αναγνωρισθείτε, να αναγνωρισθούν ή να αναγνωρισθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: αναγνωρίσου – β΄ πληθυντικό: αναγνωριστείτε / αναγνωρισθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναγνωρίζομαι, θα αναγνωρίζεσαι, θα αναγνωρίζεται, θα αναγνωριζόμαστε, θα αναγνωρίζεστε, θα αναγνωρίζονται
Οριστική
θα αναγνωριστώ, θα αναγνωριστείς, θα αναγνωριστεί, θα αναγνωριστούμε, θα αναγνωριστείτε, θα αναγνωριστούν ή θα αναγνωριστούνε
Οριστική
θα έχω αναγνωριστεί, θα έχεις αναγνωριστεί, θα έχει αναγνωριστεί, θα έχουμε αναγνωριστεί, θα έχετε αναγνωριστεί, θα έχουν(ε) αναγνωριστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναγνωριστεί, έχεις αναγνωριστεί, έχει αναγνωριστεί, έχουμε αναγνωριστεί, έχετε αναγνωριστεί, έχουν(ε) αναγνωριστεί
Υποτακτική
να έχω αναγνωριστεί, να έχεις αναγνωριστεί, να έχει αναγνωριστεί, να έχουμε αναγνωριστεί, να έχετε αναγνωριστεί, να έχουν(ε) αναγνωριστεί
& να έχω αναγνωρισθεί, να έχεις αναγνωρισθεί, να έχει αναγνωρισθεί, να έχουμε αναγνωρισθεί, να έχετε αναγνωρισθεί, να έχουν(ε) αναγνωρισθεί
Μετοχή
αναγνωρισμένος, αναγνωρισμένη, αναγνωρισμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναγνωριστεί, είχες αναγνωριστεί, είχε αναγνωριστεί, είχαμε αναγνωριστεί, είχατε αναγνωριστεί, είχαν(ε) αναγνωριστεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου