Mercuro B Cotto
Οδυσσέας Ελύτης «Η Μαρίνα των βράχων»
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη -
Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και
της θάλασσας
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους
λόφους.
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το
κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη
σκυτάλη της Xίμαιρας
Ριγώνοντας μ’ αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού
Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας
προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων
κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν
αγκαλιές τα δυοσμαρίνια
- Μα πού γύριζες;
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας
και της θάλασσας
Σου ‘λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό
τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των
πραγμάτων
Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους
κάμπους
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου
ηρωίδα ιάμβου.
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα
χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του
καλοκαιριού
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων - Μα πού
γύριζες
Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους
κόλπους με τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό
θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που
μάτωνε
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου
λέγοντας τ’ όνομά του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια
των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.
Άκουσε ο λόγος είναι των στερνών η
φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων
παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο
ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν
έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα
χείλη.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως
το κόκαλο
άλλο καλοκαίρι,
Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα
τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες
κερασιές
Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο.
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και
αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη
χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.
Στο ποίημα αυτό, το ποιητικό υποκείμενο
απευθυνόμενο προς την έφηβη Μαρίνα τη συμβουλεύει και την προειδοποιεί για τις
σημαντικές και ανέκκλητες αλλαγές που θα επιφέρει η ενηλικίωση στη ζωή της.
Με όχημα τον υπερρεαλισμό ο Ελύτης
δημιουργεί μια πολυσήμαντη σύνθεση που παραμένει ανοιχτή σε πολλαπλές
αναγνώσεις, καθιστώντας ουσιαστικά ανέφικτη την επιλογή μιας ερμηνείας.
Αναλυτικότερα:
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη -
Μα πού γύριζες
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και
της θάλασσας
Η γεύση τρικυμίας στα χείλη της κοπέλας
φανερώνει τη συναισθηματική της αναστάτωση και μας παραπέμπει στην ένταση και
τις πολυποίκιλες διακυμάνσεις των εφήβων. Η Μαρίνα μοιάζει αναστατωμένη και
προσηλωμένη σε κάποια σκέψη ή συναίσθημα που την κρατά ολημερίς σε μια «σκληρή
ρέμβη» -καθισμένη στον σκληρό βράχο- πλάι στη θάλασσα.
Η αναφορά στη γεύση των χειλιών της
κοπέλας αποτελεί ίσως ένδειξη πως ο συνομιλητής της, φίλησε τα χείλη της, μα
μπορεί να ληφθεί και ως απλή αναφορά στη συναισθηματική της κατάσταση, η οποία
είναι έκδηλη στην έκφραση του προσώπου της και κατ’ επέκταση στα χείλη της.
(Η Μαρίνα του ποιήματος δεν έχει ακόμη
ενηλικιωθεί ενώ η πλήρης εποπτεία της ζωής που διαθέτει το ποιητικό υποκείμενο
μας παραπέμπει σ’ ενήλικα συνομιλητή, στοιχείο που δημιουργεί μια δυσκολία στην
αποδοχή της ερωτικής επαφής. Επιπλέον, η ενδεχόμενη ερωτική σχέση μεταξύ της
κοπέλας και του συνομιλητή δεν προσφέρει τίποτε στην ανάπτυξη των συλλογισμών
του ποιήματος, πέραν ίσως από μια αιτιολόγηση του ενδιαφέροντος που δείχνει ο
συνομιλητής για τα συναισθήματα και για την ταραχή της κοπέλας.)
Το ερώτημα που της θέτει το ποιητικό
υποκείμενο -Μα που γύριζες- δεν έχει να κάνει τόσο με μια κυριολεκτική
περιπλάνηση της κοπέλας, όσο με μια εσωτερική αναζήτηση και μια παράδοση στις
προσωπικές της ανησυχίες.
Ενδιαφέρουσα είναι η αντίθεση ανάμεσα
στην έφηβη και ευμετάβλητη ηρωίδα και την πέτρα που αλλάζει μόνο μέσα από την
πολύχρονη τριβή με τα κύματα της θάλασσας.
Η ηρωίδα, που κάθεται στη φαινομενικά
αμετάβλητη πέτρα, είναι μια έφηβη κοπέλα που βιώνει τις συνεχείς μεταβολές στη
διάθεση αλλά και στον τρόπο θέασης της ζωής, που χαρακτηρίζουν τα χρόνια της
εφηβείας.
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους
λόφους.
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το
κόκαλο
Ο δυνατός άνεμος γυμνώνει τους λόφους,
αλλά γυμνώνει και την επιθυμία της κοπέλας, ως το κόκαλο, την αποκαλύπτει
δηλαδή πλήρως. Οι σκέψεις και οι μύχιες επιθυμίες της Μαρίνας φαίνεται να είναι
προφανείς για το ποιητικό υποκείμενο, που δείχνει να κατανοεί απόλυτα τις
ιδιαίτερες ανησυχίες της κοπέλας.
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη
σκυτάλη της Xίμαιρας
Ριγώνοντας μ’ αφρό τη θύμηση!
Η αναστάτωση που γινόταν προηγουμένως
εμφανής στα χείλη της κοπέλας, περνά τώρα στο βλέμμα της, το οποίο αποκαλύπτει
πως η κοπέλα βρίσκεται υπό την επίδραση έντονων επιθυμιών. Οι εφηβικές
ονειροπολήσεις και οι -πιθανότατα- ερωτικές επιθυμίες γίνονται πια
αισθητές στα μάτια της. Η εικόνα της Μαρίνας, που ιχνογραφεί ο ποιητής,
αποκαλύπτει μια κοπέλα δοσμένη σε συλλογισμούς που της δημιουργούν έντονη
αναστάτωση και την ωθούν να αναδεύσει τις μνήμες του παρελθόντος της.
Συναισθήματα κι επιθυμίες που υπέβοσκαν στο παρελθόν, υπό τη μορφή
ονειροπολήσεων (χίμαιρα), επανέρχονται τώρα πιο ισχυρά από ποτέ (Ριγώνοντας μ’
αφρό τη θύμηση!) και επηρεάζουν καταλυτικά την έφηβη κοπέλα.
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού
Σεπτεμβρίου
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας
προς τα κάτω
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων
κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν
αγκαλιές τα δυοσμαρίνια
Αυτή τη στιγμή που η Μαρίνα είναι
πλήρως παραδομένη στις επιθυμίες που έχουν ξυπνήσει μέσα της με πρωτόγνωρη
ένταση, ο ποιητής τη γυρνά στο κοντινό της παρελθόν, όταν ακόμη βρισκόταν σε
μια κατάσταση αθωότητας και ηρεμίας. Που είναι, τη ρωτά, η ανηφοριά του μικρού
Σεπτεμβρίου, η ανηφοριά δηλαδή που ανέβαινες όταν ήσουν ακόμη μικρή, όταν
έπαιζες στο κοκκινόχωμα, κοιτώντας τα βαθιά στήθη των μεγαλύτερων κοριτσιών.
Ο ποιητής γυρνά την ηρωίδα του στο
παρελθόν, όταν ακόμη ήταν ένα μικρό παιδί που δεν είχε αναπτυχθεί πλήρως και
περνούσε την ώρα της παίζοντας και κοιτάζοντας με περιέργεια το στήθος των
άλλων κοριτσιών, απέχοντας ακόμη από τις συναισθηματικές εντάσεις κι από τους
προβληματισμούς που προκαλεί η εφηβική ανάπτυξη και η επιθυμία του κορμιού που
φτάνει στην ολοκλήρωσή του.
- Μα πού γύριζες;
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας
και της θάλασσας
Σου ‘λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό
τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των
πραγμάτων
Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους
κάμπους
Μ’ ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου
ηρωίδα ιάμβου.
Μετά την αναδρομή στο ανέμελο παρελθόν
της ηρωίδας, ο ποιητής επανέρχεται με την ερώτηση-μοτίβο του ποιήματος, η οποία
αποτελεί εντέλει συνεκτικό δεσμό μεταξύ των ενοτήτων του ποιήματος.
Η εσωτερική περιπλάνηση της κοπέλας
φανερώνεται τώρα πως έχει ιδιαίτερα μεγάλη διάρκεια, μιας και το ολημερίς της
πρώτης στροφής, γίνεται τώρα ολονυχτίς, υποδηλώνοντας πως η συναισθηματική της
αναστάτωση συνεχίζει να κρατά την ηρωίδα απομονωμένη στους συλλογισμούς της.
Το ποιητικό υποκείμενο αναφέρει πως
συμβούλευε την κοπέλα από πριν, από τότε που ήταν νεότερη, να απολαμβάνει όσο
περισσότερο μπορεί τη ζωή της. Οι εικόνες της στροφής αυτής αναφέρονται
ουσιαστικά στη χαρά της ζωής και στην ομορφιά που αυτή κρύβει, ιδίως για τους
νέους που δεν έχουν ακόμη γνωρίσει τις δυσκολίες και τις πολλαπλές ευθύνες που
συχνά την καθιστούν πικρή για τους ενήλικες.
Η παρότρυνση για απόλαυση της ζωής
αισθητοποιείται μέσα από εικόνες φωτός, που είναι ιδιαίτερα προσφιλείς στον
Ελύτη. Ο ποιητής, λοιπόν, συμβούλευε την κοπέλα να μετρά στο νερό της θάλασσας
τις φωτεινές του μέρες (εξαιρετική εικόνα που μας παραπέμπει στη διάθλαση του
φωτός μέσα στο νερό της θάλασσας), να χαίρεται την αυγή -τη νέα μέρα- των
πραγμάτων ανάσκελη, σε μια στάση δηλαδή ενδεικτική της ανεμελιάς, να γυρνά
στους κίτρινους κάμπους μ’ ένα τριφύλλι φως (άλλη μια εικόνα που κυριαρχεί το
φως και η εφηβική ευδαιμονία).
Ο ποιητής αποκαλεί την κοπέλα «ηρωίδα
ιάμβου», ηρωίδα δηλαδή ποιήματος (στην αρχαιότητα σκωπτικά ποιήματα), με μια
διάθεση λογοτεχνικής αυτοαναφορικότητας, αλλά και με προφανή ίχνη
υπερρεαλιστικής γραφής.
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα
χείλη
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα
Βαθιά μες στο χρυσάφι του
καλοκαιριού
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων - Μα πού
γύριζες
Η στροφή αυτή ξεκινά μ’ έναν ακόμη
στίχο-μοτίβο του ποιήματος, που με την επανάληψή του λειτουργεί αφενός
συνδετικά, ως προς τις επιμέρους ενότητες, κι αφετέρου συμβάλλει στη
μουσικότητα του ποιήματος. Ο στίχος αυτός, παράλληλα, επαναφέρει εμφατικά την
αίσθηση της ψυχικής αναστάτωσης που χαρακτηρίζει την ηρωίδα.
Εδώ, ο ποιητής, δημιουργεί μια
ιδιαίτερη αντίθεση ανάμεσα στο κόκκινο σαν το αίμα φόρεμα της κοπέλας και το
χρυσάφι του καλοκαιριού, τονίζοντας από τη μία την ένταση, το πάθος και τη
ζωτικότητα που εκφράζει το κόκκινο χρώμα κι από την άλλη τη φωτεινότητα και την
ευδαιμονία που χαρακτηρίζουν το καλοκαίρι. Η ένταση της κοπέλας και η ευδαιμονία
της ζωής είναι, άλλωστε, δύο στοιχεία που κυριαρχούν στο ποίημα καθώς ο ποιητής
επιχειρεί ακριβώς να τονίσει στην κοπέλα πως δεν πρέπει να προσπεράσει την
ομορφιά της ζωής, μένοντας εγκλωβισμένη στις δικές της εσωτερικές ανησυχίες.
Η εικόνα αυτή συμπληρώνεται με το άρωμα
των υακίνθων, ολοκληρώνοντας έτσι την ομορφιά και τη χαρμόσυνη διάθεση που
αναδύει το χρυσάφι, το φως, του καλοκαιριού.
Η ερώτηση (Μα που γύριζες) με την
επανάληψή της τονίζει το γεγονός ότι η κοπέλα παραμένει ακόμη παραδομένη στην
εσωτερική της αναζήτηση και στο συναισθηματικό κυκεώνα που τη συγκλονίζει.
Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους
κόλπους με τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό
θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που
μάτωνε
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου
λέγοντας τ’ όνομά του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια
των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.
Η στροφή αυτή μας οδηγεί πέρα ως τη
σταδιακή ενηλικίωση της κοπέλας, η οποία απρόσμενα έρχεται σ’ επαφή με τον πόνο
που κρύβει η ζωή. Η αθώα περιπλάνησή της στους γιαλούς με τα βότσαλα και το
αρμυρό θαλασσόχορτο, το πέρασμά της δηλαδή στις ομορφιές της ζωής, θα
ακολουθηθεί από τη γνωριμία με τη σκληρή πλευρά της ζωής, με τον πόνο που
συνοδεύει κάθε ζωντανή ύπαρξη, «ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε». Η Μαρίνα
περνώντας από την ηλικία της ανεμελιάς στην ενηλικίωση, θα γνωρίσει και τον
πόνο, αδιάφορο αν αυτός προέρχεται από τον έρωτα ή από κάποια άλλη εμπειρία.
Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι η νεαρή κοπέλα θα περάσει κι αυτό το στάδιο,
το βάπτισμα, τη σκλήρυνση της ψυχής, στο δάκρυ και στην απογοήτευση.
Η κοπέλα μένει έκπληκτη μπροστά στο
αναπάντεχο αίσθημα που της προκαλεί πόνο κι αναφωνεί το όνομά του (ίσως ο
έρωτας), μη μπορώντας να πιστέψει την οδύνη που της προκάλεσε. Κι αμέσως
ανεβαίνει προς τη διαύγεια των βυθών (οξύμωρο) που υποδηλώνει την επιστροφή της
κοπέλας στην κατάσταση της αθώας ειλικρίνειας που τη χαρακτηρίζει, η κοπέλα
επιστρέφει εκεί που τα συναισθήματα είναι καθαρά, στο χώρο όπου κινείται η δική
της ψυχή –ο δικός της αστερίας.
Άκουσε ο λόγος είναι των στερνών η
φρόνηση
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων
παράφορος
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο
ελπίδας
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν
έρωτα
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα
χείλη.
Η αντίδραση της κοπέλας απέναντι στον
πόνο που της επιφυλάσσει η ζωή, επαναφέρει την παραινετική διάθεση του ποιητή,
ο οποίος βλέποντας τα πράγματα από την οπτική του έμπειρου ενήλικα, δηλώνει
στην έφηβη κοπέλα πως ο λόγος (οι ιδέες, οι αλήθειες) είναι χαρακτηριστικό της
φρόνησης, της γνώσης δηλαδή, που αποτελεί τελικά προνόμιο των ανθρώπων που
έζησαν και γνώρισαν τη πραγματική φύση της ζωής, μέσα από τις επώδυνες
εμπειρίες τους. Η φρόνηση των στερνών, η σύνεση των γηρατειών, είναι ένα
προνόμιο που κατακτάται μόνο μέσα από το δύσκολο πέρασμα των χρόνων, που τόσα
έχουν να μάθουν στους ανθρώπους.
Ο χρόνος, άλλωστε, είναι ανεξέλεγκτος
διαμορφωτής των ανθρώπων, στο πέρασμά του δηλαδή αλλάζει, διαμορφώνει και
επηρεάζει βαθύτατα τους ανθρώπους, χωρίς εκείνοι να έχουν κανένα έλεγχο στη
δράση του. Η έφηβη κοπέλα που ακόμη βρίσκεται σε μια μεταβατική ηλικία, θα
πρέπει να γνωρίζει πως το πέρασμα του χρόνου θα την αλλάξει -όπως αλλάζει όλους
τους ανθρώπους- με τρόπους που εκείνη ποτέ δε θα φανταζόταν.
Την ώρα, βέβαια, που ο χρόνος πραγματοποιεί
το διαβρωτικό ή διαμορφωτικό του έργο, ο ήλιος αποτελεί ένα θηρίο ελπίδας για
τους ανθρώπους, υπό την έννοια πως κάθε καινούρια ημέρα, φέρνει μαζί της νέες
προοπτικές και νέες ελπίδες, σε μια αέναη διαδικασία που δεν παύει, όσο διαρκεί
η ζωή.
Ο ήλιος, η νέα ημέρα, υπόσχεται κάθε
φορά άπειρες ελπίδες για νέες εμπειρίες και νέες δυνατότητες, ειδικά για τους
νέους ανθρώπους, γι’ αυτό και ο ποιητής λέει στη Μαρίνα πως εσύ είσαι πιο κοντά
του. Η έφηβη Μαρίνα μπορεί να αξιοποιήσει πολύ περισσότερο τις υποσχέσεις του
ήλιου, τις υποσχέσεις της ζωής, μα εκείνη στέκει σφίγγοντας έναν έρωτα. Σε μια
ζωή γεμάτη υποσχέσεις και προοπτικές, η Μαρίνα βρίσκεται εγκλωβισμένη σ’ έναν
έρωτα, με μια «πικρή» γεύση τρικυμίας στα χείλη της. Η νεαρή κοπέλα, μη
συνειδητοποιώντας τις άπειρες δυνατότητες που της υπόσχεται η ζωή, μένει
στάσιμη, προσηλωμένη στον έρωτά της, ο οποίος όμως την πικραίνει. Ενώ θα
μπορούσε, δηλαδή, να δεχτεί όλο αυτό το κάλεσμα της ζωής, να γευτεί την ευτυχία
που κρύβουν οι άπειρες δυνατότητες της έφηβης ακόμη ζωής της, εκείνη μοιάζει να
είναι εγκλωβισμένη στα δικά της συναισθήματα, στο δικό της πόνο.
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως
το κόκαλο
άλλο καλοκαίρι,
Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα
τους,
Για να ξαναφιλήσεις άλλες
κερασιές
Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο.
Ο ποιητής, πλέον, προειδοποιεί τη
Μαρίνα πως δεν έχει πια άλλα χρονικά περιθώρια ανέμελης ζωής. Αυτό είναι το
τελευταίο καλοκαίρι που η κοπέλα θα είναι ένα αθώο παιδί (γαλανή ως το κόκαλο),
η ώρα της ενηλικίωσής της έχει φτάσει κι ο χρόνος δεν μπορεί να γυρίσει πίσω.
Δεν υπάρχει τρόπος να αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια, δεν υπάρχει δυνατότητα να
γυρίσει ξανά στην υπέροχή αυτή ηλικία. Αυτή η σκέψη, του ανέκκλητου χαρακτήρα
που έχει το πέρασμα του χρόνου, διατρέχει αυτή τη στροφή, με τις ευδαιμονικές
εικόνες που πλέον θα είναι απρόσιτες για τη νεαρή κοπέλα. Αν η Μαρίνα δεν
αξιοποίησε την ευτυχία της εφηβικής ζωής ως τώρα, δε θα έχει πλέον την ευκαιρία
να το κάνει.
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και
αύριο,
Στους κινδύνους των βράχων με τη
χτενισιά της θύελλας
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.
Ο ποιητής την προειδοποιεί πως το
πέρασμα του χρόνου θα την αφήσει στυλωμένη στους βράχους, διαμορφωμένη πλέον,
καθώς η έλευση της ενηλικίωσης σημαίνει τελικά και μια ολοκλήρωση στην
προσωπικότητά της. Η κοπέλα θα είναι δίχως χτες και αύριο, υπό την έννοια πως
από τη στιγμή που θα έχει χαθεί η ηλικία της εφηβικής νεότητας, η ηλικία των
άπειρων δυνατοτήτων, δε θα υπάρχει πλέον για εκείνη αύριο, δε θα υπάρχει δηλαδή
όλη αυτή η πληθώρα επιλογών και αμέτρητων προοπτικών για το ποια θα είναι
τελικά η υπόστασή της, και το χτες, όσα πέρασαν (όσα έμειναν αναξιοποίητα) δε
θα έχουν πια σημασία.
Ο ενήλικας ποιητής, αντικρίζοντας την έφηβη κοπέλα, που αδυνατεί να
αντιληφθεί τη μαγεία της ηλικίας της και πικραίνεται για έναν έρωτα, της λέει
πως τώρα πρέπει να ζήσει την ομορφιά της ζωής της, τώρα πρέπει να διακρίνει την
αφθονία δυνατοτήτων που της παρέχει η ζωή, γιατί μετά όλα αυτά θα πάψουν να
υπάρχουν. Με την έλευση της ενηλικίωσης η κοπέλα θα μείνει να ζει τους
κινδύνους των βράχων, τα σκαμπανεβάσματα τη ζωής, έχοντας πια αποχαιρετήσει το
αίνιγμά της, έχοντας δηλαδή χάσει όλη αυτή τη μαγεία που καλύπτει τους εφήβους,
οι οποίοι ακόμη δεν έχουν διαμορφώσει πλήρως την υπόστασή τους και έχουν κάθε
δυνατή επιλογή για τη ζωή τους. Η ομορφιά αυτή των ανεξάντλητων επιλογών,
σταδιακά παύει να υφίσταται, η διαμόρφωση του ανθρώπου γίνεται και το αίνιγμα
λύνεται.
3 σχόλια:
Μπράβο σας!!πολλή καλή ανάλυση!!
Είναι από τα αγαπημένα μου ποιήματα, πολύ όμορφος σχολιασμός. Ευχαριστώ.
Ενα μαγευτικο ποιημα που μας ταξιδευει !!
Παρα πολυ ωραια παρουσιαση συγχαρητηρια !!
Δημοσίευση σχολίου