Henrieta Maneva
Κωνσταντίνος Καβάφης «Στην Εκκλησία»
Την
εκκλησίαν αγαπώ — τα εξαπτέρυγά της,
τ’
ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της,
τα
φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της.
Εκεί σαν μπω, μες σ’ εκκλησία των Γραικών·
με
των θυμιαμάτων της τες ευωδίες,
μες
τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες,
τες
μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες
και
κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό —
λαμπρότατοι
μες στων αμφίων τον στολισμό —
ο
νους μου πηαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,
στον
ένδοξό μας Βυζαντινισμό.
Το
ποίημα αυτό με την πολύ προσεκτική διατύπωσή του δεν αποτελεί ομολογία πίστεως
του Καβάφη, αλλά πολύ συγκεκριμένη έκφραση εκτίμησης και σεβασμού απέναντι στη
γαλήνια, μα και επιβλητική ατμόσφαιρα των ελληνικών εκκλησιών που του θυμίζουν
έντονα την ένδοξη για τον ελληνισμό περίοδο του Βυζαντίου. Ο ποιητής, αν και
δεν εντάσσει με σαφήνεια τον εαυτό του στους χριστιανούς, έχει εντούτοις μεγάλη
αγάπη για την εκκλησία, η οποία συνδυάζει την υποβλητική ατμόσφαιρα ενός χώρου
θρησκευτικής λατρείας, με μια διάχυτη αίσθηση μεγαλοπρέπειας.
Την
εκκλησίαν αγαπώ — τα εξαπτέρυγά της,
τ’
ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της,
τα
φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της.
Η
πρώτη στροφή βασίζεται κυρίως στην αναφορά εκείνων των στοιχείων ενός
χριστιανικού ναού, που συγκινούν ιδιαίτερα τον ποιητή. Η απαρίθμηση ξεκινά με
τα εξαπτέρυγα, τα οποία είναι μεταλλικοί συνήθως δίσκοι, που εικονίζουν τα
Σεραφείμ με τις έξι φτερούγες και προσαρμόζονται σε ειδικά κοντάρια, για να
περιφέρονται στις θρησκευτικές τελετές, συνοδεύοντας τα Τίμια Δώρα, τον Σταυρό,
το Ευαγγέλιο και τις εικόνες στις λιτανείες. Ακολουθεί αναφορά στο ασήμι των
σκευών της εκκλησίας, που συνιστά ένδειξη πλούτου και πολυτέλειας∙ στα
κηροπήγια και στα φώτα, που ενισχύουν την υποβλητική εικόνα της εκκλησίας∙ στις
εικόνες, που συμβάλλουν σημαντικά στην ξεχωριστή αίσθηση που προκαλούν οι
χριστιανικοί ναοί στους πιστούς. Η απαρίθμηση κλείνει με τον άμβωνα, το υψηλό
βήμα των χριστιανικών ναών, από όπου διαβάζεται το Ευαγγέλιο και εκφωνείται το
κήρυγμα.
Εκεί
σαν μπω, μες σ’ εκκλησία των Γραικών·
Ο
Καβάφης θέλοντας να τονίσει πως αναφέρεται στην Ορθόδοξη εκκλησία και όχι
γενικώς στις χριστιανικές, που περιλαμβάνουν και αυτές των Καθολικών, επιλέγει
να προσδιορίσει ειδικότερα την εκκλησία ως εκείνη των Γραικών, δηλαδή των
Ελλήνων. Αξίζει, όμως, να προσεχθεί πως χρησιμοποιεί σκοπίμως των όρο Γραικοί,
που παραπέμπει αφενός σ’ εκείνη την περίοδο που δεν υπήρχε ακόμη ελληνικό
κράτος και αφετέρου συνιστά εύλογο διαχωρισμό από τους εθνικούς Έλληνες που
συνήθως αναφέρονται στα ποιήματά του, και υποδηλώνουν τα χρόνια της ειδωλολατρίας
και του δωδεκάθεου.
Προσέχουμε,
επίσης, πως ο ποιητής φροντίζει να μην εντάξει των εαυτό του σ’ αυτό το σύνολο,
των Γραικών, που συνδέεται με την έννοια της εκκλησίας και του χριστιανισμού,
όπως θα κάνει στη συνέχεια -της φυλής μας, στον ένδοξό μας...- όταν θα
αναφέρεται στις μεγάλες τιμές των χρόνων του Βυζαντίου, ακριβώς διότι δεν
επιθυμεί να δώσει την εντύπωση πως αισθάνεται τις εκκλησίες αυτές ως
αναπόσπαστο μέρος της δικής του ταυτότητας, όπως τις αντιλαμβάνονται οι υπόλοιποι
Έλληνες. Ο Καβάφης, άλλωστε, δεν προσδιορίζει τον εαυτό του ως Χριστιανό, με
την αυστηρή έννοια, και ό,τι τον συγκινεί στις Ορθόδοξες εκκλησίες δεν
σχετίζεται με τη χριστιανική πίστη, αλλά με συνειρμούς εθνικής καταξίωσης.
με
των θυμιαμάτων της τες ευωδίες,
μες
τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες,
τες
μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες
και
κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό —
λαμπρότατοι
μες στων αμφίων τον στολισμό —
ο
νους μου πηαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,
στον
ένδοξό μας Βυζαντινισμό.
Μετά
την αναφορά στα υλικά αντικείμενα των εκκλησιών που έγινε στην πρώτη στροφή, ο
ποιητής περνά σε στοιχεία της τελετουργίας, που δημιουργούν μια ιδιαίτερα
κατανυκτική και υποβλητική ατμόσφαιρα στις εκκλησίες. Το χαρακτηριστικό άρωμα
από το λιβάνι του θυμιάματος, οι λειτουργικές φωνές του ιερέα και των ψαλτών,
που συχνά συνδέονται σε μια αρμονική συμφωνία, η μεγαλοπρέπεια της παρουσίας
των ιερέων, που επιτελούν κάθε τους κίνηση ακολουθώντας ένα ρυθμό εξέχουσας
σοβαρότητας∙ μα και η γενικότερη εικόνα των ιερέων που μοιάζουν τόσο λαμπροί με
τα άμφιά τους, συνιστούν στοιχεία που παραπέμπουν τη σκέψη του ποιητή στις πιο
μεγάλες τιμές της φυλής μας, στα ένδοξα χρόνια δηλαδή της Βυζαντινής
Αυτοκρατορίας, η οποία είχε στενά συνδεθεί με τον Χριστιανισμό.
Ο
Καβάφης αναφερόμενος στον ένδοξο Βυζαντινισμό φροντίζει μέσω της κτητικής
αντωνυμίας «μας» να εντάξει και τον εαυτό του στην ελληνική φυλή, εφόσον για
τον ίδιο, παρόλο που γεννήθηκε και έζησε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, η
ελληνική του ταυτότητα αποτελεί στοιχείο μεγάλης περηφάνιας και τιμής.
Φροντίζει, μάλιστα, με τη συνδρομή της γλώσσας να δηλώσει έμμεσα και την
καταγωγή του από την Κωνσταντινούπολη, γι’ αυτό και χρησιμοποιεί τις Πολίτικες
ιδιοτυπίες (τες ευωδίες, τες λειτουργικές φωνές κ.ά.), που τον συνδέουν με την
ιστορική αυτή πόλη.
Σε
ό,τι αφορά, άλλωστε, τη γλώσσα παρατηρούμε πως ο ποιητής πέρα από τη δημοτική,
χρησιμοποιεί και στοιχεία καθαρεύουσας (εκκλησίαν, κάθε των) προκειμένου να
προσδώσει μέσω αυτής ένα πιο επίσημο ύφος, ανάλογο με αυτό των Ορθόδοξων
εκκλησιών.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου