Diggie Vitt
Μπέρτολτ
Μπρεχτ: Για τον όρο «μετανάστες»
Ο σημαντικός Γερμανός συγγραφέας
Μπέρτολτ Μπρεχτ (1898-1956) έγραψε το ποίημα αυτό το 1937, όταν ζούσε ως
αυτοεξόριστος στη Σκανδιναβία, κατατρεγμένος από τη χιτλερική εξουσία. Ο Β΄
Παγκόσμιος πόλεμος δεν είχε ακόμη ξεσπάσει, αλλά το ναζιστικό καθεστώς είχε ήδη
δώσει δείγματα του βίαιου και απάνθρωπου προσώπου του με την άγρια καταδίωξη
των Εβραίων και των αντιφρονούντων Γερμανών. Πολλοί δημοκρατικοί καλλιτέχνες
και διανοούμενοι διώχτηκαν ή αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους, για να
γλιτώσουν από την ηθική και σωματική τους εξόντωση.
Από το 1933 ως το 1947 έζησε
αυτοεξόριστος στη Σκανδιναβία και στις ΗΠΑ, εξαιτίας του ναζιστικού καθεστώτος
που επικρατούσε στην πατρίδα του. Το καθεστώς αυτό έριξε στην πυρά τα βιβλία
του και του αφαίρεσε την ιθαγένεια, κηρύσσοντάς τον ανεπιθύμητο στην πατρίδα
του. Τα πιο πολλά ποιήματά του συγκεντρώθηκαν στον τόμο Ποιήματα του Σβένμπορ
(1939) και διακρίνονται για την ανθρώπινη ευαισθησία και τον κοινωνικό τους
προβληματισμό.
Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ’ όνομα
που μας δίναν:
«Μετανάστες».
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα
τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη.
Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν,
μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα
‘ναι, μα εξορία.
Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι,
όσο μπορούμε πιο κοντά
στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας
το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη,
πνίγοντας μ’ ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να
ξεχνάμε, τίποτα
ν’ απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτ’ απ’ όσα
έγιναν, τίποτα δε συχωράμε.
Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω
σιωπή! Ακούμε ίσαμ’ εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ’ τα
στρατόπεδά τους. Εμείς
οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος,
που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει. Ο καθένας
μας,
περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια
ξεσκισμένα,
μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας
μολεύει.
Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα.
Μπ. Μπρεχτ, Ποιήματα,
μτφρ. Μάριος Πλωρίτης, Θεμέλιο
«Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ’ όνομα
που μας δίναν:
«Μετανάστες».
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα
τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη.»
Ο ποιητής, ο οποίος από το 1933 -χρονιά
που ο Αδόλφος Χίτλερ ανέλαβε την εξουσία στη Γερμανία- έφυγε από τη χώρα του,
θεωρεί λανθασμένο τον όρο «μετανάστες» που απέδιδαν σε αυτόν και σε όσους, όπως
κι εκείνος, εξαναγκάστηκαν να απομακρυνθούν από τη χώρα τους λόγω της
ιδεολογικής και ηθικής τους αντίδρασης απέναντι στο καθεστώς των
εθνικοσοσιαλιστών. Ο όρος «μετανάστης» χαρακτηρίζει εκείνον που οικειοθελώς
εγκαταλείπει τη χώρα του προκειμένου να εγκατασταθεί σε κάποια άλλη που
προσφέρει καλύτερες οικονομικές συνθήκες και προοπτικές. Ο ποιητής, ωστόσο, δεν
έφυγε από τη Γερμανία γιατί το θέλησε, έχοντας αυτοβούλως επιλέξει κάποια άλλη
χώρα· η δική του απομάκρυνση από την πατρίδα του ήταν το αποτέλεσμα μιας βίαιης
τακτικής εκφοβισμού.
«Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν,
μας προγράψανε.»
Σε αντίθεση με τους μετανάστες που
πηγαίνουν σε μια άλλη, καλύτερη χώρα, με την πιθανή πρόθεση να μείνουν για
πάντα εκεί, οι πολιτικοί πρόσφυγες της Γερμανίας, όπως ήταν ο Μπρεχτ, έφυγαν
από τη δική τους χώρα στα κρυφά, έχοντας βιώσει πρώτα διώξεις κι έχοντας την
επίγνωση ότι απειλείται η ζωή τους. Το ναζιστικό καθεστώς, πράγματι, ξεκίνησε
με το που ανέλαβε την εξουσία συστηματικές προγραφές, διώξεις, δηλαδή, εις
βάρος εκείνων των πολιτικών και πνευματικών ανθρώπων που θα μπορούσαν να
αποτελέσουν εμπόδιο στην περαιτέρω εδραίωσή του.
Η απόφαση, επομένως, του ποιητή να
φύγει από τη χώρα του, δεν ήταν το αποτέλεσμα ελεύθερης επιλογής, αλλά μια
εξαναγκαστική επιλογή, προκειμένου να γλιτώσει τη ζωή του και να διαφυλάξει την
ελευθερία του.
«Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα
‘ναι, μα εξορία.
Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι,
όσο μπορούμε πιο κοντά
στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα,
καραδοκώντας το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη,
πνίγοντας μ’ ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να
ξεχνάμε, τίποτα
ν’ απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτ’ απ’ όσα
έγιναν, τίποτα δε συχωράμε.»
Οι άνθρωποι που φεύγουν από τη Γερμανία
για να γλιτώσουν τις διώξεις του καθεστώτος, δεν αντικρίζουν τη χώρα στην οποία
φτάνουν -τη χώρα υποδοχής- ως τη νέα τους πατρίδα, αλλά ως ένα τόπο εξορίας. Δεν
έχουν βρεθεί, άλλωστε, εκεί με την πρόθεση να παραμείνουν για πάντα, αλλά για
να βρουν ένα προσωρινό καταφύγιο σωτηρίας.
Με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο,
μάλιστα, ο ποιητής καταγράφει, στο αφηγηματικό μέρος του ποιήματος, την
κατάσταση ανησυχίας και εγρήγορσης στην οποία βρίσκονται οι πολιτικοί πρόσφυγες
αναμένοντας την πολυπόθητη στιγμή κατά την οποία θα νιώσουν ασφαλείς να
επιστρέψουν και πάλι στην πατρίδα τους.
Επιλέγουν να μείνουν όσο πιο κοντά
μπορούν στα σύνορα, ώστε να τους είναι όσο γίνεται πιο εύκολο να μαθαίνουν τι
συμβαίνει στην πατρίδα τους, αλλά και να είναι σε θέση να επιστρέψουν το
συντομότερο δυνατό σ’ αυτήν. Διαρκώς «ασύχαστοι», διαρκώς σε κατάσταση
ανησυχίας, περιμένουν με αδημονία το παραμικρό σημάδι πως έχει αλλάξει η
πολιτική κατάσταση στη χώρα τους· αγωνιούν και δε διστάζουν να κάνουν ένα σωρό
ερωτήσεις σε κάθε άνθρωπο που έρχεται σ’ αυτούς από τη Γερμανία, θέλοντας να
γνωρίσουν κάθε νέα εξέλιξη στη χώρα τους. Κι είναι ακριβώς αυτή η ασίγαστη
επιθυμία τους να επιστρέψουν στην πατρίδα τους αμέσως μόλις αλλάξουν τα
πράγματα που καθιστά σαφές πως δεν πρόκειται για μετανάστες, αλλά για
πρόσφυγες, οι οποίοι οδηγήθηκαν ακουσίως στο να εγκαταλείψουν τη χώρα τους.
Ενδεικτικό στοιχείο της αγανάκτησης που
πνίγει τους πρόσφυγες για το γεγονός ότι εκδιώχθηκαν απ’ την πατρίδα τους είναι
η διάθεσή τους να μην ξεχάσουν και να μη συγχωρήσουν τίποτε απ’ όσα συνέβησαν
σ’ αυτούς και στη χώρα τους. Η επανάληψη, μάλιστα, της φράσης «τίποτα δε
συχωράμε» φανερώνει την απόφασή τους να θέσουν τους υπεύθυνους αυτής της
οδυνηρής κατάστασης αντιμέτωπους με τις ευθύνες τους. Οι πολιτικοί πρόσφυγες
δεν επαναπαύονται στο γεγονός πως οι ίδιοι είναι πια ασφαλείς και μακριά από τη
φονική δράση του ναζιστικού καθεστώτος· νιώθουν οργή για όσα συνεχίζουν να
συμβαίνουν στην πατρίδα τους και θέλουν με κάθε τρόπο να δουν τους υπαίτιους να
τιμωρούνται. Νιώθουν, συνάμα, πως είναι δική τους ευθύνη να μην αφήσουν να
ξεχαστεί τίποτε απ’ όσα έχει διαπράξει ο Χίτλερ εις βάρος του γερμανικού λαού
και να μην επιτρέψουν να αλλοιωθεί η αλήθεια μέσω των μηχανισμών προπαγάνδας
του καθεστώτος.
«Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω
σιωπή! Ακούμε ίσαμ’ εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ’ τα
στρατόπεδά τους. Εμείς
οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος,
που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει.»
Τα πρώτα χρόνια δράσης του ναζιστικού
καθεστώτος, προτού οι επεκτατικές του διαθέσεις γίνουν εμφανείς σε όλους, οι
γύρω χώρες δεν είχαν αντιληφθεί επαρκώς το βαθμό επικινδυνότητάς του. Έτσι, στη
χώρα που βρίσκεται τώρα ο ποιητής δεν ακούγεται ακόμη τίποτα σε σχέση με το τι
συμβαίνει στη Γερμανία· κανείς δεν έχει καταλάβει πόσο δραματική είναι η
κατάσταση που έχει διαμορφωθεί. Οι πολιτικοί πρόσφυγες, όμως, δεν ξεγελιούνται
από την απουσία ενημέρωσης στις γειτονικές χώρες, αφού οι ίδιοι γνωρίζουν πολύ
καλά τις διαδικασίες φίμωσης και τις διώξεις που πραγματοποιούνται εις βάρος
όσων αντιτίθενται στο καθεστώς. Οι πολιτικοί πρόσφυγες ακούν μέσα στη σιωπή τα
ουρλιαχτά των συμπατριωτών τους· ακούν τα ουρλιαχτά εκείνων που προσπαθούν να
αντιδράσουν στα σχέδια των ναζιστών, και γνωρίζουν πόσο τραγικά είναι τα όσα
συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στη χώρα τους. Οι ίδιοι, άλλωστε, αποτελούν τη
ζωντανή απόδειξη για το καθεστώς ανελευθερίας που έχει επιβληθεί στην πατρίδα
τους, αφού ο λόγος που τους έχει οδηγήσει στην εξορία είναι ακριβώς ο βίαιος
εκφοβισμός που επιχειρείται εις βάρος εκείνων που αρνούνται να υποταχτούν στη
θέληση του Χίτλερ.
Οι γειτονικές χώρες μπορεί να μην ακούν
ή να μη θέλουν να καταλάβουν το τι συμβαίνει στη Γερμανία, η παρουσία, όμως,
των προσφύγων εντός των συνόρων τους συνιστά μια σαφή ένδειξη πως η κατάσταση
που διαμορφώνεται στη Γερμανία του Χίτλερ είναι εκρηκτική. Οι γειτονικές χώρες
ενδεχομένως εθελοτυφλούν, διότι δεν θέλουν να πιστέψουν πόσο άσχημα είναι τα
πράγματα, οι πρόσφυγες, ωστόσο, ξέρουν καλά τις εφιαλτικές καταστάσεις που
εκτυλίσσονται στη χώρα τους.
«Ο καθένας μας,
περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια
ξεσκισμένα,
μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας
μολεύει.
Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα.»
Καθένας από τους πολιτικούς πρόσφυγες
που περπατά εξαθλιωμένος ανάμεσα στο πλήθος της ξένης χώρας, αποτελεί μια
ολοφάνερη μαρτυρία για τα όσα άθλια συμβαίνουν στη Γερμανία. Η εκεί παρουσία
τους, με τα ξεσκισμένα παπούτσια και μ’ εμφανή τα σημάδια της ταλαιπωρίας, δεν
μπορεί παρά να φανερώνει σε όλους πως κάτι το ντροπιαστικό, κάτι το οδυνηρό
συμβαίνει στην πατρίδα τους· κάτι που τους εξανάγκασε να την εγκαταλείψουν
άθελά τους. Αν, άλλωστε, η κατάσταση στην πατρίδα τους ήταν όντως καλή, όπως
πάσχιζε να πείσει η ναζιστική προπαγάνδα, για ποιο λόγο να υποστούν μια τέτοια
ταλαιπωρία και μια τέτοια ταπείνωση οι πολιτικοί πρόσφυγες;
Ο ποιητής, πάντως, προειδοποιεί τον
Χίτλερ και τους συνεργάτες του πως κανένας από τους πρόσφυγες δεν θα παραμείνει
στην ξένη χώρα. Θα επιστρέψουν όλοι τους στη Γερμανία, προκειμένου να
επαναφέρουν την ομαλότητα στην πολιτική σκηνή του τόπου τους. Το γεγονός ότι έφυγαν
δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση πως δείλιασαν ή πως αδιαφορούν για το τι
συμβαίνει στη χώρα τους. Έφυγαν για να γλιτώσουν τη ζωή τους, μα με την πρώτη
ευκαιρία θα γυρίσουν και πάλι· η τελευταία λέξη τους δεν ειπώθηκε ακόμα. Έφυγαν
κυνηγημένοι απ’ τις δυνάμεις του Χίτλερ, μα δεν πρόκειται να ξεχάσουν μήτε να
συγχωρήσουν τίποτε. Θα επιστρέψουν με την πρόθεση να αποκαταστήσουν την αλήθεια
και τη δημοκρατία· θα επιστρέψουν για να τιμωρήσουν τη ναζιστική αθλιότητα.
Ερωτήσεις
1. Γιατί
ο ποιητής θεωρεί λαθεμένο τον όρο «μετανάστες»; Απαντήστε στην ερώτηση χρησιμοποιώντας τις φράσεις του ποιήματος που
υποστηρίζουν την άποψή του.
Ο ποιητής δεν δέχεται τον όρο
μετανάστες, διότι τόσο εκείνος όσο και οι υπόλοιποι πολιτικοί πρόσφυγες έφυγαν
από την πατρίδα τους όχι γιατί το επέλεξαν οι ίδιοι, αλλά γιατί εξαναγκάστηκαν (Εμείς,
ωστόσο, δε φύγαμε γιατί το θέλαμε, λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη). Σε
αντίθεση, λοιπόν, με τους μετανάστες που επιλέγουν με δική τους θέληση μια νέα
πατρίδα, οι πρόσφυγες οδηγούνται σ’ αυτή τη λύση υπό το καθεστώς φόβου. Συνάμα,
ενώ οι μετανάστες φεύγουν συχνά με την πρόθεση να μην επιστρέψουν ξανά στην
πατρίδα τους, κάτι τέτοιο δεν ισχύει για τους πρόσφυγες (Ούτε και σε μιαν άλλη
χώρα μπήκαμε να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.) Οι πρόσφυγες βρέθηκαν σε
μια άλλη χώρα κυνηγημένοι (Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας
προγράψανε.), χωρίς, φυσικά, να έχουν την πρόθεση να παραμείνουν εκεί (Κι η
χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα 'ναι, μα εξορία.) Βρίσκονται εκεί ως
εξόριστοι και όχι ως εκούσιοι μετανάστες· βρίσκονται εκεί από ανάγκη και μόνο
προσωρινά, έχοντας πάντοτε κατά νου το πότε θα επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Γι’ αυτό, άλλωστε, κατέφυγαν σε μια κοντινή χώρα, ώστε η επιστροφή τους να
είναι όσο γίνεται πιο γρήγορη (Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο
μπορούμε πιο κοντά στα σύνορα, προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα). Παράλληλα,
για τους πρόσφυγες το τι συμβαίνει στην πατρίδα τους είναι η μόνιμη έγνοια
τους, αφού δεν έχουν καμία πρόθεση να ενταχθούν και να ενσωματωθούν στη χώρα
που τους φιλοξενεί (πνίγοντας μ’ ερωτήσεις κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να
ξεχνάμε).
2. Ο
ποιητής μιλάει σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο. Ποιους εκπροσωπεί και ποια είναι η άποψή του για την κατάσταση που έχει
δημιουργηθεί στην πατρίδα τους;
Ο ποιητής χρησιμοποιεί το α΄ πληθυντικό
πρόσωπο μιλώντας εκ μέρους όλων των πολιτικών προσφύγων που, όπως κι εκείνος,
αναγκάστηκαν να φύγουν από την πατρίδα τους προκειμένου να γλιτώσουν τη ζωή τους.
Οι πρόσφυγες αυτοί ήταν πνευματικοί άνθρωποι και πρόσωπα του πολιτικού χώρου
που προσπάθησαν να αντιδράσουν στα σχέδια του Χίτλερ να καταλύσει τη δημοκρατία
στη Γερμανία. Είναι εκείνοι που δεν παρασύρθηκαν από τα εθνικιστικά οράματα του
εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και κατάλαβαν αμέσως τις δόλιες προθέσεις που
κρύβονταν πίσω από τις διακηρύξεις περί ανόρθωσης του γερμανικού έθνους. Είναι,
πολύ περισσότερο, εκείνοι που θεωρήθηκαν από το ναζιστικό καθεστώς
ανεπιθύμητοι, διότι είχαν τη δυνατότητα να ξεσκεπάσουν την αντιδημοκρατική του
φύση και να προκαλέσουν δυσκολίες στην εδραίωσή του.
Ο ποιητής αντιμετωπίζει με αγανάκτηση
την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στην πατρίδα του, αφού είναι ξεκάθαρο πως
το ανελεύθερο καθεστώς του Χίτλερ δεν επιτρέπει ν’ ακούγονται οι αντίθετες
απόψεις και καταδιώκει όποιον τολμά να αντιδρά στα νοσηρά σχέδιά του. Διώξεις,
προγραφές και βίαια βασανιστήρια περιμένουν όποιον δεν υποτάσσεται στη θέληση
του καθεστώτος, γεγονός που φανερώνει πως έχουν καταλυθεί πλήρως οι έννοιες της
ελευθερίας και της δημοκρατίας.
3. «Α,
δε μας ξεγελάει, δρασκελίσει». Εντοπίστε
την αντίθεση που υπάρχει στο σημείο αυτό και σχολιάστε τη.
«Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω
σιωπή! Ακούμε ίσαμ’ εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ’ τα
στρατόπεδά τους. Εμείς
οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος,
που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει.»
Στις γειτονικές χώρες, όπου είχαν
καταφύγει οι πρόσφυγες, επικρατούσε σιωπή σχετικά με το τι συνέβαινε στη
Γερμανία, αφενός διότι ελάχιστοι είχαν αντιληφθεί από την αρχή την
επικινδυνότητα της κατάστασης κι αφετέρου διότι οι περισσότεροι επέλεγαν να
καθησυχάζονται από τα προπαγανδιστικά μηνύματα του καθεστώτος που φρόντιζε
αρχικώς να καλύπτει την αντιδημοκρατική του δράση. Η σιωπή, όμως, αυτή δεν
είναι απόλυτη, αφού υπάρχει ένας «απόηχος» που έχει καταφέρει να περάσει τα
σύνορα και να προσφέρει σαφείς ενδείξεις για τις αθλιότητες που διαπράττονταν
στη Γερμανία. Ο «απόηχος» αυτός δεν ήταν άλλος από τους ίδιους τους πρόσφυγες,
οι οποίοι με την εμφάνισή τους στις γειτονικές χώρες φανερώνουν πως η κατάσταση
στην πατρίδα τους έχει οδηγηθεί σ’ επικίνδυνο σημείο και τους έχει εξωθήσει στη
φυγή.
4. «Η
τελευταία λέξη δεν ειπώθηκε ακόμα». Σήμερα,
με την ιστορική γνώση που διαθέτουμε σχετικά με τα γεγονότα που ακολούθησαν την
άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, πώς θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε αυτήν τη φράση;
Όταν ο ποιητής έφυγε από την πατρίδα
του, το ναζιστικό καθεστώς ήταν μόλις στα πρώτα του βήματα και δεν είχε ακόμη
διαπράξει τις γνωστές θηριωδίες εις βάρος εκατομμυρίων ανθρώπων, μήτε είχε ξεκινήσει
τον φονικότατο επεκτατικό πόλεμο. Έτσι, όταν ο ποιητής σχολιάζει πως «η
τελευταία λέξη δεν ειπώθηκε ακόμα» αναφέρεται στην πρόθεση των προσφύγων να
επιστρέψουν στη χώρα τους προκειμένου να θέσουν τέρμα στην κατάλυση των
δημοκρατικών θεσμών που είχε ξεκινήσει από τον Χίτλερ. Ο ποιητής είχε, δηλαδή,
εκείνη τη στιγμή υπόψη του μόνο τη συστηματική προσπάθεια φίμωσης των
αντιφρονούντων και την επιβολή ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος στη Γερμανία, δεν
γνώριζε σε τι ακρότητες έμελλε να φτάσει το ναζιστικό καθεστώς.
Αν, λοιπόν, λάβουμε υπόψη μας τις διαστάσεις που έλαβε η παραφροσύνη των
ναζιστών θα πρέπει να τονίσουμε πως η «τελευταία λέξη» ειπώθηκε μόνο ύστερα από
τον θάνατο 60 και πλέον εκατομμυρίων στρατιωτών και άμαχων πολιτών, μεταξύ των
οποίων ξεχωριστή θέση κατέχουν τα περίπου 6 εκατομμύρια Εβραίων που θανατώθηκαν
βιαίως στο πλαίσιο του ναζιστικού Ολοκαυτώματος. Χρειάστηκε, δηλαδή, να
περάσουν αρκετά χρόνια από τη στιγμή που γράφτηκε το ποίημα του Μπρεχτ και
χρειάστηκε να εμπλακούν πάρα πολλά κράτη σ’ έναν ακραία φονικό πόλεμο, μέχρι να
τερματιστεί η νοσηρή και άθλια δράση του Χίτλερ και των υποστηριχτών του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου