Sue Darius
Κωνσταντίνος Θεοτόκης «Πίστομα»
Όταν ύστερα από την αναρχία πού ‘χεν
ανταριάσει τον τόπο δίνοντας εις όλα τα κακά στοιχεία το ελεύτερο να πράξουν
κάθε λογής ανομία, η τάξη είχε πάλε στερεωθεί, κ’ είχε δοθεί αμνηστία στους
κακούργους, τότες επίστρεφαν τούτοι απ’ τα βουνά κι από τα ξένα στα σπίτια
τους, κι ανάμεσα στους άλλους που ξαναρχόνταν, εγύριζε στο χωριό του κι ο
Mαγουλαδίτης Aντώνης Kουκουλιώτης.
Eίτουν τότες ώς σαράντα χρονών, κοντός, μαυριδερός, μ’ όμορφα πυκνά σγουρά γένια και με σγουρότατα μαύρα μαλλιά. Το πρόσωπό του είχε χάρη και το βλέμμα του είτουν χαϊδευτικό και ήμερο αγκαλά κι αντίφεγγε με πράσινες αναλαμπές· το στόμα του όμως είτουν μικρότατο και κοντό δίχως χείλια.
O άνθρωπος τούτος, πριν ακόμα ρεμπελέψουν ο κόσμος, είχε παντρευτεί. Κι όταν πήρε των βουνών το δρόμο, για το φόβο της εξουσίας, άφηκε τη γυναίκα του μόνη στο σπίτι και τούτη δεν του εστάθη πιστή, αλλά με άλλον (νομίζοντας ίσως πως ο Kουκουλιώτης είτουν σκοτωμένος ή αλλιώς πεθαμένος) είχε πιάσει έρωτα κι απ’ τον έρωτα τούτον είχε γεννηθεί παιδί που άξαινεν ωστόσο χαριτωμένα και που η γυναίκα περσά αγαπούσε.
Εγύριζε λοιπόν ο ληστής στο χωριό του την ώρα όπου βάφουν τα νερά. K’ εμπήκε ξάφνου σπίτι του χωρίς κανείς να το προσμένει, εμπήκε σα θανατικό, αναπάντεχα τέλεια, κ’ εκατατρόμαξεν η άτυχη γυναίκα, ετρόμαξε τόσο, που, παίρνοντας το ξανθό της παιδί στην αγκαλιά, τό’ σφιγγε στα στήθια της τρεμάμενη, έτοιμη να λιγοθυμήσει και χωρίς να δύναται να προφέρει λέξη καμία.
Αλλά ο Kουκουλιώτης πικρά χαμογελώντας τής είπε:
«Mη φοβάσαι γυναίκα. Δε σου κάνω κανένα κακό, αγκαλά και σου πρέπουν. Είναι το παιδί τούτο δικό σου; Ναι; Μα όχι δικό μου! Με ποιον, λέγε, το ’χεις κάμει;»
T’ αποκρίθη εκείνη λουχτουκιώντας.
«Αντώνη, τίποτε δε μπορώ να σου κρούψω. Το φταίσμα μου είναι μεγάλο. Μα, το ξέρω, κ’ η εγδίκησή σου θα ’ναι μεγάλη· κ’ εγώ, αδύνατο μέρος, και το νήπιο τούτο, που από το φόβο τρέμει, δε δυνόμαστε να σ’ αντρειευτούμε. Κοίτα πώς η τρομάρα με κλονίζει καθώς σε τηρώ. Kάμε από με ό,τι θέλεις, μα λυπήσου το άτυχο πλάσμα που δεν έχει προστασία.»
Καθώς εμιλούσεν η γυναίκα εσκοτείνιαζεν η όψη του αλλά δεν την αντίκοβγε. Eσώπασε λίγο κ’ έπειτα της είπε:
«Γυναίκα κακή! Δεν ρωτώ τώρα ουδέ συμβουλή σου, ουδέ σε λυπούμαι, ουδέ το λυπούμαι. T’ όνομα εκεινού θέλω. Eσέ δε θα πειράξω. Δε μολογάς το; θα το μάθω· το χωριό όλο γνωρίζει με ποιον εζούσες και τότες θα θυσιάσω και τους τρεις σας, θα πλύνω τη ντροπή πόχω λάβει από σας, πλάσματα άτιμα!»
Eμολόησε. Kι ο Kουκουλιώτης εβγήκε αμέσως. Κι αφού ύστερα από ώρα ξαναμπήκε στο σπίτι, έβρηκε τη γυναίκα στον ίδιον τόπον ασάλευτη με τ’ αποκοιμισμένο τέκνο στην αγκάλη· τον αναντράνιζε. Μα αυτός εξαπλώθη κατά γης και σα χορτάτος εκοιμήθη ύπνον βαθύν ώς το ξημέρωμα.
Την άλλην ημέραν αφού εξύπνησαν της είπε.
«Θα πάμε στα χτήματά μας να ιδώ μη και κείνα μού ’χουν αρπάξει, καθώς μού ’χε πάρει και σε ο σκοτωμένος.»
«Τον σκότωσες!»
Την ημέραν εκείνην ο ήλιος δεν εφάνη στην Aνατολή γιατί ο ουρανός είτουν γνέφια γιομάτος και το φως μετά βιάς επλήθαινε.
Kι ο Kουκουλιώτης βάνοντας φτιάρι και τσαπί στον ώμο εδιάταξε τη γυναίκα να τον ακολουθήσει μαζί με το παιδί της, κ’ έτσι εβγήκαν κ’ οι τρεις από το σπίτι.
Και φτάνοντας εις το χωράφι που είτουν πολύ νοτερό ακόμη από την πρωτυτερνή βροχή, ο ληστής εβάλθη να σκάψει λάκκο.
Δεν επρόφερνε λέξη και το πρόσωπό του είτουν χλωμό και ο ίδρος που έβρεχε το μέτωπό του, έβγαινε κρύος. Το σταχτί φως που έπεφτε από τον ουρανό, εχρωμάτιζε παράξενα τον τόπο· το χινόπωρο την αυγήν εκείνην έλεγεν όλη του τη θλίψη. H γυναίκα εκοίταζε περίεργη κι ανήσυχη και το παιδάκι επαιγνιδούσε με τα γουλιά και με τα χώματα που ανάσκαφτεν ο κακούργος. K’ εφάνη για μια στιγμήν ο ήλιος κ’ εχρύσωσε τα ξανθά μαλλιά του νήπιου που αγγελικά χαμογελούσε.
Κι ωστόσο ο λάκκος είτουν έτοιμος, κι ο Kουκουλιώτης ακουμπώντας στο φτυάρι, είπε της γυναικός του:
«Bάλ’ το πίστομα μέσα».
Κωνσταντίνος Θεοτόκης (2005). Διηγήματα
[Κορφιάτικες ιστορίες], εισαγωγή Γιάννης Δάλλας, Αθήνα: Γαβριηλίδης
αγκαλά: αν και, μολονότι.
ρεμπελέψουν: επαναστατώ.
άξαινεν: αύξανε, μεγάλωνε.
την ώρα όπου βάφουν τα νερά: το σούρουπο.
λουχτουκιώντας: κλαίω γοερά με λυγμούς.
αναντράνιζε: σηκώνω τα μάτια για να δω, παρατηρώ προσεκτικά.
γνέφια: σύννεφα.
γουλιά: μικρή στρόγγυλη πέτρα.
πίστομα: με το πρόσωπο προς τη γη, μπρούμυτα.
Η πηγή της ιστορίας
Το περιστατικό που αποτέλεσε την αφορμή για τη συγγραφή του συγκλονιστικού αυτού διηγήματος είναι αληθινό και είναι καταγεγραμμένο στο βιβλίο «Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΕΝ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑ ΚΑΙ ΑΙ ΣΤΑΣΕΙΣ ΑΥΤΗΣ ΕΝ ΕΤΕΣΙ 1800, 1801, 1802», του Μάρκου Θεοτόκη, πατέρα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη.
Το συγκεκριμένο απόσπασμα έχει ως εξής:
«Εν μέσω τοιούτων αιματοχυσιών, αρπαγών καταστροφών και ανηκούστων τεραστίων εγκλημάτων, ως συνέβη εν Μαγουλάδαις, όπου εγκληματίας τις* φυγοδικών επέστρεψεν εν τη οικία αυτού και ευρών εν τέκνον περισσότερον των όσων εγκατέλιπε, και υποπτεύσας δυσπιστίαν εις την σύζυγον αυτού, ώρυξε λάκκον και υπεχρέωσε την μητέρα να θέση εντός αυτής το νήπιον, όπερ έθαψε ζων και μετά ταύτα εφόνευσε ληστήν τινά** συγχωρικόν του, υποπτεύσας αυτόν αίτιον της γεννήσεως του παιδίου***. Εν μέσω τοιούτων κακουργημάτων δυνάμενων να επιφέρωσι την απελπισίαν εις τον αγαπώντα την Κέρκυραν, η συνείδησις αυτού ευρίσκει παρηγορίαν και αναψυχήν εις γεγονότα άτινα τρανώς αποδεικνύουσιν ότι η κακοήθεια η κακεντρέχεια η τάσις εις την αρπαγήν και εις τα εγκλήματα δεν ήσαν τα φρονήματα ειμή ομάδος τινός των κατοίκων των αγροτικών τμημάτων…»
*Αντώνιος Βραχνός καλούμενος
Κουκουλιώτης
**Τον καλούμενο Κουτσόμουλον
***Ταύτα ακοή παρελάβομεν παρά των υιών των κακούργων εκείνων.
Ιστορικό πλαίσιο
Μετά την κατάληψη των Επτανήσων από τους Γάλλους το 1797 και την εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο το 1798, η Πύλη ζήτησε τη συνδρομή των Ρώσων εναντίον των Γάλλων. Ο ρωσικός στόλος πέρασε τότε για πρώτη φορά από τα Στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων, το 1798, στο Αιγαίο, έπλευσε στο Ιόνιο και κατέλαβε τα Επτάνησα.
Η κατάληψη των Επτανήσων από τους Ρώσους θα οδηγήσει στη δημιουργία της βραχύβιας «Επτανήσου Πολιτείας» (1800-1807), η οποία θα βρίσκεται υπό ρωσική και οθωμανική κυριαρχία. Κατά το πρώτο διάστημα της οργάνωσής της ξέσπασαν εξεγέρσεις και ταραχές στα Επτάνησα, διότι οι κάτοικοι δυσαρεστήθηκαν από τις αρχικές συνταγματικές ρυθμίσεις που τους αφαιρούσαν δικαιώματα παραχωρημένα σε αυτούς από τους Γάλλους. Υπό τον κίνδυνο οι ταραχές αυτές να προκαλέσουν στρατιωτική παρέμβαση των Οθωμανών στα Επτάνησα, ο τότε πρόεδρος της Επτανησιακής Γερουσίας, Σπυρίδων Θεοτόκης, προσπάθησε να κατευνάσει τις εσωτερικές αντιδικίες και ζήτησε μέσω των ευγενών και των αστών την εκ νέου μεσολάβηση της Ρωσίας, ώστε να καταρτιστεί νέο σύνταγμα.
Ερμηνευτικά σχόλια και εντοπισμός
κειμενικών δεικτών
Αφηγητής
Η αφήγηση της ιστορίας δίνεται από έναν ετεροδιηγητικό παντογνώστη αφηγητή προκειμένου τα οδυνηρά γεγονότα της ιστορίας να παρουσιαστούν με την αναγκαία αποστασιοποίηση. Ένας ομοδιηγητικός αφηγητής θα παρασυρόταν κατ’ ανάγκη από τη συναισθηματική του εμπλοκή στην ιστορία και θα την κατέγραφε με πιο έντονα υποκειμενικό τρόπο. Ζητούμενο, όμως, εδώ είναι να εξεταστεί η ακραία αντίδραση του ήρωα με αντικειμενικό τρόπο, εφόσον, αν και οδηγείται σε απάνθρωπα εγκλήματα, δεν παύει να λειτουργεί υπό την εσωτερική πίεση του εθιμικού δικαίου της εποχής του.
Ο χρόνος ως προς τη σειρά παρουσίασης
των γεγονότων
Τα κύρια γεγονότα της ιστορίας παρουσιάζονται με ευθύγραμμη αφήγηση, καθώς τα βήματα που ακολουθεί ο ήρωας για να «ξεπλύνει» την ντροπή που έχει υποστεί, οδηγούν την αφήγηση σε συνεχείς κλιμακώσεις, χωρίς να απαιτείται η αξιοποίηση αναδρομών ή προλήψεων για να διατηρηθεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Υπάρχουν, ωστόσο, δύο σύντομες αναδρομές στο αρχικό μέρος της ιστορίας. Η πρώτη αναδρομή υπενθυμίζει την περίοδο αναρχίας που είχε επικρατήσει στην Κέρκυρα και είχε επιτρέψει την ασυδοσία των εγκληματικών στοιχείων του νησιού. Ενώ, μέσω της δεύτερης αναδρομής, ο αναγνώστης πληροφορείται για το γεγονός ότι ο ήρωας είχε παντρευτεί, προτού ξεκινήσει η εξέγερση στο νησί, καθώς για την απιστία της συζύγου του κατά το διάστημα της απουσίας του.
Ο χρόνος ως προς τη διάρκεια των γεγονότων
Ο αφηγητής προχωρά σε ορισμένες εναλλαγές στο ρυθμό της αφήγησης προκειμένου να εστιάσει στα σημεία εκείνα που έχουν μεγαλύτερη δραματική αξία. Κατ’ αυτό τον τρόπο δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην αιφνίδια επιστροφή του στο σπίτι του, στις άμεσες αντιδράσεις της συζύγου του, αλλά και στο γεγονός της δολοφονίας του μικρού παιδιού. Από την άλλη, ωστόσο, η δολοφονία του εραστή της συζύγου του ήρωα καταλαμβάνει μικρότερο μέρος στην αφήγηση, μιας και αποτελεί το δεδομένο σκέλος της εκδίκησής του.
Περιγραφή
Ο αφηγητής αξιοποιεί αρκετές φορές την περιγραφή -δοθείσης της μικρής έκτασης του κειμένου- θέλοντας να δημιουργήσει τις αναγκαίες εκείνες εικόνες που θα επιτρέψουν στον αναγνώστη την πληρέστερη «αναβίωση» και κατανόηση των γεγονότων.
«Eίτουν τότες ώς σαράντα χρονών, κοντός,
μαυριδερός, μ’ όμορφα πυκνά σγουρά γένια και με σγουρότατα μαύρα μαλλιά. Το
πρόσωπό του είχε χάρη και το βλέμμα του είτουν χαϊδευτικό και ήμερο αγκαλά κι
αντίφεγγε με πράσινες αναλαμπές· το στόμα του όμως είτουν μικρότατο και κοντό
δίχως χείλια.»
Eίτουν τότες ώς σαράντα χρονών, κοντός, μαυριδερός, μ’ όμορφα πυκνά σγουρά γένια και με σγουρότατα μαύρα μαλλιά. Το πρόσωπό του είχε χάρη και το βλέμμα του είτουν χαϊδευτικό και ήμερο αγκαλά κι αντίφεγγε με πράσινες αναλαμπές· το στόμα του όμως είτουν μικρότατο και κοντό δίχως χείλια.
O άνθρωπος τούτος, πριν ακόμα ρεμπελέψουν ο κόσμος, είχε παντρευτεί. Κι όταν πήρε των βουνών το δρόμο, για το φόβο της εξουσίας, άφηκε τη γυναίκα του μόνη στο σπίτι και τούτη δεν του εστάθη πιστή, αλλά με άλλον (νομίζοντας ίσως πως ο Kουκουλιώτης είτουν σκοτωμένος ή αλλιώς πεθαμένος) είχε πιάσει έρωτα κι απ’ τον έρωτα τούτον είχε γεννηθεί παιδί που άξαινεν ωστόσο χαριτωμένα και που η γυναίκα περσά αγαπούσε.
Εγύριζε λοιπόν ο ληστής στο χωριό του την ώρα όπου βάφουν τα νερά. K’ εμπήκε ξάφνου σπίτι του χωρίς κανείς να το προσμένει, εμπήκε σα θανατικό, αναπάντεχα τέλεια, κ’ εκατατρόμαξεν η άτυχη γυναίκα, ετρόμαξε τόσο, που, παίρνοντας το ξανθό της παιδί στην αγκαλιά, τό’ σφιγγε στα στήθια της τρεμάμενη, έτοιμη να λιγοθυμήσει και χωρίς να δύναται να προφέρει λέξη καμία.
Αλλά ο Kουκουλιώτης πικρά χαμογελώντας τής είπε:
«Mη φοβάσαι γυναίκα. Δε σου κάνω κανένα κακό, αγκαλά και σου πρέπουν. Είναι το παιδί τούτο δικό σου; Ναι; Μα όχι δικό μου! Με ποιον, λέγε, το ’χεις κάμει;»
T’ αποκρίθη εκείνη λουχτουκιώντας.
«Αντώνη, τίποτε δε μπορώ να σου κρούψω. Το φταίσμα μου είναι μεγάλο. Μα, το ξέρω, κ’ η εγδίκησή σου θα ’ναι μεγάλη· κ’ εγώ, αδύνατο μέρος, και το νήπιο τούτο, που από το φόβο τρέμει, δε δυνόμαστε να σ’ αντρειευτούμε. Κοίτα πώς η τρομάρα με κλονίζει καθώς σε τηρώ. Kάμε από με ό,τι θέλεις, μα λυπήσου το άτυχο πλάσμα που δεν έχει προστασία.»
Καθώς εμιλούσεν η γυναίκα εσκοτείνιαζεν η όψη του αλλά δεν την αντίκοβγε. Eσώπασε λίγο κ’ έπειτα της είπε:
«Γυναίκα κακή! Δεν ρωτώ τώρα ουδέ συμβουλή σου, ουδέ σε λυπούμαι, ουδέ το λυπούμαι. T’ όνομα εκεινού θέλω. Eσέ δε θα πειράξω. Δε μολογάς το; θα το μάθω· το χωριό όλο γνωρίζει με ποιον εζούσες και τότες θα θυσιάσω και τους τρεις σας, θα πλύνω τη ντροπή πόχω λάβει από σας, πλάσματα άτιμα!»
Eμολόησε. Kι ο Kουκουλιώτης εβγήκε αμέσως. Κι αφού ύστερα από ώρα ξαναμπήκε στο σπίτι, έβρηκε τη γυναίκα στον ίδιον τόπον ασάλευτη με τ’ αποκοιμισμένο τέκνο στην αγκάλη· τον αναντράνιζε. Μα αυτός εξαπλώθη κατά γης και σα χορτάτος εκοιμήθη ύπνον βαθύν ώς το ξημέρωμα.
Την άλλην ημέραν αφού εξύπνησαν της είπε.
«Θα πάμε στα χτήματά μας να ιδώ μη και κείνα μού ’χουν αρπάξει, καθώς μού ’χε πάρει και σε ο σκοτωμένος.»
«Τον σκότωσες!»
Την ημέραν εκείνην ο ήλιος δεν εφάνη στην Aνατολή γιατί ο ουρανός είτουν γνέφια γιομάτος και το φως μετά βιάς επλήθαινε.
Kι ο Kουκουλιώτης βάνοντας φτιάρι και τσαπί στον ώμο εδιάταξε τη γυναίκα να τον ακολουθήσει μαζί με το παιδί της, κ’ έτσι εβγήκαν κ’ οι τρεις από το σπίτι.
Και φτάνοντας εις το χωράφι που είτουν πολύ νοτερό ακόμη από την πρωτυτερνή βροχή, ο ληστής εβάλθη να σκάψει λάκκο.
Δεν επρόφερνε λέξη και το πρόσωπό του είτουν χλωμό και ο ίδρος που έβρεχε το μέτωπό του, έβγαινε κρύος. Το σταχτί φως που έπεφτε από τον ουρανό, εχρωμάτιζε παράξενα τον τόπο· το χινόπωρο την αυγήν εκείνην έλεγεν όλη του τη θλίψη. H γυναίκα εκοίταζε περίεργη κι ανήσυχη και το παιδάκι επαιγνιδούσε με τα γουλιά και με τα χώματα που ανάσκαφτεν ο κακούργος. K’ εφάνη για μια στιγμήν ο ήλιος κ’ εχρύσωσε τα ξανθά μαλλιά του νήπιου που αγγελικά χαμογελούσε.
Κι ωστόσο ο λάκκος είτουν έτοιμος, κι ο Kουκουλιώτης ακουμπώντας στο φτυάρι, είπε της γυναικός του:
«Bάλ’ το πίστομα μέσα».
ρεμπελέψουν: επαναστατώ.
άξαινεν: αύξανε, μεγάλωνε.
την ώρα όπου βάφουν τα νερά: το σούρουπο.
λουχτουκιώντας: κλαίω γοερά με λυγμούς.
αναντράνιζε: σηκώνω τα μάτια για να δω, παρατηρώ προσεκτικά.
γνέφια: σύννεφα.
γουλιά: μικρή στρόγγυλη πέτρα.
πίστομα: με το πρόσωπο προς τη γη, μπρούμυτα.
Το περιστατικό που αποτέλεσε την αφορμή για τη συγγραφή του συγκλονιστικού αυτού διηγήματος είναι αληθινό και είναι καταγεγραμμένο στο βιβλίο «Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ ΕΝ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑ ΚΑΙ ΑΙ ΣΤΑΣΕΙΣ ΑΥΤΗΣ ΕΝ ΕΤΕΣΙ 1800, 1801, 1802», του Μάρκου Θεοτόκη, πατέρα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη.
Το συγκεκριμένο απόσπασμα έχει ως εξής:
«Εν μέσω τοιούτων αιματοχυσιών, αρπαγών καταστροφών και ανηκούστων τεραστίων εγκλημάτων, ως συνέβη εν Μαγουλάδαις, όπου εγκληματίας τις* φυγοδικών επέστρεψεν εν τη οικία αυτού και ευρών εν τέκνον περισσότερον των όσων εγκατέλιπε, και υποπτεύσας δυσπιστίαν εις την σύζυγον αυτού, ώρυξε λάκκον και υπεχρέωσε την μητέρα να θέση εντός αυτής το νήπιον, όπερ έθαψε ζων και μετά ταύτα εφόνευσε ληστήν τινά** συγχωρικόν του, υποπτεύσας αυτόν αίτιον της γεννήσεως του παιδίου***. Εν μέσω τοιούτων κακουργημάτων δυνάμενων να επιφέρωσι την απελπισίαν εις τον αγαπώντα την Κέρκυραν, η συνείδησις αυτού ευρίσκει παρηγορίαν και αναψυχήν εις γεγονότα άτινα τρανώς αποδεικνύουσιν ότι η κακοήθεια η κακεντρέχεια η τάσις εις την αρπαγήν και εις τα εγκλήματα δεν ήσαν τα φρονήματα ειμή ομάδος τινός των κατοίκων των αγροτικών τμημάτων…»
**Τον καλούμενο Κουτσόμουλον
***Ταύτα ακοή παρελάβομεν παρά των υιών των κακούργων εκείνων.
Μετά την κατάληψη των Επτανήσων από τους Γάλλους το 1797 και την εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο το 1798, η Πύλη ζήτησε τη συνδρομή των Ρώσων εναντίον των Γάλλων. Ο ρωσικός στόλος πέρασε τότε για πρώτη φορά από τα Στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων, το 1798, στο Αιγαίο, έπλευσε στο Ιόνιο και κατέλαβε τα Επτάνησα.
Η κατάληψη των Επτανήσων από τους Ρώσους θα οδηγήσει στη δημιουργία της βραχύβιας «Επτανήσου Πολιτείας» (1800-1807), η οποία θα βρίσκεται υπό ρωσική και οθωμανική κυριαρχία. Κατά το πρώτο διάστημα της οργάνωσής της ξέσπασαν εξεγέρσεις και ταραχές στα Επτάνησα, διότι οι κάτοικοι δυσαρεστήθηκαν από τις αρχικές συνταγματικές ρυθμίσεις που τους αφαιρούσαν δικαιώματα παραχωρημένα σε αυτούς από τους Γάλλους. Υπό τον κίνδυνο οι ταραχές αυτές να προκαλέσουν στρατιωτική παρέμβαση των Οθωμανών στα Επτάνησα, ο τότε πρόεδρος της Επτανησιακής Γερουσίας, Σπυρίδων Θεοτόκης, προσπάθησε να κατευνάσει τις εσωτερικές αντιδικίες και ζήτησε μέσω των ευγενών και των αστών την εκ νέου μεσολάβηση της Ρωσίας, ώστε να καταρτιστεί νέο σύνταγμα.
Η αφήγηση της ιστορίας δίνεται από έναν ετεροδιηγητικό παντογνώστη αφηγητή προκειμένου τα οδυνηρά γεγονότα της ιστορίας να παρουσιαστούν με την αναγκαία αποστασιοποίηση. Ένας ομοδιηγητικός αφηγητής θα παρασυρόταν κατ’ ανάγκη από τη συναισθηματική του εμπλοκή στην ιστορία και θα την κατέγραφε με πιο έντονα υποκειμενικό τρόπο. Ζητούμενο, όμως, εδώ είναι να εξεταστεί η ακραία αντίδραση του ήρωα με αντικειμενικό τρόπο, εφόσον, αν και οδηγείται σε απάνθρωπα εγκλήματα, δεν παύει να λειτουργεί υπό την εσωτερική πίεση του εθιμικού δικαίου της εποχής του.
Τα κύρια γεγονότα της ιστορίας παρουσιάζονται με ευθύγραμμη αφήγηση, καθώς τα βήματα που ακολουθεί ο ήρωας για να «ξεπλύνει» την ντροπή που έχει υποστεί, οδηγούν την αφήγηση σε συνεχείς κλιμακώσεις, χωρίς να απαιτείται η αξιοποίηση αναδρομών ή προλήψεων για να διατηρηθεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Υπάρχουν, ωστόσο, δύο σύντομες αναδρομές στο αρχικό μέρος της ιστορίας. Η πρώτη αναδρομή υπενθυμίζει την περίοδο αναρχίας που είχε επικρατήσει στην Κέρκυρα και είχε επιτρέψει την ασυδοσία των εγκληματικών στοιχείων του νησιού. Ενώ, μέσω της δεύτερης αναδρομής, ο αναγνώστης πληροφορείται για το γεγονός ότι ο ήρωας είχε παντρευτεί, προτού ξεκινήσει η εξέγερση στο νησί, καθώς για την απιστία της συζύγου του κατά το διάστημα της απουσίας του.
Ο αφηγητής προχωρά σε ορισμένες εναλλαγές στο ρυθμό της αφήγησης προκειμένου να εστιάσει στα σημεία εκείνα που έχουν μεγαλύτερη δραματική αξία. Κατ’ αυτό τον τρόπο δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην αιφνίδια επιστροφή του στο σπίτι του, στις άμεσες αντιδράσεις της συζύγου του, αλλά και στο γεγονός της δολοφονίας του μικρού παιδιού. Από την άλλη, ωστόσο, η δολοφονία του εραστή της συζύγου του ήρωα καταλαμβάνει μικρότερο μέρος στην αφήγηση, μιας και αποτελεί το δεδομένο σκέλος της εκδίκησής του.
Ο αφηγητής αξιοποιεί αρκετές φορές την περιγραφή -δοθείσης της μικρής έκτασης του κειμένου- θέλοντας να δημιουργήσει τις αναγκαίες εκείνες εικόνες που θα επιτρέψουν στον αναγνώστη την πληρέστερη «αναβίωση» και κατανόηση των γεγονότων.
Η περιγραφή του κεντρικού ήρωα κρίνεται
απαραίτητη όχι μόνο γιατί αποτελεί το πρόσωπο που κινεί όλη τη δράση, αλλά
γιατί μέσω των αντιθέσεων που εντοπίζονται στην εμφάνισή του γίνεται εξαρχής
αντιληπτή η συνύπαρξη σε αυτόν μιας ήπιας, ανθρώπινης πτυχής, με τη σκληρότητα
που θα απαιτηθεί για να διαπράξει τα ακραία εγκλήματά του. Διαπιστώνουμε, έτσι,
πως το βλέμμα του είναι χαϊδευτικό και ήμερο, χωρίς, ωστόσο, να λείπουν από
αυτό κι ορισμένες πράσινες αναλαμπές που φανερώνουν τη εν δυνάμει μεταστροφή αυτής
της ήρεμης φυσιογνωμίας. Παράλληλα, βέβαια, τονίζεται το μικρό, χωρίς χείλια
στόμα του, το οποίο ερχόμενο σε αντίθεση με την τρυφερότητα του βλέμματός του, υποδηλώνει
αποφασιστικότητα και πιθανώς βλοσυρότητα.
«Eγύριζε λοιπόν ο ληστής στο χωριό του
την ώρα όπου βάφουν τα νερά. K’ εμπήκε ξάφνου σπίτι του χωρίς κανείς να το
προσμένει, εμπήκε σα θανατικό, αναπάντεχα τέλεια, κ’ εκατατρόμαξεν η άτυχη
γυναίκα, ετρόμαξε τόσο, που, παίρνοντας το ξανθό της παιδί στην αγκαλιά, τό’σφιγγε
στα στήθια της τρεμάμενη, έτοιμη να λιγοθυμήσει και χωρίς να δύναται να
προφέρει λέξη καμία.»
Η περιγραφή της αιφνίδιας επιστροφής
του ήρωα δίνεται με ιδιαίτερη έμφαση από τον αφηγητή, εφόσον σηματοδοτεί μια
δραστική ανατροπή στη ζωή της γυναίκας του. Με τη χρήση μεταφοράς «την ώρα που
βάφουν τα νερά» ο αφηγητής αποδίδει το νύχτωμα με μια εικόνα λυρικής υφής, η
οποία αντιτίθεται στο δραματικό κλίμα που πρόκειται έξαφνα να προκληθεί.
Αξιοποιεί, μάλιστα, ασύνδετο σχήμα προκειμένου να τονίσει πως η επιστροφή του
ήρωα υπήρξε εντελώς αναπάντεχη, χωρίς κανείς να περιμένει ή να έχει έστω την
υποψία πως κάτι τέτοιο επρόκειτο να συμβεί. Η παρομοίωση, άλλωστε, στο
συγκεκριμένο χωρίο (εμπήκε σα θανατικό) τονίζει τόσο το αιφνίδιο της άφιξής
του, όσο και το δυσοίωνο χαρακτήρα της επιστροφής του.
Η γυναίκα του παίρνει ενστικτωδώς το ξανθό της παιδί στην αγκαλιά της, τρέμοντας, έτοιμη να λιποθυμήσει από το φόβο της και χωρίς να είναι σε θέση να αρθρώσει έστω και μια λέξη. Η παρουσίαση αυτή της αντίδρασής της έχει σημασία, καθώς υποδηλώνει πως η σύζυγος του ήρωα έχει πλήρη επίγνωση του σφάλματος που διέπραξε εις βάρος του, όπως και της δικαιωματικής οργής του. Εκείνη καταλαβαίνει από την πρώτη κιόλας στιγμή πως η επιστροφή του άντρα της θα σημάνει μια βαρύτατη τιμωρία για εκείνη.
«Κι αφού ύστερα από ώρα ξαναμπήκε στο σπίτι,
έβρηκε τη γυναίκα στον ίδιον τόπον ασάλευτη με τ’ αποκοιμισμένο τέκνο στην
αγκάλη· τον αναντράνιζε. Μα αυτός εξαπλώθη κατά γης και σα χορτάτος εκοιμήθη
ύπνον βαθύν ώς το ξημέρωμα.»
Η γυναίκα του παίρνει ενστικτωδώς το ξανθό της παιδί στην αγκαλιά της, τρέμοντας, έτοιμη να λιποθυμήσει από το φόβο της και χωρίς να είναι σε θέση να αρθρώσει έστω και μια λέξη. Η παρουσίαση αυτή της αντίδρασής της έχει σημασία, καθώς υποδηλώνει πως η σύζυγος του ήρωα έχει πλήρη επίγνωση του σφάλματος που διέπραξε εις βάρος του, όπως και της δικαιωματικής οργής του. Εκείνη καταλαβαίνει από την πρώτη κιόλας στιγμή πως η επιστροφή του άντρα της θα σημάνει μια βαρύτατη τιμωρία για εκείνη.
Παρά το γεγονός ότι ο Κουκουλιώτης
φεύγει από το σπίτι -για να εκδικηθεί εκείνον που τόλμησε να τον ατιμάσει
συνάπτοντας ερωτική σχέση με τη γυναίκα του- και λείπει αρκετή ώρα, η σύζυγός
του δεν μετακινείται μήτε στο ελάχιστο από τη θέση που βρισκόταν όταν εκείνος εμφανίστηκε
για πρώτη φορά. Το γεγονός αυτό αφενός φανερώνει την έκταση του φόβου της κι
αφετέρου υποδηλώνει πως απ’ τη δική της οπτική είναι μάταιη οποιαδήποτε
προσπάθεια διαφυγής. Η γυναίκα του ήρωα αποδέχεται πως θα πρέπει να υπομείνει
την όποια τιμωρία της αναλογεί και δεν επιχειρεί να ξεφύγει από αυτό που
επίκειται.
Σε αντίθεση με τη δική της συναισθηματική ένταση, ο Κουκουλιώτης επιστρέφει και κοιμάται βαθιά, «σα χορτάτος», όπως δηλώνεται με μια παρομοίωση, μέσω της οποίας τονίζεται πως μετά τη δολοφονία που έχει διαπράξει αισθάνεται πιο ήρεμος, σαν να έχει κατευνάσει προσωρινά την «πείνα» του για εκδίκηση. Ο εραστής της γυναίκας του, άλλωστε, αποτελεί στη δική του σκέψη ένα πρόσωπο που έπρεπε οπωσδήποτε να τιμωρηθεί για την προσβολή που διέπραξε εις βάρος του.
«Την ημέραν εκείνην ο ήλιος δεν εφάνη
στην Aνατολή γιατί ο ουρανός είτουν γνέφια γιομάτος και το φως μετά βιάς
επλήθαινε.»
Σε αντίθεση με τη δική της συναισθηματική ένταση, ο Κουκουλιώτης επιστρέφει και κοιμάται βαθιά, «σα χορτάτος», όπως δηλώνεται με μια παρομοίωση, μέσω της οποίας τονίζεται πως μετά τη δολοφονία που έχει διαπράξει αισθάνεται πιο ήρεμος, σαν να έχει κατευνάσει προσωρινά την «πείνα» του για εκδίκηση. Ο εραστής της γυναίκας του, άλλωστε, αποτελεί στη δική του σκέψη ένα πρόσωπο που έπρεπε οπωσδήποτε να τιμωρηθεί για την προσβολή που διέπραξε εις βάρος του.
Η απουσία φωτός και η δήλωση πως η μέρα
εκείνη ήταν έντονα συννεφιασμένη συνάδει με τον πένθιμο και οδυνηρό χαρακτήρα
όσων πρόκειται να συμβούν. Η μέρα αυτή, άλλωστε, είναι η μέρα της δολοφονίας
του μικρού παιδιού, έστω κι αν η μητέρα του δεν έχει ακόμη αντιληφθεί το τι
πρόκειται να συμβεί.
«Δεν επρόφερνε λέξη και το πρόσωπό του
είτουν χλωμό και ο ίδρος που έβρεχε το μέτωπό του, έβγαινε κρύος. Το σταχτί φως
που έπεφτε από τον ουρανό, εχρωμάτιζε παράξενα τον τόπο· το χινόπωρο την αυγήν
εκείνην έλεγεν όλη του τη θλίψη. H γυναίκα εκοίταζε περίεργη κι ανήσυχη και το
παιδάκι επαιγνιδούσε με τα γουλιά και με τα χώματα που ανάσκαφτεν ο κακούργος.»
Το χωρίο αυτό είναι ιδιαίτερης
νοηματικής βαρύτητας, εφόσον στο πλαίσιό του καταγράφεται η εσωτερική πάλη που βιώνει
ο ήρωας, όντας ο μόνος που γνωρίζει το μέγεθος του εγκλήματος που ετοιμάζει.
Ενώ, η δική του αγωνία έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη γαλήνη και τη χαρούμενη
διάθεση του μικρού παιδιού, το οποίο αγνοεί πως πολύ σύντομα πρόκειται να
θυσιαστεί, ως μέσο εξιλέωσης, από την ίδια του τη μητέρα.
Το χλωμό πρόσωπο του ήρωα και ο κρύος ιδρώτας που βρέχει το μέτωπό του φανερώνουν πως, παρά τη δεδομένη σκληρότητα του χαρακτήρα του, κατανοεί κι ο ίδιος πως αυτό που ετοιμάζεται να κάνει ξεπερνάει κάθε πιθανό όριο απανθρωπιάς. Έχει, μάλιστα, ενδιαφέρον το γεγονός πως ο αφηγητής καταφεύγει στη χρήση μεταφορών («έπεφτε από τον ουρανό», «εχρωμάτιζε παράξενα τον τόπο»), καθώς και προσωποποίησης («το χινόπωρο… έλεγεν όλη του τη θλίψη»), βάζοντας μεν τη φύση να συμμετέχει στον θρήνο για την επερχόμενη δολοφονία, αλλά δημιουργώντας κιόλας έναν λυρισμό που ηχεί σχεδόν αταίριαστος μέσα στο πλαίσιο της γενικότερης εκφραστικής λιτότητας του κειμένου, όπως και της τραγικότητας των όλων γεγονότων. Πρόκειται, ίσως, για μια προσπάθεια να αποδώσει την απαιτούμενη έμφαση σε ό,τι συνιστά τη δραματική κορύφωση της ιστορίας.
Εμφανής στο χωρίο αυτό η τραγική ειρωνεία, καθώς το μικρό παιδί παίζει με τα χώματα που σκάβει ο «κακούργος», αγνοώντας σαφώς πως τα χώματα αυτά προέρχονται από τον λάκκο μέσα στον οποίο σύντομα θα χάσει τόσο απάνθρωπα τη ζωή του.
«K’ εφάνη για μια στιγμήν ο ήλιος κ’
εχρύσωσε τα ξανθά μαλλιά του νήπιου που αγγελικά χαμογελούσε.»
Το χλωμό πρόσωπο του ήρωα και ο κρύος ιδρώτας που βρέχει το μέτωπό του φανερώνουν πως, παρά τη δεδομένη σκληρότητα του χαρακτήρα του, κατανοεί κι ο ίδιος πως αυτό που ετοιμάζεται να κάνει ξεπερνάει κάθε πιθανό όριο απανθρωπιάς. Έχει, μάλιστα, ενδιαφέρον το γεγονός πως ο αφηγητής καταφεύγει στη χρήση μεταφορών («έπεφτε από τον ουρανό», «εχρωμάτιζε παράξενα τον τόπο»), καθώς και προσωποποίησης («το χινόπωρο… έλεγεν όλη του τη θλίψη»), βάζοντας μεν τη φύση να συμμετέχει στον θρήνο για την επερχόμενη δολοφονία, αλλά δημιουργώντας κιόλας έναν λυρισμό που ηχεί σχεδόν αταίριαστος μέσα στο πλαίσιο της γενικότερης εκφραστικής λιτότητας του κειμένου, όπως και της τραγικότητας των όλων γεγονότων. Πρόκειται, ίσως, για μια προσπάθεια να αποδώσει την απαιτούμενη έμφαση σε ό,τι συνιστά τη δραματική κορύφωση της ιστορίας.
Εμφανής στο χωρίο αυτό η τραγική ειρωνεία, καθώς το μικρό παιδί παίζει με τα χώματα που σκάβει ο «κακούργος», αγνοώντας σαφώς πως τα χώματα αυτά προέρχονται από τον λάκκο μέσα στον οποίο σύντομα θα χάσει τόσο απάνθρωπα τη ζωή του.
Με ιδιαίτερη δραματικότητα και με την
εκ νέου αξιοποίηση σχημάτων λόγου ο αφηγητής τονίζει τις τελευταίες στιγμές του
σύντομου βίου του μικρού παιδιού. Τα ξανθά του μαλλιά που χρυσώνονται στιγμιαία
από τον ήλιο, όπως και το αγγελικό του χαμόγελο αντιπαραθέτουν με τον πιο
τραγικό τρόπο την αθωότητα και την ευδαιμονία του μικρού παιδιού, με την ακραία
σκληρότητα εκείνου που ετοιμάζεται να τερματίσει τη ζωή του, στο όνομα της εκδίκησης
και της αποκατάστασης της θιγμένης τιμής του.
Διάλογος
Ο αφηγητής αξιοποιεί τον διάλογο προκειμένου να ενισχύσει, σε ό,τι αφορά το τεχνικό μέρος της αφηγηματικής διαδικασίας, τη θεατρικότητα του κειμένου, καθώς και να αποκαλύψει τις σκέψεις, το ήθος και τα συναισθήματα των κεντρικών προσώπων.
«Μη φοβάσαι γυναίκα. Δε σου κάνω κανένα
κακό, αγκαλά και σου πρέπουν. Είναι το παιδί τούτο δικό σου; Ναι; Μα όχι δικό
μου! Με ποιον, λέγε, τό’χεις κάμει;»
Ο αφηγητής αξιοποιεί τον διάλογο προκειμένου να ενισχύσει, σε ό,τι αφορά το τεχνικό μέρος της αφηγηματικής διαδικασίας, τη θεατρικότητα του κειμένου, καθώς και να αποκαλύψει τις σκέψεις, το ήθος και τα συναισθήματα των κεντρικών προσώπων.
Η αρχική δήλωση του ήρωα, που αποσκοπεί
στο να καθησυχάσει την πανικοβλημένη γυναίκα του, λειτουργεί εν μέρει ως
προϊδεασμός για ό,τι επίκειται, είναι όμως σκοπίμως παραπλανητική. Πράγματι ο
ήρωας δεν πρόκειται να βλάψει σωματικά τη γυναίκα του, σκοπεύει εντούτοις να τη
συντρίψει συναισθηματικά, εφόσον θα την αναγκάσει να θάψει ζωντανό το ίδιο της το
παιδί. Πρόκειται, βέβαια, για τη χειρότερη δυνατή εκδίκηση που θα μπορούσε να
λάβει ο ήρωας για την απιστία της.
«Αντώνη, τίποτε δε μπορώ να σου κρούψω.
Το φταίσμα μου είναι μεγάλο. Μα, το ξέρω, κ’ η εγδίκησή σου θά’ναι μεγάλη· κ’
εγώ, αδύνατο μέρος, και το νήπιο τούτο, που από το φόβο τρέμει, δε δυνόμαστε να
σ’ αντρειευτούμε. Κοίτα πώς η τρομάρα με κλονίζει καθώς σε τηρώ. Κάμε από με
ό,τι θέλεις, μα λυπήσου το άτυχο πλάσμα που δεν έχει προστασία.»
Η σύζυγος του ήρωα, αναγνωρίζοντας και
αποδεχόμενη την ευθύνη της για τη μεγάλη προσβολή που διέπραξε εις βάρος του,
δεν επιχειρεί να ζητήσει το έλεός του -ξέρει πως κάτι τέτοιο θα ήταν μάταιο-,
προσπαθεί μόνο να διαφυλάξει εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη σημασία για εκείνη,
τη ζωή του μικρού παιδιού της. Στα λόγια της ηρωίδας γίνονται εντόνως εμφανή τα
στοιχεία συγκειμένου, εφόσον οι αντιλήψεις και τα ήθη της εποχής εκείνης
υπεδείκνυαν πως η εκδίκηση του ήρωα δεν ήταν απλώς ένα αφηρημένο δικαίωμα να εκδηλώσει
την οργή του, αλλά ένα «χρέος», υπό μία έννοια, να αποκαταστήσει την τιμή του.
«Γυναίκα κακή! Δεν ρωτώ τώρα ουδέ
συμβουλή σου, ουδέ σε λυπούμαι, ουδέ το λυπούμαι. T’ όνομα εκεινού θέλω. Εσέ δε
θα πειράξω. Δε μολογάς το; θα το μάθω· το χωριό όλο γνωρίζει με ποιον εζούσες
και τότες θα θυσιάσω και τους τρεις σας, θα πλύνω τη ντροπή πόχω λάβει από σας,
πλάσματα άτιμα!»
Με λιτό τρόπο ο ήρωας επισημαίνει στη
γυναίκα του πως εκείνη έχει ουσιαστικά αποτύχει στον ρόλο της, εφόσον ως σύζυγος
υπήρξε «κακή», μιας και δεν σεβάστηκε μήτε εκείνον μήτε το γάμο τους. Με το
ασύνδετο σχήμα ακολούθως φανερώνει την ένταση της οργής του, αλλά και τον απόλυτα
ψυχρό τρόπο με τον οποίο πρόκειται να λάβει την εκδίκησή του. Δεν σκοπεύει να δείξει
έλεος απέναντι σε κανένα από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, συμπεριλαμβάνοντας,
μάλιστα, ακόμη και το μικρό παιδί, με τη λογική προφανώς πως αποτελεί το
αποτέλεσμα ενός παράνομου δεσμού. Η επιβίωση, άλλωστε, του μικρού παιδιού θα
λειτουργούσε μελλοντικά ως διαρκής υπενθύμιση της ταπείνωσης που υπέστη ο ήρωας
από τη γυναίκα του.
Πρώτος του στόχος, ωστόσο, είναι εκείνος ο συγχωριανός του που έδειξε τόση έλλειψη σεβασμού απέναντί του, ώστε δεν δίστασε να συνάψει σχέση με τη γυναίκα του. Η δική του μοίρα έχει στη σκέψη του ήρωα ήδη επισφραγιστεί.
««Θα πάμε στα χτήματά μας να ιδώ μη και
κείνα μού’χουν αρπάξει, καθώς μού’χε πάρει και σε ο σκοτωμένος.»
«Τον σκότωσες!»
Πρώτος του στόχος, ωστόσο, είναι εκείνος ο συγχωριανός του που έδειξε τόση έλλειψη σεβασμού απέναντί του, ώστε δεν δίστασε να συνάψει σχέση με τη γυναίκα του. Η δική του μοίρα έχει στη σκέψη του ήρωα ήδη επισφραγιστεί.
«Τον σκότωσες!»
Με ειρωνικό και λιτό τρόπο ο ήρωας
γνωστοποιεί στη γυναίκα του -και στον αναγνώστη- εκείνο που θεωρούταν
αναμενόμενο, τη δολοφονία του εραστή της. Εκείνη δεν ρωτά για το αν τον σκότωσε,
καθώς ήταν και σ’ εκείνη προφανές πως αυτό ήταν αναπόφευκτο. Διαπιστώνει απλώς
με έκπληξη την επιβεβαίωση των φόβων της. Η εκδίκηση του άντρα της έχει μόλις ξεκινήσει.
Τίτλος
Ο τίτλος του κειμένου («Πίστομα») σχηματίζει ένα κρίσιμης σημασίας σχήμα κύκλου με τα τελευταία λόγια του ήρωα («Bάλ’ το πίστομα μέσα»). Η διαταγή να τοποθετηθεί το παιδί μπρούμυτα μέσα στον λάκκο συνιστά σαφή δήλωση της αδυναμίας του ήρωα να αντέξει ακόμη κι εκείνος τη σκληρότητα της εκδίκησής του στην ολότητά της. Το ξέρει και το νιώθει πως δεν έχει το περιθώριο να αφήσει ζωντανό το νόθο αυτό παιδί που γεννήθηκε πάνω στα συντρίμμια της δικής του τιμής, αλλά δεν μπορεί παρ’ όλα αυτά να σταθεί και ν’ αντικρίσει το πρόσωπό του, καθώς θα το ενταφιάζει ζωντανό.
Το στοιχείο αυτό υποδηλώνει περισσότερο από καθετί τον εγκλωβισμό του ήρωα μέσα στα στενά όρια της εθιμικής αντίληψης σχετικά με την τιμή ενός άντρα εκείνης της εποχής. Διαφαίνεται, έτσι, πως ο ίδιος αυτός άνθρωπος σε μια λίγο διαφορετική εποχή δεν θα καταδεχόταν να φτάσει σε τέτοιο σημείο απανθρωπιάς. Θα περιόριζε πιθανώς την εκδίκησή του στη θανάτωση του εραστή της γυναίκας του. Τη συγκεκριμένη εποχή, ωστόσο, και με βάση τις ισχύουσες στρεβλές αντιλήψεις περί τιμής αισθάνεται πως είναι αναγκασμένος να φτάσει την εκδίκησή του μέχρι το πιο ακραίο σημείο.
Ερμηνευτικό σχόλιο
Κύριο, κατά τη γνώμη μου, θέμα του κειμένου αποτελεί το πώς η βαρύτητα που δινόταν παλαιότερα στο συναίσθημα της τιμής οδηγούσε τους ανθρώπους σε ακραίες πράξεις για την αποκατάστασή της. Το θέμα αυτό αναδεικνύεται με εναργή τρόπο μέσα από την ιστορία του «ληστή» Αντώνη Κουκουλιώτη, ο οποίος επιστρέφοντας αιφνιδίως μετά από μακρόχρονη απουσία στο χωριό του, συνειδητοποιεί πως η γυναίκα του έχει αποκτήσει παιδί με άλλον άντρα. Η απιστία εκείνης προέκυψε, όπως σχολιάζει ο παντογνώστης αφηγητής, εξαιτίας της πεποίθησής της πως ο σύζυγός της ήταν «σκοτωμένος ή αλλιώς πεθαμένος». Ο αφηγητή παρουσιάζει με εμφατικό και δυσοίωνο τρόπο την αναπάντεχη επιστροφή του Κουκουλιώτη, αξιοποιώντας μια παρομοίωση: «εμπήκε σα θανατικό», για να τονίσει όχι μόνο το πόσο ξαφνικά γύρισε, αλλά και για να μας προϊδεάσει για τις δραματικές συνέπειες της επιστροφής του. Η σύζυγός του βιώνει έντονα συναισθήματα φόβου και αγωνίας («Κοίτα πώς η τρομάρα με κλονίζει καθώς σε τηρώ.»), καθώς γνωρίζει καλά πως θα πληρώσει βαρύ τίμημα για την απιστία της («το ξέρω, κ’ η εγδίκησή σου θα ’ναι μεγάλη»). Αντιλαμβάνεται πως έχει επιφέρει σημαντικό πλήγμα στην τιμή του κι είναι έτοιμη να τιμωρηθεί γι’ αυτό («Κάμε από με ό,τι θέλεις»), επιδιώκει, ωστόσο, να προφυλάξει τη ζωή του παιδιού της. Ο αφηγητής δηλώνει αλλά δεν παρουσιάζει τη δολοφονία εκείνου που τόλμησε να προσβάλει την τιμή του ήρωα, κι εστιάζει κυρίως στην τελετουργική δολοφονία του μικρού παιδιού, που θα αποτελέσει την έσχατη τιμωρία εις βάρος της γυναίκας («Bάλ’ το πίστομα μέσα»).
Προσωπικά, αν και κατανοώ τη σημασία που έδιναν παλαιότερα οι άνθρωποι στη διαφύλαξη της τιμής τους, θεωρώ εντελώς απαράδεκτη την τέλεση εγκλημάτων για την «αποκατάστασή» της. Η ανάγκη, για παράδειγμα, του ήρωα να «πλύνει» τη ντροπή που έχει υποστεί, δε δικαιολογεί σε καμία περίπτωση την απάνθρωπη σκληρότητά του απέναντι στο μικρό παιδί. Πιστεύω, μάλιστα, πως κι ο ίδιος συναισθάνεται την ακρότητα αυτής της πράξης, γι’ αυτό και «ο ίδρος που έβρεχε το μέτωπό του, έβγαινε κρύος», όπως το δηλώνει ο αφηγητής. Ο ήρωας είναι, υπό μία έννοια, εγκλωβισμένος σε ό,τι νομίζει χρέος του, δεν μπορεί εντούτοις να καταπνίξει πλήρως τη φρίκη που βιώνει κι ο ίδιος, γι’ αυτό και ζητά απ’ τη γυναίκα του να βάλει το παιδί «πίστομα» στον λάκκο. Δεν αντέχει ούτε κι εκείνος ν’ αντικρίσει το πρόσωπο του δολοφονούμενου παιδιού.
Ο τίτλος του κειμένου («Πίστομα») σχηματίζει ένα κρίσιμης σημασίας σχήμα κύκλου με τα τελευταία λόγια του ήρωα («Bάλ’ το πίστομα μέσα»). Η διαταγή να τοποθετηθεί το παιδί μπρούμυτα μέσα στον λάκκο συνιστά σαφή δήλωση της αδυναμίας του ήρωα να αντέξει ακόμη κι εκείνος τη σκληρότητα της εκδίκησής του στην ολότητά της. Το ξέρει και το νιώθει πως δεν έχει το περιθώριο να αφήσει ζωντανό το νόθο αυτό παιδί που γεννήθηκε πάνω στα συντρίμμια της δικής του τιμής, αλλά δεν μπορεί παρ’ όλα αυτά να σταθεί και ν’ αντικρίσει το πρόσωπό του, καθώς θα το ενταφιάζει ζωντανό.
Το στοιχείο αυτό υποδηλώνει περισσότερο από καθετί τον εγκλωβισμό του ήρωα μέσα στα στενά όρια της εθιμικής αντίληψης σχετικά με την τιμή ενός άντρα εκείνης της εποχής. Διαφαίνεται, έτσι, πως ο ίδιος αυτός άνθρωπος σε μια λίγο διαφορετική εποχή δεν θα καταδεχόταν να φτάσει σε τέτοιο σημείο απανθρωπιάς. Θα περιόριζε πιθανώς την εκδίκησή του στη θανάτωση του εραστή της γυναίκας του. Τη συγκεκριμένη εποχή, ωστόσο, και με βάση τις ισχύουσες στρεβλές αντιλήψεις περί τιμής αισθάνεται πως είναι αναγκασμένος να φτάσει την εκδίκησή του μέχρι το πιο ακραίο σημείο.
Κύριο, κατά τη γνώμη μου, θέμα του κειμένου αποτελεί το πώς η βαρύτητα που δινόταν παλαιότερα στο συναίσθημα της τιμής οδηγούσε τους ανθρώπους σε ακραίες πράξεις για την αποκατάστασή της. Το θέμα αυτό αναδεικνύεται με εναργή τρόπο μέσα από την ιστορία του «ληστή» Αντώνη Κουκουλιώτη, ο οποίος επιστρέφοντας αιφνιδίως μετά από μακρόχρονη απουσία στο χωριό του, συνειδητοποιεί πως η γυναίκα του έχει αποκτήσει παιδί με άλλον άντρα. Η απιστία εκείνης προέκυψε, όπως σχολιάζει ο παντογνώστης αφηγητής, εξαιτίας της πεποίθησής της πως ο σύζυγός της ήταν «σκοτωμένος ή αλλιώς πεθαμένος». Ο αφηγητή παρουσιάζει με εμφατικό και δυσοίωνο τρόπο την αναπάντεχη επιστροφή του Κουκουλιώτη, αξιοποιώντας μια παρομοίωση: «εμπήκε σα θανατικό», για να τονίσει όχι μόνο το πόσο ξαφνικά γύρισε, αλλά και για να μας προϊδεάσει για τις δραματικές συνέπειες της επιστροφής του. Η σύζυγός του βιώνει έντονα συναισθήματα φόβου και αγωνίας («Κοίτα πώς η τρομάρα με κλονίζει καθώς σε τηρώ.»), καθώς γνωρίζει καλά πως θα πληρώσει βαρύ τίμημα για την απιστία της («το ξέρω, κ’ η εγδίκησή σου θα ’ναι μεγάλη»). Αντιλαμβάνεται πως έχει επιφέρει σημαντικό πλήγμα στην τιμή του κι είναι έτοιμη να τιμωρηθεί γι’ αυτό («Κάμε από με ό,τι θέλεις»), επιδιώκει, ωστόσο, να προφυλάξει τη ζωή του παιδιού της. Ο αφηγητής δηλώνει αλλά δεν παρουσιάζει τη δολοφονία εκείνου που τόλμησε να προσβάλει την τιμή του ήρωα, κι εστιάζει κυρίως στην τελετουργική δολοφονία του μικρού παιδιού, που θα αποτελέσει την έσχατη τιμωρία εις βάρος της γυναίκας («Bάλ’ το πίστομα μέσα»).
Προσωπικά, αν και κατανοώ τη σημασία που έδιναν παλαιότερα οι άνθρωποι στη διαφύλαξη της τιμής τους, θεωρώ εντελώς απαράδεκτη την τέλεση εγκλημάτων για την «αποκατάστασή» της. Η ανάγκη, για παράδειγμα, του ήρωα να «πλύνει» τη ντροπή που έχει υποστεί, δε δικαιολογεί σε καμία περίπτωση την απάνθρωπη σκληρότητά του απέναντι στο μικρό παιδί. Πιστεύω, μάλιστα, πως κι ο ίδιος συναισθάνεται την ακρότητα αυτής της πράξης, γι’ αυτό και «ο ίδρος που έβρεχε το μέτωπό του, έβγαινε κρύος», όπως το δηλώνει ο αφηγητής. Ο ήρωας είναι, υπό μία έννοια, εγκλωβισμένος σε ό,τι νομίζει χρέος του, δεν μπορεί εντούτοις να καταπνίξει πλήρως τη φρίκη που βιώνει κι ο ίδιος, γι’ αυτό και ζητά απ’ τη γυναίκα του να βάλει το παιδί «πίστομα» στον λάκκο. Δεν αντέχει ούτε κι εκείνος ν’ αντικρίσει το πρόσωπο του δολοφονούμενου παιδιού.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου