Angelina Tamez
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κατασκευάζω»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κατασκευάζω, κατασκευάζεις, κατασκευάζει, κατασκευάζομεν, κατασκευάζετε, κατασκευάζουσι(ν)
κατασκευάζω, κατασκευάζῃς, κατασκευάζῃ, κατασκευάζωμεν, κατασκευάζητε, κατασκευάζωσι(ν)
κατασκευάζοιμι, κατασκευάζοις, κατασκευάζοι, κατασκευάζοιμεν, κατασκευάζοιτε, κατασκευάζοιεν
Προστακτική
---, κατασκεύαζε, κατασκευαζέτω, ---, κατασκευάζετε, κατασκευαζόντων (ή κατασκευαζέτωσαν)
Απαρέμφατο
κατασκευάζειν
Μετοχή
κατασκευάζων, κατασκευάζουσα, κατασκευάζον
Παρατατικός
Οριστική
κατεσκεύαζον, κατεσκεύαζες, κατεσκεύαζε, κατεσκευάζομεν, κατεσκευάζετε, κατεσκεύαζον
Μέλλοντας
Οριστική
κατασκευάσω, κατασκευάσεις, κατασκευάσει, κατασκευάσομεν, κατασκευάσετε, κατασκευάσουσι(ν)
κατασκευάσοιμι, κατασκευάσοις, κατασκευάσοι, κατασκευάσοιμεν, κατασκευάσοιτε, κατασκευάσοιεν
Απαρέμφατο
κατασκευάσειν
Μετοχή
κατασκευάσων, κατασκευάσουσα, κατασκευάσον
Αόριστος
Οριστική
κατεσκεύασα, κατεσκεύασας, κατεσκεύασε(ν), κατεσκευάσαμεν, κατεσκευάσατε, κατεσκεύασαν
κατασκευάσω, κατασκευάσῃς, κατασκευάσῃ, κατασκευάσωμεν, κατασκευάσητε, κατασκευάσωσι(ν)
κατασκευάσαιμι, κατασκευάσαις / κατασκευάσειας, κατασκευάσαι / κατασκευάσειε(ν), κατασκευάσαιμεν, κατασκευάσαιτε, κατασκευάσαιεν / κατασκευάσειαν
Προστακτική
---, κατασκεύασον, κατασκευασάτω, ---, κατασκευάσατε, κατασκευασάντων (ή κατασκευασάτωσαν)
Απαρέμφατο
κατασκευάσαι
Μετοχή
κατασκευάσας, κατασκευάσασα, κατασκευάσαν
Παρακείμενος
Οριστική
κατεσκεύακα, κατεσκεύακας, κατεσκεύακε, κατεσκευάκαμεν, κατεσκευάκατε, κατεσκευάκασι(ν)
Υποτακτική
κατεσκευακώς- κατεσκευακυῖα- κατεσκευακός ὦ
κατεσκευακώς- κατεσκευακυῖα- κατεσκευακός ᾖς
κατεσκευακότες- κατεσκευακυῖαι- κατεσκευακότα ὦμεν
Ευκτική
κατεσκευακώς- κατεσκευακυῖα- κατεσκευακός εἴην
Προστακτική
---
κατεσκευακώς- κατεσκευακυῖα- κατεσκευακός ἴσθι
κατεσκευακότες- κατεσκευακυῖαι- κατεσκευακότα ἔστε
Απαρέμφατο
κατεσκευακέναι
Μετοχή
κατεσκευακώς- κατεσκευακυῖα- κατεσκευακός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
κατεσκευάκειν, κατεσκευάκεις, κατεσκευάκει, κατεσκευάκεμεν, κατεσκευάκετε, κατεσκευάκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κατασκευάζομαι, κατασκευάζῃ/κατασκευάζει, κατασκευάζεται, κατασκευαζόμεθα, κατασκευάζεσθε, κατασκευάζονται
κατασκευάζωμαι, κατασκευάζῃ, κατασκευάζηται, κατασκευαζώμεθα, κατασκευάζησθε, κατασκευάζωνται
κατασκευαζοίμην, κατασκευάζοιο, κατασκευάζοιτο, κατασκευαζοίμεθα, κατασκευάζοισθε, κατασκευάζοιντο
Προστακτική
---, κατασκευάζου, κατασκευαζέσθω, ---, κατασκευάζεσθε, κατασκευαζέσθων ή κατασκευαζέσθωσαν
Απαρέμφατο
κατασκευάζεσθαι
Μετοχή
κατασκευαζόμενος
κατασκευαζομένη
κατασκευαζόμενον
Παρατατικός
Οριστική
κατεσκευαζόμην, κατεσκευάζου, κατεσκευάζετο, κατεσκευαζόμεθα, κατεσκευάζεσθε, κατεσκευάζοντο
Μέλλοντας
Οριστική
κατασκευάσομαι, κατασκευάσῃ/κατασκευάσει, κατασκευάσεται, κατασκευασόμεθα, κατασκευάσεσθε, κατασκευάσονται
κατασκευασοίμην, κατασκευάσοιο, κατασκευάσοιτο, κατασκευασοίμεθα, κατασκευάσοισθε, κατασκευάσοιντο
Απαρέμφατο
κατασκευάσεσθαι
Μετοχή
κατασκευασόμενος
κατασκευασομένη
κατασκευασόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
κατασκευασθήσομαι, κατασκευασθήσῃ/κατασκευασθήσει, κατασκευασθήσεται, κατασκευασθησόμεθα, κατασκευασθήσεσθε, κατασκευασθήσονται
κατασκευασθησοίμην, κατασκευασθήσοιο, κατασκευασθήσοιτο, κατασκευασθησοίμεθα, κατασκευασθήσοισθε, κατασκευασθήσοιντο
Απαρέμφατο
κατασκευασθήσεσθαι
Μετοχή
κατασκευασθησόμενος
κατασκευασθησομένη
κατασκευασθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
κατεσκευασάμην, κατεσκευάσω, κατεσκευάσατο, κατεσκευασάμεθα, κατεσκευάσασθε, κατεσκευάσαντο
κατασκευάσωμαι, κατασκευάσῃ, κατασκευάσηται, κατασκευασώμεθα, κατασκευάσησθε, κατασκευάσωνται
κατασκευασαίμην, κατασκευάσαιο, κατασκευάσαιτο, κατασκευασαίμεθα, κατασκευάσαισθε, κατασκευάσαιντο
Προστακτική
---, κατασκεύασαι, κατασκευασάσθω, ---, κατασκευάσασθε, κατασκευασάσθων ή κατασκευασάσθωσαν
Απαρέμφατο
κατασκευάσασθαι
Μετοχή
κατασκευασάμενος
κατασκευασαμένη
κατασκευασάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
κατεσκευάσθην, κατεσκευάσθης, κατεσκευάσθη, κατεσκευάσθημεν, κατεσκευάσθητε, κατεσκευάσθησαν
κατασκευασθῶ, κατασκευασθῇς, κατασκευασθῇ, κατασκευασθῶμεν, κατασκευασθῆτε, κατασκευασθῶσι(ν)
κατασκευασθείην, κατασκευασθείης, κατασκευασθείη, κατασκευασθείημεν ή κατασκευασθεῖμεν, κατασκευασθείητε ή κατασκευασθεῖτε, κατασκευασθείησαν ή κατασκευασθεῖεν
---, κατασκευάσθητι, κατασκευασθήτω, ---, κατασκευάσθητε, κατασκευασθέντων ή κατασκευασθήτωσαν
Απαρέμφατο
κατασκευασθῆναι
κατασκευασθείς
κατασκευασθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
κατεσκεύασμαι, κατεσκεύασαι, κατεσκεύασται, κατεσκευάσμεθα, κατεσκεύασθε, κατεσκευασμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
κατεσκευασμένος- κατεσκευασμένη-κατεσκευασμένον ὦ
κατεσκευασμένος- κατεσκευασμένη-κατεσκευασμένον ᾖς
κατεσκευασμένοι- κατεσκευασμέναι-κατεσκευασμένα ὦμεν
Ευκτική
κατεσκευασμένος- κατεσκευασμένη-κατεσκευασμένον εἴην
Προστακτική
---, κατεσκεύασο, κατεσκευάσθω, --- κατεσκεύασθε, κατεσκευάσθων ή κατεσκευάσθωσαν
Απαρέμφατο
κατεσκευάσθαι
Μετοχή
κατεσκευασμένος,
κατεσκευασμένη,
κατεσκευασμένον
Υπερσυντέλικος
κατεσκευάσμην, κατεσκεύασο, κατεσκεύαστο, κατεσκευάσμεθα, κατεσκεύασθε, κατεσκευασμένοι ἦσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου