Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κατασκευάζω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κατασκευάζω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Angelina Tamez

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κατασκευάζω»
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κατασκευάζω, κατασκευάζεις, κατασκευάζει, κατασκευάζομεν, κατασκευάζετε, κατασκευάζουσι(ν)
Υποτακτική
κατασκευάζω, κατασκευάζς, κατασκευάζ, κατασκευάζωμεν, κατασκευάζητε, κατασκευάζωσι(ν)
Ευκτική
κατασκευάζοιμι, κατασκευάζοις, κατασκευάζοι, κατασκευάζοιμεν, κατασκευάζοιτε, κατασκευάζοιεν
Προστακτική
---, κατασκεύαζε, κατασκευαζέτω, ---, κατασκευάζετε, κατασκευαζόντων (ή κατασκευαζέτωσαν)
Απαρέμφατο
κατασκευάζειν
Μετοχή
κατασκευάζων, κατασκευάζουσα, κατασκευάζον
 
Παρατατικός
Οριστική
κατεσκεύαζον, κατεσκεύαζες, κατεσκεύαζε, κατεσκευάζομεν, κατεσκευάζετε, κατεσκεύαζον
 
Μέλλοντας
Οριστική
κατασκευάσω, κατασκευάσεις, κατασκευάσει, κατασκευάσομεν, κατασκευάσετε, κατασκευάσουσι(ν)
Ευκτική
κατασκευάσοιμι, κατασκευάσοις, κατασκευάσοι, κατασκευάσοιμεν, κατασκευάσοιτε, κατασκευάσοιεν
Απαρέμφατο
κατασκευάσειν
Μετοχή
κατασκευάσων, κατασκευάσουσα, κατασκευάσον
 
Αόριστος
Οριστική
κατεσκεύασα, κατεσκεύασας, κατεσκεύασε(ν), κατεσκευάσαμεν, κατεσκευάσατε, κατεσκεύασαν
Υποτακτική
κατασκευάσω, κατασκευάσς, κατασκευάσ, κατασκευάσωμεν, κατασκευάσητε, κατασκευάσωσι(ν)
Ευκτική
κατασκευάσαιμι, κατασκευάσαις / κατασκευάσειας, κατασκευάσαι / κατασκευάσειε(ν), κατασκευάσαιμεν, κατασκευάσαιτε, κατασκευάσαιεν / κατασκευάσειαν
Προστακτική
---, κατασκεύασον, κατασκευασάτω, ---, κατασκευάσατε, κατασκευασάντων (ή κατασκευασάτωσαν)
Απαρέμφατο
κατασκευάσαι
Μετοχή
κατασκευάσας, κατασκευάσασα, κατασκευάσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κατεσκεύακα, κατεσκεύακας, κατεσκεύακε, κατεσκευάκαμεν, κατεσκευάκατε, κατεσκευάκασι(ν)
 
Υποτακτική
κατεσκευακώς- κατεσκευακυα- κατεσκευακός
κατεσκευακώς- κατεσκευακυα- κατεσκευακός ς
κατεσκευακώς- κατεσκευακυα- κατεσκευακός
κατεσκευακότες- κατεσκευακυαι- κατεσκευακότα μεν
κατεσκευακότες- κατεσκευακυαι- κατεσκευακότα τε
κατεσκευακότες- κατεσκευακυαι- κατεσκευακότα σι
 
Ευκτική
κατεσκευακώς- κατεσκευακυα- κατεσκευακός εην
κατεσκευακώς- κατεσκευακυα- κατεσκευακός εης
κατεσκευακώς- κατεσκευακυα- κατεσκευακός εη
κατεσκευακότες- κατεσκευακυαι- κατεσκευακότα εημεν (εμεν)
κατεσκευακότες- κατεσκευακυαι- κατεσκευακότα εητε (ετε)
κατεσκευακότες- κατεσκευακυαι- κατεσκευακότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
κατεσκευακώς- κατεσκευακυα- κατεσκευακός σθι
κατεσκευακώς- κατεσκευακυα- κατεσκευακός στω
---
κατεσκευακότες- κατεσκευακυαι- κατεσκευακότα στε
κατεσκευακότες- κατεσκευακυαι- κατεσκευακότα στων
 
Απαρέμφατο
κατεσκευακέναι
Μετοχή
κατεσκευακώς- κατεσκευακυα- κατεσκευακός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
κατεσκευάκειν, κατεσκευάκεις, κατεσκευάκει, κατεσκευάκεμεν, κατεσκευάκετε, κατεσκευάκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
κατασκευάζομαι, κατασκευάζ/κατασκευάζει, κατασκευάζεται, κατασκευαζόμεθα, κατασκευάζεσθε, κατασκευάζονται
Υποτακτική
κατασκευάζωμαι, κατασκευάζ, κατασκευάζηται, κατασκευαζώμεθα, κατασκευάζησθε, κατασκευάζωνται
Ευκτική
κατασκευαζοίμην, κατασκευάζοιο, κατασκευάζοιτο, κατασκευαζοίμεθα, κατασκευάζοισθε, κατασκευάζοιντο
Προστακτική
---, κατασκευάζου, κατασκευαζέσθω, ---, κατασκευάζεσθε, κατασκευαζέσθων ή κατασκευαζέσθωσαν
Απαρέμφατο
κατασκευάζεσθαι
Μετοχή
κατασκευαζόμενος
κατασκευαζομένη
κατασκευαζόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
κατεσκευαζόμην, κατεσκευάζου, κατεσκευάζετο, κατεσκευαζόμεθα, κατεσκευάζεσθε, κατεσκευάζοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
κατασκευάσομαι, κατασκευάσ/κατασκευάσει, κατασκευάσεται, κατασκευασόμεθα, κατασκευάσεσθε, κατασκευάσονται
Ευκτική
κατασκευασοίμην, κατασκευάσοιο, κατασκευάσοιτο, κατασκευασοίμεθα, κατασκευάσοισθε, κατασκευάσοιντο
Απαρέμφατο
κατασκευάσεσθαι
Μετοχή
κατασκευασόμενος
κατασκευασομένη
κατασκευασόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
κατασκευασθήσομαι, κατασκευασθήσ/κατασκευασθήσει, κατασκευασθήσεται, κατασκευασθησόμεθα, κατασκευασθήσεσθε, κατασκευασθήσονται
Ευκτική
κατασκευασθησοίμην, κατασκευασθήσοιο, κατασκευασθήσοιτο, κατασκευασθησοίμεθα, κατασκευασθήσοισθε, κατασκευασθήσοιντο
Απαρέμφατο
κατασκευασθήσεσθαι
Μετοχή
κατασκευασθησόμενος
κατασκευασθησομένη
κατασκευασθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
κατεσκευασάμην, κατεσκευάσω, κατεσκευάσατο, κατεσκευασάμεθα, κατεσκευάσασθε, κατεσκευάσαντο
Υποτακτική
κατασκευάσωμαι, κατασκευάσ, κατασκευάσηται, κατασκευασώμεθα, κατασκευάσησθε, κατασκευάσωνται
Ευκτική
κατασκευασαίμην, κατασκευάσαιο, κατασκευάσαιτο, κατασκευασαίμεθα, κατασκευάσαισθε, κατασκευάσαιντο
Προστακτική
---, κατασκεύασαι, κατασκευασάσθω, ---, κατασκευάσασθε, κατασκευασάσθων ή κατασκευασάσθωσαν
Απαρέμφατο
κατασκευάσασθαι
Μετοχή
κατασκευασάμενος
κατασκευασαμένη
κατασκευασάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
κατεσκευάσθην, κατεσκευάσθης, κατεσκευάσθη, κατεσκευάσθημεν, κατεσκευάσθητε, κατεσκευάσθησαν
Υποτακτική
κατασκευασθ, κατασκευασθς, κατασκευασθ, κατασκευασθμεν, κατασκευασθτε, κατασκευασθσι(ν)
Ευκτική
κατασκευασθείην, κατασκευασθείης, κατασκευασθείη, κατασκευασθείημεν ή κατασκευασθεμεν, κατασκευασθείητε ή κατασκευασθετε, κατασκευασθείησαν ή κατασκευασθεεν
Προστακτική
---, κατασκευάσθητι, κατασκευασθήτω, ---, κατασκευάσθητε, κατασκευασθέντων ή κατασκευασθήτωσαν
Απαρέμφατο
κατασκευασθναι
Μετοχή
κατασκευασθείς
κατασκευασθεσα
κατασκευασθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
κατεσκεύασμαι, κατεσκεύασαι, κατεσκεύασται, κατεσκευάσμεθα, κατεσκεύασθε, κατεσκευασμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
κατεσκευασμένος- κατεσκευασμένη-κατεσκευασμένον
κατεσκευασμένος- κατεσκευασμένη-κατεσκευασμένον ς
κατεσκευασμένος- κατεσκευασμένη-κατεσκευασμένον
κατεσκευασμένοι- κατεσκευασμέναι-κατεσκευασμένα μεν
κατεσκευασμένοι- κατεσκευασμέναι-κατεσκευασμένα τε
κατεσκευασμένοι- κατεσκευασμέναι-κατεσκευασμένα σι
 
Ευκτική
κατεσκευασμένος- κατεσκευασμένη-κατεσκευασμένον εην
κατεσκευασμένος- κατεσκευασμένη-κατεσκευασμένον εης
κατεσκευασμένος- κατεσκευασμένη-κατεσκευασμένον εη
κατεσκευασμένοι- κατεσκευασμέναι-κατεσκευασμένα εημεν (εμεν)
κατεσκευασμένοι- κατεσκευασμέναι-κατεσκευασμένα εητε (ετε)
κατεσκευασμένοι- κατεσκευασμέναι-κατεσκευασμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, κατεσκεύασο, κατεσκευάσθω, --- κατεσκεύασθε, κατεσκευάσθων ή κατεσκευάσθωσαν
 
Απαρέμφατο
κατεσκευάσθαι
Μετοχή
κατεσκευασμένος,
κατεσκευασμένη,
κατεσκευασμένον
 
Υπερσυντέλικος
κατεσκευάσμην, κατεσκεύασο, κατεσκεύαστο, κατεσκευάσμεθα, κατεσκεύασθε, κατεσκευασμένοι σαν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...