Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αἰσχύνω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αἰσχύνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Laura Lein Svencner

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ασχύνω»
 
σχύνω: ντροπιάζω κάποιον)
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ασχύνω, ασχύνεις, ασχύνει, ασχύνομεν, ασχύνετε, ασχύνουσι(ν)
Υποτακτική
ασχύνω, ασχύνς, ασχύν, ασχύνωμεν, ασχύνητε, ασχύνωσι(ν)
Ευκτική
ασχύνοιμι, ασχύνοις, ασχύνοι, ασχύνοιμεν, ασχύνοιτε, ασχύνοιεν
Προστακτική
---, ασχυνε, ασχυνέτω, ---, ασχύνετε, ασχυνόντων (ή ασχυνέτωσαν)
Απαρέμφατο
ασχύνειν
Μετοχή
ασχύνων, ασχύνουσα, ασχνον
 
Παρατατικός
Οριστική
σχυνον, σχυνες, σχυνε, σχύνομεν, σχύνετε, σχυνον
 
Μέλλοντας
Οριστική
ασχυν, ασχυνες, ασχυνε, ασχυνομεν, ασχυνετε, ασχυνοσι(ν)
Ευκτική
ασχυνομι, ασχυνος, ασχυνο, ή ασχυνοίην, ασχυνοίης, ασχυνοίη, ασχυνομεν, ασχυνοτε, ασχυνοεν
Απαρέμφατο
ασχυνεν
Μετοχή
ασχυνν, ασχυνοσα, ασχυνον
 
Αόριστος
Οριστική
σχυνα, σχυνας, σχυνε(ν), σχύναμεν, σχύνατε, σχυναν
Υποτακτική
ασχύνω, ασχύνς, ασχύν, ασχύνωμεν, ασχύνητε, ασχύνωσι(ν)
Ευκτική
ασχύναιμι, ασχύναις ή ασχύνειας, ασχύναι ή ασχύνειε(ν), ασχύναιμεν, ασχύναιτε, ασχύναιεν ή ασχύνειαν
Προστακτική
---, ασχυνον, ασχυνάτω, ---, ασχύνατε, ασχυνάντων (ή ασχυνάτωσαν)
Απαρέμφατο
ασχναι
Μετοχή
ασχύνας, ασχύνασα, ασχῦναν 
 
Παρακείμενος
Οριστική
σχυγκα, σχυγκας, σχυγκε, σχύγκαμεν, σχύγκατε, σχύγκασι(ν)
 
Υποτακτική
σχυγκώς- σχυγκυα- σχυγκός
σχυγκώς- σχυγκυα- σχυγκός ς
σχυγκώς- σχυγκυα- σχυγκός
σχυγκότες- σχυγκυαι- σχυγκότα μεν
σχυγκότες- σχυγκυαι- σχυγκότα τε
σχυγκότες- σχυγκυαι- σχυγκότα σι
 
Ευκτική
σχυγκώς- σχυγκυα- σχυγκός εην
σχυγκώς- σχυγκυα- σχυγκός εης
σχυγκώς- σχυγκυα- σχυγκός εη
σχυγκότες- σχυγκυαι- σχυγκότα εημεν (εμεν)
σχυγκότες- σχυγκυαι- σχυγκότα εητε (ετε)
σχυγκότες- σχυγκυαι- σχυγκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
σχυγκώς- σχυγκυα- σχυγκός σθι
σχυγκώς- σχυγκυα- σχυγκός στω
---
σχυγκότες- σχυγκυαι- σχυγκότα στε
σχυγκότες- σχυγκυαι- σχυγκότα στων
 
Απαρέμφατο
σχυγκέναι
Μετοχή
σχυγκώς- σχυγκυα- σχυγκός
 
Υπερσυντέλικος
σχύγκειν, σχύγκεις, σχύγκει, σχύγκεμεν, σχύγκετε, σχύγκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ασχύνομαι, ασχύνσχύνει, ασχύνεται, ασχυνόμεθα, ασχύνεσθε, ασχύνονται
Υποτακτική
ασχύνωμαι, ασχύν, ασχύνηται, ασχυνώμεθα, ασχύνησθε, ασχύνωνται
Ευκτική
ασχυνοίμην, ασχύνοιο, ασχύνοιτο, ασχυνοίμεθα, ασχύνοισθε, ασχύνοιντο
Προστακτική
---, ασχύνου, ασχυνέσθω, ---, ασχύνεσθε, ασχυνέσθων ή ασχυνέσθωσαν
Απαρέμφατο
ασχύνεσθαι
Μετοχή
ασχυνόμενος
ασχυνομένη
ασχυνόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
σχυνόμην, σχύνου, σχύνετο, σχυνόμεθα, σχύνεσθε, σχύνοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
ασχυνομαι, ασχυνσχυνε, ασχυνεται, ασχυνομεθα, ασχυνεσθε, ασχυνονται
Ευκτική
ασχυνοίμην, ασχυνοο, ασχυνοτο, ασχυνοίμεθα, ασχυνοσθε, ασχυνοντο
Απαρέμφατο
ασχυνεσθαι
Μετοχή
ασχυνούμενος
ασχυνουμένη
ασχυνούμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
ασχυνθήσομαι, ασχυνθήσσχυνθήσει, ασχυνθήσεται, ασχυνθησόμεθα, ασχυνθήσεσθε, ασχυνθήσονται
Ευκτική
ασχυνθησοίμην, ασχυνθήσοιο, ασχυνθήσοιτο, ασχυνθησοίμεθα, ασχυνθήσοισθε, ασχυνθήσοιντο
Απαρέμφατο
ασχυνθήσεσθαι
Μετοχή
ασχυνθησόμενος
ασχυνθησομένη
ασχυνθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
σχυνάμην, σχύνω, σχύνατο, σχυνάμεθα, σχύνασθε, σχύναντο
Υποτακτική
ασχύνωμαι, ασχύν, ασχύνηται, ασχυνώμεθα, ασχύνησθε, ασχύνωνται
Ευκτική
ασχυναίμην, ασχύναιο, ασχύναιτο, ασχυναίμεθα, ασχύναισθε, ασχύναιντο
Προστακτική
---, ασχυναι, ασχυνάσθω, ---, ασχύνασθε, ασχυνάσθων ή ασχυνάσθωσαν
Απαρέμφατο
ασχύνασθαι
Μετοχή
ασχυνάμενος
ασχυναμένη
ασχυνάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
σχύνθην, σχύνθης, σχύνθη, σχύνθημεν, σχύνθητε, σχύνθησαν
Υποτακτική
ασχυνθ, ασχυνθς, ασχυνθ, ασχυνθμεν, ασχυνθτε, ασχυνθσι(ν)
Ευκτική
ασχυνθείην, ασχυνθείης, ασχυνθείη, ασχυνθείημεν ή ασχυνθεμεν, ασχυνθείητε ή ασχυνθετε, ασχυνθείησαν ή ασχυνθεεν
Προστακτική
---, ασχύνθητι, ασχυνθήτω, ---, ασχύνθητε, ασχυνθέντων ή ασχυνθήτωσαν
Απαρέμφατο
ασχυνθναι
Μετοχή
ασχυνθείς
ασχυνθεσα
ασχυνθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
σχυμμαι, σχυνσαι, σχυνται, σχύμμεθα, σχυνθε, σχυμμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
σχυμμένος- σχυμμένη-σχυμμένον
σχυμμένος- σχυμμένη-σχυμμένον ς
σχυμμένος- σχυμμένη-σχυμμένον
σχυμμένοι- σχυμμέναι-σχυμμένα μεν
σχυμμένοι- σχυμμέναι-σχυμμένα τε
σχυμμένοι- σχυμμέναι-σχυμμένα σι
 
Ευκτική
σχυμμένος- σχυμμένη-σχυμμένον εην
σχυμμένος- σχυμμένη-σχυμμένον εης
σχυμμένος- σχυμμένη-σχυμμένον εη
σχυμμένοι- σχυμμέναι-σχυμμένα εημεν (εμεν)
σχυμμένοι- σχυμμέναι-σχυμμένα εητε (ετε)
σχυμμένοι- σχυμμέναι-σχυμμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, σχυνσο, σχύνθω, --- σχυνθε, σχύνθων ή σχύνθωσαν
 
Απαρέμφατο
σχύνθαι
Μετοχή
σχυμμένος,
σχυμμένη,
σχυμμένον
 
Υπερσυντέλικος
σχύμμην, σχυνσο, σχυντο, σχύμμεθα, σχυνθε, σχυμμένοι σαν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...