Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ζεύγνυμι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ζεύγνυμι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Leon Zernitsky
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ζεύγνυμι»
 
[ζεύγνυμι: ενώνω, συνδέω, βάζω κάτω από τον ζυγό]
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ζεύγνυμι, ζεύγνυς, ζεύγνυσι, ζεύγνυμεν, ζεύγνυτε, ζευγνύασι(ν)
Υποτακτική
ζευγνύω, ζευγνύς, ζευγνύ, ζευγνύωμεν, ζευγνύητε, ζευγνύωσι(ν)
Ευκτική
ζευγνύοιμι, ζευγνύοις, ζευγνύοι, ζευγνύοιμεν, ζευγνύοιτε, ζευγνύοιεν
Προστακτική
---, ζεύγνυ, ζευγνύτω, ---, ζεύγνυτε, ζευγνύντων (ή ζευγνύτωσαν)
Απαρέμφατο
ζευγνύναι
Μετοχή
ζευγνύς, ζευγνσα, ζευγνύν
 
Παρατατικός
Οριστική
ζεύγνυν, ζεύγνυς, ζεύγνυ, ζεύγνυμεν, ζεύγνυτε, ζεύγνυσαν
 
Μέλλοντας
Οριστική
ζεύξω, ζεύξεις, ζεύξει, ζεύξομεν, ζεύξετε, ζεύξουσι(ν)
Ευκτική
ζεύξοιμι, ζεύξοις, ζεύξοι, ζεύξοιμεν, ζεύξοιτε, ζεύξοιεν
Απαρέμφατο
ζεύξειν
Μετοχή
ζεύξων, ζεύξουσα, ζεξον
 
Αόριστος
Οριστική
ζευξα, ζευξας, ζευξε(ν), ζεύξαμεν, ζεύξατε, ζευξαν
Υποτακτική
ζεύξω, ζεύξς, ζεύξ, ζεύξωμεν, ζεύξητε, ζεύξωσι(ν)
Ευκτική
ζεύξαιμι, ζεύξαις ή ζεύξειας, ζεύξαι ή ζεύξειε(ν), ζεύξαιμεν, ζεύξαιτε, ζεύξαιεν ή ζεύξειαν
Προστακτική
---, ζεξον, ζευξάτω, ---, ζεύξατε, ζευξάντων (ή ζευξάτωσαν)
Απαρέμφατο
ζεξαι
Μετοχή
ζεύξας, ζεύξασα, ζεξαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ζεύγνυμαι, ζεύγνυσαι, ζεύγνυται, ζευγνύμεθα, ζεύγνυσθε, ζεύγνυνται
Υποτακτική
ζευγνύωμαι, ζευγνύ, ζευγνύηται, ζευγνυώμεθα, ζευγνύησθε, ζευγνύωνται
Ευκτική
ζευγνυοίμην, ζευγνύοιο, ζευγνύοιτο, ζευγνυοίμεθα, ζευγνύοισθε, ζευγνύοιντο
Προστακτική
---, ζεύγνυσο, ζευγνύσθω, ---, ζεύγνυσθε, ζευγνύσθων ή ζευγνύσθωσαν
Απαρέμφατο
ζεύγνυσθαι
Μετοχή
ζευγνύμενος
ζευγνυμένη
ζευγνύμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
ζευγνύμην, ζεύγνυσο, ζεύγνυτο, ζευγνύμεθα, ζεύγνυσθε, ζεύγνυντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
ζεύξομαι, ζεύξ/ζεύξει, ζεύξεται, ζευξόμεθα, ζεύξεσθε, ζεύξονται
Ευκτική
ζευξοίμην, ζεύξοιο, ζεύξοιτο, ζευξοίμεθα, ζεύξοισθε, ζεύξοιντο
Απαρέμφατο
ζεύξεσθαι
Μετοχή
ζευξόμενος
ζευξομένη
ζευξόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
ζευξάμην, ζεύξω, ζεύξατο, ζευξάμεθα, ζεύξασθε, ζεύξαντο
Υποτακτική
ζεύξωμαι, ζεύξ, ζεύξηται, ζευξώμεθα, ζεύξησθε, ζεύξωνται
Ευκτική
ζευξαίμην, ζεύξαιο, ζεύξαιτο, ζευξαίμεθα, ζεύξαισθε, ζεύξαιντο
Προστακτική
---, ζεξαι, ζευξάσθω, ---, ζεύξασθε, ζευξάσθων ή ζευξάσθωσαν
Απαρέμφατο
ζεύξασθαι
Μετοχή
ζευξάμενος
ζευξαμένη
ζευξάμενον
 
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
ζεύχθην, ζεύχθης, ζεύχθη, ζεύχθημεν, ζεύχθητε, ζεύχθησαν
Υποτακτική
ζευχθ, ζευχθς, ζευχθ, ζευχθμεν, ζευχθτε, ζευχθσι(ν)
Ευκτική
ζευχθείην, ζευχθείης, ζευχθείη, ζευχθείημεν ή ζευχθεμεν, ζευχθείητε ή ζευχθετε, ζευχθείησαν ή ζευχθεεν
Προστακτική
---, ζεύχθητι, ζευχθήτω, ---, ζεύχθητε, ζευχθέντων ή ζευχθήτωσαν
Απαρέμφατο
ζευχθναι
Μετοχή
ζευχθείς
ζευχθεσα
ζευχθέν
 
Παθητικός Αόριστος Β΄
Οριστική
ζύγην, ζύγης, ζύγη, ζύγημεν, ζύγητε, ζύγησαν
Υποτακτική
ζυγ, ζυγς, ζυγ, ζυγμεν, ζυγτε, ζυγσι(ν)
Ευκτική
ζυγείην, ζυγείης, ζυγείη, ζυγείημεν ή ζυγεμεν, ζυγείητε ή ζυγετε, ζυγείησαν ή ζυγεεν
Προστακτική
---, ζύγηθι, ζυγήτω, ---, ζύγητε, ζυγέντων ή ζυγήτωσαν
Απαρέμφατο
ζυγναι
Μετοχή
ζυγείς
ζυγεσα
ζυγέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
ζευγμαι, ζευξαι, ζευκται, ζεύγμεθα, ζευχθε, ζευγμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
ζευγμένος- ζευγμένη-ζευγμένον
ζευγμένος- ζευγμένη-ζευγμένον ς
ζευγμένος- ζευγμένη-ζευγμένον
ζευγμένοι- ζευγμέναι-ζευγμένα μεν
ζευγμένοι- ζευγμέναι-ζευγμένα τε
ζευγμένοι- ζευγμέναι-ζευγμένα σι
 
Ευκτική
ζευγμένος- ζευγμένη-ζευγμένον εην
ζευγμένος- ζευγμένη-ζευγμένον εης
ζευγμένος- ζευγμένη-ζευγμένον εη
ζευγμένοι- ζευγμέναι-ζευγμένα εημεν (εμεν)
ζευγμένοι- ζευγμέναι-ζευγμένα εητε (ετε)
ζευγμένοι- ζευγμέναι-ζευγμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, ζευξο, ζεύχθω, --- ζευχθε, ζεύχθων ή ζεύχθωσαν
 
Απαρέμφατο
ζεχθαι
Μετοχή
ζευγμένος,
ζευγμένη,
ζευγμένον

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...