Leon Zernitsky
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ζεύγνυμι»
[ζεύγνυμι: ενώνω, συνδέω, βάζω κάτω από
τον ζυγό]
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ζεύγνυμι, ζεύγνυς, ζεύγνυσι, ζεύγνυμεν, ζεύγνυτε, ζευγνύασι(ν)
Υποτακτική
ζευγνύω, ζευγνύῃς, ζευγνύῃ, ζευγνύωμεν, ζευγνύητε, ζευγνύωσι(ν)
Ευκτική
ζευγνύοιμι, ζευγνύοις, ζευγνύοι, ζευγνύοιμεν, ζευγνύοιτε, ζευγνύοιεν
Προστακτική
---, ζεύγνυ, ζευγνύτω, ---, ζεύγνυτε, ζευγνύντων (ή ζευγνύτωσαν)
Απαρέμφατο
ζευγνύναι
Μετοχή
ζευγνύς, ζευγνῦσα, ζευγνύν
Παρατατικός
Οριστική
ἐζεύγνυν, ἐζεύγνυς, ἐζεύγνυ, ἐζεύγνυμεν, ἐζεύγνυτε, ἐζεύγνυσαν
Μέλλοντας
Οριστική
ζεύξω, ζεύξεις, ζεύξει, ζεύξομεν, ζεύξετε, ζεύξουσι(ν)
Ευκτική
ζεύξοιμι, ζεύξοις, ζεύξοι, ζεύξοιμεν, ζεύξοιτε, ζεύξοιεν
Απαρέμφατο
ζεύξειν
Μετοχή
ζεύξων, ζεύξουσα, ζεῦξον
Αόριστος
Οριστική
ἔζευξα, ἔζευξας, ἔζευξε(ν), ἐζεύξαμεν, ἐζεύξατε, ἔζευξαν
Υποτακτική
ζεύξω, ζεύξῃς, ζεύξῃ, ζεύξωμεν, ζεύξητε, ζεύξωσι(ν)
Ευκτική
ζεύξαιμι, ζεύξαις ή ζεύξειας, ζεύξαι ή ζεύξειε(ν), ζεύξαιμεν, ζεύξαιτε, ζεύξαιεν ή ζεύξειαν
Προστακτική
---, ζεῦξον, ζευξάτω, ---, ζεύξατε, ζευξάντων (ή ζευξάτωσαν)
Απαρέμφατο
ζεῦξαι
Μετοχή
ζεύξας, ζεύξασα, ζεῦξαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ζεύγνυμαι, ζεύγνυσαι, ζεύγνυται, ζευγνύμεθα, ζεύγνυσθε, ζεύγνυνται
Υποτακτική
ζευγνύωμαι, ζευγνύῃ, ζευγνύηται, ζευγνυώμεθα, ζευγνύησθε, ζευγνύωνται
Ευκτική
ζευγνυοίμην, ζευγνύοιο, ζευγνύοιτο, ζευγνυοίμεθα, ζευγνύοισθε, ζευγνύοιντο
Προστακτική
---, ζεύγνυσο, ζευγνύσθω, ---, ζεύγνυσθε, ζευγνύσθων ή ζευγνύσθωσαν
Απαρέμφατο
ζεύγνυσθαι
Μετοχή
ζευγνύμενος
ζευγνυμένη
ζευγνύμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐζευγνύμην, ἐζεύγνυσο, ἐζεύγνυτο, ἐζευγνύμεθα, ἐζεύγνυσθε, ἐζεύγνυντο
Μέλλοντας
Οριστική
ζεύξομαι, ζεύξῃ/ζεύξει, ζεύξεται, ζευξόμεθα, ζεύξεσθε, ζεύξονται
Ευκτική
ζευξοίμην, ζεύξοιο, ζεύξοιτο, ζευξοίμεθα, ζεύξοισθε, ζεύξοιντο
Απαρέμφατο
ζεύξεσθαι
Μετοχή
ζευξόμενος
ζευξομένη
ζευξόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐζευξάμην, ἐζεύξω, ἐζεύξατο, ἐζευξάμεθα, ἐζεύξασθε, ἐζεύξαντο
Υποτακτική
ζεύξωμαι, ζεύξῃ, ζεύξηται, ζευξώμεθα, ζεύξησθε, ζεύξωνται
Ευκτική
ζευξαίμην, ζεύξαιο, ζεύξαιτο, ζευξαίμεθα, ζεύξαισθε, ζεύξαιντο
Προστακτική
---, ζεῦξαι, ζευξάσθω, ---, ζεύξασθε, ζευξάσθων ή ζευξάσθωσαν
Απαρέμφατο
ζεύξασθαι
Μετοχή
ζευξάμενος
ζευξαμένη
ζευξάμενον
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
ἐζεύχθην, ἐζεύχθης, ἐζεύχθη, ἐζεύχθημεν, ἐζεύχθητε, ἐζεύχθησαν
Υποτακτική
ζευχθῶ, ζευχθῇς, ζευχθῇ, ζευχθῶμεν, ζευχθῆτε, ζευχθῶσι(ν)
Ευκτική
ζευχθείην, ζευχθείης, ζευχθείη, ζευχθείημεν ή ζευχθεῖμεν, ζευχθείητε ή ζευχθεῖτε, ζευχθείησαν ή ζευχθεῖεν
Προστακτική
---, ζεύχθητι, ζευχθήτω, ---, ζεύχθητε, ζευχθέντων ή ζευχθήτωσαν
Απαρέμφατο
ζευχθῆναι
Μετοχή
ζευχθείς
ζευχθεῖσα
ζευχθέν
Παθητικός Αόριστος Β΄
Οριστική
ἐζύγην, ἐζύγης, ἐζύγη, ἐζύγημεν, ἐζύγητε, ἐζύγησαν
Υποτακτική
ζυγῶ, ζυγῇς, ζυγῇ, ζυγῶμεν, ζυγῆτε, ζυγῶσι(ν)
Ευκτική
ζυγείην, ζυγείης, ζυγείη, ζυγείημεν ή ζυγεῖμεν, ζυγείητε ή ζυγεῖτε, ζυγείησαν ή ζυγεῖεν
Προστακτική
---, ζύγηθι, ζυγήτω, ---, ζύγητε, ζυγέντων ή ζυγήτωσαν
Απαρέμφατο
ζυγῆναι
Μετοχή
ζυγείς
ζυγεῖσα
ζυγέν
Παρακείμενος
Οριστική
ἔζευγμαι, ἔζευξαι, ἔζευκται, ἐζεύγμεθα, ἔζευχθε, ἐζευγμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
ἐζευγμένος- ἐζευγμένη-ἐζευγμένον ὦ
ἐζευγμένος- ἐζευγμένη-ἐζευγμένον ᾖς
ἐζευγμένος- ἐζευγμένη-ἐζευγμένον ᾖ
ἐζευγμένοι- ἐζευγμέναι-ἐζευγμένα ὦμεν
ἐζευγμένοι- ἐζευγμέναι-ἐζευγμένα ἦτε
ἐζευγμένοι- ἐζευγμέναι-ἐζευγμένα ὦσι
Ευκτική
ἐζευγμένος- ἐζευγμένη-ἐζευγμένον εἴην
ἐζευγμένος- ἐζευγμένη-ἐζευγμένον εἴης
ἐζευγμένος- ἐζευγμένη-ἐζευγμένον εἴη
ἐζευγμένοι- ἐζευγμέναι-ἐζευγμένα εἴημεν (εἶμεν)
ἐζευγμένοι- ἐζευγμέναι-ἐζευγμένα εἴητε (εἶτε)
ἐζευγμένοι- ἐζευγμέναι-ἐζευγμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, ἔζευξο, ἐζεύχθω, --- ἔζευχθε, ἐζεύχθων ή ἐζεύχθωσαν
Απαρέμφατο
ἐζεῦχθαι
Μετοχή
ἐζευγμένος,
ἐζευγμένη,
ἐζευγμένον
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ζεύγνυμι»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ζεύγνυμι, ζεύγνυς, ζεύγνυσι, ζεύγνυμεν, ζεύγνυτε, ζευγνύασι(ν)
ζευγνύω, ζευγνύῃς, ζευγνύῃ, ζευγνύωμεν, ζευγνύητε, ζευγνύωσι(ν)
ζευγνύοιμι, ζευγνύοις, ζευγνύοι, ζευγνύοιμεν, ζευγνύοιτε, ζευγνύοιεν
Προστακτική
---, ζεύγνυ, ζευγνύτω, ---, ζεύγνυτε, ζευγνύντων (ή ζευγνύτωσαν)
Απαρέμφατο
ζευγνύναι
Μετοχή
ζευγνύς, ζευγνῦσα, ζευγνύν
Παρατατικός
Οριστική
ἐζεύγνυν, ἐζεύγνυς, ἐζεύγνυ, ἐζεύγνυμεν, ἐζεύγνυτε, ἐζεύγνυσαν
Μέλλοντας
Οριστική
ζεύξω, ζεύξεις, ζεύξει, ζεύξομεν, ζεύξετε, ζεύξουσι(ν)
ζεύξοιμι, ζεύξοις, ζεύξοι, ζεύξοιμεν, ζεύξοιτε, ζεύξοιεν
Απαρέμφατο
ζεύξειν
Μετοχή
ζεύξων, ζεύξουσα, ζεῦξον
Αόριστος
Οριστική
ἔζευξα, ἔζευξας, ἔζευξε(ν), ἐζεύξαμεν, ἐζεύξατε, ἔζευξαν
ζεύξω, ζεύξῃς, ζεύξῃ, ζεύξωμεν, ζεύξητε, ζεύξωσι(ν)
ζεύξαιμι, ζεύξαις ή ζεύξειας, ζεύξαι ή ζεύξειε(ν), ζεύξαιμεν, ζεύξαιτε, ζεύξαιεν ή ζεύξειαν
Προστακτική
---, ζεῦξον, ζευξάτω, ---, ζεύξατε, ζευξάντων (ή ζευξάτωσαν)
ζεῦξαι
ζεύξας, ζεύξασα, ζεῦξαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ζεύγνυμαι, ζεύγνυσαι, ζεύγνυται, ζευγνύμεθα, ζεύγνυσθε, ζεύγνυνται
Υποτακτική
ζευγνύωμαι, ζευγνύῃ, ζευγνύηται, ζευγνυώμεθα, ζευγνύησθε, ζευγνύωνται
ζευγνυοίμην, ζευγνύοιο, ζευγνύοιτο, ζευγνυοίμεθα, ζευγνύοισθε, ζευγνύοιντο
Προστακτική
---, ζεύγνυσο, ζευγνύσθω, ---, ζεύγνυσθε, ζευγνύσθων ή ζευγνύσθωσαν
Απαρέμφατο
ζεύγνυσθαι
Μετοχή
ζευγνύμενος
ζευγνυμένη
ζευγνύμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐζευγνύμην, ἐζεύγνυσο, ἐζεύγνυτο, ἐζευγνύμεθα, ἐζεύγνυσθε, ἐζεύγνυντο
Μέλλοντας
Οριστική
ζεύξομαι, ζεύξῃ/ζεύξει, ζεύξεται, ζευξόμεθα, ζεύξεσθε, ζεύξονται
ζευξοίμην, ζεύξοιο, ζεύξοιτο, ζευξοίμεθα, ζεύξοισθε, ζεύξοιντο
Απαρέμφατο
ζεύξεσθαι
Μετοχή
ζευξόμενος
ζευξομένη
ζευξόμενον
Οριστική
ἐζευξάμην, ἐζεύξω, ἐζεύξατο, ἐζευξάμεθα, ἐζεύξασθε, ἐζεύξαντο
ζεύξωμαι, ζεύξῃ, ζεύξηται, ζευξώμεθα, ζεύξησθε, ζεύξωνται
ζευξαίμην, ζεύξαιο, ζεύξαιτο, ζευξαίμεθα, ζεύξαισθε, ζεύξαιντο
Προστακτική
---, ζεῦξαι, ζευξάσθω, ---, ζεύξασθε, ζευξάσθων ή ζευξάσθωσαν
ζεύξασθαι
Μετοχή
ζευξάμενος
ζευξαμένη
ζευξάμενον
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
ἐζεύχθην, ἐζεύχθης, ἐζεύχθη, ἐζεύχθημεν, ἐζεύχθητε, ἐζεύχθησαν
ζευχθῶ, ζευχθῇς, ζευχθῇ, ζευχθῶμεν, ζευχθῆτε, ζευχθῶσι(ν)
ζευχθείην, ζευχθείης, ζευχθείη, ζευχθείημεν ή ζευχθεῖμεν, ζευχθείητε ή ζευχθεῖτε, ζευχθείησαν ή ζευχθεῖεν
---, ζεύχθητι, ζευχθήτω, ---, ζεύχθητε, ζευχθέντων ή ζευχθήτωσαν
Απαρέμφατο
ζευχθῆναι
ζευχθείς
ζευχθεῖσα
Οριστική
ἐζύγην, ἐζύγης, ἐζύγη, ἐζύγημεν, ἐζύγητε, ἐζύγησαν
ζυγῶ, ζυγῇς, ζυγῇ, ζυγῶμεν, ζυγῆτε, ζυγῶσι(ν)
ζυγείην, ζυγείης, ζυγείη, ζυγείημεν ή ζυγεῖμεν, ζυγείητε ή ζυγεῖτε, ζυγείησαν ή ζυγεῖεν
---, ζύγηθι, ζυγήτω, ---, ζύγητε, ζυγέντων ή ζυγήτωσαν
Απαρέμφατο
ζυγῆναι
ζυγείς
ζυγεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
ἔζευγμαι, ἔζευξαι, ἔζευκται, ἐζεύγμεθα, ἔζευχθε, ἐζευγμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
ἐζευγμένος- ἐζευγμένη-ἐζευγμένον ὦ
ἐζευγμένος- ἐζευγμένη-ἐζευγμένον ᾖς
ἐζευγμένοι- ἐζευγμέναι-ἐζευγμένα ὦμεν
Ευκτική
ἐζευγμένος- ἐζευγμένη-ἐζευγμένον εἴην
Προστακτική
---, ἔζευξο, ἐζεύχθω, --- ἔζευχθε, ἐζεύχθων ή ἐζεύχθωσαν
Απαρέμφατο
ἐζεῦχθαι
ἐζευγμένος,
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου