Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀσκέω-ῶ / ἀσκοῦμαι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἀσκέω-ῶ / ἀσκοῦμαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Pablo Romero
 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σκέω- / σκομαι»
 
σκ = γυμνάζω, εκπαιδεύω, ασχολούμαι
 
Ενεργητική Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
σκ, σκες, σκε, σκομεν, σκετε, σκοσι(ν)
Υποτακτική
σκ, σκς, σκ, σκμεν, σκτε, σκσι(ν)
Ευκτική
σκομι, σκος, σκο, ή σκοίην, σκοίης, σκοίη, σκομεν, σκοτε, σκοεν
Προστακτική
---, σκει, σκείτω, ---, σκετε, σκούντων (ή σκείτωσαν)
Απαρέμφατο
σκεν
Μετοχή
σκν, σκοσα, σκον
 
Παρατατικός
Οριστική
σκουν, σκεις, σκει, σκομεν, σκετε, σκουν
 
Μέλλοντας
Οριστική
σκήσω, σκήσεις, σκήσει, σκήσομεν, σκήσετε, σκήσουσι(ν)
Ευκτική
σκήσοιμι, σκήσοις, σκήσοι, σκήσοιμεν, σκήσοιτε, σκήσοιεν
Απαρέμφατο
σκήσειν
Μετοχή
σκήσων, σκήσουσα, σκσον
 
Αόριστος
Οριστική
σκησα, σκησας, σκησε(ν), σκήσαμεν, σκήσατε, σκησαν
Υποτακτική
σκήσω, σκήσς, σκήσ, σκήσωμεν, σκήσητε, σκήσωσι(ν)
Ευκτική
σκήσαιμι, σκήσαις ή σκήσειας, σκήσαι ή σκήσαιε(ν) σκήσαιμεν, σκήσαιτε, σκήσαιεν ή σκήσειαν
Προστακτική
---, σκησον, σκησάτω, ---, σκήσατε, σκησάντων (ή σκησάτωσαν)
Απαρέμφατο
σκσαι
Μετοχή
σκήσας, σκήσασα, σκσαν
 
Παρακείμενος
Οριστική
σκηκα, σκηκας, σκηκε, σκήκαμεν, σκήκατε, σκήκασι(ν)
 
Υποτακτική
σκηκώς- σκηκυα- σκηκός
σκηκώς- σκηκυα- σκηκός ς
σκηκώς- σκηκυα- σκηκός
σκηκότες- σκηκυαι- σκηκότα μεν
σκηκότες- σκηκυαι- σκηκότα τε
σκηκότες- σκηκυαι- σκηκότα σι
 
Ευκτική
σκηκώς- σκηκυα- σκηκός εην
σκηκώς- σκηκυα- σκηκός εης
σκηκώς- σκηκυα- σκηκός εη
σκηκότες- σκηκυαι- σκηκότα εημεν (εμεν)
σκηκότες- σκηκυαι- σκηκότα εητε (ετε)
σκηκότες- σκηκυαι- σκηκότα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---
σκηκώς- σκηκυα- σκηκός σθι
σκηκώς- σκηκυα- σκηκός στω
---
σκηκότες- σκηκυαι- σκηκότα στε
σκηκότες- σκηκυαι- σκηκότα στων
 
Απαρέμφατο
σκηκέναι
Μετοχή
σκηκώς- σκηκυα- σκηκός
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
σκήκειν, σκήκεις, σκήκει, σκήκεμεν, σκήκετε, σκήκεσαν
 
Μέση Φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
σκομαι, σκ ή σκε, σκεται, σκούμεθα, σκεσθε, σκονται
Υποτακτική
σκμαι, σκ, σκται, σκώμεθα, σκσθε, σκνται
Ευκτική
σκοίμην, σκοο, σκοτο, σκοίμεθα, σκοσθε, σκοντο
Προστακτική
---, σκο, σκείσθω, ---, σκεσθε, σκείσθων ή σκείσθωσαν
Απαρέμφατο
σκεσθαι
Μετοχή
σκούμενος
σκουμένη
σκούμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
σκούμην, σκο, σκετο, σκούμεθα, σκεσθε, σκοντο
 
Μέλλοντας
Οριστική
σκήσομαι, σκήσ ή σκήσει, σκήσεται, σκησόμεθα, σκήσεσθε, σκήσονται
Ευκτική
σκησοίμην, σκήσοιο, σκήσοιτο, σκησοίμεθα, σκήσοισθε, σκήσοιντο
Απαρέμφατο
σκήσεσθαι
Μετοχή
σκησόμενος
σκησομένη
σκησόμενον
 
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
σκηθήσομαι, σκηθήσ ή σκηθήσει, σκηθήσεται, σκηθησόμεθα, σκηθήσεσθε, σκηθήσονται
Ευκτική
σκηθησοίμην, σκηθήσοιο, σκηθήσοιτο, σκηθησοίμεθα, σκηθήσοισθε, σκηθήσοιντο
Απαρέμφατο
σκηθήσεσθαι
Μετοχή
σκηθησόμενος
σκηθησομένη
σκηθησόμενον
 
Αόριστος
Οριστική
σκησάμην, σκήσω, σκήσατο, σκησάμεθα, σκήσασθε, σκήσαντο
Υποτακτική
σκήσωμαι, σκήσ, σκήσηται, σκησώμεθα, σκήσησθε, σκήσωνται
Ευκτική
σκησαίμην, σκήσαιο, σκήσαιτο, σκησαίμεθα, σκήσαισθε, σκήσαιντο
Προστακτική
---, σκησαι, σκησάσθω, ---, σκήσασθε, σκησάσθων ή σκησάσθωσαν
Απαρέμφατο
σκήσασθαι
Μετοχή
σκησάμενος
σκησαμένη
σκησάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
σκήθην, σκήθης, σκήθη, σκήθημεν, σκήθητε, σκήθησαν
Υποτακτική
σκηθ, σκηθς, σκηθ, σκηθμεν, σκηθτε, σκηθσι(ν)
Ευκτική
σκηθείην, σκηθείης, σκηθείη, σκηθείημεν ή σκηθεμεν, σκηθείητε ή σκηθετε, σκηθείησαν ή σκηθεεν
Προστακτική
---, σκήθητι, σκηθήτω, ---, σκήθητε, σκηθέντων ή σκηθήτωσαν
Απαρέμφατο
σκηθναι
Μετοχή
σκηθείς
σκηθεσα
σκηθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
σκημαι, σκησαι, σκηται, σκήμεθα, σκησθε, σκηνται
 
Υποτακτική
σκημένος- σκημένη- σκημένον
σκημένος- σκημένη- σκημένον ς
σκημένος- σκημένη- σκημένον
σκημένοι- σκημέναι- σκημένα μεν
σκημένοι- σκημέναι- σκημένα τε
σκημένοι- σκημέναι- σκημένα σι
 
Ευκτική
σκημένος- σκημένη- σκημένον εην
σκημένος- σκημένη- σκημένον εης
σκημένος- σκημένη- σκημένον εη
σκημένοι- σκημέναι- σκημένα εημεν (εμεν)
σκημένοι- σκημέναι- σκημένα εητε (ετε)
σκημένοι- σκημέναι- σκημένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, σκησο, σκήσθω, --- σκησθε, σκήσθων ή σκήσθωσαν
 
Απαρέμφατο
σκσθαι
Μετοχή
σκημένος,
σκημένη,
σκημένον
 
Υπερσυντέλικος
σκήμην, σκησο, σκητο, σκήμεθα, σκησθε, σκηντο

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...