Οδυσσέας Ελύτης «Επέτειος» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Οδυσσέας Ελύτης «Επέτειος»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Οδυσσέας Ελύτης «Επέτειος»
...even the weariest river
winds somewhere safe to sea!
 
Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Στο σημάδι ετούτο που παλεύει
Πάντα κοντά στη θάλασσα
Νιάτα στα βράχια επάνω, στήθος
Με στήθος προς τον άνεμο
Που να πηγαίνει ένας άνθρωπος
Που δεν είναι άλλο από άνθρωπος
Λογαριάζοντας με τις δροσιές τις πράσινες
Στιγμές του, με νερά τα οράματα
Της ακοής του, με φτερά τις τύψεις του
Α, Ζωή
Παιδιού που γίνεται άντρας
Πάντα κοντά στη θάλασσα όταν ο ήλιος
Τον μαθαίνει ν’ ανασαίνει κατά κει που σβήνεται
Η σκιά ενός γλάρου.
 
Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Άσπρο μέτρημα μελανό άθροισμα
Λίγα δέντρα και λίγα
Βρεμένα χαλίκια
Δάχτυλα ελαφρά για να χαϊδέψουν ένα μέτωπο
Ποιο μέτωπο
Κλάψαν όλη τη νύχτα οι προσδοκίες και δεν είναι πια
Κανείς δεν είναι
Ν’ ακουστεί ένα βήμα ελεύθερο
Ν’ ανατείλει μια φωνή ξεκούραστη
Στο μουράγιο οι πρύμνες να παφλάσουν γράφοντας
Όνομα πιο γλαυκό μες στον ορίζοντά τους
Λίγα χρόνια λίγα κύματα
Κωπηλασία ευαίσθητη
Στους όρμους γύρω απ’ την αγάπη.
 
Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Χαρακιά πικρή στην άμμο που θα σβήσει
Όποιος είδε δυο μάτια ν’ αγγίζουν τη σιωπή του
Κι έσμιξε τη λιακάδα τους κλείνοντας χίλιους κόσμους
Ας θυμίσει το αίμα του στους άλλους ήλιους
Πιο κοντά στο φως
Υπάρχει ένα χαμόγελο που πληρώνει τη φλόγα
Μα εδώ στο ανήξερο τοπίο που χάνεται
Σε μια θάλασσα ανοιχτή κι ανλεη
Μαδά η επιτυχία
Στρόβιλοι φτερών
Και στιγμών που δέθηκαν στο χώμα
Χώμα σκληρό κάτω από τ’ ανυπόμονα
Πέλματα, χώμα καμωμένο για ίλιγγο
Ηφαίστειο νεκρό.
 
Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Πέτρα ταμένη στο υγρό στοιχείο
Πιο πέρα απ’ τα νησιά
Πιο χαμηλά απ’ το κύμα
Γειτονιά στις άγκυρες
Όταν περνάν καρίνες σκίζοντας με πάθος
Ένα καινούριο εμπόδιο και το νικάνε
Και μ’ όλα τα δελφίνια της αυγάζ’ η ελπίδα
Κέρδος του ήλιου σε μι’ ανθρώπινη καρδιά
Τα δίχτυα της αμφιβολίας τραβάνε
Μια μορφή από αλάτι
Λαξεμένη με κόπο
Αδιάφορη άσπρη
Που γυρνάει προς το πέλαγος τα κενά των ματιών της
Στηρίζοντας το άπειρο.
 
Ο Οδυσσέας Ελύτης συνέδεε σταθερά την ποίησή του με το ελληνικό θαλασσινό τοπίο, αναγνωρίζοντας στη δυναμική της θάλασσας τη ζητούμενη ελευθερία από τους περιορισμούς της θνητότητας και των εγκόσμιων δεσμεύσεων. Στο ποίημά του «Επέτειος» καταγράφει την πορεία προς την ενηλικίωση άμεσα συνδεδεμένη με τη νησιώτικη ζωή -γεννημένος ο ίδιος στην Κρήτη και με καταγωγή από τη Μυτιλήνη- επιτρέποντας να γίνει εμφανής η αγάπη του για την ελληνική φύση, έστω κι αν μεγάλωσε κυρίως στον αστικό χώρο της Αθήνας. Ο ποιητής, άλλωστε, ουδέποτε έπαψε να ταξιδεύει στη νησιωτική Ελλάδα, και κυρίως στα νησιά της καταγωγής και της γέννησής του.
Ο τίτλος του ποιήματος («Επέτειος») παραπέμπει στη συμπλήρωση ορισμένου χρόνου από κάποιο σημαντικό -για το ποιητικό υποκείμενο- γεγονός, το οποίο λειτουργεί ως έναυσμα για το πέρασμα σε μια διαδικασία απολογισμού. Ο ποιητής κάνει μια αξιολογική ανασκόπηση των όσων έχουν ήδη συμβεί και αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη για την πορεία που ακολούθησε η ζωή του, όπως αυτό εμφατικά τονίζεται μέσα από τον στίχο-μοτίβο του ποιήματος «Έφερα τη ζωή μου ως εδώ». Ο ποιητής αντικρίζει τη ζωή του απαλλαγμένος από τη μοιρολατρική -και κατ’ επέκταση ανεύθυνη- εκείνη αντίληψη που θα τον ωθούσε να δηλώσει πως υπήρξε έρμαιο συγκυριών και τυχαίων γεγονότων.     
Η επιγραφή κάτω από τον τίτλο παραπέμπει στο ποίημα του Άγγλου ποιητή Algernon Charles Swinburne (1837-1909) «The Garden of Proserpine». «Ο κήπος της Προσέρπινας» αναφέρεται σε μια θεότητα της ρωμαϊκής μυθολογίας, η οποία αντιστοιχεί στην Περσεφόνη της ελληνικής μυθολογίας, κι έχει ως θέμα του τον «θάνατο» των θεών της αρχαιότητας μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού. Οι συγκεκριμένοι στίχοι «...even the weariest river / winds somewhere safe to sea!» (… ακόμη και το πιο εξαντλημένο/κουρασμένο ποτάμι καταλήγει με ασφάλεια κάπου στη θάλασσα!) υποδηλώνουν μεταφορικά το ταξίδι της ζωής, το οποίο καταλήγει πάντοτε αναπόφευκτα στον θάνατο. Όπως το νερό του ποταμιού φτάνοντας στη θάλασσα εκπληρώνει τον σκοπό του και χάνεται μέσα στον αρχικό πυρήνα της γένεσής του, έτσι και οι άνθρωποι μετά τον θάνατό τους οδηγούνται στη διάλυση της σωματικής τους υπόστασης. Εν προκειμένω, ωστόσο, ο Οδυσσέας Ελύτης αποκόπτοντας τους συγκεκριμένους στίχους επιδιώκει να τονίσει πως το τέλος ενός προορισμού είναι πάντοτε η θάλασσα, όχι ως τερματισμός της ζωής, αλλά ως διαρκής ανάγκη σύνδεσης με τη ζωοποιό θάλασσα.
 
«Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Στο σημάδι ετούτο που παλεύει
Πάντα κοντά στη θάλασσα
Νιάτα στα βράχια επάνω, στήθος
Με στήθος προς τον άνεμο»
 
Ο Οδυσσέας Ελύτης ξεκινά την ποιητική του σύνθεση με τη σαφή δήλωση πως συνειδητά και με δική του βούληση έχει καθοδηγήσει τη ζωή του ως «εδώ» -τοπικός προσδιορισμός-, ώστε να διαφανεί πως οι προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει αποτελούν απότοκο δικής του επιλογής. Το ποιητικό υποκείμενο έχει φέρει τη ζωή του σ’ ένα «σημάδι»∙ σ’ ένα χώρο κοντά στη θάλασσα, με την οποία οφείλει να αναμετράται συνεχώς. Η πάλη με τη θάλασσα -με το υγρό στοιχείο- που έχει τη δυνατότητα να σμιλεύει -ή και να φθείρει- ακόμη και τους βράχους λειτουργεί συμβολικά και υποδηλώνει την εκούσια πρόθεση του ποιητικού υποκειμένου να βιώσει τις απαιτήσεις μιας δύσκολης, ασκητικής ζωής, όπως είναι η ζωή των νησιωτών. Δεν επιχείρησε να αποφύγει τις δυσκολίες και τις ποικίλες αντιξοότητες, αντιθέτως στάθηκε αυτοβούλως πάνω στα βαλλόμενα από τη θάλασσα βράχια, προτάσσοντας το στήθος του στον ισχυρό άνεμο, έτοιμος να παλέψει με τα στοιχεία της φύσης -με τις όποιες προκλήσεις της ζωής- χωρίς να φοβηθεί∙ με μόνο του σύμμαχο τη ζωτική δυναμικότητα της νιότης του.  
 
«Που να πηγαίνει ένας άνθρωπος
Που δεν είναι άλλο από άνθρωπος
Λογαριάζοντας με τις δροσιές τις πράσινες
Στιγμές του, με νερά τα οράματα
Της ακοής του, με φτερά τις τύψεις του»
 
Με τη χρήση ενός ερωτήματος ο ποιητής θέτει το ζήτημα του προορισμού κάθε απλού, καθημερινού ανθρώπου -όπως αντικρίζει τον εαυτό του-∙ διαπιστώνοντας πως η πορεία του δεν μπορεί παρά να είναι στενά συνδεδεμένη με τη φύση, η οποία έχει τη δυνατότητα, όχι μόνο να δίνει νόημα στην ύπαρξή του, αλλά και να του προβάλλει διαρκώς ένα πρότυπο αγνότητας, αρμονίας και ουσιαστικής διαβίωσης. Ο άνθρωπος που δεν έχει αλλοιωθεί από υλικές βλέψεις και φιλοδοξίες μπορεί να βρει τη ζητούμενη ευδαιμονία μετρώντας τις στιγμές και τη ζωή του με τον ρυθμό και τα μέσα της φύσης. Με τη δροσιά των πρωϊνών ή της νύχτας μπορεί να μετρά τις «πράσινες», τις γόνιμες, ζωντανές και δημιουργικές στιγμές της νόησής του∙ με τον ήχο του νερού της θάλασσας μπορεί να αναγνωρίζει τα ηχητικά «οράματα» της ακοής του, τους ήχους εκείνους που είτε προσδοκά να ακούσει είτε συνιστούν αφορμές ψυχικής απόλαυσης∙ με το φτερούγισμα των πουλιών μπορεί να αποχαιρετά τις τύψεις του ή να προετοιμάζεται να απαλλαγεί από αυτές, αφού θα αποδέχεται πως ως άνθρωπος έχει περιορισμένες μόνο δυνατότητες και δεν είναι παρά αναγκαίο γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης οι αστοχίες, τα λάθη και οι παραλείψεις.  
 
«Α, Ζωή
Παιδιού που γίνεται άντρας
Πάντα κοντά στη θάλασσα όταν ο ήλιος
Τον μαθαίνει ν’ ανασαίνει κατά κει που σβήνεται
Η σκιά ενός γλάρου.»
 
Η ζωή κοντά στη φύση -με τα καίρια διδάγματα της φύσης- διασφαλίζει πως η άνδρωση του παιδιού, η ωρίμανσή του, θα επιτευχθεί με άρτιο τρόπο, καθώς μόνο η φύση μπορεί να μεταδώσει στον άνθρωπο το μάθημα της ταπεινότητας που του αρμόζει. Ο ήλιος μαθαίνει στον άνθρωπο να κοιτάζει χαμηλά -αν δεν θέλει να χάσει το φως του- και να ανασαίνει, να ζει, βλέποντας μόνο τη σκιά του γλάρου. Η ταπεινοσύνη αυτή του ανθρώπου που δεν τολμά να κοιτάξει ψηλά τον γλάρο που πετά στο φως του ήλιου ταυτίζεται με τη διαχρονική διδαχή πως ο άνθρωπος δεν πρέπει να ξεπερνά τα όριά του και να παρασύρεται σε σκέψεις ή επιδιώξεις που δεν ταιριάζουν στη θνητή του φύση.
 
«Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Άσπρο μέτρημα μελανό άθροισμα
Λίγα δέντρα και λίγα
Βρεμένα χαλίκια»
 
Ο ποιητής, με τον στίχο μοτίβο, αναλαμβάνει ευθύνη για την πορεία και τον προορισμό της ζωής του, έστω κι αν μέσω μιας σαφούς αντίθεσης δηλώνει πως παρά την αισιόδοξη καταμέτρηση των ευλογιών του το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό. Λίγα δέντρα και λίγα μόλις βρεγμένα χαλίκια συνιστούν το σύνολο της μέχρι τώρα πορείας του∙ λίγα έργα και λίγες εμπειρίες.
 
«Δάχτυλα ελαφρά για να χαϊδέψουν ένα μέτωπο
Ποιο μέτωπο
Κλάψαν όλη τη νύχτα οι προσδοκίες και δεν είναι πια
Κανείς δεν είναι
Ν’ ακουστεί ένα βήμα ελεύθερο
Ν’ ανατείλει μια φωνή ξεκούραστη
Στο μουράγιο οι πρύμνες να παφλάσουν γράφοντας
Όνομα πιο γλαυκό μες στον ορίζοντά τους»
 
Η ζωή του ποιητικού υποκειμένου είναι όχι μόνο λιτή σε ό,τι αφορά τα υλικά μέσα και αγαθά, αλλά και σε ό,τι αφορά τις διαπροσωπικές ή και ερωτικές επαφές. Παρά την τρυφερότητα που ενυπάρχει μέσα του και τη διάθεσή του να δώσει αγάπη σε ένα άλλο πρόσωπο, δεν βρίσκεται κανείς να γίνει αποδέκτης της αγάπης αυτής. Πρόκειται για μια έλλειψη που προκαλεί οδύνη στον ποιητή, όπως αυτό το τονίζει με σχήμα προσωποποίησης «Κλάψαν όλη τη νύχτα οι προσδοκίες». Πέραν, άλλωστε, από την απουσία ερωτικού συντρόφου, το ποιητικό υποκείμενο δεν βρίσκει καν έναν συνοδοιπόρο ή έναν συνομιλητή με ελευθερία σκέψης, ανεπηρέαστο από τον μόχθο της ζωής και τις καθημερινές απαιτήσεις. Ελλείπει, μάλιστα, ακόμη και η προοπτική να φανεί ένα τέτοιο πρόσωπο μελλοντικά στη ζωή του, αφού με βάση τις υπάρχουσες συνθήκες ζωής στον απροσδιόριστο νησιωτικό χώρο, όπου διαβιεί, δεν είναι εφικτό να διαμορφωθεί μια προσωπικότητα με τα επιθυμητά χαρίσματα. Οι πρύμνες του νησιωτικού τόπου δεν πρόκειται να χαράξουν το «γαλάζιο» όνομα που προσδοκά ο ποιητής∙ ο τόπος δεν είναι κατάλληλος για να γεννηθεί εκεί ένα τέτοιο πρόσωπο.
 
«Λίγα χρόνια λίγα κύματα
Κωπηλασία ευαίσθητη
Στους όρμους γύρω απ’ την αγάπη.»
 
Η γνωριμία, πάντως, του ποιητικού υποκειμένου με τις δοκιμασίες του έρωτα είναι πρόσφατη -δηλωτική ένδειξη πως πρόκειται για ανασκόπηση των νεανικών του χρόνων-, όπως αυτό προκύπτει από τη μετωνυμία στον στίχο «Λίγα χρόνια λίγα κύματα». Το ποιητικό υποκείμενο μόλις μαθαίνει τις δυσκολίες του ερωτικού παιχνιδιού, γι’ αυτό και κινείται διστακτικά («Κωπηλασία ευαίσθητη») γύρω από την αγάπη. Επιχειρεί με διακριτικότητα, φόβο και ανασφάλεια να γευτεί τους πικρούς καρπούς του έρωτα, χωρίς να έχει αποκτήσει ακόμη τη σιγουριά και την εμπειρία του ώριμου άντρα.
 
«Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Χαρακιά πικρή στην άμμο που θα σβήσει»
 
Ο ποιητής έχει πλήρη επίγνωση πως κάθε επιλογή του, κάθε πράξη, όπως και κάθε προσδοκία του που συνιστούν τη μέχρι τώρα ζωή του δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια γραμμή χαραγμένη με πόνο πάνω στην άμμο καταδικασμένη εκ των προτέρων να σβηστεί και να χαθεί οριστικά. Όσο κι αν για το κάθε άτομο η ζωή του συνιστά μια απαιτητική διαδικασία, στο πλαίσιο της οποίας ακόμη και το ελάχιστο αποκτά στη σκέψη του μεγάλη σημασία, στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια παροδική προσωπική εμπειρία που δεν πρόκειται να αφήσει ίχνη στον χρόνο.  
 
« Όποιος είδε δυο μάτια ν’ αγγίζουν τη σιωπή του
Κι έσμιξε τη λιακάδα τους κλείνοντας χίλιους κόσμους
Ας θυμίσει το αίμα του στους άλλους ήλιους
Πιο κοντά στο φως
Υπάρχει ένα χαμόγελο που πληρώνει τη φλόγα »
 
Το μη διηνεκές της ανθρώπινης ζωής, ωστόσο, δεν συνδέεται με την απουσία στιγμών πληρότητας και ευδαιμονίας. Η βαθύτερη, μάλιστα, αίσθηση ευτυχίας προκύπτει από την κατανόηση και την επαφή με τον άλλον άνθρωπο, καθώς, παρά τη θνητότητά τους οι άνθρωποι έχουν τη δυνατότητα να βιώσουν σε όλη του την έκταση το συναίσθημα της αγάπης και να αντλήσουν ουσιαστική χαρά από αυτό. Ο ποιητής προτρέπει, έτσι, τους ανθρώπους που είχαν την τύχη να βρουν εκείνο το πρόσωπο που τους αποδέχτηκε πλήρως και αγκάλιασε τις σιωπές και τον πόνο τους με τρυφερότητα και αγάπη να μεταδώσουν αυτό το μήνυμα πληρότητας. Μέσα στα μάτια του αγαπημένου προσώπου το κάθε άτομο αναγνωρίζει και βιώνει μια κατακλυσμιαία αίσθηση ευφροσύνης, αισιοδοξίας κι ελπίδας, αφού μέσα στο βλέμμα αγάπης αντικρίζει ένα συναίσθημα ικανό να αφυπνίσει πλήθος αισθητικών συγκινήσεων, σαν να δίνει ζωή σε «χίλιους κόσμους». Μέσω του έρωτα και της αγάπης το άτομο ζει σε βάθος και σε έκταση, όσα λόγω θνητότητας δεν ζει σε διάρκεια.
Καλεί, λοιπόν, ο ποιητής όποιον έζησε μια τέτοια ευτυχία να μοιραστεί την ευδαιμονική αυτή πληρότητα και με τους άλλους «ήλιους», με τους άλλους ανθρώπους, που έχουν κι εκείνοι την ίδια ικανότητα να προκαλέσουν σε άλλους συναισθήματα ανάλογης ευτυχίας. Όπως επισημαίνει ο ποιητής κοντά στο φως του έρωτα υπάρχει ένα χαμόγελο -κάθε άνθρωπος που βιώνει την ευτυχία της αγάπης- μέσω του οποίου ανταμείβεται και λαμβάνει την αναγκαία δυναμική η φλόγα για να συνεχίσει να φωτίζει τον κόσμο.  
 
«Μα εδώ στο ανήξερο τοπίο που χάνεται
Σε μια θάλασσα ανοιχτή κι ανλεη
Μαδά η επιτυχία
Στρόβιλοι φτερών
Και στιγμών που δέθηκαν στο χώμα
Χώμα σκληρό κάτω από τ’ ανυπόμονα
Πέλματα, χώμα καμωμένο για ίλιγγο
Ηφαίστειο νεκρό.»
 
Σε αντίθεση, ωστόσο, με την ευδαιμονική για τους άλλους εμπειρία του ερωτικού συναισθήματος, το ποιητικό υποκείμενο βιώνει μια εντελώς διαφορετική κατάσταση, εφόσον στον δικό του τόπο -ως χώρο και ως συναισθηματική εμπειρία- ο έρωτας δεν ευδοκιμεί. Στον τόπο που διαβιεί το ποιητικό υποκείμενο μήτε το τοπίο έχει γνώση του έρωτα μήτε η δίχως έλεος θάλασσα επιτρέπει την ευόδωσή του∙ κάθε πιθανή επιτυχία στον τομέα αυτό εκφυλίζεται, «μαδά» και δημιουργεί έναν στρόβιλο φτερών και στιγμών, αφού καθετί είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το «χώμα» του τόπου, το οποίο είναι άγονο και απρόσιτο στον έρωτα. Το χώμα αυτό που συμβολίζει την ψυχική υπόσταση του ποιητή είναι «σκληρό», μη δεκτικό στα ανυπόμονα πέλματά του, καθώς, αν και θεωρητικώς έχει φτιαχτεί για να βιώσει τον ίλιγγο του έρωτα και της ζωής, μοιάζει με νεκρό ηφαίστειο, αφού λείπει η εσώτερη εκείνη θέληση και προδιάθεση που θα κινητοποιούσε τα επιθυμητά συναισθήματα.   
 
«Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Πέτρα ταμένη στο υγρό στοιχείο
Πιο πέρα απ’ τα νησιά
Πιο χαμηλά απ’ το κύμα
Γειτονιά στις άγκυρες»
 
Ο ποιητής αναγνωρίζει και αποδέχεται το μη δεκτικό της φύσης του στην εμπειρία του ερωτικού συναισθήματος -κατά τη συγκεκριμένη έστω ηλικία του- και προσδιορίζει τον εαυτό του -τον τόπο της ψυχής του- ως πέτρα που έχει ταχθεί να συνυπάρχει με το υγρό στοιχείο της θάλασσας. Μια μοναχική «πέτρα» η ψυχή του ποιητή, η οποία βρίσκεται σε απόσταση από τα νησιά, αλλά και βαθύτερα από την επιφάνεια της θάλασσας -μη ορατή στους άλλους-, αφού επιλέγει να βρίσκεται πλησιέστερα στις άγκυρες των πλοίων, κινούμενη σε βάθη που ίσως τρομάζουν τους άλλους, μα είναι αναγκαία για την απομόνωση εκείνη που θα επιτρέψει τη ζητούμενη αυτογνωσία.     
 
« Όταν περνάν καρίνες σκίζοντας με πάθος
Ένα καινούριο εμπόδιο και το νικάνε
Και μ’ όλα τα δελφίνια της αυγάζ’ η ελπίδα
Κέρδος του ήλιου σε μι’ ανθρώπινη καρδιά »
 
Από τη θέση στην οποία βρίσκεται το ποιητικό υποκείμενο έχει τη δυνατότητα να αντικρίζει τις καρίνες -το κάτω μέρος των πλοίων-, οι οποίες κάθε φορά που πλέουν και ξεπερνούν με επιτυχία κάποιο εμπόδιο -κάποια δυσκολία- προκαλούν ένα νέο κύμα ελπίδας και αισιοδοξίας. Πρόκειται για ένα συναίσθημα που το φωτίζει και το γιορτάζει η προσωποποιημένη ελπίδα στέλνοντας όλα της τα δελφίνια να το συνοδεύσουν, αφού αποτελεί ένα σημαντικό κέρδος της ζωής στην ανθρώπινη καρδιά που το βιώνει. Η ανθρώπινη ζωή χρειάζεται, έστω ανά διαστήματα, τις μικρές ή μεγάλες νίκες που ζωογονούν και συντηρούν την ελπίδα πως δεν είναι όλα μάταια ή ανέφικτα, ώστε να βρίσκει το κουράγιο να συνεχίζει τον διαρκή αγώνα της.    
 
«Τα δίχτυα της αμφιβολίας τραβάνε
Μια μορφή από αλάτι
Λαξεμένη με κόπο
Αδιάφορη άσπρη
Που γυρνάει προς το πέλαγος τα κενά των ματιών της
Στηρίζοντας το άπειρο.»
 
Προκειμένου, ωστόσο, να επιτευχθεί το όποιο θετικό αποτέλεσμα χρειάζεται να έχει προηγηθεί ένας δύσκολος αγώνας αναμέτρησης του ατόμου με την ψυχή του, καθώς και ένας επώδυνος συμβιβασμός με τις αναπόφευκτες έννοιες του εφήμερου και της παροδικότητας. Έτσι, όταν τα δίχτυα της αμφιβολίας -της δυσπιστίας απέναντι σε κάθε νίκη- τραβάνε τα δίχτυα τους αντικρίζουν μια μορφή από αλάτι -την ψυχή τόσο του ποιητικού υποκειμένου όσο και κάθε ατόμου που έχει κατανοήσει τις πραγματικές απαιτήσεις της ζωής-, η οποία έχει σμιλευτεί με δυσκολία, αφού είναι φτιαγμένη από τα δάκρυα και τις οδύνες του ατομικού αγώνα, κι έχει αποκτήσει πια την όψη της μορφής που αδιαφορεί για τα τρέχοντα –είτε αυτά είναι οδυνηρά είτε ευχάριστα. Πρόκειται για μια μορφή που έχει πια τη δυνατότητα να κοιτάζει όχι προς τους ανθρώπους αλλά προς τα βάθη της θάλασσας και να στηρίζει με το κενό από κάθε προσδοκία βλέμμα της το «άπειρο», την αέναη συνέχεια της ζωής, η οποία συνθλίβει τις προσδοκίες και τους μόχθους των επιμέρους ατόμων για να δομήσει τη μελλοντική πορεία κάθε επόμενης γενιάς, χωρίς να ανησυχεί για την ύπαρξη κάποιου χρονικού τέλους.
Το ποιητικό υποκείμενο φτάνοντας στην ωρίμανση έχει πια αποδεχτεί πως οι δικές του στιγμές ευτυχίας ή δυστυχίας είναι εντελώς αδιάφορες για το αιώνιο σχέδιο της ζωής που θα υπάρχει αέναα, δίχως τέλος, μα και δίχως πραγματικό ενδιαφέρον για τις όποιες αγωνίες του κάθε μεμονωμένου ατόμου. Ο ποιητής αποδέχεται πως η ύπαρξή του δεν είναι παρά μια πρόσκαιρη -αλλά αναγκαία- ψηφίδα στο διαρκώς επανασχεδιαζόμενο παλίμψηστο της ανθρώπινης πορείας.    

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...