Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ξέω»
(ξέω = ξύνω, πελεκώ ροκανίζω)
Ενεστώτας
Οριστική
ξέω, ξεῖς, ξεῖ, ξέομεν, ξεῖτε, ξέουσι(ν)
ξέω, ξέῃς, ξέῃ, ξέωμεν, ξέητε, ξέωσι(ν)
ξέοιμι, ξέοις, ξέοι, ξέοιμεν, ξέοιτε, ξέοιεν
Προστακτική
---, ξεῖ, ξείτω, ---, ξεῖτε, ξεόντων (ή ξείτωσαν)
ξεῖν
ξέων, ξέουσα, ξέον
Οριστική
ἔξεσα, ἔξεσας, ἔξεσε(ν), ἐξέσαμεν, ἐξέσατε, ἔξεσαν
ξέσω, ξέσῃς, ξέσῃ, ξέσωμεν, ξέσητε, ξέσωσι(ν)
ξέσαιμι, ξέσαις ή ξέσειας, ξέσαι ή ξέσειε(ν), ξέσαιμεν, ξέσαιτε, ξέσαιεν ή ξέσειαν
Προστακτική
---, ξέσον, ξεσάτω, ---, ξέσατε, ξεσάντων (ή ξεσάτωσαν)
Απαρέμφατο
ξέσαι
Μετοχή
ξέσας, ξέσασα, ξέσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου