Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τύπτω»
- Το υ του ρήματος είναι βραχύχρονο
Οριστική
τύπτω, τύπτεις, τύπτει, τύπτομεν, τύπτετε, τύπτουσι(ν)
τύπτω, τύπτῃς, τύπτῃ, τύπτωμεν, τύπτητε, τύπτωσι(ν)
τύπτοιμι, τύπτοις, τύπτοι, τύπτοιμεν, τύπτοιτε, τύπτοιεν
Προστακτική
---, τύπτε, τυπτέτω, ---, τύπτετε, τυπτόντων (ή τυπτέτωσαν)
Απαρέμφατο
τύπτειν
Μετοχή
τύπτων, τύπτουσα, τύπτον
Παρατατικός
Οριστική
ἔτυπτον, ἔτυπτες, ἔτυπτε, ἐτύπτομεν, ἐτύπτετε, ἔτυπτον
Οριστική
τυπτήσω, τυπτήσεις, τυπτήσει, τυπτήσομεν, τυπτήσετε, τυπτήσουσι(ν)
τυπτήσοιμι, τυπτήσοις, τυπτήσοι, τυπτήσοιμεν, τυπτήσοιτε, τυπτήσοιεν
Απαρέμφατο
τυπτήσειν
Μετοχή
τυπτήσων, τυπτήσουσα, τυπτῆσον
Ενεστώτας
Οριστική
τύπτομαι, τύπτῃ ή τύπτει, τύπτεται, τυπτόμεθα, τύπτεσθε, τύπτονται
τύπτωμαι, τύπτῃ, τύπτηται, τυπτώμεθα, τύπτησθε, τύπτωνται
τυπτοίμην, τύπτοιο, τύπτοιτο, τυπτοίμεθα, τύπτοισθε, τύπτοιντο
Προστακτική
---, τύπτου, τυπτέσθω, ---, τύπτεσθε, τυπτέσθων ή τυπτέσθωσαν
Απαρέμφατο
τύπτεσθαι
Μετοχή
τυπτόμενος
τυπτομένη
τυπτόμενον
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου