Johan Swanepoel
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «γεμίζω»
[το -ι είναι βραχύχρονο]
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
γεμίζω, γεμίζεις, γεμίζει, γεμίζομεν, γεμίζετε, γεμίζουσι(ν)
Υποτακτική
γεμίζω, γεμίζῃς, γεμίζῃ, γεμίζωμεν, γεμίζητε, γεμίζωσι(ν)
Ευκτική
γεμίζοιμι, γεμίζοις, γεμίζοι, γεμίζοιμεν, γεμίζοιτε, γεμίζοιεν
Προστακτική
---, γέμιζε, γεμιζέτω, ---, γεμίζετε, γεμιζόντων (ή γεμιζέτωσαν)
Απαρέμφατο
γεμίζειν
Μετοχή
γεμίζων, γεμίζουσα, γεμίζον
Παρατατικός
Οριστική
ἐγέμιζον, ἐγέμιζες, ἐγέμιζε, ἐγεμίζομεν, ἐγεμίζετε, ἐγέμιζον
Μέλλοντας
Οριστική
γεμιῶ, γεμιεῖς, γεμιεῖ, γεμιοῦμεν, γεμιεῖτε, γεμιοῦσι(ν)
Ευκτική
γεμιοῖμι, γεμιοῖς, γεμιοῖ, ή γεμιοίην, γεμιοίης, γεμιοίη, γεμιοῖμεν, γεμιοῖτε, γεμιοῖεν
Απαρέμφατο
γεμιεῖν
Μετοχή
γεμιῶν, γεμιοῦσα, γεμιοῦν
Αόριστος
Οριστική
ἐγέμισα, ἐγέμισας, ἐγέμισε(ν), ἐγεμίσαμεν, ἐγεμίσατε, ἐγέμισαν
Υποτακτική
γεμίσω, γεμίσῃς, γεμίσῃ, γεμίσωμεν, γεμίσητε, γεμίσωσι(ν)
Ευκτική
γεμίσαιμι, γεμίσαις ή γεμίσειας, γεμίσαι ή γεμίσειε(ν), γεμίσαιμεν, γεμίσαιτε, γεμίσαιεν ή γεμίσειαν
Προστακτική
---, γέμισον, γεμισάτω, ---, γεμίσατε, γεμισάντων (ή γεμισάτωσαν)
Απαρέμφατο
γεμίσαι
Μετοχή
γεμίσας, γεμίσασα, γεμίσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
γεμίζομαι, γεμίζῃ ή γεμίζει, γεμίζεται, γεμιζόμεθα, γεμίζεσθε, γεμίζονται
Υποτακτική
γεμίζωμαι, γεμίζῃ, γεμίζηται, γεμιζώμεθα, γεμίζησθε, γεμίζωνται
Ευκτική
γεμιζοίμην, γεμίζοιο, γεμίζοιτο, γεμιζοίμεθα, γεμίζοισθε, γεμίζοιντο
Προστακτική
---, γεμίζου, γεμιζέσθω, ---, γεμίζεσθε, γεμιζέσθων ή γεμιζέσθωσαν
Απαρέμφατο
γεμίζεσθαι
Μετοχή
γεμιζόμενος
γεμιζομένη
γεμιζόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐγεμιζόμην, ἐγεμίζου, ἐγεμίζετο, ἐγεμιζόμεθα, ἐγεμίζεσθε, ἐγεμίζοντο
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
γεμισθήσομαι, γεμισθήσῃ ή γεμισθήσει, γεμισθήσεται, γεμισθησόμεθα, γεμισθήσεσθε, γεμισθήσονται
Ευκτική
γεμισθησοίμην, γεμισθήσοιο, γεμισθήσοιτο, γεμισθησοίμεθα, γεμισθήσοισθε, γεμισθήσοιντο
Απαρέμφατο
γεμισθήσεσθαι
Μετοχή
γεμισθησόμενος
γεμισθησομένη
γεμισθησόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐγεμίσθην, ἐγεμίσθης, ἐγεμίσθη, ἐγεμίσθημεν, ἐγεμίσθητε, ἐγεμίσθησαν
Υποτακτική
γεμισθῶ, γεμισθῇς, γεμισθῇ, γεμισθῶμεν, γεμισθῆτε, γεμισθῶσι(ν)
Ευκτική
γεμισθείην, γεμισθείης, γεμισθείη, γεμισθείημεν ή γεμισθεῖμεν, γεμισθείητε ή γεμισθεῖτε, γεμισθείησαν ή γεμισθεῖεν
Προστακτική
---, γεμίσθητι, γεμισθήτω, ---, γεμίσθητε, γεμισθέντων ή γεμισθήτωσαν
Απαρέμφατο
γεμισθῆναι
Μετοχή
γεμισθείς
γεμισθεῖσα
γεμισθέν
Παρακείμενος
Οριστική
γεγέμισμαι, γεγέμισαι, γεγέμισται, γεγεμίσμεθα, γεγέμισθε, γεγεμισμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
γεγεμισμένος- γεγεμισμένη- γεγεμισμένον ὦ
γεγεμισμένος- γεγεμισμένη- γεγεμισμένον ᾖς
γεγεμισμένος- γεγεμισμένη- γεγεμισμένον
ᾖ
γεγεμισμένοι- γεγεμισμέναι- γεγεμισμένα ὦμεν
γεγεμισμένοι- γεγεμισμέναι- γεγεμισμένα
ἦτε
γεγεμισμένοι- γεγεμισμέναι- γεγεμισμένα
ὦσι
Ευκτική
γεγεμισμένος- γεγεμισμένη- γεγεμισμένον εἴην
γεγεμισμένος- γεγεμισμένη- γεγεμισμένον
εἴης
γεγεμισμένος- γεγεμισμένη- γεγεμισμένον
εἴη
γεγεμισμένοι- γεγεμισμέναι- γεγεμισμένα
εἴημεν (εἶμεν)
γεγεμισμένοι- γεγεμισμέναι- γεγεμισμένα
εἴητε (εἶτε)
γεγεμισμένοι- γεγεμισμέναι- γεγεμισμένα
εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, γεγέμισο, γεγεμίσθω, --- γεγέμισθε, γεγεμίσθων ή γεγεμίσθωσαν
Απαρέμφατο
γεγεμίσθαι
Μετοχή
γεγεμισμένος,
γεγεμισμένη,
γεγεμισμένον
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «γεμίζω»
[το -ι είναι βραχύχρονο]
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
γεμίζω, γεμίζεις, γεμίζει, γεμίζομεν, γεμίζετε, γεμίζουσι(ν)
γεμίζω, γεμίζῃς, γεμίζῃ, γεμίζωμεν, γεμίζητε, γεμίζωσι(ν)
γεμίζοιμι, γεμίζοις, γεμίζοι, γεμίζοιμεν, γεμίζοιτε, γεμίζοιεν
Προστακτική
---, γέμιζε, γεμιζέτω, ---, γεμίζετε, γεμιζόντων (ή γεμιζέτωσαν)
Απαρέμφατο
γεμίζειν
Μετοχή
γεμίζων, γεμίζουσα, γεμίζον
Παρατατικός
Οριστική
ἐγέμιζον, ἐγέμιζες, ἐγέμιζε, ἐγεμίζομεν, ἐγεμίζετε, ἐγέμιζον
Μέλλοντας
Οριστική
γεμιῶ, γεμιεῖς, γεμιεῖ, γεμιοῦμεν, γεμιεῖτε, γεμιοῦσι(ν)
γεμιοῖμι, γεμιοῖς, γεμιοῖ, ή γεμιοίην, γεμιοίης, γεμιοίη, γεμιοῖμεν, γεμιοῖτε, γεμιοῖεν
γεμιεῖν
γεμιῶν, γεμιοῦσα, γεμιοῦν
Αόριστος
Οριστική
ἐγέμισα, ἐγέμισας, ἐγέμισε(ν), ἐγεμίσαμεν, ἐγεμίσατε, ἐγέμισαν
γεμίσω, γεμίσῃς, γεμίσῃ, γεμίσωμεν, γεμίσητε, γεμίσωσι(ν)
γεμίσαιμι, γεμίσαις ή γεμίσειας, γεμίσαι ή γεμίσειε(ν), γεμίσαιμεν, γεμίσαιτε, γεμίσαιεν ή γεμίσειαν
Προστακτική
---, γέμισον, γεμισάτω, ---, γεμίσατε, γεμισάντων (ή γεμισάτωσαν)
Απαρέμφατο
γεμίσαι
Μετοχή
γεμίσας, γεμίσασα, γεμίσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
γεμίζομαι, γεμίζῃ ή γεμίζει, γεμίζεται, γεμιζόμεθα, γεμίζεσθε, γεμίζονται
γεμίζωμαι, γεμίζῃ, γεμίζηται, γεμιζώμεθα, γεμίζησθε, γεμίζωνται
γεμιζοίμην, γεμίζοιο, γεμίζοιτο, γεμιζοίμεθα, γεμίζοισθε, γεμίζοιντο
Προστακτική
---, γεμίζου, γεμιζέσθω, ---, γεμίζεσθε, γεμιζέσθων ή γεμιζέσθωσαν
Απαρέμφατο
γεμίζεσθαι
Μετοχή
γεμιζόμενος
γεμιζομένη
γεμιζόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐγεμιζόμην, ἐγεμίζου, ἐγεμίζετο, ἐγεμιζόμεθα, ἐγεμίζεσθε, ἐγεμίζοντο
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
γεμισθήσομαι, γεμισθήσῃ ή γεμισθήσει, γεμισθήσεται, γεμισθησόμεθα, γεμισθήσεσθε, γεμισθήσονται
γεμισθησοίμην, γεμισθήσοιο, γεμισθήσοιτο, γεμισθησοίμεθα, γεμισθήσοισθε, γεμισθήσοιντο
Απαρέμφατο
γεμισθήσεσθαι
Μετοχή
γεμισθησόμενος
γεμισθησομένη
γεμισθησόμενον
Οριστική
ἐγεμίσθην, ἐγεμίσθης, ἐγεμίσθη, ἐγεμίσθημεν, ἐγεμίσθητε, ἐγεμίσθησαν
γεμισθῶ, γεμισθῇς, γεμισθῇ, γεμισθῶμεν, γεμισθῆτε, γεμισθῶσι(ν)
γεμισθείην, γεμισθείης, γεμισθείη, γεμισθείημεν ή γεμισθεῖμεν, γεμισθείητε ή γεμισθεῖτε, γεμισθείησαν ή γεμισθεῖεν
---, γεμίσθητι, γεμισθήτω, ---, γεμίσθητε, γεμισθέντων ή γεμισθήτωσαν
Απαρέμφατο
γεμισθῆναι
γεμισθείς
γεμισθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
γεγέμισμαι, γεγέμισαι, γεγέμισται, γεγεμίσμεθα, γεγέμισθε, γεγεμισμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
γεγεμισμένος- γεγεμισμένη- γεγεμισμένον ὦ
γεγεμισμένος- γεγεμισμένη- γεγεμισμένον ᾖς
γεγεμισμένοι- γεγεμισμέναι- γεγεμισμένα ὦμεν
Ευκτική
γεγεμισμένος- γεγεμισμένη- γεγεμισμένον εἴην
Προστακτική
---, γεγέμισο, γεγεμίσθω, --- γεγέμισθε, γεγεμίσθων ή γεγεμίσθωσαν
Απαρέμφατο
γεγεμίσθαι
Μετοχή
γεγεμισμένος,
γεγεμισμένη,
γεγεμισμένον
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου