Joana Kruse
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διώκω»
(διώκω
= καταδιώκω, καταγγέλλω, επιδιώκω)
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
διώκω, διώκεις, διώκει, διώκομεν, διώκετε, διώκουσι(ν)
Υποτακτική
διώκω, διώκῃς, διώκῃ, διώκωμεν, διώκητε, διώκωσι(ν)
Ευκτική
διώκοιμι, διώκοις, διώκοι, διώκοιμεν, διώκοιτε, διώκοιεν
Προστακτική
---, δίωκε, διωκέτω, ---, διώκετε, διωκόντων (ή διωκέτωσαν)
Απαρέμφατο
διώκειν
Μετοχή
διώκων, διώκουσα, διῶκον
Παρατατικός
Οριστική
ἐδίωκον, ἐδίωκες, ἐδίωκε, ἐδιώκομεν, ἐδιώκετε, ἐδίωκον
Μέσος Μέλλοντας (ενεργητική σημασία)
Οριστική
διώξομαι, διώξῃ ή διώξει, διώξεται, διωξόμεθα, διώξεσθε, διώξονται
Ευκτική
διωξοίμην, διώξοιο, διώξοιτο, διωξοίμεθα, διώξοισθε, διώξοιντο
Απαρέμφατο
διώξεσθαι
Μετοχή
διωξόμενος
διωξομένη
διωξόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐδίωξα, ἐδίωξας, ἐδίωξε(ν), ἐδιώξαμεν, ἐδιώξατε, ἐδίωξαν
Υποτακτική
διώξω, διώξῃς, διώξῃ, διώξωμεν, διώξητε, διώξωσι(ν)
Ευκτική
διώξαιμι, διώξαις ή διώξειας, διώξαι ή διώξειε(ν), διώξαιμεν, διώξαιτε, διώξαιεν ή διώξειαν
Προστακτική
---, δίωξον, διωξάτω, ---, διώξατε, διωξάντων (ή διωξάτωσαν)
Απαρέμφατο
διῶξαι
Μετοχή
διώξας, διώξασα, διῶξαν
Παρακείμενος
Οριστική
δεδίωχα, δεδίωχας, δεδίωχε, δεδιώχαμεν, δεδιώχατε, δεδιώχασι(ν)
Υποτακτική
δεδιοχώς- δεδιοχυῖα- δεδιοχός ὦ
δεδιοχώς- δεδιοχυῖα- δεδιοχός ᾖς
δεδιοχώς-
δεδιοχυῖα-
δεδιοχός ᾖ
δεδιοχότες- δεδιοχυῖαι- δεδιοχότα ὦμεν
δεδιοχότες-
δεδιοχυῖαι-
δεδιοχότα ἦτε
δεδιοχότες-
δεδιοχυῖαι-
δεδιοχότα ὦσι
Ευκτική
δεδιοχώς- δεδιοχυῖα- δεδιοχός εἴην
δεδιοχώς-
δεδιοχυῖα-
δεδιοχός εἴης
δεδιοχώς-
δεδιοχυῖα-
δεδιοχός εἴη
δεδιοχότες-
δεδιοχυῖαι-
δεδιοχότα εἴημεν
(εἶμεν)
δεδιοχότες-
δεδιοχυῖαι-
δεδιοχότα εἴητε
(εἶτε)
δεδιοχότες-
δεδιοχυῖαι-
δεδιοχότα εἴησαν
(εἶεν)
Προστακτική
---
δεδιοχώς- δεδιοχυῖα- δεδιοχός ἴσθι
δεδιοχώς-
δεδιοχυῖα-
δεδιοχός ἔστω
---
δεδιοχότες- δεδιοχυῖαι- δεδιοχότα ἔστε
δεδιοχότες-
δεδιοχυῖαι-
δεδιοχότα ἔστων
Απαρέμφατο
δεδιοχέναι
Μετοχή
δεδιοχώς- δεδιοχυῖα- δεδιοχός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐδεδιώχειν, ἐδεδιώχεις, ἐδεδιώχει, ἐδεδιώχεμεν, ἐδεδιώχετε, ἐδεδιώχεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
διώκομαι, διώκῃ ή διώκει, διώκεται, διωκόμεθα, διώκεσθε, διώκονται
Υποτακτική
διώκωμαι, διώκῃ, διώκηται, διωκώμεθα, διώκησθε, διώκωνται
Ευκτική
διωκοίμην, διώκοιο, διώκοιτο, διωκοίμεθα, διώκοισθε, διώκοιντο
Προστακτική
---, διώκου, διωκέσθω, ---, διώκεσθε, διωκέσθων ή διωκέσθωσαν
Απαρέμφατο
διώκεσθαι
Μετοχή
διωκόμενος
διωκομένη
διωκόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐδιωκόμην, ἐδιώκου, ἐδιώκετο, ἐδιωκόμεθα, ἐδιώκεσθε, ἐδιώκοντο
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
διωχθήσομαι, διωχθήσῃ ή διωχθήσει, διωχθήσεται, διωχθησόμεθα, διωχθήσεσθε, διωχθήσονται
Ευκτική
διωχθησοίμην, διωχθήσοιο, διωχθήσοιτο, διωχθησοίμεθα, διωχθήσοισθε, διωχθήσοιντο
Απαρέμφατο
διωχθήσεσθαι
Μετοχή
διωχθησόμενος
διωχθησομένη
διωχθησόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐδιώχθην, ἐδιώχθης, ἐδιώχθη, ἐδιώχθημεν, ἐδιώχθητε, ἐδιώχθησαν
Υποτακτική
διωχθῶ, διωχθῇς, διωχθῇ, διωχθῶμεν, διωχθῆτε, διωχθῶσι(ν)
Ευκτική
διωχθείην, διωχθείης, διωχθείη, διωχθείημεν ή διωχθεῖμεν, διωχθείητε ή διωχθεῖτε, διωχθείησαν ή διωχθεῖεν
Προστακτική
---, διώχθητι, διωχθήτω, ---, διώχθητε, διωχθέντων ή διωχθήτωσαν
Απαρέμφατο
διωχθῆναι
Μετοχή
διωχθείς
διωχθεῖσα
διωχθέν
Παρακείμενος
Οριστική
δεδίωγμαι, δεδίωξαι, δεδίωκται, δεδιώγμεθα, δεδίωχθε, δεδιωγμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
δεδιωγμένος- δεδιωγμένη- δεδιωγμένον ὦ
δεδιωγμένος- δεδιωγμένη- δεδιωγμένον ᾖς
δεδιωγμένος-
δεδιωγμένη- δεδιωγμένον ᾖ
δεδιωγμένοι- δεδιωγμέναι- δεδιωγμένα ὦμεν
δεδιωγμένοι-
δεδιωγμέναι- δεδιωγμένα ἦτε
δεδιωγμένοι-
δεδιωγμέναι- δεδιωγμένα ὦσι
Ευκτική
δεδιωγμένος- δεδιωγμένη- δεδιωγμένον εἴην
δεδιωγμένος-
δεδιωγμένη- δεδιωγμένον εἴης
δεδιωγμένος-
δεδιωγμένη- δεδιωγμένον εἴη
δεδιωγμένοι-
δεδιωγμέναι- δεδιωγμένα εἴημεν
(εἶμεν)
δεδιωγμένοι-
δεδιωγμέναι- δεδιωγμένα εἴητε
(εἶτε)
δεδιωγμένοι-
δεδιωγμέναι- δεδιωγμένα εἴησαν
(εἶεν)
Προστακτική
---, δεδίωξο, δεδιώχθω, --- δεδίωχθε, δεδιώχθων ή δεδιώχθωσαν
Απαρέμφατο
δεδιῶχθαι
Μετοχή
δεδιωγμένος,
δεδιωγμένη,
δεδιωγμένον
Υπερσυντέλικος
ἐδεδιώγμην, ἐδεδίωξο, ἐδεδίωκτο, ἐδεδιώγμεθα, ἐδεδιωχθε, δεδιωγμένοι ἦσαν
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διώκω»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
διώκω, διώκεις, διώκει, διώκομεν, διώκετε, διώκουσι(ν)
διώκω, διώκῃς, διώκῃ, διώκωμεν, διώκητε, διώκωσι(ν)
διώκοιμι, διώκοις, διώκοι, διώκοιμεν, διώκοιτε, διώκοιεν
Προστακτική
---, δίωκε, διωκέτω, ---, διώκετε, διωκόντων (ή διωκέτωσαν)
Απαρέμφατο
διώκειν
Μετοχή
διώκων, διώκουσα, διῶκον
Παρατατικός
Οριστική
ἐδίωκον, ἐδίωκες, ἐδίωκε, ἐδιώκομεν, ἐδιώκετε, ἐδίωκον
Μέσος Μέλλοντας (ενεργητική σημασία)
Οριστική
διώξομαι, διώξῃ ή διώξει, διώξεται, διωξόμεθα, διώξεσθε, διώξονται
διωξοίμην, διώξοιο, διώξοιτο, διωξοίμεθα, διώξοισθε, διώξοιντο
Απαρέμφατο
διώξεσθαι
Μετοχή
διωξόμενος
διωξομένη
διωξόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐδίωξα, ἐδίωξας, ἐδίωξε(ν), ἐδιώξαμεν, ἐδιώξατε, ἐδίωξαν
διώξω, διώξῃς, διώξῃ, διώξωμεν, διώξητε, διώξωσι(ν)
διώξαιμι, διώξαις ή διώξειας, διώξαι ή διώξειε(ν), διώξαιμεν, διώξαιτε, διώξαιεν ή διώξειαν
Προστακτική
---, δίωξον, διωξάτω, ---, διώξατε, διωξάντων (ή διωξάτωσαν)
Απαρέμφατο
διῶξαι
διώξας, διώξασα, διῶξαν
Παρακείμενος
Οριστική
δεδίωχα, δεδίωχας, δεδίωχε, δεδιώχαμεν, δεδιώχατε, δεδιώχασι(ν)
Υποτακτική
δεδιοχώς- δεδιοχυῖα- δεδιοχός ὦ
δεδιοχώς- δεδιοχυῖα- δεδιοχός ᾖς
δεδιοχότες- δεδιοχυῖαι- δεδιοχότα ὦμεν
Ευκτική
δεδιοχώς- δεδιοχυῖα- δεδιοχός εἴην
Προστακτική
---
δεδιοχώς- δεδιοχυῖα- δεδιοχός ἴσθι
δεδιοχότες- δεδιοχυῖαι- δεδιοχότα ἔστε
Απαρέμφατο
δεδιοχέναι
Μετοχή
δεδιοχώς- δεδιοχυῖα- δεδιοχός
Οριστική
ἐδεδιώχειν, ἐδεδιώχεις, ἐδεδιώχει, ἐδεδιώχεμεν, ἐδεδιώχετε, ἐδεδιώχεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
διώκομαι, διώκῃ ή διώκει, διώκεται, διωκόμεθα, διώκεσθε, διώκονται
διώκωμαι, διώκῃ, διώκηται, διωκώμεθα, διώκησθε, διώκωνται
διωκοίμην, διώκοιο, διώκοιτο, διωκοίμεθα, διώκοισθε, διώκοιντο
Προστακτική
---, διώκου, διωκέσθω, ---, διώκεσθε, διωκέσθων ή διωκέσθωσαν
Απαρέμφατο
διώκεσθαι
Μετοχή
διωκόμενος
διωκομένη
διωκόμενον
Οριστική
ἐδιωκόμην, ἐδιώκου, ἐδιώκετο, ἐδιωκόμεθα, ἐδιώκεσθε, ἐδιώκοντο
Οριστική
διωχθήσομαι, διωχθήσῃ ή διωχθήσει, διωχθήσεται, διωχθησόμεθα, διωχθήσεσθε, διωχθήσονται
διωχθησοίμην, διωχθήσοιο, διωχθήσοιτο, διωχθησοίμεθα, διωχθήσοισθε, διωχθήσοιντο
Απαρέμφατο
διωχθήσεσθαι
Μετοχή
διωχθησόμενος
διωχθησομένη
διωχθησόμενον
Οριστική
ἐδιώχθην, ἐδιώχθης, ἐδιώχθη, ἐδιώχθημεν, ἐδιώχθητε, ἐδιώχθησαν
διωχθῶ, διωχθῇς, διωχθῇ, διωχθῶμεν, διωχθῆτε, διωχθῶσι(ν)
διωχθείην, διωχθείης, διωχθείη, διωχθείημεν ή διωχθεῖμεν, διωχθείητε ή διωχθεῖτε, διωχθείησαν ή διωχθεῖεν
---, διώχθητι, διωχθήτω, ---, διώχθητε, διωχθέντων ή διωχθήτωσαν
Απαρέμφατο
διωχθῆναι
διωχθείς
διωχθεῖσα
Οριστική
δεδίωγμαι, δεδίωξαι, δεδίωκται, δεδιώγμεθα, δεδίωχθε, δεδιωγμένοι εἰσί(ν)
δεδιωγμένος- δεδιωγμένη- δεδιωγμένον ὦ
δεδιωγμένος- δεδιωγμένη- δεδιωγμένον ᾖς
δεδιωγμένοι- δεδιωγμέναι- δεδιωγμένα ὦμεν
δεδιωγμένος- δεδιωγμένη- δεδιωγμένον εἴην
---, δεδίωξο, δεδιώχθω, --- δεδίωχθε, δεδιώχθων ή δεδιώχθωσαν
δεδιῶχθαι
δεδιωγμένος,
δεδιωγμένη,
δεδιωγμένον
Υπερσυντέλικος
ἐδεδιώγμην, ἐδεδίωξο, ἐδεδίωκτο, ἐδεδιώγμεθα, ἐδεδιωχθε, δεδιωγμένοι ἦσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου