Nancy Razon
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δρέπω»
(δρέπω = κόβω, μαζεύω, απολαμβάνω)
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
δρέπω, δρέπεις, δρέπει, δρέπομεν, δρέπετε, δρέπουσι(ν)
δρέπω, δρέπῃς, δρέπῃ, δρέπωμεν, δρέπητε, δρέπωσι(ν)
δρέποιμι, δρέποις, δρέποι, δρέποιμεν, δρέποιτε, δρέποιεν
Προστακτική
---, δρέπε, δρεπέτω, ---, δρέπετε, δρεπόντων (ή δρεπέτωσαν)
Απαρέμφατο
δρέπειν
Μετοχή
δρέπων, δρέπουσα, δρέπον
Παρατατικός
Οριστική
ἔδρεπον, ἔδρεπες, ἔδρεπε, ἐδρέπομεν, ἐδρέπετε, ἔδρεπον
Μέλλοντας
Οριστική
δρέψω, δρέψεις, δρέψει, δρέψομεν, δρέψετε, δρέψουσι(ν)
δρέψοιμι, δρέψοις, δρέψοι, δρέψοιμεν, δρέψοιτε, δρέψοιεν
Απαρέμφατο
δρέψειν
Μετοχή
δρέψων, δρέψουσα, δρέψον
Αόριστος
Οριστική
ἔδρεψα, ἔδρεψας, ἔδρεψε(ν), ἐδρέψαμεν, ἐδρέψατε, ἔδρεψαν
δρέψω, δρέψῃς, δρέψῃ, δρέψωμεν, δρέψητε, δρέψωσι(ν)
δρέψαιμι, δρέψαις ή δρέψειας, δρέψαι ή δρέψειε(ν), δρέψαιμεν, δρέψαιτε, δρέψαιεν ή δρέψειαν
Προστακτική
---, δρέψον, δρεψάτω, ---, δρέψατε, δρεψάντων (ή δρεψάτωσαν)
Απαρέμφατο
δρέψαι
Μετοχή
δρέψας, δρέψασα, δρέψαν
Αόριστος Β΄
Οριστική
ἔδραπον, ἔδραπες, ἔδραπε(ν), ἐδράπομεν, ἐδράπετε, ἔδραπον
δράπω, δράπῃς, δράπῃ, δράπωμεν, δράπητε, δράπωσι(ν)
δράποιμι, δράποις, δράποι, δράποιμεν, δράποιτε, δράποιεν
Προστακτική
---, δράπε, δραπέτω, ---, δράπετε, δραπόντων (ή δραπέτωσαν)
Απαρέμφατο
δραπεῖν
δραπών, δραποῦσα, δραπόν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
δρέπομαι, δρέπῃ ή δρέπει, δρέπεται, δρεπόμεθα, δρέπεσθε, δρέπονται
δρέπωμαι, δρέπῃ, δρέπηται, δρεπώμεθα, δρέπησθε, δρέπωνται
δρεποίμην, δρέποιο, δρέποιτο, δρεποίμεθα, δρέποισθε, δρέποιντο
Προστακτική
---, δρέπου, δρεπέσθω, ---, δρέπεσθε, δρεπέσθων ή δρεπέσθωσαν
Απαρέμφατο
δρέπεσθαι
Μετοχή
δρεπόμενος
δρεπομένη
δρεπόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐδρεπόμην, ἐδρέπου, ἐδρέπετο, ἐδρεπόμεθα, ἐδρέπεσθε, ἐδρέποντο
Μέλλοντας
Οριστική
δρέψομαι, δρέψῃ ή δρέψει, δρέψεται, δρεψόμεθα, δρέψεσθε, δρέψονται
δρεψοίμην, δρέψοιο, δρέψοιτο, δρεψοίμεθα, δρέψοισθε, δρέψοιντο
Απαρέμφατο
δρέψεσθαι
Μετοχή
δρεψόμενος
δρεψομένη
δρεψόμενον
Οριστική
δρεψοῦμαι, δρεψῇ ή δρεψεῖ, δρεψεῖται, δρεψοῦμεθα, δρεψεῖσθε, δρεψοῦνται
δρεψοίμην, δρεψοῖο, δρεψοῖτο, δρεψοίμεθα, δρεψοῖσθε, δρεψοῖντο
δρεψεῖσθαι
δρεψούμενος
δρεψουμένη
δρεψούμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐδρεψάμην, ἐδρέψω, ἐδρέψατο, ἐδρεψάμεθα, ἐδρέψασθε, ἐδρέψαντο
δρέψωμαι, δρέψῃ, δρέψηται, δρεψώμεθα, δρέψησθε, δρέψωνται
δρεψαίμην, δρέψαιο, δρέψαιτο, δρεψαίμεθα, δρέψαισθε, δρέψαιντο
Προστακτική
---, δρέψαι, δρεψάσθω, ---, δρέψασθε, δρεψάσθων ή δρεψάσθωσαν
Απαρέμφατο
δρέψασθαι
Μετοχή
δρεψάμενος
δρεψαμένη
δρεψάμενον
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
ἐδρέφθην, ἐδρέφθης, ἐδρέφθη, ἐδρέφθημεν, ἐδρέφθητε, ἐδρέφθησαν
δρεφθῶ, δρεφθῇς, δρεφθῇ, δρεφθῶμεν, δρεφθῆτε, δρεφθῶσι(ν)
δρεφθείην, δρεφθείης, δρεφθείη, δρεφθείημεν ή δρεφθεῖμεν, δρεφθείητε ή δρεφθεῖτε, δρεφθείησαν ή δρεφθεῖεν
---, δρέφθητι, δρεφθήτω, ---, δρέφθητε, δρεφθέντων ή δρεφθήτωσαν
Απαρέμφατο
δρεφθῆναι
δρεφθείς
δρεφθεῖσα
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου