Johan Swanepoel
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πελάζω»
πελάζω
= πλησιάζω
(Το -α του ρήματος είναι βραχύ)
Ενεστώτας
Οριστική
πελάζω, πελάζεις, πελάζει, πελάζομεν, πελάζετε, πελάζουσι(ν)
Υποτακτική
πελάζω, πελάζῃς, πελάζῃ, πελάζωμεν, πελάζητε, πελάζωσι(ν)
Ευκτική
πελάζοιμι, πελάζοις, πελάζοι, πελάζοιμεν, πελάζοιτε, πελάζοιεν
Προστακτική
---, πέλαζε, πελαζέτω, ---, πελάζετε, πελαζόντων (ή πελαζέτωσαν)
Απαρέμφατο
πελάζειν
Μετοχή
πελάζων, πελάζουσα, πελάζον
Παρατατικός
Οριστική
ἐπέλαζον, ἐπέλαζες, ἐπέλαζε, ἐπελάζομεν, ἐπελάζετε, ἐπέλαζον
Μέλλοντας
Οριστική
πελάσω, πελάσεις, πελάσει, πελάσομεν, πελάσετε, πελάσουσι(ν)
Ευκτική
πελάσοιμι, πελάσοις, πελάσοι, πελάσοιμεν, πελάσοιτε, πελάσοιεν
Απαρέμφατο
πελάσειν
Μετοχή
πελάσων, πελάσουσα, πελάσον
Μέλλοντας
Οριστική
πελῶ, πελεῖς, πελεῖ, πελοῦμεν, πελεῖτε, πελοῦσι(ν)
Ευκτική
πελοῖμι, πελοῖς, πελοῖ (ή πελοίην, πελοίης, πελοίη), πελοῖμεν, πελοῖτε, πελοῖεν
Απαρέμφατο
πελεῖν
Μετοχή
πελῶν, πελοῦσα, πελοῦν
Αόριστος
Οριστική
ἐπέλασα, ἐπέλασας, ἐπέλασε(ν), ἐπελάσαμεν, ἐπελάσατε, ἐπέλασαν
Υποτακτική
πελάσω, πελάσῃς, πελάσῃ, πελάσωμεν, πελάσητε, πελάσωσι(ν)
Ευκτική
πελάσαιμι, πελάσαις ή πελάσειας, πελάσαι ή πελάσειε(ν), πελάσαιμεν, πελάσαιτε, πελάσαιεν ή πελάσειαν
Προστακτική
---, πέλασον, πελασάτω, ---, πελάσατε, πελασάντων (ή πελασάτωσαν)
Απαρέμφατο
πελάσαι
Μετοχή
πελάσας, πελάσασα, πελάσαν
Παθητικός
Αόριστος
Οριστική
ἐπελάσθην, ἐπελάσθης, ἐπελάσθη, ἐπελάσθημεν, ἐπελάσθητε, ἐπελάσθησαν
Υποτακτική
πελασθῶ, πελασθῇς, πελασθῇ, πελασθῶμεν, πελασθῆτε, πελασθῶσι(ν)
Ευκτική
πελασθείην, πελασθείης, πελασθείη, πελασθείημεν ή πελασθεῖμεν, πελασθείητε ή πελασθεῖτε, πελασθείησαν ή πελασθεῖεν
Προστακτική
---, πελάσθητι, πελασθήτω, ---, πελάσθητε, πελασθέντων ή πελασθήτωσαν
Απαρέμφατο
πελασθῆναι
Μετοχή
πελασθείς
πελασθεῖσα
πελασθέν
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πελάζω»
(Το -α του ρήματος είναι βραχύ)
Ενεστώτας
Οριστική
πελάζω, πελάζεις, πελάζει, πελάζομεν, πελάζετε, πελάζουσι(ν)
πελάζω, πελάζῃς, πελάζῃ, πελάζωμεν, πελάζητε, πελάζωσι(ν)
πελάζοιμι, πελάζοις, πελάζοι, πελάζοιμεν, πελάζοιτε, πελάζοιεν
Προστακτική
---, πέλαζε, πελαζέτω, ---, πελάζετε, πελαζόντων (ή πελαζέτωσαν)
Απαρέμφατο
πελάζειν
Μετοχή
πελάζων, πελάζουσα, πελάζον
Παρατατικός
Οριστική
ἐπέλαζον, ἐπέλαζες, ἐπέλαζε, ἐπελάζομεν, ἐπελάζετε, ἐπέλαζον
Οριστική
πελάσω, πελάσεις, πελάσει, πελάσομεν, πελάσετε, πελάσουσι(ν)
πελάσοιμι, πελάσοις, πελάσοι, πελάσοιμεν, πελάσοιτε, πελάσοιεν
Απαρέμφατο
πελάσειν
Μετοχή
πελάσων, πελάσουσα, πελάσον
Οριστική
πελῶ, πελεῖς, πελεῖ, πελοῦμεν, πελεῖτε, πελοῦσι(ν)
πελοῖμι, πελοῖς, πελοῖ (ή πελοίην, πελοίης, πελοίη), πελοῖμεν, πελοῖτε, πελοῖεν
πελεῖν
πελῶν, πελοῦσα, πελοῦν
Οριστική
ἐπέλασα, ἐπέλασας, ἐπέλασε(ν), ἐπελάσαμεν, ἐπελάσατε, ἐπέλασαν
πελάσω, πελάσῃς, πελάσῃ, πελάσωμεν, πελάσητε, πελάσωσι(ν)
πελάσαιμι, πελάσαις ή πελάσειας, πελάσαι ή πελάσειε(ν), πελάσαιμεν, πελάσαιτε, πελάσαιεν ή πελάσειαν
Προστακτική
---, πέλασον, πελασάτω, ---, πελάσατε, πελασάντων (ή πελασάτωσαν)
Απαρέμφατο
πελάσαι
Μετοχή
πελάσας, πελάσασα, πελάσαν
Οριστική
ἐπελάσθην, ἐπελάσθης, ἐπελάσθη, ἐπελάσθημεν, ἐπελάσθητε, ἐπελάσθησαν
πελασθῶ, πελασθῇς, πελασθῇ, πελασθῶμεν, πελασθῆτε, πελασθῶσι(ν)
πελασθείην, πελασθείης, πελασθείη, πελασθείημεν ή πελασθεῖμεν, πελασθείητε ή πελασθεῖτε, πελασθείησαν ή πελασθεῖεν
---, πελάσθητι, πελασθήτω, ---, πελάσθητε, πελασθέντων ή πελασθήτωσαν
Απαρέμφατο
πελασθῆναι
πελασθείς
πελασθεῖσα
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου