Jane Davies
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «περαίνω»
περαίνω: ολοκληρώνω, φέρω εις πέρας
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
περαίνω, περαίνεις, περαίνει, περαίνομεν, περαίνετε, περαίνουσι(ν)
περαίνω, περαίνῃς, περαίνῃ, περαίνωμεν, περαίνητε, περαίνωσι(ν)
περαίνοιμι, περαίνοις, περαίνοι, περαίνοιμεν, περαίνοιτε, περαίνοιεν
Προστακτική
---, πέραινε, περαινέτω, ---, περαίνετε, περαινόντων (ή περαινέτωσαν)
Απαρέμφατο
περαίνειν
Μετοχή
περαίνων, περαίνουσα, περαῖνον
Παρατατικός
Οριστική
ἐπέραινον, ἐπέραινες, ἐπέραινε, ἐπεραίνομεν, ἐπεραίνετε, ἐπέραινον
Μέλλοντας
Οριστική
περανῶ, περανεῖς, περανεῖ, περανοῦμεν, περανεῖτε, περανοῦσι(ν)
περανοῖμι, περανοῖς, περανοῖ, ή περανοίην, περανοίης, περανοίη, περανοῖμεν, περανοῖτε, περανοῖεν
περανεῖν
περανῶν, περανοῦσα, περανοῦν
Οριστική
ἐπέρανα, ἐπέρανας, ἐπέρανε(ν), ἐπεράναμεν, ἐπεράνατε, ἐπέραναν
περάνω, περάνῃς, περάνῃ, περάνωμεν, περάνητε, περάνωσι(ν)
περάναιμι, περάναις ή περάνειας, περάναι ή περάνειε(ν), περάναιμεν, περάναιτε, περάναιεν ή περάνειαν
Προστακτική
---, πέρανον, περανάτω, ---, περάνατε, περανάντων (ή περανάτωσαν)
Απαρέμφατο
περᾶναι
περάνας, περάνασα, περᾶναν
Ενεστώτας
Οριστική
περαίνομαι, περαίνῃ ή περαίνει, περαίνεται, περαινόμεθα, περαίνεσθε, περαίνονται
περαίνωμαι, περαίνῃ, περαίνηται, περαινώμεθα, περαίνησθε, περαίνωνται
περαινοίμην, περαίνοιο, περαίνοιτο, περαινοίμεθα, περαίνοισθε, περαίνοιντο
Προστακτική
---, περαίνου, περαινέσθω, ---, περαίνεσθε, περαινέσθων ή περαινέσθωσαν
Απαρέμφατο
περαίνεσθαι
Μετοχή
περαινόμενος
περαινομένη
περαινόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐπεραινόμην, ἐπεραίνου, ἐπεραίνετο, ἐπεραινόμεθα, ἐπεραίνεσθε, ἐπεραίνοντο
Μέλλοντας
Οριστική
περανοῦμαι, περανῇ ή περανεῖ, περανεῖται, περανοῦμεθα, περανεῖσθε, περανοῦνται
περανοίμην, περανοῖο, περανοῖτο, περανοίμεθα, περανοῖσθε, περανοῖντο
περανεῖσθαι
περανούμενος
περανουμένη
περανούμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
περανθήσομαι, περανθήσῃ ή περανθήσει, περανθήσεται, περανθησόμεθα, περανθήσεσθε, περανθήσονται
περανθησοίμην, περανθήσοιο, περανθήσοιτο, περανθησοίμεθα, περανθήσοισθε, περανθήσοιντο
Απαρέμφατο
περανθήσεσθαι
Μετοχή
περανθησόμενος
περανθησομένη
περανθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐπερανάμην, ἐπεράνω, ἐπεράνατο, ἐπερανάμεθα, ἐπεράνασθε, ἐπεράναντο
περάνωμαι, περάήνῃ, περάνηται, περανώμεθα, περάνησθε, περάνωνται
περαναίμην, περάναιο, περάναιτο, περαναίμεθα, περάναισθε, περάναιντο
Προστακτική
---, πέραναι, περανάσθω, ---, περάνασθε, περανάσθων ή περανάσθωσαν
Απαρέμφατο
περάνασθαι
Μετοχή
περανάμενος
περαναμένη
περανάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐπεράνθην, ἐπεράνθης, ἐπεράνθη, ἐπεράνθημεν, ἐπεράνθητε, ἐπεράνθησαν
περανθῶ, περανθῇς, περανθῇ, περανθῶμεν, περανθῆτε, περανθῶσι(ν)
περανθείην, περανθείης, περανθείη, περανθείημεν ή περανθεῖμεν, περανθείητε ή περανθεῖτε, περανθείησαν ή περανθεῖεν
---, περάνθητι, περανθήτω, ---, περάνθητε, περανθέντων ή περανθήτωσαν
Απαρέμφατο
περανθῆναι
περανθείς
περανθεῖσα
περανθέν
Παρακείμενος
Οριστική
γ΄ πληθ: πεπέρανται
Απαρέμφατο
πεπεράνθαι
Μετοχή
πεπερασμένος,
πεπερασμένη,
πεπερασμένον
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου