Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ἁρμόττω / ἁρμόζω»
Ενεστώτας
Οριστική
ἁρμόττω, ἁρμόττεις, ἁρμόττει, ἁρμόττομεν, ἁρμόττετε, ἁρμόττουσι(ν)
ἁρμόττω, ἁρμόττῃς, ἁρμόττῃ, ἁρμόττωμεν, ἁρμόττητε, ἁρμόττωσι(ν)
ἁρμόττοιμι, ἁρμόττοις, ἁρμόττοι, ἁρμόττοιμεν, ἁρμόττοιτε, ἁρμόττοιεν
---, ἅρμοττε, ἁρμοττέτω, ---, ἁρμόττετε, ἁρμοττόντων (ή ἁρμοττέτωσαν)
ἁρμόττειν
ἁρμόττων, ἁρμόττουσα, ἁρμόττον
Παρατατικός
Οριστική
ἥρμοττον, ἥρμοττες, ἥρμοττε, ἡρμόττομεν, ἡρμόττετε, ἥρμοττον
Μέλλοντας
Οριστική
ἁρμόσω, ἁρμόσεις, ἁρμόσει, ἁρμόσομεν, ἁρμόσετε, ἁρμόσουσι(ν)
ἁρμόσοιμι, ἁρμόσοις, ἁρμόσοι, ἁρμόσοιμεν, ἁρμόσοιτε, ἁρμόσοιεν
ἁρμόσειν
Μετοχή
ἁρμόσων, ἁρμόσουσα, ἁρμόσον
Αόριστος
Οριστική
ἥρμοσα, ἥρμοσας, ἥρμοσε(ν), ἡρμόσαμεν, ἡρμόσατε, ἥρμοσαν
ἁρμόσω, ἁρμόσῃς, ἁρμόσῃ, ἁρμόσωμεν, ἁρμόσητε, ἁρμόσωσι(ν)
ἁρμόσαιμι, ἁρμόσαις ή ἁρμόσειας, ἁρμόσαι ή ἁρμόσειε(ν), ἁρμόσαιμεν, ἁρμόσαιτε, ἁρμόσαιεν ή ἁρμόσειαν
---, ἅρμοσον, ἁρμοσάτω, ---, ἁρμόσατε, ἁρμοσάντων (ή ἁρμοσάτωσαν)
ἁρμόσαι
ἁρμόσας, ἁρμόσασα, ἁρμόσαν
Παρακείμενος
Οριστική
ἥρμοκα, ἥρμοκας, ἥρμοκε, ἡρμόκαμεν, ἡρμόκατε, ἡρμόκασι(ν)
Υποτακτική
ἡρμοκώς- ἡρμοκυῖα- ἡρμοκός ὦ
ἡρμοκώς- ἡρμοκυῖα- ἡρμοκός ᾖς
ἡρμοκότες- ἡρμοκυῖαι- ἡρμοκότα ὦμεν
Ευκτική
ἡρμοκώς- ἡρμοκυῖα- ἡρμοκός εἴην
Προστακτική
---
ἡρμοκώς- ἡρμοκυῖα- ἡρμοκός ἴσθι
ἡρμοκότες- ἡρμοκυῖαι- ἡρμοκότα ἔστε
Απαρέμφατο
ἡρμοκέναι
ἡρμοκώς- ἡρμοκυῖα- ἡρμοκός
Οριστική
ἡρμόκειν, ἡρμόκεις, ἡρμόκει, ἡρμόκεμεν, ἡρμόκετε, ἡρμόκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἁρμόττομαι, ἁρμόττῃ ή ἁρμόττει, ἁρμόττεται, ἁρμοττόμεθα, ἁρμόττεσθε, ἁρμόττονται
ἁρμόττωμαι, ἁρμόττῃ, ἁρμόττηται, ἁρμοττώμεθα, ἁρμόττησθε, ἁρμόττωνται
ἁρμοττοίμην, ἁρμόττοιο, ἁρμόττοιτο, ἁρμοττοίμεθα, ἁρμόττοισθε, ἁρμόττοιντο
---, ἁρμόττου, ἁρμοττέσθω, ---, ἁρμόττεσθε, ἁρμοττέσθων ή ἁρμοττέσθωσαν
ἁρμόττεσθαι
ἁρμοττόμενος
Παρατατικός
Οριστική
ἡρμοττόμην, ἡρμόττου, ἡρμόττετο, ἡρμοττόμεθα, ἡρμόττεσθε, ἡρμόττοντο
Μέλλοντας
Οριστική
ἁρμόσομαι, ἁρμόσῃ ή ἁρμόσει, ἁρμόσεται, ἁρμοσόμεθα, ἁρμόσεσθε, ἁρμόσονται
ἁρμοσοίμην, ἁρμόσοιο, ἁρμόσοιτο, ἁρμοσοίμεθα, ἁρμόσοισθε, ἁρμόσοιντο
ἁρμόσεσθαι
ἁρμοσόμενος
Παθητικός Μέλλοντας Α΄
Οριστική
ἁρμοσθήσομαι, ἁρμοσθήσῃ ή ἁρμοσθήσει, ἁρμοσθήσεται, ἁρμοσθησόμεθα, ἁρμοσθήσεσθε, ἁρμοσθήσονται
ἁρμοσθησοίμην, ἁρμοσθήσοιο, ἁρμοσθήσοιτο, ἁρμοσθησοίμεθα, ἁρμοσθήσοισθε, ἁρμοσθήσοιντο
ἁρμοσθήσεσθαι
ἁρμοσθησόμενος
Αόριστος
Οριστική
ἡρμοσάμην, ἡρμόσω, ἡρμόσατο, ἡρμοσάμεθα, ἡρμόσασθε, ἡρμόσαντο
ἁρμόσωμαι, ἁρμόσῃ, ἁρμόσηται, ἁρμοσώμεθα, ἁρμόσησθε, ἁρμόσωνται
ἁρμοσαίμην, ἁρμόσαιο, ἁρμόσαιτο, ἁρμοσαίμεθα, ἁρμόσαισθε, ἁρμόσαιντο
---, ἅρμοσαι, ἁρμοσάσθω, ---, ἁρμόσασθε, ἁρμοσάσθων ή ἁρμοσάσθωσαν
ἁρμόσασθαι
ἁρμοσάμενος
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
ἡρμόσθην, ἡρμόσθης, ἡρμόσθη, ἡρμόσθημεν, ἡρμόσθητε, ἡρμόσθησαν
ἁρμοσθῶ, ἁρμοσθῇς, ἁρμοσθῇ, ἁρμοσθῶμεν, ἁρμοσθῆτε, ἁρμοσθῶσι(ν)
ἁρμοσθείην, ἁρμοσθείης, ἁρμοσθείη, ἁρμοσθείημεν ή ἁρμοσθεῖμεν, ἁρμοσθείητε ή ἁρμοσθεῖτε, ἁρμοσθείησαν ή ἁρμοσθεῖεν
---, ἁρμόσθητι, ἁρμοσθήτω, ---, ἁρμόσθητε, ἁρμοσθέντων ή ἁρμοσθήτωσαν
ἁρμοσθῆναι
ἁρμοσθείς
Παρακείμενος
Οριστική
ἥρμοσμαι, ἥρμοσαι, ἥρμοσται, ἡρμόσμεθα, ἥρμοσθε, ἡρμοσμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
ἡρμοσμένος- ἡρμοσμένη- ἡρμοσμένον ὦ
ἡρμοσμένος- ἡρμοσμένη- ἡρμοσμένον ᾖς
ἡρμοσμένοι- ἡρμοσμέναι- ἡρμοσμένα ὦμεν
Ευκτική
ἡρμοσμένος- ἡρμοσμένη- ἡρμοσμένον εἴην
Προστακτική
---, ἥρμοσο, ἡρμόσθω, --- ἥρμοσθε, ἡρμόσθων ή ἡρμόσθωσαν
Απαρέμφατο
ἡρμόσθαι
ἡρμοσμένος,
Υπερσυντέλικος
ἡρμόσμην, ἥρμοσο, ἥρμοστο, ἡρμόσμεθα, ἥρμοσθε, ἡρμοσμένοι ἦσαν
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου