Ιστορία Προσανατολισμού: Εξαγωγές και εισαγωγές κατά τον 19ο αιώνα | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Ιστορία Προσανατολισμού: Εξαγωγές και εισαγωγές κατά τον 19ο αιώνα

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Darice Machel McGuire
 
Ιστορία Προσανατολισμού: Εξαγωγές και εισαγωγές κατά τον 19ο αιώνα
 
Με βάση τις ιστορικές σας γνώσεις και αξιοποιώντας τις κατάλληλες πληροφορίες από το ακόλουθο παράθεμα να αναφερθείτε στις εξαγωγές και στις εισαγωγές της Ελλάδας κατά τον 19ο αιώνα.
 
Πολλαπλασιασμός των εμπορικοποιήσιμων καλλιεργειών
 
Πραγματικά, από τα μέσα του αιώνα διαφαίνεται μια ξεκάθαρη τάση πολλαπλασιασμού των εμπορικοποιήσιμων σε βάρος των παραδοσιακών καλλιεργειών που αποβλέπουν στην αυτοκατανάλωση. Η καλλιέργεια των δημητριακών, λόγου χάρη, αυξάνεται με πολύ αργούς ρυθμούς.
…………………………………………………………………………………………
Αντίθετα, τα αμπέλια, από 9.000 στρέμματα που καλύπτουν το 1835, φτάνουν σε 492.000 στρέμματα το 1861, σε 822.000 το 1881, σε 1.266.000 το 1887, σε 1.350.000 το 1900, για να περιοριστούν, το 1909, σε 1.040.000 στρέμματα.
Η σταφίδα πάλι, που η εκμετάλλευσή της γίνεται από το 1830, από 53.000 στρέμματα που καλύπτει το 1861 φτάνει τα 468.000 το 1887, τα 700.000 στρέμματα το 1900, και το 1909 πέφτει στα 577.000 στρέμματα. Η ελιά, καλύπτει το 1835 τα 250.000 στρέμματα, το 1881 τα 1.829.000 και το 1900 καθώς και το 1909 τα 2.600.000 στρέμματα. Τέλος, οι καλλιέργειες του καπνού και του βαμβακιού, που το 1830 ήταν ανύπαρκτες ή περιθωριακές, από το 1870-1880 αρχίζουν να επεκτείνονται.
Καθοριστικό στοιχείο στάθηκε η ανάπτυξη μιας φυσικής διεξόδου για τα εξαγώγιμα αγροτικά προϊόντα: το λάδι, ο καπνός, τα σύκα και κυρίως η σταφίδα, βρήκαν στην αγορά της δυτικής Ευρώπης ένα πεδίο συνεχώς διευρυνόμενο. Βασική σημασία είχε η σταφίδα: η καλλιέργειά της είχε επεκταθεί σ’ ολόκληρη την Πελοπόννησο: Με τις ευλογίες του Κράτους, της εμπορικής αστικής τάξης και του χρηματιστικού κεφαλαίου, που έλεγχε τα κυκλώματα, οι αγρότες υποτάχθηκαν στις αντικειμενικές απαιτήσεις της παγκόσμιας αγοράς. Στο τέλος του περασμένου αιώνα αν η Ελλάδα δεν ήταν χώρα μονοκαλλιέργειας, είχε γίνει σχεδόν χώρα μονοεξαγωγής, αντιπροσωπεύοντας πάνω από το 50% των εξαγωγών για όλο το δεύτερο μισό του19ου αιώνα.
 
Κ. Τσουκαλά, Εξάρτηση και αναπαραγωγή, σσ. 91-92
 
Ενδεικτική απάντηση
 
Αν λάβουμε υπόψη τις παραγωγικές δυνατότητες της Ελλάδας στη διάρκεια του πρώτου αιώνα της ανεξαρτησίας της, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού της εμπορίου αφορούσε γεωργικά προϊόντα. Όπως, μάλιστα, επισημαίνει ο Κ. Τσουκαλάς ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα οι Έλληνες γεωργοί είχαν αρχίσει να στρέφονται σε καλλιέργειες που μπορούσαν να τις εκμεταλλευτούν εμπορικά, για αυτό και τα προϊόντα εσωτερικής κατανάλωσης, όπως το σιτάρι, γνώριζαν αργή ανάπτυξη. Στις εξαγωγές, περισσότερο από τα 2/3 (σε αξία) του συνόλου, ήταν γεωργικά προϊόντα. Η γενική τάση μάλιστα οδηγούσε προς τη διεύρυνση του ποσοστού των εξαγωγών αγροτικών προϊόντων, που έφτασαν να αντιπροσωπεύουν τα 3/4 των συνολικών εξαγωγών στη δεκαετία 1900-1910. Στην κατηγορία αυτή την πρώτη θέση είχε η σταφίδα, που από μόνη της πλησίαζε σε αξία το 1/2 των συνολικών εξαγωγών. Την πρωτοκαθεδρία της σταφίδας στις εξαγωγές σχολιάζει ο Κ. Τσουκαλάς, ο οποίος αναφέρει πως από το 1850 και για το υπόλοιπο του 19ου αιώνα η Ελλάδα είχε εστιάσει σχεδόν αποκλειστικά στις εξαγωγές του προϊόντος αυτού. Επρόκειτο για μια εξέλιξη που υπαγορευόταν από τη ζήτηση της διεθνούς αγοράς και λάμβανε στήριξη τόσο από το κράτος όσο και από τους εμπόρους και τους κεφαλαιούχους. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να καλλιεργείται η σταφίδα σε ολόκληρη σχεδόν την Πελοπόννησο. Από το σύνολο, άλλωστε, των καλλιεργούμενων εκτάσεων της χώρας μεγάλος αριθμός αποδίδεται στην αμπελουργία, από την οποία αντλούνταν τόσο η παραγωγής σταφίδας, όσο και η παραγωγή κρασιού, αντιστοίχως μεγάλες εκτάσεις καταλάμβαναν οι σταφιδώνες. Πιο συγκεκριμένα οι αμπελώνες το 1861 καλύπτουν 492.000 στρέμματα και οι σταφιδώνες 468.000 στρέμματα το 1887. Πρόκειται για σημαντική αύξηση από τα 9.000 του 1835 και τα 53.000 στρέμματα του 1861 που κάλυπταν αντιστοίχως οι αμπελώνες και οι σταφιδώνες. Τα αμπέλια θα φτάσουν τα 822.000 στρέμματα το 188, τα 1.266.000 το 1887 και τα 1.350.000 το 1900, με τους σταφιδώνες να ανέρχονται σε 700.000 στρέμματα το 1900. Τόσο οι αμπελώνες όσο και οι σταφιδώνες θα γνωρίσουν κάμψη στη συνέχεια, εφόσον οι αμπελώνες θα μειωθούν στα 1.040.000 στρέμματα το 1909 και οι αμπελώνες στα 577.000 το ίδιο έτος.  Στις εξαγωγές ακολουθούσε με μεγάλη διαφορά το ελαιόλαδο και, μετά το 1900, το κρασί. Η καλλιέργεια ελαιώνων, πάντως, ακολουθεί ανοδική πορεία, σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο Κ. Τσουκαλάς, Από τα 250.000 στρέμματα του 1835, θα ανέβει στα 1.829.000 το 1881, και στην περίοδο 1900-1909 στα 2.600.000 στρέμματα, γεγονός που φανερώνει τη δυναμική του συγκεκριμένου προϊόντος. Η ενίσχυση της καλλιέργειας εξαγώγιμων προϊόντων, όπως ήταν η σταφίδα, το λάδι, το κρασί, αλλά και τα σύκα, οφείλεται στο γεγονός πως στις αγορές της δυτικής Ευρώπης οι Έλληνες παραγωγοί εντόπισαν ζήτηση που συνεχώς διευρυνόταν.   
Εκτός από τα παραπάνω είδη, εξάγονταν μικρές ποσότητες φυτικών προϊόντων για βιομηχανική επεξεργασία, το βαμβάκι, για παράδειγμα, την εποχή του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου ή ο σταθερά ανερχόμενος καπνός, πού όμως αντιπροσώπευε ακόμα ασήμαντο ποσοστό των εξαγωγών (2-3%). Όπως επισημαίνει ο Κ. Τσουκαλάς, αν και η καλλιέργεια του καπνού και του βαμβακιού το 1830 ήταν μηδαμινή, από την περίοδο 1870-1880 και εξής ξεκινά να διευρύνεται. Μέχρι το 1880 επίσης υπήρχε σημαντική εμπορική κίνηση στα κατεργασμένα δέρματα, η οποία όμως σχεδόν εξαφανίστηκε στη συνέχεια. Στην κατηγορία των πρώτων υλών, τις εξαγωγές συμπλήρωναν τα μεταλλευτικά προϊόντα, που από το τέλος του 19ου αιώνα πλησίαζαν το 1/5 της συνολικής αξίας των εξαγωγών. Επρόκειτο κυρίως για μόλυβδο, για μαγγανιούχα μεταλλεύματα, για σμύριδα και θηραϊκή γη. Οι εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων ήταν κυριολεκτικά ασήμαντες.
Στις εισαγωγές τα αγροτικά είδη αντιπροσώπευαν σταθερά το 1/3 (σε αξία) του συνόλου. Στην πρώτη θέση βρίσκονταν τα δημητριακά, το σιτάρι ιδιαίτερα, καθώς η εγχώρια παραγωγή δεν ήταν σε θέση να καλύψει τις επισιτιστικές ανάγκες του πληθυσμού. Στα βιομηχανικά προϊόντα που εισάγονταν κυριαρχούσαν τα υφάσματα και τα νήματα, ενώ προοδευτικά μεγάλωναν τα ποσοστά των ορυκτών (άνθρακας), της ξυλείας, των χημικών προϊόντων και των μηχανημάτων.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...