Deborah
Gugeri
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σύρω»
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
σύρω, σύρεις, σύρει, σύρομεν, σύρετε, σύρουσι(ν)
σύρω, σύρῃς, σύρῃ, σύρωμεν, σύρητε, σύρωσι(ν)
σύροιμι, σύροις, σύροι, σύροιμεν, σύροιτε, σύροιεν
Προστακτική
---, σῦρε, συρέτω, ---, σύρετε, συρόντων (ή συρέτωσαν)
σύρειν
Μετοχή
σύρων, σύρουσα, σῦρον
Παρατατικός
Οριστική
ἔσυρον, ἔσυρες, ἔσυρε, ἐσύρομεν, ἐσύρετε, ἔσυρον
Μέλλοντας
Οριστική
συρῶ, συρεῖς, συρεῖ, συροῦμεν, συρεῖτε, συροῦσι(ν)
συροῖμι, συροῖς, συροῖ, ή συροίην, συροίης, συροίη, συροῖμεν, συροῖτε, συροῖεν
συρεῖν
συρῶν, συροῦσα, συροῦν
Αόριστος
Οριστική
ἔσυρα, ἔσυρας, ἔσυρε(ν), ἐσύραμεν, ἐσύρατε, ἔσυραν
σύρω, σύρῃς, σύρῃ, σύρωμεν, σύρητε, σύρωσι(ν)
σύραιμι, σύραις ή σύρειας, σύραι ή σύρειε(ν), σύραιμεν, σύραιτε, σύραιεν ή σύρειαν
Προστακτική
---, σῦρον, συράτω, ---, σύρατε, συράντων (ή συράτωσαν)
σῦραι
σύρας, σύρασα, σῦραν
Παρακείμενος
Οριστική
σέσυρκα, σέσυρκας, σέσυρκε, σεσύρκαμεν, σεσύρκατε, σεσύρκασι(ν)
Υποτακτική
σεσυρκώς- σεσυρκυῖα- σεσυρκός ὦ
σεσυρκώς- σεσυρκυῖα- σεσυρκός ᾖς
σεσυρκότες- σεσυρκυῖαι- σεσυρκότα ὦμεν
Ευκτική
σεσυρκώς- σεσυρκυῖα- σεσυρκός εἴην
Προστακτική
---
σεσυρκώς- σεσυρκυῖα- σεσυρκός ἴσθι
σεσυρκότες- σεσυρκυῖαι- σεσυρκότα ἔστε
Απαρέμφατο
σεσυρκέναι
Μετοχή
σεσυρκώς- σεσυρκυῖα- σεσυρκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐσεσύρκειν, ἐσεσύρκεις, ἐσεσύρκει, ἐσεσύρκεμεν, ἐσεσύρκετε, ἐσεσύρκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
σύρομαι, σύρῃ ή σύρει, σύρεται, συρόμεθα, σύρεσθε, σύρονται
σύρωμαι, σύρῃ, σύρηται, συρώμεθα, σύρησθε, σύρωνται
συροίμην, σύροιο, σύροιτο, συροίμεθα, σύροισθε, σύροιντο
Προστακτική
---, σύρου, συρέσθω, ---, σύρεσθε, συρέσθων ή συρέσθωσαν
Απαρέμφατο
σύρεσθαι
Μετοχή
συρόμενος
συρομένη
συρόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐσυρόμην, ἐσύρου, ἐσύρετο, ἐσυρόμεθα, ἐσύρεσθε, ἐσύροντο
Αόριστος
Οριστική
ἐσυράμην, ἐσύρω, ἐσύρατο, ἐσυράμεθα, ἐσύρασθε, ἐσύραντο
σύρωμαι, σύρῃ, σύρηται, συρώμεθα, σύρησθε, σύρωνται
συραίμην, σύραιο, σύραιτο, συραίμεθα, σύραισθε, σύραιντο
Προστακτική
---, σῦραι, συράσθω, ---, σύρασθε, συράσθων ή συράσθωσαν
σύρασθαι
Μετοχή
συράμενος
συραμένη
συράμενον
Παθητικός Αόριστος Α΄
Οριστική
ἐσύρθην, ἐσύρθης, ἐσύρθη, ἐσύρθημεν, ἐσύρθητε, ἐσύρθησαν
συρθῶ, συρθῇς, συρθῇ, συρθῶμεν, συρθῆτε, συρθῶσι(ν)
συρθείην, συρθείης, συρθείη, συρθείημεν ή συρθεῖμεν, συρθείητε ή συρθεῖτε, συρθείησαν ή συρθεῖεν
---, σύρθητι, συρθήτω, ---, σύρθητε, συρθέντων ή συρθήτωσαν
Απαρέμφατο
συρθῆναι
συρθείς
συρθεῖσα
Οριστική
ἐσύρην, ἐσύρης, ἐσύρη, ἐσύρημεν, ἐσύρητε, ἐσύρησαν
συρῶ, συρῇς, συρῇ, συρῶμεν, συρῆτε, συρῶσι(ν)
συρείην, συρείης, συρείη, συρείημεν ή συρεῖμεν, συρείητε ή συρεῖτε, συρείησαν ή συρεῖεν
---, σύρηθι, συρήτω, ---, σύρητε, συρέντων ή συρήτωσαν
Απαρέμφατο
συρῆναι
συρείς
συρεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
σέσυρμαι, σέσυρσαι, σέσυρται, σεσύρμεθα, σέσυρθε, σεσυρμένοι εἰσί
Υποτακτική
σεσυρμένος- σεσυρμένη- σεσυρμένον ὦ
σεσυρμένος- σεσυρμένη- σεσυρμένον ᾖς
σεσυρμένοι- σεσυρμέναι- σεσυρμένα ὦμεν
Ευκτική
σεσυρμένος- σεσυρμένη- σεσυρμένον εἴην
Προστακτική
---, σέσυρσο, σεσύρθω, ---, σέσυρθε, σεσύρθων ή σεσύρθωσαν
Απαρέμφατο
σεσῦρθαι
σεσυρμένος,
σεσυρμένη,
σεσυρμένον
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου