Rachel Watson Pattern
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «θέτω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
θέτω, θέτεις, θέτει, θέτουμε, θέτετε, θέτουν (ή θέτουνε)
να θέτω, να θέτεις, να θέτει, να θέτουμε, να θέτετε, να θέτουν (ή να θέτουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: θέτε – β΄ πληθυντικό: θέτετε
Μετοχή
θέτοντας
Παρατατικός
Οριστική
έθετα, έθετες, έθετε, θέταμε, θέτατε, έθεταν (ή θέτανε)
Οριστική
έθεσα, έθεσες, έθεσε, θέσαμε, θέσατε, έθεσαν (ή θέσανε)
να θέσω, να θέσεις, να θέσει, να θέσουμε, να θέσετε, να θέσουν (ή να θέσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: θέσε – β΄ πληθυντικό: θέστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα θέτω, θα θέτεις, θα θέτει, θα θέτουμε, θα θέτετε, θα θέτουν (ή θα θέτουνε)
Οριστική
θα θέσω, θα θέσεις, θα θέσει, θα θέσουμε, θα θέσετε, θα θέσουν (ή θα θέσουνε)
Οριστική
θα έχω θέσει, θα έχεις θέσει, θα έχει θέσει, θα έχουμε θέσει, θα έχετε θέσει, θα έχουν θέσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω θέσει, έχεις θέσει, έχει θέσει, έχουμε θέσει, έχετε θέσει, έχουν θέσει
να έχω θέσει, να έχεις θέσει, να έχει θέσει, να έχουμε θέσει, να έχετε θέσει, να έχουν θέσει
Οριστική
είχα θέσει, είχες θέσει, είχε θέσει, είχαμε θέσει, είχατε θέσει, είχαν/είχανε θέσει
Ενεστώτας
Οριστική
θέτομαι, θέτεσαι, θέτεται, θετόμαστε, θέτεστε, θέτονται
να θέτομαι, να θέτεσαι, να θέτεται, να θετόμαστε, να θέτεστε, να θέτονται
Προστακτική
β΄ πληθ.: θέτεστε
Μετοχή
---
Οριστική
θετόμουν, θετόσουν, θετόταν, θετόμαστε ή θετόμασταν, θετόσαστε ή θετόσασταν, θέτονταν ή θετόντουσαν
Αόριστος
Οριστική
τέθηκα, τέθηκες, τέθηκε, τεθήκαμε, τεθήκατε, τέθηκαν (ή τεθήκανε)
να τεθώ, να τεθείς, να τεθεί, να τεθούμε, να τεθείτε, να τεθούν (ή να τεθούνε)
β΄ ενικού: θέσου β΄ πληθυντικό: τεθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα θέτομαι, θα θέτεσαι, θα θέτεται, θα θετόμαστε, θα θέτεστε, θα θέτονται
Οριστική
θα τεθώ, θα τεθείς, θα τεθεί, θα τεθούμε, θα τεθείτε, θα τεθούν (ή θα τεθούνε)
Οριστική
θα έχω τεθεί, θα έχεις τεθεί, θα έχει τεθεί, θα έχουμε τεθεί, θα έχετε τεθεί, θα έχουν τεθεί
Οριστική
έχω τεθεί, έχεις τεθεί, έχει τεθεί, έχουμε τεθεί, έχετε τεθεί, έχουν τεθεί
να έχω τεθεί, να έχεις τεθεί, να έχει τεθεί, να έχουμε τεθεί, να έχετε τεθεί, να έχουν τεθεί
Μετοχή
τεθειμένος, τεθειμένη, τεθειμένη
Οριστική
είχα τεθεί, είχες τεθεί, είχε τεθεί, είχαμε τεθεί, είχατε τεθεί, είχαν(ε) τεθεί
Στον γραπτό λόγο προτιμότερη είναι η χρήση του τίθεμαι και των συνθέτων αυτού.
τίθεμαι, τίθεσαι, τίθεται, τιθέμεθα, τίθεσθε / τίθεστε, τίθενται
τιθέμην, τίθεσο, τίθετο, τιθέμεθα, τίθεσθε, τίθεντο
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου