Brand A
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διερευνώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
διερευνάω & διερευνώ, διερευνάς, διερευνάει & διερευνά, διερευνάμε & διερευνούμε, διερευνάτε, διερευνάνε (ή διερευνάν) & διερευνούν (ή διερευνούνε)
να διερευνάω, να διερευνάς, να διερευνάει, να διερευνούμε, να διερευνάτε, να διερευνάνε
& να διερευνώ, να διερευνάς, να διερευνά, να διερευνάμε, να διερευνάτε, να διερευνούν
Προστακτική
β΄ ενικό: διερεύνα – β΄ πληθυντικό: διερευνάτε
Μετοχή
διερευνώντας
Παρατατικός
Οριστική
διερευνούσα, διερευνούσες, διερευνούσε, διερευνούσαμε, διερευνούσατε, διερευνούσαν (ή διερευνούσανε)
Αόριστος
Οριστική
διερεύνησα, διερεύνησες, διερεύνησε, διερευνήσαμε, διερευνήσατε, διερεύνησαν (ή διερευνήσανε)
να διερευνήσω, να διερευνήσεις, να διερευνήσει, να διερευνήσουμε, να διερευνήσετε, να διερευνήσουν (ή να διερευνήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διερεύνησε – β΄ πληθυντικό: διερευνήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διερευνάω, θα διερευνάς, θα διερευνάει, θα διερευνούμε, θα διερευνάτε, θα διερευνάνε
Οριστική
θα διερευνήσω, θα διερευνήσεις, θα διερευνήσει, θα διερευνήσουμε, θα διερευνήσετε, θα διερευνήσουν (ή θα διερευνήσουνε)
Οριστική
θα έχω διερευνήσει, θα έχεις διερευνήσει, θα έχει διερευνήσει, θα έχουμε διερευνήσει, θα έχετε διερευνήσει, θα έχουν(ε) διερευνήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διερευνήσει, έχεις διερευνήσει, έχει διερευνήσει, έχουμε διερευνήσει, έχετε διερευνήσει, έχουν(ε) διερευνήσει
να έχω αγαπήσει, να έχεις αγαπήσει, να έχει αγαπήσει, να έχουμε αγαπήσει, να έχετε αγαπήσει, να έχουν αγαπήσει
Μετοχή
έχοντας διερευνήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διερευνήσει, είχες διερευνήσει, είχε διερευνήσει, είχαμε διερευνήσει, είχατε διερευνήσει, είχαν/είχανε διερευνήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
διερευνώμαι, διερευνάσαι, διερευνάται, διερευνόμαστε ή διερευνώμεθα, διερευνάστε, διερευνώνται
να διερευνώμαι, να διερευνάσαι, να διερευνάται, να διερευνόμαστε ή να διερευνώμεθα, να διερευνάστε, να διερευνώνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: διερευνάστε
Μετοχή
διερευνώμενος, διερευνώμενη, διερευνώμενο
Οριστική
διερευνόμουν, διερευνόσουν, διερευνόταν ή διερευνάτο, διερευνόμαστε ή διερευνόμασταν, διερευνόσαστε ή διερευνόσασταν, διερευνώνταν ή διερευνώντο
Οριστική
διερευνήθηκα, διερευνήθηκες, διερευνήθηκε, διερευνηθήκαμε, διερευνηθήκατε, διερευνήθηκαν (ή διερευνηθήκανε)
να διερευνηθώ, να διερευνηθείς, να διερευνηθεί, να διερευνηθούμε, να διερευνηθείτε, να διερευνηθούν (ή να διερευνηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: διερευνήσου β΄ πληθυντικό: διερευνηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διερευνώμαι, θα διερευνάσαι, θα διερευνάται, θα διερευνόμαστε ή θα διερευνώμεθα, θα διερευνάστε, θα διερευνώνται
Οριστική
θα διερευνηθώ, θα διερευνηθείς, θα διερευνηθεί, θα διερευνηθούμε, θα διερευνηθείτε, θα διερευνηθούν (ή θα διερευνηθούνε)
Οριστική
θα έχω διερευνηθεί, θα έχεις διερευνηθεί, θα έχει διερευνηθεί, θα έχουμε διερευνηθεί, θα έχετε διερευνηθεί, θα έχουν(ε) διερευνηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διερευνηθεί, έχεις διερευνηθεί, έχει διερευνηθεί, έχουμε διερευνηθεί, έχετε διερευνηθεί, έχουν(ε) διερευνηθεί
να έχω διερευνηθεί, να έχεις διερευνηθεί, να έχει διερευνηθεί, να έχουμε διερευνηθεί, να έχετε διερευνηθεί, να έχουν(ε) διερευνηθεί
Μετοχή
διερευνημένος, διερευνημένη, διερευνημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διερευνηθεί, είχες διερευνηθεί, είχε διερευνηθεί, είχαμε διερευνηθεί, είχατε διερευνηθεί, είχαν(ε) διερευνηθεί
1. Ρήματα μεταπλασμένα στον ενεστώτα (σε -ιέμαι)
γεννιόμουν, γεννιόσουν, γεννιόταν, γεννιόμαστε ή γεννιόμασταν, γεννιόσαστε ή γεννιόσασταν, γεννιούνταν ή γεννιόνταν
αναρωτιόμουν, αναρωτιόσουν, αναρωτιόταν, αναρωτιόμαστε ή αναρωτιόμασταν, αναρωτιόσαστε ή αναρωτιόσασταν, αναρωτιούνταν ή αναρωτιόνταν
Στις περιπτώσεις αυτές παρατηρούνται οι εξής τάσεις:
α) Τα ρήματα που έχουν εναλλακτικό μεταπλασμένο τύπο στον ενεστώτα τείνουν να τον διατηρούν και στον παρατατικό, ιδίως σε οικείο, μη τυπικό ύφος. Παραδείγματα: περιπλανιόμουν, καυχιόταν, συναντιόσαστε, κυβερνιόταν κ.ά. Στην ίδια ομάδα ανήκει και το ρήμα εγγυώμαι, επειδή έχει φωνήεν /i/ πριν από το ληκτικό τέρμα -ώμαι, με αποτέλεσμα να προσαρμόζεται εύκολα στο κλιτικό σχήμα του παρατατικού των μεταπλασμένων: εγγυόμουν, εγγυόσουν, εγγυόταν…
β) Τα λόγια ρήματα, που αποτελούν την πλειονότητα της συγκεκριμένης ομάδας, είναι ελλειπτικά και κατά κανόνα δεν σχηματίζουν άλλα πρόσωπα πλην του γ΄ ενικού και του γ΄ πληθυντικού (σπανιότερα). Στα πρόσωπα αυτά συνήθως διατηρείται ο αρχαίος τύπος σε -άτο (γ΄ ενικό), ενώ στο γ΄ πληθυντικό το ομαλότερο επίθημα -ώνταν (π.χ. αποπειρώνταν, καταχρώνταν, ερευνώνταν) συνυπάρχει με το αρχαίο -ώντο. Σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρείται και συλλαβική αύξηση. Παραδείγματα: αντανακλώντο, απεσπάτο, ετιμάτο, εκτιμάτο, αποπειράτο, μελετώνταν, διεσπάτο.
Παρατήρηση: Στα λόγια μη μεταπλασμένα ρήματα οι τύποι α΄ και β΄ ενικού και πληθυντικού προσώπου του μεσοπαθητικού παρατατικού είναι δύσχρηστοι. Έχουν εμφανιστεί κατά καιρούς εξομαλισμένοι τύποι όπως π.χ. διασπόμουν, απορροφόσουν, καταχρόμουν κ.ά. χωρίς ωστόσο να αποκτήσουν ερείσματα στη χρήση.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου