Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διερευνώ» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διερευνώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Brand A 

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διερευνώ»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
διερευνάω & διερευνώ, διερευνάς, διερευνάει & διερευνά, διερευνάμε & διερευνούμε, διερευνάτε, διερευνάνε (ή διερευνάν) & διερευνούν (ή διερευνούνε) 
Υποτακτική
να διερευνάω, να διερευνάς, να διερευνάει, να διερευνούμε, να διερευνάτε, να διερευνάνε
& να διερευνώ, να διερευνάς, να διερευνά, να διερευνάμε, να διερευνάτε, να διερευνούν
Προστακτική
β΄ ενικό: διερεύνα – β΄ πληθυντικό: διερευνάτε
Μετοχή
διερευνώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
διερευνούσα, διερευνούσες, διερευνούσε, διερευνούσαμε, διερευνούσατε, διερευνούσαν (ή διερευνούσανε)
& διερεύναγα, διερεύναγες, διερεύναγε, διερευνάγαμε, διερευνάγατε, διερεύναγαν (ή διερευνάγανε)
 
Αόριστος
Οριστική
διερεύνησα, διερεύνησες, διερεύνησε, διερευνήσαμε, διερευνήσατε, διερεύνησαν (ή διερευνήσανε)
Υποτακτική
να διερευνήσω, να διερευνήσεις, να διερευνήσει, να διερευνήσουμε, να διερευνήσετε, να διερευνήσουν (ή να διερευνήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διερεύνησε – β΄ πληθυντικό: διερευνήστε     
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διερευνάω, θα διερευνάς, θα διερευνάει, θα διερευνούμε, θα διερευνάτε, θα διερευνάνε
& θα διερευνώ, θα διερευνάς, θα διερευνά, θα διερευνάμε, θα διερευνάτε, θα διερευνούν (ή θα διερευνούνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διερευνήσω, θα διερευνήσεις, θα διερευνήσει, θα διερευνήσουμε, θα διερευνήσετε, θα διερευνήσουν (ή θα διερευνήσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διερευνήσει, θα έχεις διερευνήσει, θα έχει διερευνήσει, θα έχουμε διερευνήσει, θα έχετε διερευνήσει, θα έχουν(ε) διερευνήσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διερευνήσει, έχεις διερευνήσει, έχει διερευνήσει, έχουμε διερευνήσει, έχετε διερευνήσει, έχουν(ε) διερευνήσει
Υποτακτική
να έχω αγαπήσει, να έχεις αγαπήσει, να έχει αγαπήσει, να έχουμε αγαπήσει, να έχετε αγαπήσει, να έχουν αγαπήσει
Μετοχή
έχοντας διερευνήσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διερευνήσει, είχες διερευνήσει, είχε διερευνήσει, είχαμε διερευνήσει, είχατε διερευνήσει, είχαν/είχανε διερευνήσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
διερευνώμαι, διερευνάσαι, διερευνάται, διερευνόμαστε ή διερευνώμεθα, διερευνάστε, διερευνώνται
Υποτακτική
να διερευνώμαι, να διερευνάσαι, να διερευνάται, να διερευνόμαστε ή να διερευνώμεθα, να διερευνάστε, να διερευνώνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: διερευνάστε
Μετοχή
διερευνώμενος, διερευνώμενη, διερευνώμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
διερευνόμουν, διερευνόσουν, διερευνόταν ή διερευνάτο, διερευνόμαστε ή διερευνόμασταν, διερευνόσαστε ή διερευνόσασταν, διερευνώνταν ή διερευνώντο
Σημείωση: Σε χρήση είναι μόνο οι τύποι του γ΄ ενικού και πληθυντικού προσώπου, καθώς το ρήμα διερευνώμαι ακολουθεί το λόγιο κλιτικό σχήμα και είναι, ως εκ τούτου, ελλειπτικό στον Παρατατικό. Οι μη δόκιμοι τύποι των άλλων προσώπων μπορούν να αντικατασταθούν από περιφράσεις, π.χ. Ήμουν υπό διερεύνηση.  
 
Αόριστος
Οριστική
διερευνήθηκα, διερευνήθηκες, διερευνήθηκε, διερευνηθήκαμε, διερευνηθήκατε, διερευνήθηκαν (ή διερευνηθήκανε)
Υποτακτική
να διερευνηθώ, να διερευνηθείς, να διερευνηθεί, να διερευνηθούμε, να διερευνηθείτε, να διερευνηθούν (ή να διερευνηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: διερευνήσου β΄ πληθυντικό: διερευνηθείτε    
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διερευνώμαι, θα διερευνάσαι, θα διερευνάται, θα διερευνόμαστε ή θα διερευνώμεθα, θα διερευνάστε, θα διερευνώνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διερευνηθώ, θα διερευνηθείς, θα διερευνηθεί, θα διερευνηθούμε, θα διερευνηθείτε, θα διερευνηθούν (ή θα διερευνηθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διερευνηθεί, θα έχεις διερευνηθεί, θα έχει διερευνηθεί, θα έχουμε διερευνηθεί, θα έχετε διερευνηθεί, θα έχουν(ε) διερευνηθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διερευνηθεί, έχεις διερευνηθεί, έχει διερευνηθεί, έχουμε διερευνηθεί, έχετε διερευνηθεί, έχουν(ε) διερευνηθεί
Υποτακτική
να έχω διερευνηθεί, να έχεις διερευνηθεί, να έχει διερευνηθεί, να έχουμε διερευνηθεί, να έχετε διερευνηθεί, να έχουν(ε) διερευνηθεί
Μετοχή
διερευνημένος, διερευνημένη, διερευνημένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διερευνηθεί, είχες διερευνηθεί, είχε διερευνηθεί, είχαμε διερευνηθεί, είχατε διερευνηθεί, είχαν(ε) διερευνηθεί
 
Σημείωση: Ο μεσοπαθητικός παρατατικός των ρημάτων που προέρχονται από τα αρχαία συνηρημένα σε -αω > - παρουσιάζει μεγάλη ρευστότητα, καθώς για αρκετά ρήματα παρουσιάζονται διτυπίες ή και πολυτυπίες, πράγμα αισθητό στους περισσότερους ομιλητές οι οποίοι αναζητούν διάφορες λύσεις. Αρκετά ρήματα του λόγιου κλιτικού συστήματος θα μπορούσαν επίσης να χαρακτηριστούν ελλειπτικά, καθώς δεν είναι εύχρηστα σε όλα τα πρόσωπα του συγκεκριμένου χρόνου.
Μολονότι η κλίση των εν λόγω ρημάτων δεν έχει ακόμη σταθεροποιηθεί, μπορούμε να διακρίνουμε -σε σχέση με τον μεσοπαθητικό παρατατικό- δύο ομάδες, οι οποίες παρουσιάζουν διαφορετικό βαθμό δυσκολίας.
1.      Ρήματα μεταπλασμένα στον ενεστώτα (σε -ιέμαι)
Πρόκειται για ρήματα (προερχόμενα από αρχαία συνηρημένα σε -αω > -), τα οποία στον ενεστώτα έχουν ήδη μεταπλαστεί και ακολουθούν το ομαλό κλιτικό σχήμα -ιέμαι, -ιέσαι, -ιέται…. Τέτοια ρήματα είναι, μεταξύ άλλων, τα εξής: αναρωτιέμαι, γελιέμαι, γεννιέμαι, καυχιέμαι, κυβερνιέμαι, μαδιέμαι, μασιέμαι, νικιέμαι, πλανιέμαι, ρωτιέμαι, σπαταλιέμαι, συναντιέμαι κ.ά. Τα ρήματα αυτά δεν προκαλούν πραγματική δυσκολία, διότι στον παρατατικό κλίνονται με βάση την κατηγορία των ρημάτων σε -ιέμαι, που είναι ποικίλης προελεύσεως (π.χ. χτυπιέμαι, κρατιέμαι, μετριέμαι).
Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα που ακολουθούν:
γεννιόμουν, γεννιόσουν, γεννιόταν, γεννιόμαστε ή γεννιόμασταν, γεννιόσαστε ή γεννιόσασταν, γεννιούνταν ή γεννιόνταν
αναρωτιόμουν, αναρωτιόσουν, αναρωτιόταν, αναρωτιόμαστε ή αναρωτιόμασταν, αναρωτιόσαστε ή αναρωτιόσασταν, αναρωτιούνταν ή αναρωτιόνταν
 
2.     Ρήματα που ακολουθούν τη λόγια κλίση στον ενεστώτα (σε -ώμαι)
Πρόκειται για ρήματα (προερχόμενα από αρχαία συνηρημένα σε σε -αω > -), τα οποία στον ενεστώτα διατηρούν το λόγιο κλιτικό σχήμα -ώμαι, -άσαι, -άται… Τέτοια ρήματα είναι, μεταξύ άλλων, τα εξής (ορισμένα δίδονται στο γ΄ πρόσωπο, επειδή είναι πιο εύχρηστο): αιτιώμαι, ανακτώμαι, αναρτάται, ανατιμάται, αντανακλάται, απαντάται, απατώμαι, αποκολλάται, αποπειρώμαι, απορροφάται, αποσιωπάται, αποσπώμαι, βρυχώμαι, διαθλάται, διασπάται, εγγυώμαι, εκτιμάται, εξαρτώμαι, ερευνάται, καταχρώμαι, κυβερνώμαι, μελετάται, προσαρτάται, προσδοκάται, προσκολλώμαι, συσπώμαι κ.ά.
Μερικά από αυτά ακολουθούν διπλό κλιτικό σχήμα στον ενεστώτα, λόγιο ή μεταπλασμένο, ανάλογα με το ύφος και τον ομιλητή, π.χ. βρυχιέμαι – βρυχώμαι, καυχιέμαι – καυχώμαι, κυβερνιέμαι – κυβερνώμαι, περιπλανιέμαι – περιπλανώμαι, συναντιέμαι – συναντώμαι, αναρριχιέμαι – αναρριχώμαι κ.ά.
Στις περιπτώσεις αυτές παρατηρούνται οι εξής τάσεις:
α) Τα ρήματα που έχουν εναλλακτικό μεταπλασμένο τύπο στον ενεστώτα τείνουν να τον διατηρούν και στον παρατατικό, ιδίως σε οικείο, μη τυπικό ύφος. Παραδείγματα: περιπλανιόμουν, καυχιόταν, συναντιόσαστε, κυβερνιόταν κ.ά. Στην ίδια ομάδα ανήκει και το ρήμα εγγυώμαι, επειδή έχει φωνήεν /i/ πριν από το ληκτικό τέρμα -ώμαι, με αποτέλεσμα να προσαρμόζεται εύκολα στο κλιτικό σχήμα του παρατατικού των μεταπλασμένων: εγγυόμουν, εγγυόσουν, εγγυόταν…
Ωστόσο και ρήματα αυτής της κατηγορίας μπορούν, σε επίσημο ή τυπικό ύφος, να έχουν λόγια επίθημα, κυρίως στο γ΄ ενικό πρόσωπο, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται διτυπίες ή πολυτυπίες. Παραδείγματα: εξαρτιόταν – εξαρτάτο – εξήρτατο, κυβερνιόταν – κυβερνάτο, συναντιόταν - συναντάτο κ.ά.
β) Τα λόγια ρήματα, που αποτελούν την πλειονότητα της συγκεκριμένης ομάδας, είναι ελλειπτικά και κατά κανόνα δεν σχηματίζουν άλλα πρόσωπα πλην του γ΄ ενικού και του γ΄ πληθυντικού (σπανιότερα). Στα πρόσωπα αυτά συνήθως διατηρείται ο αρχαίος τύπος σε -άτο (γ΄ ενικό), ενώ στο γ΄ πληθυντικό το ομαλότερο επίθημα -ώνταν (π.χ. αποπειρώνταν, καταχρώνταν, ερευνώνταν) συνυπάρχει με το αρχαίο -ώντο. Σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρείται και συλλαβική αύξηση. Παραδείγματα: αντανακλώντο, απεσπάτο, ετιμάτο, εκτιμάτο, αποπειράτο, μελετώνταν, διεσπάτο.
Παρατήρηση: Στα λόγια μη μεταπλασμένα ρήματα οι τύποι α΄ και β΄ ενικού και πληθυντικού προσώπου του μεσοπαθητικού παρατατικού είναι δύσχρηστοι. Έχουν εμφανιστεί κατά καιρούς εξομαλισμένοι τύποι όπως π.χ. διασπόμουν, απορροφόσουν, καταχρόμουν κ.ά. χωρίς ωστόσο να αποκτήσουν ερείσματα στη χρήση.
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...