Scott Davidson
Άγγελος Τερζάκης «Η πριγκιπέσα Ιζαμπώ» ως παράλληλο για τον Κρητικό
«Γύρω παντού σκοτάδι. Να σου λοιπόν και πιάνει τ’ αυτί μου μακριά, μέσα στο βουνό, ένα τραγούδι».
«Αερικό θα ‘τανε...»
«Ένα τραγούδι, μα τι τραγούδι! Δεν ήταν άνθρωπος αυτός που τραγούδαγε έτσι γλυκά, δεν ήταν γυναίκα. Λες κι είχαν ανοίξει τα ουράνια κι ακούγονταν οι άγγελοι. Άλλο να σου λέω κι άλλο ν’ ακούς...»
«Λοιπόν; λοιπόν;» κάνουνε γύρω ανυπόμονα.
«Μπρος να τραβήξω φοβόμουνα, πίσω να κάνω σκιαζόμουν. Με τα πολλά, το παίρνω απόφαση και τραβώ. Κατεβαίνω στη ρεματιά, χώνομαι κάτω από τα δέντρα. Η βρύση ήταν εκειδά να, άκουγα κιόλας το νερό να τρέχει. Στρίβω, που λέτε, τι να δω! Στο βράχο καβάλα, σαν πάνω σε φαρί, μια γυναίκα ασπροφορεμένη καθότανε, κι ήταν αυτή που τραγουδούσε μ’ έτσι αγγελική φωνή».
«Πώς ήτανε; πώς ήτανε;» ρώτησε άπληστα το μισόγυμνο παιδί σταματώντας το φυσερό.
«Δούλευε μωρέ!» χούγιαξε ο σιδεράς.
«Δουλεύω, αφέντη».
Το καμίνι λαμπάδιασε κι η βαριά κοπάνησε το σίδερο βροντώντας.
«Ήτανε ψηλή! Χριστέ μου, τι ψηλή! Κι είχε ξέπλεκα τα μαλλιά της. Στο δεξί κράταγε ένα χτένι, χρυσό χτένι, και χτενιζότανε».
«Λοιπόν; λοιπόν;»
«Εγώ τα χρειάστηκα. Παρατώ χάμου τον κουβά, κάθουμαι πάνω γιατί τα γόνατα δεν με βαστούσαν, και σταυροχεριάζομαι να την κοιτάζω».
«Κι αυτή;»
«Αυτή τραγούδαγε του καλού καιρού. Είναι σε ξέφωτο η βρύση μας, λοιπόν από δω που βρισκόμουν έβλεπα καλά, μ’ όλο που δεν μ’ έβλεπε η λάμια».
«Δεν ήτανε λάμια. Νεράιδα ήτανε», διόρθωσε με ύφος έμπειρο ο ζευγάς. «Η λάμια δεν τραγουδάει».
«Κι ήταν όμορφη;» ρώτησε πάλι το παιδί χωρίς όμως ν’ αφήσει το φυσερό.
«Όμορφη λέει! Έλαμπε γύρω ο τόπος, λες κι είχε φανεί το φεγγάρι».
«Ο εξαποδώ παίρνει πολλά σχήματα για να μας βάλει σε πειρασμό», παρατήρησε δογματικά ο καλόγερος.
«Και δεν της μίλησες;»
«Να της μιλήσω; Κύριε ημών Ιησού Χριστέ! Τι λες, κακορίζικε; Για να μου πάρει τη μιλιά;»
Ο Άγγελος Τερζάκης στο απόσπασμα αυτό μας παραθέτει ενδιαφέρουσες λαογραφικές πληροφορίες σχετικά με τις παραδόσεις του ελληνικού λαού, που παρά το έντονο παραμυθιακό τους στοιχείο, περνούσαν από γενιά σε γενιά ως πραγματικά γεγονότα. Οι νεράιδες και οι λάμιες ήταν γυναικείες μορφές που κυριαρχούσαν στη λαϊκή παράδοση, έχοντας επιβιώσει με κάποιες παραλλαγές από την αρχαιοελληνική μυθολογία.
Οι νεράιδες -που προέρχονται από τις Νηρηίδες της αρχαιότητας- ήταν εξαιρετικά όμορφες γυναίκες που έμεναν συνήθως κοντά σε πηγές και ποτάμια. Η ομορφιά τους αποτελούσε μεγάλο κίνδυνο για τους ανθρώπους της εποχής, καθώς οι νεράιδες τιμωρούσαν όποιον τολμούσε να τις αντικρίσει, ιδίως όταν είχαν βγάλει τα ρούχα τους και κολυμπούσαν γυμνές. Η παράδοση αναφέρεται σε νεραϊδοπαρμένους, εννοώντας ανθρώπους που είχαν χάσει τη λογική τους ύστερα από μια τέτοια απρόσμενη συνάντηση με τις νεράιδες. Εντούτοις, για τους πιο θαρραλέους υπήρχε και η προοπτική να κάνουν δική τους μια νεράιδα, αρκεί να της κλέψουν το μαντήλι και να το κρύψουν, ώστε η νεράιδα να μην μπορεί να φύγει από κοντά τους.
Οι λάμιες αποτελούσαν μεγαλύτερο φόβο για τους ανθρώπους της εποχής, γιατί σύμφωνα με την παράδοση έπιναν το αίμα των μικρών παιδιών ή ακόμη και τα άρπαζαν για να τα καταβροχθίσουν. Η Λάμια κατά την αρχαιοελληνική μυθολογία ήταν κόρη του Ποσειδώνα, με την οποία ο Δίας απέκτησε πολλά παιδιά, τα οποία όμως σκότωσε η ζηλόφθονη Ήρα. Η απώλεια των παιδιών της μετέτρεψε τη Λάμια σε τέρας που κυκλοφορούσε σκοτώνοντας τα παιδιά των άλλων ανθρώπων.
Το τραγούδι της όμορφης γυναίκας που ακούγεται τόσο γλυκό σα να προέρχεται από αγγέλους, μας παραπέμπει στις ομηρικές σειρήνες και παράλληλα μας οδηγεί στον γλυκύτατο ήχο του Κρητικού.
Ο Τερζάκης παρουσιάζει τη νεράιδα της διήγησής του να είναι τόσο όμορφη, ώστε να λάμπει ο τόπος γύρω της λες κι είχε φανεί το φεγγάρι, ενώ το τραγούδι της ήταν τόσο γλυκό που δεν θα μπορούσε να είναι ανθρώπινο. Τα στοιχεία αυτά που έλκουν βέβαια την καταγωγή τους από την αρχαιοελληνική μυθολογία, είναι παράλληλα ζωντανά στη λαϊκή παράδοση, αποκαλύπτοντας μια συνέχεια και μια γόνιμη διατήρησή τους στις διηγήσεις του ελληνικού λαού.
Αντίστοιχα, η Φεγγαροντυμένη του Σολωμού με τη μαγική της επίδραση σε όλη τη φύση και ιδίως στον ήρωα του ποιήματος, αλλά και ο γλυκύτατος ήχος, αντλούν εν μέρει τη γένεσή τους σε αρχαιοελληνικούς μύθους, χωρίς να αποκλείεται η συσχέτισή τους και με τις λαϊκές παραδόσεις που με τόσο ενδιαφέρον άκουγε ο ποιητής από τους γέροντες της Ζακύνθου.
Ενδιαφέρον έχει, ωστόσο, μια βασική διαφοροποίηση που παρατηρείται ανάμεσα στον Κρητικό του Σολωμού και στη σύντομη διήγηση από την Πριγκιπέσα Ιζαμπώ του Τερζάκη. Ο ράφτης που μας διηγείται τη συνάντησή του με τη νεράιδα, γνωρίζει καλά πως είναι επικίνδυνη γι’ αυτόν η όμορφη γυναίκα, γι’ αυτό και στέκει μακριά της. Ενώ ο Κρητικός αφήνεται στη μαγεία της Φεγγαροντυμένης, θεωρώντας πως η θεϊκή αυτή μορφή βρίσκεται εκεί για να τον βοηθήσει στη δύσκολη στιγμή του, αγνοώντας πως στην πραγματικότητα είναι εκεί για να δοκιμάσει την ηθική του δύναμη και την αποφασιστικότητά του να σώσει την αγαπημένη του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου