Ivana Stojakovic
Γιώργος Ιωάννου "Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς"
Ο αφηγητής μοιάζει ενσωματωμένος περισσότερο στην κοινωνία των προσφύγων
και λιγότερο στην κοινωνία της πόλης του. Σε ποια σημεία του κειμένου προβάλλεται
περισσότερο, κατά τη γνώμη σας, αυτό;
Πού πιστεύετε ότι οφείλεται;
Οι γονείς του Ιωάννου είναι πρόσφυγες
από την Ανατολική Θράκη, γεγονός που του δημιουργεί την πεποίθηση πως θα έπρεπε
να βρίσκεται κι αυτός μαζί με τους άλλους πρόσφυγες. Ο μόνος λόγος, άλλωστε,
που δεν μεγάλωσε σε κάποιον προσφυγικό συνοικισμό είναι το γεγονός ότι οι δικοί
του ήρθαν στη Θεσσαλονίκη λίγα χρόνια πριν γίνει η ανταλλαγή πληθυσμών και
ξεκινήσει το μεγάλο κύμα προσφύγων. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο αφηγητής όντας
παιδί προσφύγων αισθάνεται περισσότερο οικείους τους πρόσφυγες απ’ ό,τι τους
απρόσωπους και αδιάφορους κατοίκους της πόλης.
«Κι όμως πόση συγκίνηση έχει να
κοιτάζεις ή να συζητάς στα καφενεία και να διαισθάνεσαι τη δική σου ή μια άλλη
πανάρχαια ράτσα. Ακούς εκείνες τις φωνές με τη ζεστή προφορά και σου ‘ρχεται ν’
αγκαλιάσεις.» Ο αφηγητής αισθάνεται κοντά στους πρόσφυγες την οικειότητα εκείνη
που χαρίζει η κοινή καταγωγή, αισθάνεται τους ακατάλυτους δεσμούς αίματος και
νιώθει τον εαυτό του κομμάτι της κοινωνίας τους. Το δέσιμο άλλωστε και η
ανθρώπινη επαφή και ζεστασιά που παρατηρεί στους προσφυγικούς συνοικισμούς, είναι
κάτι που λείπει από τη ζωή του και του δημιουργείται η επιθυμία να βρίσκεται κι
αυτός μαζί τους. «Τουλάχιστο, ας ήμουν σ’ ένα προσφυγικό συνοικισμό με
ανθρώπους της ράτσας μου τριγύρω.»
Οι ήρεμοι ρυθμοί ζωής των
προσφύγων, η συνεχής επικοινωνία που υπάρχει μεταξύ τους, οι απλές κουβέντες
στα καφενεία και η ανθρωπιά που χαρακτηρίζει τις μεταξύ τους σχέσεις, έρχονται
σε πλήρη αντίθεση με τους φρενήρεις ρυθμούς των κατοίκων της πόλης και την
πλήρη αποξένωση που υπάρχει ανάμεσά τους. «Σταματώ πολλές φορές στη μέση του
πεζοδρομίου, κι όπως το κούτσουρο που κόβει το νερό, έτσι περιστρέφονται γύρω
μου οι διαβάτες.», «Συγκατοικώ με ανθρώπους που αδιαφορούν τελείως για μένα, κι
εγώ γι’ αυτούς.» Ο Ιωάννου αδυνατεί να κατανοήσει την τάση των ανθρώπων της
πόλης να μη θέλουν να δημιουργήσουν σχέσεις μεταξύ τους, να αποφεύγουν κάθε
επικοινωνία και να προτιμούν να κινούνται αδιάφοροι μέσα σ’ ένα απρόσωπο
πλήθος.
Ο ίδιος, άλλωστε, αισθάνεται
μόνος τους και το κυριότερο χωρίς να έχει κατορθώσει να δημιουργήσει μια δική
του οικογένεια κι ένα δικό του σπίτι, ώστε να έχει και η δική του ζωή τα
θεμέλια εκείνα που θα του χάριζαν την πολύτιμη αίσθηση ότι ανήκει κάπου, ότι
βρίσκεται μαζί με δικούς του ανθρώπους. «Εγώ όμως από τώρα είμαι βαριά
παραπονεμένος. Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγματα ζω διαρκώς∙ στα έτοιμα και στα
ενοικιασμένα.» Εκείνο που επιθυμεί ο αφηγητής είναι να βρεθεί ανάμεσα σε
ανθρώπους που να τους αισθάνεται δικούς του, να αισθανθεί ότι αποκτά και η δική
του ζωή ρίζες και φυσικά να πάψει να είναι μόνος και ξένος ανάμεσα στους άλλους
ανθρώπους, γι’ αυτό και στο τέλος του πεζογραφήματος δηλώνει πως ζηλεύει
εκείνους που ζουν στον τόπο τους, στον τόπο που γεννήθηκαν, κι εκφράζει την
ευχή να μπορούσε τουλάχιστον να ζει σ’ έναν προσφυγικό συνοικισμό με ανθρώπους
της ράτσας του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου