Wyatt McCollum
Κωνσταντίνος
Καβάφης «Ο Δαρείος» Ερωτήσεις σχολικού βιβλίου
1.
Πώς επηρεάζει η ιστορική πραγματικότητα την ποιητική στάση του Φερνάζη; Πώς
σκιαγραφείται η προσωπικότητα και το ήθος του; (Να επισημάνετε το πώς αίρει το
αρχικό δίλημμά του).
Το ξέσπασμα του πολέμου προκαλεί μεγάλη
αναστάτωση στον Φερνάζη, καθώς του ανατρέπει τα σχέδια για την καταξίωσή του
μέσω του επικού ποιήματος που γράφει για τον Δαρείο. Αρχικά ο ποιητής
αντικρίζει αυτόν τον πόλεμο ως μια άκρως ανεπιθύμητη αναβολή στις προσωπικές
του επιδιώξεις, ωστόσο στην πορεία και καθώς σκέφτεται περισσότερο τις ελλιπείς
δυνατότητες του ποντιακού βασιλείου, αρχίζει να συνειδητοποιεί πως η όλη
κατάσταση μπορεί να μην είναι μια απλή αναβολή. Ίσως ο πόλεμος αυτός να θέσει
σε κίνδυνο την ασφάλεια του βασιλείου, ίσως μάλιστα να σημάνει και το τέλος της
ηγεμονίας του Μιθριδάτη.
Ωστόσο, παρά την απόγνωση στην οποία
περιέρχεται ο ποιητής και παρά το κλίμα φόβου και ανασφάλειας που
δημιουργείται, συνεχίζει να επεξεργάζεται στη σκέψη του την ποιητική του ιδέα.
Καταλήγει, λοιπόν, πως ο Δαρείος θα είχε υπεροψία και μέθη όταν παρέλαβε την
εξουσία της Περσίας. Επιλύει επομένως το αρχικό του δίλημμα επιλέγοντας την
εκδοχή που θα ήταν λιγότερο αρεστή στον Μιθριδάτη.
Η αλλαγή στη στάση του Φερνάζη και η
απόρριψη της αναληθούς εκδοχής που μόνο της στόχο είχε την κολακεία προς τον
βασιλιά συνδέεται άμεσα με την έναρξη του πολέμου. Η ερμηνεία εντούτοις αυτής
της επίδρασης δεν μπορεί να δοθεί με απόλυτη βεβαιότητα, καθώς ο ποιητής αφήνει
σκοπίμως ασαφή τα κίνητρα του Φερνάζη. Μπορούμε πάντως να λάβουμε υπόψη μας τις
ακόλουθες πιθανές ερμηνείες:
- Η απόφαση του Μιθριδάτη να
συγκρουστεί με τους Ρωμαίους σε μια αναμέτρηση που δύσκολα θα μπορούσε να τον
αναδείξει νικητή, επιβεβαιώνει την αλήθεια της ποιητικής ιδέας του Φερνάζη.
Κάποτε δηλαδή οι φιλόδοξοι και πάντοτε ορεγόμενοι περισσότερη δύναμη ηγέτες
φέρονται με τρόπο υπεροπτικό που στερείται της αναγκαίας νηφαλιότητας. Άρα ο
Μιθριδάτης με την ριψοκίνδυνη επιλογή του πιστοποιεί την εγκυρότητας της
ερμηνείας που ήθελε να δώσει ο Φερνάζης για τα συναισθήματα του Δαρείου.
- Το κλίμα ανασφάλειας που
δημιουργείται με την έκρηξη του πολέμου κι ο φόβος που καταλαμβάνει τον Φερνάζη
λειτουργούν απελευθερωτικά σε σχέση με την πρόθεσή του να κολακεύσει τον
Μιθριδάτη. Όπως το σκέφτεται ο ποιητής, ίσως ο πόλεμος αυτός να μη συνιστά μια
απλή αναβολή στα σχέδιά του, ίσως ο πόλεμος αυτός να τα ανατρέψει πλήρως. Το
ενδεχόμενο να μη διαβάσει ποτέ ο Μιθριδάτης αυτό το ποίημα είναι πλέον ορατό.
- Το ξέσπασμα του πολέμου κι η αίσθηση
του Φερνάζη πως οι δυνάμεις των Ρωμαίων είναι κατά πολύ ισχυρότερες, καθιστούν
πιθανό το γεγονός πως ο ποιητής αρχίζει πολύ γρήγορα να προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα
και να σκέφτεται πως με μια ενδεχόμενη ήττα του Μιθριδάτη, οι Ρωμαίοι θα είναι
οι νέοι άρχοντες της περιοχής. Ο Φερνάζης, επομένως, όχι μόνο απελευθερώνεται
από την ανάγκη να κολακεύσει τον Μιθριδάτη, αλλά σκέφτεται ήδη τη διάδοχη
κατάσταση.
Ο Φερνάζης με τη βασική του επιδίωξη να
συνθέσει ένα επικό ποίημα για να κερδίσει την εύνοια του βασιλιά Μιθριδάτη,
παρουσιάζεται ως ένας αυλοκόλακας. Ένας ποιητής δηλαδή που είναι έτοιμος να
χρησιμοποιήσει την τέχνη του μόνο και μόνο για να επαινέσει τον άρχοντα υπό την
προστασία του οποίου ζει. Ωστόσο, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη πως με το δίλημμα
που τίθεται στην πρώτη κιόλας στροφή ο Φερνάζης μοιάζει να μην είναι ολότελα
χωρίς καθαρή ποιητική συνείδηση. Ενώ θα μπορούσε να στραφεί απευθείας στην
επιλογή της κολακείας και του ψευδούς επαίνου, εκείνος διστάζει, σκέφτεται και
την επιλογή της αλήθειας, έστω κι αν αυτή θα λειτουργούσε αρνητικά για τα
σχέδιά του.
Η αντίδρασή του βέβαια, όταν μαθαίνει
για το ξέσπασμα του πολέμου, φανερώνει πως επί της ουσίας ήταν απόλυτα
αποφασισμένος να ολοκληρώσει το ποίημά του και να ξεπεράσει με κάποιο τρόπο το
αρχικό του δίλημμα. Μόνος του στόχος καθώς φαίνεται ήταν, μέσω του επικού του
ποιήματος, να αναδειχθεί και να θέσει μια και καλή τέρμα στις εις βάρος του
επικρίσεις από τους ζηλόφθονους επικριτές του, από τους άλλους ποιητές δηλαδή
της βασιλικής αυλής, που επίμονα αμφισβητούσαν το ποιητικό του ταλέντο και την
αξία του. Η απόγνωσή του μπροστά στον πόλεμο, που σχετίζεται πρωτίστως με την
αναβολή ή και την πιθανή ματαίωση των προσωπικών του σχεδίων, δείχνει πως ο
Φερνάζης είχε εναποθέσει όλες του τις ελπίδες στην ολοκλήρωση αυτού του
ποιήματος. Έτσι μπροστά στους πολλούς κινδύνους που επιφυλάσσει ένας πόλεμος,
εκείνος προτάσσει την αναβολή στα σχέδιά του και φανερώνει τον εγωκεντρισμό του
και την έμμονη προσήλωσή του στις ατομικές του επιδιώξεις και επιθυμίες.
Καθώς, μάλιστα, συνειδητοποιεί καλύτερα
τις συνέπειες που μπορεί να έχει ο πόλεμος, ο Φερνάζης εκδηλώνει το φόβο και
την ανασφάλειά του∙ χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου που δε θα αναλάμβανε ποτέ μια
ενεργή συμμετοχή στις πολεμικές συγκρούσεις, ενός ανθρώπου που απέχει από τη
δράση και τη δυναμική προάσπιση της ασφάλειας της δικής του και των γύρω του.
Κι είναι τέτοιας έντασης ο φόβος του, ώστε ο ποιητής στρέφεται στις επικλήσεις
προς τους μεγάλους θεούς, τους προστάτες της Ασίας (αν και εξελληνισμένος, ο
φόβος τον ωθεί προς τους πατρογονικούς του θεούς).
Ωστόσο, παρά το φόβο του και παρά τη
μεγάλη του απογοήτευση ο Φερνάζης δεν χάνει την ποιητική του ιδιότητα,
συνεχίζει να επεξεργάζεται την ποιητική του ιδέα και μπροστά στη δίνη του
πολέμου προκρίνει τελικά την καταγραφή της αλήθειας. Επιλογή, η οποία ίσως να
φανερώνει τον καιροσκοπικό του χαρακτήρα, μιας και καθώς διαφαίνεται πως μια
πιθανή ήττα του Μιθριδάτη θα έφερνε αλλαγή στην εξουσία του τόπου, ο Φερνάζης
μοιάζει έτοιμος να προσαρμοστεί στις νέες καταστάσεις και να υπηρετήσει πια
τους νέους ηγέτες.
Αν αυτή είναι η σκέψη που ωθεί τον
Φερνάζη να επιλέξει την αλήθεια σχετικά με τα συναισθήματα του Δαρείου, τότε
καθίσταται σαφές πως ο ποιητής αυτός είναι πρόθυμος να εκμεταλλευτεί
οποιεσδήποτε περιστάσεις προκειμένου να εξυπηρετήσει τα προσωπικά του
συμφέροντα.
2.
Το πρώτο πληθυντικό πρόσωπο (μας) επιτρέπει να συμπεράνουμε πως την αφήγηση
αναλαμβάνει ένας υποθετικός αφηγητής. Ποιο είναι το ήθος του και ποιος ο ρόλος
του;
Η κτητική αντωνυμία που εντοπίζεται
τόσο όταν μας δίνονται τα λόγια του Φερνάζη (ο ένδοξός μας βασιλεύς), όσο κι
όταν ακούμε τη φωνή του υπηρέτη (το πλείστον του στρατού μας πέρασε τα σύνορα)
παραπέμπει στα σημεία όπου ο τριτοπρόσωπος αφηγητής λειτουργώντας ως
διαμεσολαβητής μας παρουσιάζει τα λόγια και τις σκέψεις των προσώπων του
ποιήματος, όπως αυτά ειπώθηκαν. Η παρουσία, επομένως, του υποθετικού αφηγητή
είναι κυρίως εμφανής στα σημεία της τριτοπρόσωπης αφήγησης.
Ο υποθετικός αυτός αφηγητής στέκει ως
αυστηρός κριτής του ποιητή Φερνάζη και με τον ειρωνικό τρόπο που παρουσιάζει το
δίλημμα, τις επιδιώξεις και τους φόβους του, επικρίνει κάθε του επιλογή και
συμπεριφορά που δε συνάδει με τη στάση ενός αληθινού και αφοσιωμένου θεράποντα
της ποιητικής τέχνης. Ο υποθετικός αφηγητής είναι απορριπτικός απέναντι στη
χρησιμοθηρική αντιμετώπιση που επιφυλάσσει ο Φερνάζης στην τέχνη του, είναι
ειρωνικός απέναντι στην κενόδοξη υπεροψία του πως με το επικό του ποίημα και με
τις κολακείες που θα περιέχονταν σε αυτό θα κατόρθωνε να αναδειχθεί ως ποιητής,
είναι ειρωνικός και ως προς τη διακαή επιθυμία του Φερνάζη να αποστομώσει τους
επικριτές του, δηλαδή τους άλλους ποιητές της βασιλικής αυλής, είναι συνάμα
ειρωνικός κι απέναντι στο φόβο που καταλαμβάνει τον φιλόδοξο αυτό ποιητή όταν
αργοπορημένα συνειδητοποιεί τους κινδύνους του πολέμου. Η ειρωνεία του υποχωρεί
με τρόπο αμφίσημο, μόνο όταν ο Φερνάζης επιλέγει την αλήθεια για τα
συναισθήματα του Δαρείου.
Ο αφηγητής αυτός εκφράζει επί της
ουσίας τις απόψεις του ίδιου του Καβάφη, ο οποίος θεωρούσε πάντοτε την απόλυτη
αξία της ποίησης ως κάτι το αδιαπραγμάτευτο και εκλάμβανε το ρόλο του ποιητή ως
τιμή και προνόμιο με εξέχουσα ευθύνη, που θα έπρεπε κάθε δημιουργός να σέβεται.
Ωστόσο, ο Καβάφης επιχειρεί μια διπλή αποστασιοποίηση σε αυτό το ποίημα, τόσο
δηλαδή από τον Φερνάζη, που με τον εγωκεντρισμό και την ωφελιμιστική θέαση της
ποίησης αποτελεί ένα αρνητικό πρότυπο, όσο κι από το ρόλο του ειρωνικού
σχολιαστή, γι’ αυτό άλλωστε αναθέτει την αφήγηση σ’ έναν τριτοπρόσωπο,
παντογνώστη αφηγητή.
Με αυτό τον τρόπο η ιδιαιτέρως καυστική
αντιμετώπιση του Φερνάζη με τη συνεχή ειρωνεία, που δημιουργεί εν τέλει μια
αρνητική εικόνα για την τόσο αυστηρή αντιμετώπιση, αποδίδεται στον υποθετικό
αφηγητή και όχι στον Καβάφη.
[Στους στ. 26-33 η αφήγηση γίνεται
πρωτοπρόσωπη, δείχνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο τις σκέψεις του Φερνάζη άμεσα και
παραστατικά.]
Στο ποίημα έχουμε έναν τριτοπρόσωπο
παντογνώστη αφηγητή, ο οποίος παρουσιάζει τη διαδικασία της ποιητικής
δημιουργίας ενός ποιητή, καθώς και τα γεγονότα που εμπλέκονται και επηρεάζουν
τη δημιουργία αυτή. Ο τριτοπρόσωπος αυτός αφηγητής δε θα πρέπει να ταυτίζεται
με τον Καβάφη, καθώς κάθε αφηγηματική φωνή δεν είναι παρά ένα δημιούργημα του
ποιητή ή συγγραφέα∙ μια υποθετική παρουσία που συντίθεται με λέξεις, αλλά δε
συνιστά πραγματική έκφανση του ίδιου του ποιητή. Εμφανής ωστόσο είναι κι η
πρωτοπρόσωπη αφήγηση, όπου το λόγο λαμβάνει κυρίως ο ποιητής Φερνάζης, αλλά κι
ο υπηρέτης του σ’ ένα σημείο.
Το διαρκές πέρασμα απ’ την τριτοπρόσωπη
στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση προσδίδει στο ποίημα ζωντάνια, συμβάλλοντας στην
ενίσχυση της θεατρικότητάς του. Συνάμα, επιτρέπει την εναλλαγή της εστίασης και
την προβολή των βασικών θεματικών του ποιήματος από διαφορετική κάθε φορά
οπτική. Έχουμε έτσι, από τη μία την εγωκεντρική θέαση των πραγμάτων από τον
ποιητή Φερνάζη και από την άλλη την αντίδραση ενός εξωτερικού παρατηρητή, του
τριτοπρόσωπου αφηγητή, ο οποίος μέσω κυρίως της ειρωνείας εκφράζει έμμεσα τη
δική του θέση. Σε αρκετά σημεία επομένως η εναλλαγή αφηγητών επιτρέπει στην ειρωνεία
του ποιητή να καταστεί εναργέστερη, καθώς σε πρώτο πρόσωπο δίνονται κυρίως οι
επιθυμίες του Φερνάζη για προσωπική ανάδειξη κι οι φόβοι του. Παράλληλα, με τη
διαρκή αυτή εναλλαγή δυσχεραίνεται η διάκριση ανάμεσα στις αφηγηματικές φωνές
και άρα η διαφοροποίησή τους, στοιχείο που συνάδει με το γεγονός ότι ο ποιητής
Φερνάζης επιλύοντας το δίλημμά του υπέρ της ιστορικής αλήθειας, έρχεται
εγγύτερα στο ήθος του παντογνώστη αφηγητή αίροντας κατά κάποιο τρόπο την
ειρωνική εις βάρος του διάθεση.
Θα πρέπει να σημειωθεί πως ανάμεσα στις
αφηγηματικές φωνές και τον ίδιο τον Καβάφη υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές ήθους.
Από τη μία υπάρχει ο ποιητής Φερνάζης, ο οποίος θεωρεί πως χρησιμοποιώντας την
τέχνη του μπορεί να αναδειχθεί κερδίζοντας την εύνοια του βασιλιά και αποστομώνοντας
παράλληλα τους επικριτές του. Αμφιταλαντεύεται ωστόσο για το αν θα πρέπει να
υπονομεύσει την ποιητική του ακεραιότητα για χάρη αυτής της ανάδειξης, και εν
τέλει μέσα στην αναστάτωση της έκρηξης του πολέμου αποφασίζει υπέρ της αλήθειας
και υπέρ της τέχνης του.
Από την άλλη υπάρχει η ειρωνική φωνή
του παντογνώστη αφηγητή που επικρίνει την πρόθεση του Φερνάζη να γίνει ένας
απλός κόλακας, τονίζει την κενοδοξία του και προβάλλει πόσο εγωκεντρικός είναι
όταν με το άκουσμα της είδησης για την έναρξη του πολέμου σκέφτεται την αναβολή
των προσωπικών του σχεδίων. Ο παντογνώστης αφηγητής στέκει ως αυστηρός κριτής
του Φερνάζη και του αναγνωρίζει μόνο το γεγονός πως ακόμη και στη σύγχυση και
την ταραχή του πολέμου συνεχίζει να επεξεργάζεται την ποιητική του ιδέα.
Τέλος, πάνω απ’ τις αφηγηματικές φωνές
βρίσκεται ο ίδιος ο Καβάφης, οι προθέσεις του οποίου φανερώνονται απ’ τις
θεματικές που επιλέγει να επεξεργαστεί. Ο Καβάφης, λοιπόν, αναγνωρίζει πως
κάποτε οι ποιητές βλέπουν ωφελιμιστικά την τέχνη τους, αντιλαμβάνεται τις
μικρότητες και τις αντιπαλότητες μεταξύ ομοτέχνων, γνωρίζει πως ο δημιουργός
κάποτε καλείται να επιλέξει ανάμεσα στην αλήθεια και σε ό,τι τυχόν εξυπηρετεί
προσωπικά του συμφέροντα ή σε ό,τι δεν πρόκειται να δημιουργήσει αντίδραση από
τους φορείς εξουσίας, και φυσικά διακρίνει την φίλαρχη και υπεροπτική φύση των
ηγεμόνων κάθε εποχής, οι οποίοι αποδέχονται την τέχνη μόνο φαινομενικά και μόνο
όσο βρίσκεται σε αντιστοιχία με τις δικές τους πεποιθήσεις.
Ο Καβάφης χρησιμοποιεί τον παντογνώστη
αφηγητή για να ασκήσει έντονη ειρωνεία απέναντι σε ό,τι προδίδει τον απόλυτο
σεβασμό που οφείλεται στην αλήθεια της ποιητικής τέχνης, κατορθώνει ωστόσο να
τον υπονομεύσει αφήνοντας ασαφές το κίνητρο της τελικής μεταστροφής του
Φερνάζη. Προκρίνει ο Φερνάζης την ιστορική αλήθεια γιατί το ξέσπασμα του
πολέμου και η πιθανότητα να μη διαβάσει ποτέ ο Μιθριδάτης το ποίημά του τον
απελευθερώνει από την ανάγκη της κολακείας ή διότι θεωρεί πως θα υπάρξει αλλαγή
στην ηγεσία του τόπου οπότε οι αναγνώστες του ποίηματός του θα είναι τελικά οι
Ρωμαίοι; Είναι η απόφαση του Μιθριδάτη να συγκρουστεί με τους Ρωμαίους η έσχατη
εκείνη επιβεβαίωση, που αναζητούσε ο Φερνάζης, της υπεροψίας και της μέθης που
διακρίνει τους εκάστοτε φιλόδοξους ηγεμόνες και τους ωθεί σε παράτολμες πράξεις
ή μήπως προκρίνεται και πάλι η κολακεία, υπέρ άλλων ηγεμόνων αυτή τη φορά;
Οι στίχοι που ανήκουν σε πρωτοπρόσωπο
αφηγητή είναι οι ακόλουθοι:
-
(Από
αυτόν / κατάγεται ο ένδοξός μας βασιλεύς, / ο Μιθριδάτης, Διονυσος κ’ Ευπάτωρ).
-
ίσως
υπεροψίαν και μέθην όχι όμως – μάλλον / σαν κατανόησι της ματαιότητας των
μεγαλείων.
-
Άρχισε ο
πόλεμος με τους Ρωμαίους. Το πλείστον του στρατού μας πέρασε τα σύνορα. [Αυτά
είναι τα μοναδικά λόγια που δίνονται από τον υπηρέτη.]
-
Τι
συμφορά! Πού τώρα ο ένδοξός μας βασιλεύς, / ο Μιθριδάτης, Διόνυσος κ’ Ευπάτωρ,
μ’ ελληνικά ποιήματα ν’ ασχοληθεί. Μέσα σε πόλεμο – φαντάσου, ελληνικά
ποιήματα.
-
Και νάταν
μόνο αναβολή, πάλι καλά. / Αλλά να δούμε αν έχουμε κι ασφάλεια / στην Αμισό.
Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως οχυρή. / Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Ρωμαίοι /
Μπορούμε να τα βγάλουμε μ’ αυτούς, οι Καππαδόκες; Γένεται ποτέ; / Είναι να
μετρηθούμε τώρα με τες λεγεώνες; / Θεοί μεγάλοι, της Ασίας προστάται, βοηθήστε
μας.-
-
το
πιθανότερο είναι, βέβαια, υπεροψίαν και μέθην / υπεροψίαν και μέθην θα είχεν ο
Δαρείος.
3.
Να εντοπίσετε τα στοιχεία της ειρωνείας και να δείξετε τα διαφορετικά επίπεδα
στα οποία αυτή λειτουργεί.
«Ο ποιητής Φερνάζης το σπουδαίον μέρος
/ του επικού ποιήματός του κάμνει»
Το επίθετο σπουδαίον, με το καταληκτικό
ν που παραπέμπει σε λόγιο τύπο κι όχι στη δημοτική, συνιστά λεκτική ειρωνεία
υπό την έννοια πως ό,τι καθιστά σπουδαίο το μέρος αυτό του ποιήματος δεν είναι
ούτε ο τρόπος με τον οποίο ο Δαρείος «παρέλαβε» την εξουσία ούτε τα
συναισθήματα που είχε εκείνη τη στιγμή. Η σπουδαιότητα έγκειται στη δυσκολία
που υπάρχει στο να αποσιωπηθεί ο δόλιος τρόπος που κατέκτησε την εξουσία, αλλά
και στο κατά πόσο μπορεί ο ποιητής να φανεί ειλικρινής για τα πραγματικά
συναισθήματα του Δαρείου όταν απέκτησε την ισχυρή αυτή εξουσία.
«χρειάζεται φιλοσοφία // Βαθέως
σκέπτεται το πράγμα ο ποιητής»
Σε σχέση με τα συναισθήματα του Δαρείου
και φυσικά με το αν θα πρέπει ο Φερνάζης να είναι ειλικρινής ή όχι, ο αφηγητής
παρουσιάζει με ειρωνικό τρόπο τη μεγάλη περισυλλογή του ποιητή. Αν ο Φερνάζης
σεβόταν την τέχνη του και δεν ήθελε να τη χρησιμοποιήσει ως μέσο κολακείας, δε
θα είχε τέτοιους προβληματισμούς, θα έγραφε απευθείας την αλήθεια.
«(Από αυτόν / κατάγεται ο ένδοξός μας
βασιλεύς, / ο Μιθριδάτης, Διονυσος κ’ Ευπάτωρ)»
Η αναφορά στον Μιθριδάτη, που
περιλαμβάνει το αξίωμα, τα προσωνύμια και τον επιθετικό προσδιορισμό ένδοξος,
δίνεται και τις δύο φορές (εκ νέου στους στίχους 17-18) με τη φωνή του Φερνάζη.
Ο φανταστικός ποιητής χρησιμοποιώντας και την κτητική αντωνυμία «μας» που
φανερώνει μια αίσθηση οικειότητας απέναντι στο βασιλιά, μα συνάμα υποδηλώνει
και δουλικότητα, εκφράζει το μεγάλο σεβασμό και θαυμασμό του για τον Μιθριδάτη,
με την υπερβολή όλης αυτής της έκφρασης.
Η ειρωνεία αυτής της φράσης έγκειται ως
ένα βαθμό στο γεγονός ότι φανερώνει την αλαζονεία και την έπαρση των ηγεμόνων,
που επιθυμούν να προβάλλονται μέσα από μεγαλοπρεπείς και κολακευτικούς τίτλους.
Ωστόσο, η φράση αυτή λαμβάνει μια επιπλέον ειρωνική διάσταση αμέσως μόλις
ξεσπάσει ο πόλεμος και γίνει φανερό πως ο Φερνάζης αφενός δεν έχει εμπιστοσύνη
στη δυνατότητα του Μιθριδάτη να αντιμετωπίσει τους Ρωμαίους και αφετέρου δεν
είναι τόσο αφοσιωμένος στο βασιλιά του, καθώς πολύ σύντομα θα αρχίσει να
λαμβάνει υπόψη του τη διάδοχη κατάσταση.
[Ας σημειωθεί πως ο Μιθριδάτης, ως
ιστορικό πρόσωπο, δεν κατείχε εξαιρετικές στρατιωτικές ικανότητες∙ οι επιτυχίες
του σ’ αυτόν τον τομέα οφείλονταν στο γεγονός ότι χρησιμοποιούσε αξιόλογους
Έλληνες στρατηγούς.]
«Ο ποιητής μένει ενεός. Τι συμφορά!»
Το ξέσπασμα του πολέμου ανατρέπει τα
σχέδια του Φερνάζη και συνιστά δραματική ειρωνεία. Η δραματική ειρωνεία, που
χρησιμοποιείται συχνά στην ποίηση του Καβάφη, βασίζεται στην αιφνίδια αλλαγή
των καταστάσεων, με τα πράγματα να εξελίσσονται πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι
σχεδίαζαν και προσδοκούσαν τα πρόσωπα του ποιήματος.
«μ’ ελληνικά ποιήματα ν’ ασχοληθεί /
Μέσα σε πόλεμο – φαντάσου, ελληνικά ποιήματα.»
Ενώ θα περίμενε κανείς πως η είδηση του
πολέμου θα προξενούσε φόβο στον Φερνάζη για την ασφάλεια των πολιτών του
κράτους, εκείνος απελπίζεται και σκέφτεται πως τώρα ο Μιθριδάτης δεν πρόκειται
να ασχοληθεί με το ποίημά του. Η ανατροπή των σχεδίων του Φερνάζη, αλλά και το
γεγονός πως ενώ θα περίμενε κανείς ότι η πρώτη του σκέψη θα ήταν η ασφάλεια των
συμπολιτών του, εκείνος σκέφτεται την αναβολή της προσωπικής του καταξίωσης,
συνιστούν δραματική ειρωνεία.
Συνάμα, η φράση αυτή χρησιμεύει ώστε να
τονιστεί με τρόπο και πάλι ειρωνικό πόσο άστοχη και άκαιρη μοιάζει η ενασχόληση
με την ποίηση εν μέσω πολέμου. Ενώ, ειρωνικά αντιμετωπίζεται και η προσκόλληση
του Φερνάζη στα προσωπικά του σχέδια και στις ατομικές του επιδιώξεις.
«Αδημονεί ο Φερνάζης. Ατυχία! // Τι
αναβολή, τι αναβολή στα σχέδιά του.»
Στους στίχους αυτούς ο Καβάφης
ειρωνεύεται την αδημονία και την απόγνωση του Φερνάζη, ο οποίος θέλησε να
χρησιμοποιήσει την ποίηση ως μέσο κολακείας, ως μέσο για ν’ αποκτήσει φήμη και
καταξίωση κι ως μέσο για να αποστομώσει τους επικριτές του. Μπροστά στον
κίνδυνο του πολέμου ο Φερνάζης σκέφτεται επίμονα τη ματαίωση των δικών του
σχεδίων.
Η στάση αυτή του Φερνάζη φέρνει στην
επιφάνεια ένα ακόμη επίπεδο της ειρωνείας του ποιήματος, καθώς η υπεροψία και η
μέθη, που μέχρι πρότινος έμοιαζαν να χαρακτηρίζουν μόνο τους φιλόδοξους και
αιμοσταγείς ηγέτες, τώρα έρχεται να αποδοθεί και στον κενόδοξο ποιητή. Ο
Φερνάζης θεωρούσε βέβαιο πως με την ολοκλήρωσή του ποιήματός του θα κέρδιζε την
αναγνώριση που τόσο ποθούσε και θα έδινε μια τελειωτική απάντηση στους
φθονερούς επικριτές του. Η έναρξη ωστόσο του πολέμου έδωσε μια διαφορετική
απάντηση στον ίδιο τον υπεροπτικό ποιητή που είχε την αίσθηση πως μπορούσε να
ελέγξει την πορεία των πραγμάτων.
«τους επικριτάς του, τους φθονερούς,
τελειωτικά ν’ αποστομώσει»
Ο στίχος αυτός με τη χρήση των λέξεων
«φθονερούς» και «αποστομώσει» φέρνει στην επιφάνεια τη μικροπρέπεια και την
ατελέσφορη αντιπαλότητα που υπάρχει ανάμεσα στους ποιητές της αυλής. Εμφανής η
ειρωνεία τόσο μέσω του φανερώματος των ευτελών επιδιώξεων του Φερνάζη, όσο και
μέσω της ανατροπής του σχεδιασμού του.
Οι εκφράσεις φόβου της 5ης
στροφής «αν έχουμε κι ασφάλεια στην Αμισό. Δεν είναι πολιτεία εκτάκτως οχυρή. /
Είναι φρικτότατοι εχθροί οι Ρωμαίοι», οι ρητορικές ερωτήσεις, αλλά και η
επίκληση στους θεούς, έρχονται να τονίσουν τη δειλία Φερνάζη και την όψιμη
συνειδητοποίηση του κινδύνου. Η ηττοπάθεια του ποιητή αντιμετωπίζεται ειρωνικά από
τον αφηγητή, ο οποίος επισημαίνει το φόβο του ανθρώπου που μόλις άκουσε για το
ξέσπασμα του πολέμου το πρώτο που σκέφτηκε ήταν η αναβολή της προσωπικής του
ανάδειξης.
Η ειρωνεία του ποιήματος λεκτική,
δραματική (αιφνίδια ανατροπή των δεδομένων, αναπάντεχες αντιδράσεις των
προσώπων), τραγική (ο αναγνώστης γνωρίζει πως ο ένδοξος Μιθριδάτης οδεύει προς
την καταστροφή του) δεν έχει πάντοτε ως αποδέκτη μόνο το πρόσωπο που σε πρώτη
ανάγνωση γίνεται αποδέκτης της. Έτσι, η πρώτη κιόλας διαπίστωση του ποιήματος
πως τα πρόσωπα της εξουσίας και ειδικότερα ο Δαρείος διακατέχονται από υπεροψία
και μέθη, όταν με δόλιους τρόπους κατακτούν ή επεκτείνουν την εξουσία τους,
τρέπεται σταδιακά σ’ ένα ειρωνικό σχόλιο για τον ίδιο τον Φερνάζη. Ο όλος
σχεδιασμός του ποιητή, το πώς δηλαδή χάρη στην κολακεία του θα καταφέρει να
αναδειχθεί και να λάβει μια τέτοια καταξίωση που θα τερματίσει τις εις βάρος
του επικρίσεις των ομοτέχνων του, ανατρέπεται και φανερώνει όλη την
μικροπρέπειά του. Η υπεροψία δε συναντάται και δε χαρακτηρίζει μόνο πρόσωπα της
εξουσίας∙ ακόμη και στο χώρο της ποίησης υπάρχουν εκείνοι που με πλάγιους
τρόπους επιχειρούν να διεκδικήσουν τη φήμη και την καταξίωση. Ο πρόθυμος
αυλοκόλακας Φερνάζης είναι ένα προφανές παράδειγμα.
Συνάμα η υπεροψία και η μέθη είναι τα
στοιχεία που χαρακτηρίζουν και την απόφαση του Μιθριδάτη να ξεκινήσει μια
πολεμική αναμέτρηση με τους Ρωμαίους. Ό,τι ο Φερνάζης σκεφτόταν να αποφύγει να
πει για τον Δαρείο, εμφανίζεται τώρα επίκαιρο και επικίνδυνο στη συμπεριφορά
του ένδοξου Μιθριδάτη.
Ο Καβάφης, επίσης, επιφυλάσσει μια
ενδιαφέρουσα υπονόμευση ακόμη και στον υποθετικό αφηγητή του ποιήματος, που με
τόση διάθεση ανωτερότητας ειρωνεύεται τον ωφελιμισμό και τις επιδιώξεις του
Φερνάζη. Ο Καβάφης σαφώς απορρίπτει τη στάση του Φερνάζη, αλλά γνωρίζει κιόλας
πως κανείς δε μπορεί να ισχυριστεί με απόλυτη ασφάλεια για τον εαυτό του πως
ποτέ δεν έχει φερθεί ή δεν έχει σκεφτεί ανάλογα. Έτσι, ο υποτιθέμενος αφηγητής
εμφανίζεται να εγκαταλείπει την ειρωνεία στο κλείσιμο του ποιήματος, τη στιγμή
δηλαδή που ο Φερνάζης αποφασίζει υπέρ της αλήθειας, καθώς δημιουργείται η
εντύπωση πως ο Φερνάζης επιστρέφει με αυτόν τον τρόπο στη δέουσα για έναν
ποιητή επιλογή, στο σεβασμό δηλαδή της τέχνης του. Επί της ουσίας όμως η
μεταστροφή του Φερνάζη δεν υποδηλώνει αναγκαία σεβασμό προς την τέχνη του, ούτε
πως υπερίσχυσε μέσα του η ποιητική του συνείδηση. Είναι πολύ πιθανό πως ο
Φερνάζης έχει και πάλι κατά νου την κολακεία, απλώς αυτή τη φορά σκοπεύει να τη
στρέψει προς άλλους ηγεμόνες. Ο Καβάφης αφήνει σκοπίμως αμφίσημο αυτό το
σημείο.
Το ότι η υπεροψία, ο καιροσκοπισμός, η
πρόταξη του προσωπικού συμφέροντος και η χρησιμοποίηση κάποτε ακόμη και δόλιων
μέσων για την επίτευξη ατομικών επιδιώξεων είναι καταστάσεις που δεν αφορούν
μόνο τον Δαρείο, τον Μιθριδάτη και τον Φερνάζη, είναι σαφές. Ωστόσο, ο Καβάφης
που κρύβει την ειρωνική του διάθεση πίσω από τον τριτοπρόσωπο αφηγητή, δε
διστάζει να γίνει αποδέκτης κι ο ίδιος της ειρωνείας που επιφυλάσσει στον
επινοημένο ποιητή Φερνάζη. Οι ομοιότητες ανάμεσά τους είναι αρκετές (πρόκειται
για ποιητές που συνθέτουν ποιήματα σε περίοδο πολέμου, επιλέγουν κι οι δύο το
κεντρικό τους πρόσωπο από μια προγενέστερη εποχή, είναι αποδέκτες δριμείας
επίκρισης) και μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε τον αυτοσαρκασμό του Καβάφη.
Ωστόσο, η ειρωνεία που διατρέχει το ποίημα έχει ως αποδέκτη ακόμη και τον
αναγνώστη που κρίνει εκ τους ασφαλούς τη στάση του Φερνάζη. Η υπεροψία, η
ματαιοδοξία κι η επιθυμία προσωπικής ανάδειξης δεν είναι χαρακτηριστικά μόνο
του επινοημένου Φερνάζη.
4.
Ο τίτλος «Δαρείος» σχετίζεται με το ποίημα του Φερνάζη ή με το ιστορικό
πρόσωπο;
Ο τίτλος του ποιήματος Ο Δαρείος
φαινομενικά μας παραπέμπει στον Πέρση βασιλιά, ωστόσο με την ανάγνωση του
ποιήματος γίνεται σαφές πως ο Δαρείος είναι ιδωμένος και ενδιαφέρει μόνο υπό το
πρίσμα των συλλογισμών που κάνει γι’ αυτόν ο ποιητής Φερνάζης. Το ποίημα του
Καβάφη δεν γράφεται για τον Δαρείο ως ιστορικό πρόσωπο, αλλά για το ποίημα
«Δαρείος» και τους προβληματισμούς που αυτό θέτει στον φανταστικό του δημιουργό
Φερνάζη.
Παρόλο που ο Δαρείος δεν αποτελεί παρά
ένα δευτερεύον πρόσωπο μέσα στο ποίημα, με αυτόν σχετίζεται μία από τις
βασικότερες θεματικές του ποιήματος, γι’ αυτό και ο Καβάφης θέτει το όνομά του
στον τίτλο, ώστε ο αναγνώστης να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στην προβληματική που
δημιουργούν τα πιθανά συναισθήματά του στον ποιητή Φερνάζη. Είναι σαφές,
άλλωστε, πως η όλη επεξεργασία όσων σχετίζονται με τον Δαρείο γίνεται από τον
Φερνάζη∙ εκείνος αναρωτιέται σχετικά με την υπεροψία και τη μέθη, που
πιθανότατα διακατείχαν τον βασιλιά, όταν έγινε κύριος της Περσίας. Στον ίδιο
τον Φερνάζη μάλιστα επιστρέφουν τα συναισθήματα αυτά, αφού κι ο ίδιος πέφτει
στην παγίδα της υπεροψίας, όταν θαρρεί πως μπορεί να ελέγξει την πορεία των
πραγμάτων και να κερδίσει την αναγνώρισή του, χωρίς να έχει λάβει υπόψη του
τους αστάθμητους παράγοντες που διέπουν τη ζωή των ανθρώπων.
Ο Καβάφης δεν προσθέτει και δεν
επεξεργάζεται τίποτε περισσότερο για τον Δαρείο πέρα από αυτά που απασχολούν
τον Φερνάζη. Ακόμη κι η τελική επιλογή υπέρ της ιστορικής αλήθειας, υπέρ της
υπεροψίας και της μέθης, γίνεται από τον Φερνάζη. Ως εκ τούτου η όλη ποιητική
ιδέα που σχετίζεται με τον Δαρείο γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας αποκλειστικά
από τον Φερνάζη. Το ποίημα του Καβάφη και ο τίτλος του δικού του ποιήματος
αναφέρονται στον «Δαρείο» του Φερνάζη, καθώς
περιεχόμενο του καβαφικού ποιήματος είναι η ποιητική διαδικασία και η
ποιητική δημιουργία του εγκιβωτισμένου και υπό δημιουργία ποιήματος.
Εργασία
Ποια
απάντηση θα δίνατε στις ποιητικές απορίες που διατυπώνονται στο ποίημα του
Λουκά Κούσουλα:
Καβάφης
«Ο Δαρείος»
Καημένος Φερνάζης…
Του ‘πεσε καν ελαφριά
η πολιορκία πρώτα, η κατοχή μετά;
Είχε μεγάλα μπλεξίματα;
Εδέησε άραγε να ξεγλιστρήσει,
πέρασε στα βουνά, επέζησε;
Πέτυχε τέλος την ευκαιρία:
τέλειωσε καμιά φορά τον «Δαρείο» του;
[Σχηματο-ποίηση, 1967]
Ο Λουκάς Κούσουλας αντικρίζει την
εμπειρία του Φερνάζη με όρους που αντικατοπτρίζουν την ελληνική περιπέτεια από
την έναρξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου και ύστερα. Η γερμανική Κατοχή, το
πέρασμα πολλών Ελλήνων στα βουνά για την αντίσταση κι οι μεγάλες απώλειες που
γνώρισε ο ελληνικός λαός περνούν στους στίχους του και συσχετίζονται με ό,τι
φαντάζεται ο ποιητής πως θα αντιμετώπισαν στην Αμισό μετά τη διαφαινόμενη νίκη
των Ρωμαίων.
Αν ο Φερνάζης ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο
θα ερχόταν αντιμέτωπος με εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις μιας και στο πλαίσιο
του 3ου μιθριδατικού πολέμου που τοποθετείται η δράση του, οι Ρωμαίοι
όχι μόνο κατέλαβαν την πόλη του την Αμισό, αλλά και την κατέστρεψαν. Οπότε, αν
κρίνουμε από τη δειλία που χαρακτηρίζει τις σκέψεις του, είναι μάλλον απίθανο
πως ο ποιητής αυτός θα κατόρθωνε να περάσει στα βουνά∙ κι αν το έκανε σίγουρα
δε θα ήταν για να αντισταθεί στους κατακτητές.
Το πιθανότερο είναι πως ο Φερνάζης θα
έβρισκε τον τρόπο να προσκολληθεί στους νέους ηγεμόνες της χώρας του,
χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτό την τέχνη του και φυσικά την κολακεία. Έτσι,
αν ολοκλήρωνε τον Δαρείο θα το έκανε με τέτοιο τρόπο ώστε το επικό του ποίημα
να ήταν αρεστό στους Ρωμαίους.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου