Skam4
Λυσίας
«Υπέρ Μαντιθέου» § 9-13 [κείμενο, μετάφραση, ασκήσεις σχολικού]
[9] Περὶ μὲν τοίνυν αὐτῆς τῆς αἰτίας οὐκ οἶδ᾽ ὅ τι δεῖ πλείω λέγειν· δοκεῖ δέ μοι, ὦ βουλή, ἐν μὲν τοῖς ἄλλοις ἀγῶσι περὶ αὐτῶν μόνων τῶν κατηγορημένων προσήκειν ἀπολογεῖσθαι, ἐν δὲ ταῖς δοκιμασίαις δίκαιον εἶναι παντὸς τοῦ βίου λόγον διδόναι. δέομαι οὖν ὑμῶν μετ᾽ εὐνοίας ἀκροάσασθαί μου. ποιήσομαι δὲ τὴν ἀπολογίαν ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων.
Γι’ αυτή, λοιπόν, την κατηγορία δε
γνωρίζω γιατί πρέπει να πω περισσότερα. Μου φαίνεται, άλλωστε, κύριοι
βουλευτές, ότι ενώ στους άλλους δικαστικούς αγώνες αρμόζει να απολογείται κανείς
μόνο για τις ίδιες τις κατηγορίες, στις δοκιμασίες όμως είναι δίκαιο να
λογοδοτεί για όλη του τη ζωή. Σας παρακαλώ, λοιπόν, να με ακούσετε με εύνοια.
Και θα απολογηθώ όσο μπορώ πιο σύντομα.
[10] Ἐγὼ γὰρ πρῶτον μέν, οὐσίας μοι οὐ πολλῆς καταλειφθείσης διὰ τὰς συμφορὰς καὶ τὰς τοῦ πατρὸς καὶ τὰς τῆς πόλεως, δύο μὲν ἀδελφὰς ἐξέδωκα ἐπιδοὺς τριάκοντα μνᾶς ἑκατέρᾳ, πρὸς τὸν ἀδελφὸν δ᾽ οὕτως ἐνειμάμην ὥστ᾽ ἐκεῖνον πλέον ὁμολογεῖν ἔχειν ἐμοῦ τῶν πατρῴων, καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους ἅπαντας οὕτως βεβίωκα ὥστε μηδεπώποτέ μοι μηδὲ πρὸς ἕνα μηδὲν ἔγκλημα γενέσθαι.
Εγώ, λοιπόν, κατ’ αρχάς, αν και δε μου
κληροδοτήθηκε μεγάλη περιουσία εξαιτίας των συμφορών και του πατέρα μου και της
πόλης, πάντρεψα δύο αδελφές, δίνοντας στην καθεμιά ως προίκα τριάντα μνες, και
μοιράστηκα με τον αδελφό μου με τέτοιο τρόπο, ώστε να παραδέχεται εκείνος ότι
έχει περισσότερα από μένα από την πατρική περιουσία, και σε σχέση με όλους τους
άλλους έχω ζήσει έτσι, ώστε να μη δώσω καμιά αφορμή για παράπονο ποτέ μέχρι
τώρα ούτε σε έναν.
[11] καὶ τὰ μὲν ἴδια οὕτως διῴκηκα· περὶ δὲ τῶν κοινῶν μοι μέγιστον ἡγοῦμαι τεκμήριον εἶναι τῆς ἐμῆς ἐπιεικείας, ὅτι τῶν νεωτέρων ὅσοι περὶ κύβους ἢ πότους ἢ [περὶ] τὰς τοιαύτας ἀκολασίας τυγχάνουσι τὰς διατριβὰς ποιούμενοι, πάντας αὐτοὺς ὄψεσθέ μοι διαφόρους ὄντας, καὶ πλεῖστα τούτους περὶ ἐμοῦ λογοποιοῦντας καὶ ψευδομένους. καίτοι δῆλον ὅτι, εἰ τῶν αὐτῶν ἐπεθυμοῦμεν, οὐκ ἂν τοιαύτην γνώμην εἶχον περὶ ἐμοῦ.
Και τις ιδιωτικές μου, λοιπόν, υποθέσεις
έτσι έχω διευθετήσει. Σχετικά, όμως, με το δημόσιο βίο νομίζω ότι είναι για
μένα πολύ μεγάλη απόδειξη της δικής μου τιμιότητας ότι, όσοι από τους νεότερους
τυχαίνει να χάνουν τον καιρό τους στα ζάρια ή στα ποτά ή σε τέτοιες ακολασίες,
θα δείτε όλους αυτούς να είναι αντίπαλοί μου και να διαδίδουν πάρα πολλές
ψευδείς φήμες για μένα και να λένε ψέματα. Και όμως είναι φανερό ότι, αν
επιθυμούσαμε τα ίδια, δε θα είχαν για μένα τέτοια γνώμη.
[12] ἔτι δ᾽, ὦ βουλή, οὐδεὶς ἂν ἀποδεῖξαι περὶ ἐμοῦ δύναιτο οὔτε δίκην αἰσχρὰν οὔτε γραφὴν οὔτε εἰσαγγελίαν γεγενημένην· καίτοι ἑτέρους ὁρᾶτε πολλάκις εἰς τοιούτους ἀγῶνας καθεστηκότας. πρὸς τοίνυν τὰς στρατείας καὶ τοὺς κινδύνους τοὺς πρὸς τοὺς πολεμίους σκέψασθε οἷον ἐμαυτὸν παρέχω τῇ πόλει.
Και ακόμα, κύριοι βουλευτές, κανείς δε
θα μπορούσε να αποδείξει ότι έχει γίνει σε βάρος μου ούτε αισχρή ιδιωτική δίκη
ούτε έγγραφη καταγγελία για δημόσιο αδίκημα ούτε μήνυση για δημόσιο αδίκημα.
Και όμως, βλέπετε ότι άλλοι έχουν μπλεχτεί πολλές φορές σε τέτοιους δικαστικούς
αγώνες. Σχετικά, λοιπόν, με τις εκστρατείες και
τους κινδύνους απέναντι στους εχθρούς εξετάστε πώς συμπεριφέρομαι στην πόλη.
[13] πρῶτον μὲν γάρ, ὅτε τὴν συμμαχίαν ἐποιήσασθε πρὸς [τοὺς] Βοιωτοὺς καὶ εἰς Ἁλίαρτον ἔδει βοηθεῖν, ὑπὸ Ὀρθοβούλου κατειλεγμένος ἱππεύειν ἐπειδὴ πάντας ἑώρων τοῖς μὲν ἱππεύουσιν ἀσφάλειαν εἶναι δεῖν νομίζοντας, τοῖς δ᾽ ὁπλίταις κίνδυνον ἡγουμένους, ἑτέρων ἀναβάντων ἐπὶ τοὺς ἵππους ἀδοκιμάστων παρὰ τὸν νόμον ἐγὼ προσελθὼν ἔφην τῷ Ὀρθοβούλῳ ἐξαλεῖψαί με ἐκ τοῦ καταλόγου, ἡγούμενος αἰσχρὸν εἶναι τοῦ πλήθους μέλλοντος κινδυνεύειν ἄδειαν ἐμαυτῷ παρασκευάσαντα στρατεύεσθαι. Καί μοι
ἀνάβηθι, Ὀρθόβουλε.
Πρώτα δηλαδή, όταν συνάψατε συμμαχία με
τους Βοιωτούς και έπρεπε να τους βοηθήσετε στην Αλίαρτο, αν και είχα γραφτεί
στον κατάλογο από τον Ορθόβουλο να υπηρετήσω στους ιππείς, επειδή έβλεπα ότι
για τους ιππείς όλοι νόμιζαν ότι έπρεπε να υπάρχει ασφάλεια, ενώ για τους
οπλίτες θεωρούσαν (ότι θα μπορούσε να υπάρξει) κίνδυνος, μολονότι άλλοι
κατατάχθηκαν στο ιππικό χωρίς να υποβληθούν σε δοκιμασία κατά παράβαση του
νόμου, εγώ, αφού παρουσιάστηκα στον Ορθόβουλο, του είπα να με διαγράψει από τον
κατάλογο, επειδή νόμιζα ότι είναι αισχρό να εκστρατεύω, αφού προετοιμάσω για
τον εαυτό μου ασφάλεια, ενώ ο λαός επρόκειτο να διατρέχει κινδύνους. Και για
χάρη μου ανέβα στο βήμα, Ορθόβουλε.
[Μετάφραση: Γ. Α. Ράπτης]
Ασκήσεις
1.
Σε τι διαφέρει μια τυπική δίκη από τη δοκιμασία;
Στις τυπικές δίκες που αφορούν κάποιο
αδίκημα ο κατηγορούμενος οφείλει να αποδείξει την αθωότητά του απαντώντας στις
συγκεκριμένες κατηγορίες που έχουν διατυπωθεί εις βάρος του. Ζητούμενο,
επομένως, για τον απολογούμενο είναι να παρουσιάσει ή να προσκομίσει μόνο τα
στοιχεία εκείνα που μπορούν να τον απαλλάξουν απ’ τη διατυπωθείσα κατηγορία,
χωρίς να χρειάζεται να δώσει στοιχεία για το σύνολο του βίου του, ούτε να
αποδείξει έμπρακτα πως κάθε πτυχή, δημόσια και ιδιωτική, της ζωής του διέπεται
από ήθος και αρετή. Αντιθέτως, στο πλαίσιο της δοκιμασίας, ο δοκιμαζόμενος όφειλε
να παρουσιάσει συνολικά τη ζωή του και να δώσει πλήθος στοιχείων που κάλυπταν
κάθε πτυχή αυτής.
Ειδικότερα, η διαδικασία της δοκιμασίας
είχε την εξής μορφή: Στην αρχή υποβάλλονταν ορισμένες καθιερωμένες ερωτήσεις,
που στόχο είχαν να εξακριβωθεί η καταγωγή του δοκιμαζομένου και να διαπιστωθεί
αν ήταν Αθηναίος πολίτης (συγκεκριμένα αφορούσαν τα ονόματα του πατέρα, της μητέρας,
των δύο παππούδων, καθώς και τους δήμους από τους οποίους κατάγονταν). Στη
συνέχεια, έπρεπε να διαπιστωθεί αν σεβόταν τους γονείς του και απέδιδε τις
πρέπουσες τιμές στους τάφους τους· επίσης, αν είχε εκπληρώσει τις στρατιωτικές
του υποχρεώσεις, πλήρωνε τακτικά τους φόρους και λάτρευε τους θεούς της πόλης.
Οι δηλώσεις του εξεταζομένου σχετικά με τα ερωτήματα αυτά έπρεπε να
επιβεβαιώνονται από μάρτυρες. Τέλος, όποιος ήθελε μπορούσε να απευθύνει κατά
του εξεταζομένου κατηγορία, την οποία μπορούσε εκείνος να αντικρούσει με
επιχειρήματα. Μετά απ' αυτό η Βουλή ή οι δικαστές αποφάσιζαν για την αποδοχή ή
την απόρριψή του. Η δοκιμασία δεν ήταν πάντοτε μια συνοπτική και τυπική
διαδικασία, αλλά μπορούσε να είναι περισσότερο λεπτομερής και χρονοβόρα, γιατί
μπορούσε να περιλάβει ένα ευρύτερο και εξονυχιστικότερο έλεγχο της
προσωπικότητας του δοκιμαζομένου, με σκοπό να διαπιστωθεί αν ήταν άξιος του
λειτουργήματος στο οποίο είχε αναδειχθεί.
2.
Τι υπόσχεται ο Μαντίθεος στους Βουλευτές και ποια η αιτία και ο σκοπός της
υπόσχεσης;
[Ο Μαντίθεος με την πρόθεσή του να μην
κουράσει τους βουλευτές επιδιώκει την εύνοιά τους.]
«ποιήσομαι δὲ τὴν ἀπολογίαν ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων»
Ο Μαντίθεος υπόσχεται στους Βουλευτές
πως θα προσπαθήσει να είναι όσο γίνεται πιο σύντομος στην απολογία του,
θέλοντας έτσι να κερδίσει την εύνοιά τους, αφού δείχνει αφενός πως σέβεται το χρόνο
τους, και αφετέρου πως αντιλαμβάνεται ότι οι μακρηγορίες είναι κουραστικές για
τους ακροατές ενός λόγου.
Η αιτία αυτής της υπόσχεσης προκύπτει
απ’ το γεγονός πως ενώ έχει ήδη απαντήσει πλήρως στις κατηγορίες που έχουν
διατυπωθεί εις βάρος του, έχει καλύψει μικρό μόνο μέρος της ομιλίας του. Όσα
απομένουν είναι περισσότερα απ’ όσα έχουν ήδη ειπωθεί, αλλά εξίσου σημαντικά
καθώς τώρα πρόκειται να παρουσιάσει τα στοιχεία εκείνα που συνθέτουν την
προσωπικότητά του, και άρα πιστοποιούν πως είναι κατάλληλος και άξιος για το
βουλευτικό αξίωμα.
Προκειμένου, λοιπόν, να διατηρήσει την
προσοχή τους σε όσα έχει ακόμη να τους πει, δίνει την υπόσχεση πως θα είναι
σύντομος, δημιουργώντας έτσι θετικό κλίμα στους Βουλευτές, και παράλληλα την
αίσθηση πως με την ίδια αμεσότητα και λιτότητα που απέρριψε το κατηγορητήριο,
θα ολοκληρώσει και το υπόλοιπο της ομιλίας του.
3.
Το ήθος του Μαντιθέου αναδεικνύεται μέσα από αντιθέσεις. Να τις επισημάνετε.
Οι αντιθέσεις που αναδεικνύουν το ήθος
του Μαντιθέου είναι οι ακόλουθες:
- Ο Μαντίθεος, παρόλο που δεν
κληρονόμησε σημαντική περιουσία, εντούτοις φάνηκε απόλυτα συνεπής στις
οικογενειακές του υποχρεώσεις παντρεύοντας και προικίζοντας τις δύο αδερφές του
με σχετικά καλή προίκα (30 μνες στην καθεμία). Ενώ, παράλληλα, κατά το μοίρασμα
της πατρικής κληρονομιάς έδωσε μεγαλύτερο μερίδιο στον μικρότερο αδερφό του. Ο
Μαντίθεος, βέβαια, αν και πρωτότοκος δεν δικαιούταν μεγαλύτερο ποσοστό της
κληρονομιάς από τον αδερφό του, ωστόσο η πρόθεσή του να παραχωρήσει σ’ εκείνον
περισσότερα είναι σαφής ένδειξη της αφιλοκέρδειας του.
- Η δημόσια ζωή του Μαντιθέου τον
φέρνει σε πλήρη αντίθεση με τους νέους ανθρώπους της ηλικίας του, οι οποίοι
προτιμούν να περνούν τον καιρό τους παίζοντας ζάρια, πίνοντας και
παρεκκλίνοντας σε ακολασίες. Έτσι, χωρίς ο ίδιος να προκαλεί, έρχεται
αντιμέτωπος με διάφορες ψευδείς κατηγορίες και συκοφαντίες απ’ τους
συνομηλίκους του, οι οποίοι φθονούν την δική του ηθική ακεραιότητα.
- Παρά το γεγονός πως πολλοί συμπολίτες του
έχουν βρεθεί υπόλογοι σε διάφορες δίκες, ο ίδιος δεν έχει εμπλακεί σε καμία
ιδιωτική δίκη, ούτε έχει γίνει εις βάρος του κάποια έγγραφη κατηγορία ή κάποια
μήνυση.
- Ακόμη και στις πιο κρίσιμες κι
επικίνδυνες στιγμές ο Μαντίθεος διαφοροποιείται σε σχέση με τους άλλους πολίτες
που ενδιαφέρονται περισσότερο για τον εαυτό τους παρά για την πατρίδα τους.
Έτσι, όταν επρόκειτο να συμμετάσχει στην κοινή μάχη Αθηναίων και Βοιωτών
ενάντια στους Σπαρτιάτες, παρόλο που είχε νόμιμα συμπεριληφθεί στους ιππείς -οι
οποίοι θα είχαν μεγαλύτερη ασφάλεια στο πεδίο της μάχης-, ο ίδιος ζήτησε και
τελικά συμμετείχε στο πεζικό, θέτοντας τον εαυτό του σε μεγάλο κίνδυνο. Σε
αντίθεση, επομένως, μ’ εκείνους που διεκδικούσαν ακόμη και με άνομους τρόπους
μια θέση στο ιππικό, ο Μαντίθεος επέδειξε θάρρος και σεβασμό προς τους λιγότερο
ευνοημένους συμπολίτες του επιλέγοντας συνειδητά να συμμετάσχει στην τάξη των
οπλιτών.
4.
Να χαρακτηρισθούν συντακτικά τα απαρέμφατα του κειμένου και να γραφεί το υποκείμενό
τους.
ὅ τι δεῖ πλείω λέγειν: Τελικό απαρέμφατο
ως υποκείμενο του απρόσωπου ρήματος δεῖ. Υποκείμενο του απαρεμφάτου είναι το
εννοούμενο ἐμέ,
έχουμε οπότε ετεροπροσωπία.
δοκεῖ δέ μοι, ὦ βουλή, ἐν μὲν τοῖς ἄλλοις ἀγῶσι περὶ αὐτῶν μόνων τῶν κατηγορημένων προσήκειν ἀπολογεῖσθαι: Το προσήκειν είναι ειδικό απαρέμφατο που λειτουργεί ως
υποκείμενο του απρόσωπου δοκεῖ. Ως υποκείμενο του προσήκειν τίθεται το τελικό απαρέμφατο (ἀπολογεῖσθαι) που ακολουθεί, προκύπτει έτσι
ετεροπροσωπία. Ως υποκείμενο του ἀπολογεῖσθαι εννοείται το τινά, οπότε υπάρχει ετεροπροσωπία
ανάμεσα στο προσήκειν και το ἀπολογεῖσθαι.
ἐν δὲ ταῖς δοκιμασίαις δίκαιον εἶναι παντὸς
τοῦ βίου λόγον διδόναι: Το δίκαιον εἶναι λειτουργεί ως ειδικό απαρέμφατο και
τίθεται ως υποκείμενο στο απρόσωπο δοκεί. Ως υποκείμενο αυτού του απαρεμφάτου
τίθεται το τελικό απαρέμφατο διδόναι που ακολουθεί (ετεροπροσωπία). Ενώ ως
υποκείμενο του διδόναι εννοείται το τινά, οπότε προκύπτει ετεροπροσωπία ανάμεσα
στα δύο απαρέμφατα.
δέομαι οὖν ὑμῶν μετ᾽ εὐνοίας ἀκροάσασθαί μου: Τελικό απαρέμφατο ως άμεσο
αντικείμενο του ρήματος δέομαι. Ως υποκείμενο του απαρεμφάτου εννοείται το ὑμᾶς οπότε υπάρχει ετεροπροσωπία (δέομαι -
ἐγώ).
ὥστ᾽ ἐκεῖνον πλέον ὁμολογεῖν ἔχειν ἐμοῦ τῶν πατρῴων: Το τελικό απαρέμφατο ὁμολογεῖν επέχει θέση ρήματος στη δευτερεύουσα
πρόταση, και δέχεται ως υποκείμενο το ἐκεῖνον. Ενώ το ειδικό απαρέμφατο ἔχειν λειτουργεί ως αντικείμενο του
απαρεμφάτου ὁμολογεῖν και δέχεται ως υποκείμενο επίσης το ἐκεῖνον, οπότε προκύπτει ταυτοπροσωπία
ανάμεσα στα δύο απαρέμφατα.
ὥστε μηδεπώποτέ μοι μηδὲ πρὸς ἕνα μηδὲν ἔγκλημα γενέσθαι: Το τελικό απαρέμφατο
γενέσθαι επέχει θέση ρήματος στη δευτερεύουσα πρόταση και δέχεται ως υποκείμενο
το ἔγκλημα.
περὶ δὲ τῶν κοινῶν μοι μέγιστον ἡγοῦμαι τεκμήριον εἶναι τῆς
ἐμῆς ἐπιεικείας: Ειδικό απαρέμφατο ως
αντικείμενο στο ρήμα ἡγοῦμαι. Ως υποκείμενο του απαρεμφάτου
λειτουργεί η δευτερεύουσα ειδική που ακολουθεί, προκύπτει έτσι ετεροπροσωπία σε
σχέση με το ρήμα (ἡγοῦμαι - ἐγώ).
οὐδεὶς ἂν ἀποδεῖξαι περὶ
ἐμοῦ δύναιτο: Τελικό απαρέμφατο ως
αντικείμενο του ρήματος δύναιτο ἂν, με υποκείμενο το οὐδεὶς, που είναι συνάμα και υποκείμενο του
ρήματος (ταυτοπροσωπία).
ὅτε τὴν συμμαχίαν ἐποιήσασθε πρὸς [τοὺς] Βοιωτοὺς καὶ εἰς Ἁλίαρτον ἔδει βοηθεῖν: Τελικό απαρέμφατο ως υποκείμενο του απρόσωπου ἔδει. Το απαρέμφατο έχει ως υποκείμενο
το εννοούμενο ὑμᾶς (ετεροπροσωπία).
ὑπὸ Ὀρθοβούλου κατειλεγμένος ἱππεύειν: Απαρέμφατο του σκοπού, το οποίο δέχεται
ως υποκείμενο το ἐγώ,
όπως κι η μετοχή κατειλεγμένος απ’ την οποία εξαρτάται, οπότε υπάρχει
ταυτοπροσωπία.
ἐπειδὴ πάντας ἑώρων τοῖς μὲν ἱππεύουσιν ἀσφάλειαν εἶναι δεῖν νομίζοντας: Το τελικό απαρέμφατο εἶναι λειτουργεί ως υποκείμενο του
απρόσωπου ειδικού απαρεμφάτου δεῖν. Το εἶναι έχει ως υποκείμενο το ἀσφάλειαν, οπότε έχουμε ετεροπροσωπία.
Ας σημειωθεί πως το δεῖν
επέχει θέση αντικειμένου στη μετοχή νομίζοντας.
ἔφην τῷ Ὀρθοβούλῳ ἐξαλεῖψαί με ἐκ
τοῦ καταλόγου: Τελικό απαρέμφατο ως άμεσο
αντικείμενο του ρήματος ἔφην.
Ως υποκείμενο του απαρεμφάτου τίθεται η αιτιατική τόν Ὀρθοβουλον, οπότε προκύπτει
ετεροπροσωπία σε σχέση με το ρήμα (ἔφην: ἐγώ).
ἡγούμενος αἰσχρὸν εἶναι τοῦ
πλήθους μέλλοντος κινδυνεύειν ἄδειαν ἐμαυτῷ παρασκευάσαντα στρατεύεσθαι: Το
ειδικό απαρέμφατο αἰσχρὸν εἶναι λειτουργεί ως αντικείμενο της
μετοχής ἡγούμενος και δέχεται ως υποκείμενο το
τελικό απαρέμφατο στρατεύεσθαι (ετεροπροσωπία). Υποκείμενο του στρατεύεσθαι
είναι το εννοούμενο ἐμέ
(ετεροπροσωπία). Το τελικό απαρέμφατο κινδυνεύειν τίθεται ως αντικείμενο στη
μετοχή μέλλοντος και δέχεται ως υποκείμενο τη γενική τοῦ πλήθους, όπως άλλωστε κι η μετοχή απ’
την οποία εξαρτάται, οπότε έχουμε ταυτοπροσωπία.
5.
ἔφην
τῷ Ὀρθοβούλῳ ἐξαλεῖψαί
με ἐκ τοῦ καταλόγου: Να τραπεί ο πλάγιος λόγος
σε ευθύ.
Το τελικό απαρέμφατο ἐξαλεῖψαι του πλάγιου λόγου προέκυψε από
πρόταση επιθυμίας. Επομένως, ο ευθύς λόγος θα εκφέρεται με Προστακτική (ίδιου
χρόνου με το απαρέμφατο):
Ὀρθόβουλε,
ἐξάλειψόν
με ἐκ τοῦ καταλόγου.
6.
μοι: Ποιες είναι οι συντακτικές του ιδιότητες στο κείμενο;
δοκεῖ δέ μοι, ὦ βουλή: Δοτική προσωπική στο απρόσωπο
δοκεῖ
οὐσίας μοι οὐ πολλῆς καταλειφθείσης διὰ τὰς συμφορὰς καὶ τὰς τοῦ πατρὸς καὶ τὰς τῆς πόλεως: Αντικείμενο της μετοχής
καταλειφθείσης
ὥστε μηδεπώποτέ μοι μηδὲ πρὸς ἕνα μηδὲν ἔγκλημα γενέσθαι: Δοτική προσωπική
κτητική στο υπαρκτικό γενέσθαι
περὶ δὲ τῶν κοινῶν μοι μέγιστον ἡγοῦμαι τεκμήριον εἶναι τῆς ἐμῆς ἐπιεικείας: Δοτική προσωπική κτητική στο
υπαρκτικό εἶναι
πάντας αὐτοὺς ὄψεσθέ μοι διαφόρους ὄντας: Δοτική αντικειμενική στο
διαφόρους
Καί μοι ἀνάβηθι, Ὀρθόβουλε: Δοτική προσωπική χαριστική
7.
ὅ τι,
πλείω, ἐμαυτῷ: Να κλιθούν στο θηλυκό γένος.
Ενικός αριθμός
ἥτις πλείων
& πλέων ---
ἧστινος πλείονος
& πλέονος ἐμαυτῆς
ᾗτινι πλείονι
& πλέονι ἐμαυτῇ
ἥντινα πλείονα
& πλέονα & πλείω ἐμαυτήν
πλεῖον & πλέον ---
Πληθυντικός αριθμός
αἵτινες πλείονες
& πλείους & πλέονες & πλέους ---
ὧντινων πλειόνων
& πλεόνων ἡμῶν αὐτῶν
αἷστισι(ν) πλείοσι & πλέοσι ἡμῖν αὐταῖς
ἅστινας πλείονας
& πλείους & πλέονας & πλέους ἡμᾶς αὐτάς
πλείονες
& πλείους & πλέονες & πλέους ---
8.
σκέψασθε, ἀνάβηθι:
Να αντικατασταθούν χρονικά και εγκλιτικά.
σκέψασθε: β΄ πληθυντικό πρόσωπο,
προστακτικής αορίστου του ρήματος σκοποῦμαι
[σκοπέω -ῶ και σκοπέομαι -οῦμαι (= παρατηρώ, εξετάζω, σκέφτομαι),
πρτ. ἐσκόπουν και ἐσκοπούμην, μέσ. μέλλ. σκέψομαι, μέσ.
αόρ. ἐσκεψάμην, πρκμ. (μ’ ενεργ. και παθ. σημασ.)
ἔσκεμμαι, υπερσ. (με παθ. σημασ.) ἐσκέμμην, συντελ. μέλλ. (με παθ. σημασ.)
ἐσκέψομαι.]
ἀνάβηθι: β΄ ενικό πρόσωπο, προστακτικής
αορίστου του ρήματος ἀναβαίνω
[ἀναβαίνω, πρτ. ἀνέβαινον, μέσ. μέλλ. μ’ ενεργ. σημασ. ἀναβήσομαι, αόρ. β΄ ἀνέβην, πρκμ. ἀναβέβηκα, υπερσ. ἀνεβεβήκειν.]
Χρονική
αντικατάσταση:
Εν. σκοπεῖσθε & σκοπεῖτε ἀνάβαινε
Πρτ. --- ---
Μελ. --- ---
Αορ. σκέψασθε ἀνάβηθι
Πρκ. ἔσκεφθε ἀναβεβηκώς ἴσθι
Υπερ. --- ---
Εγκλιτική
αντικατάσταση:
Ον. ἐσκέψασθε ἀνέβης
Υπ. σκέψησθε ἀναβῇς
Ευκ. σκέψαισθε
ἀναβαίης
Πρ. σκέψασθε ἀνάβηθι
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου