Marvin Blaine
Φραντς
Κάφκα (Franz Kafka) «Μπροστά στο νόμο»
Ο Κάφκα (1883-1924), Τσέχος εβραϊκής καταγωγής που έγραψε στα
γερμανικά, είναι από τους σημαντικότερους συγγραφείς. Το έργο του, αγχώδες και
εφιαλτικό (στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί: Η Δίκη, Ο Πύργος, Η Μεταμόρφωση,
η Αμερική κ.ά.), έχει ως
επίκεντρο το παγιδευμένο άτομο που προσπαθεί μάταια να βρει διέξοδο και
λύτρωση. Για το έργο του Κάφκα έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες. Άλλοι το
ερμηνεύουν μεταφυσικά ή θρησκευτικά με βάση την απουσία και την αναζήτηση του
Θεού. Άλλοι ψυχολογικά με βάση την ανασφάλεια, την ασυνεννοησία ή το πλέγμα
ενοχής. Άλλοι κοινωνιολογικά με βάση τη μοναξιά και την αλλοτρίωση του ανθρώπου
μέσα στο λαβύρινθο της γραφειοκρατίας ή της τεχνοκρατίας. Γενικά το έργο του
Κάφκα εκφράζει τη μοίρα του ανθρώπου που βρίσκεται σε διάσταση με τον κόσμο που
τον περιβάλλει, με την παράλογη λογική του και με τις μορφές εξουσίας που
κυριαρχούν (Θεός, πατέρας, νόμος, διευθυντής, γραφειοκρατία) και που αξιώνουν
απόλυτη υποταγή συντρίβοντας την ατομικότητα. Το μικρό αφήγημα που ακολουθεί το
βρίσκουμε και στη Δίκη, το
πιο αντιπροσωπευτικό έργο του Κάφκα, και είναι ένα είδος παραβολής που εκφράζει
συνοπτικά το πνεύμα του συγγραφέα.
Μπροστά στο νόμο στέκει ένας θυρωρός, σ’
αυτό το θυρωρό έρχεται ένας χωρικός και ζητά να μπει μέσα. Μα ο θυρωρός λέει
πως δεν μπορεί να τον αφήσει τώρα να μπει. Ο άνθρωπος συλλογιέται και ύστερα
ρωτά μήπως θα μπορούσε να μπει αργότερα. «Ίσως», λέει ο θυρωρός, «τώρα όμως
όχι». Η πόρτα είναι ανοιχτή όπως πάντα και καθώς παραμερίζει ο θυρωρός, σκύβει
ο άνθρωπος, για να κοιτάξει μέσα από την πόρτα. Μόλις το αντιλήφθηκε αυτό ο
θυρωρός, γελά και λέει: «Αν το τραβά η όρεξή σου, δοκίμασε να μπεις, μ’ όλο που
σου το απαγόρεψα. Πρόσεξε όμως: είμαι δυνατός. Και δεν είμαι παρά ο πιο κάτω
απ’ όλους τους θυρωρούς. Από αίθουσα σ’ αίθουσα είναι κι άλλοι θυρωροί, ο ένας
πιο δυνατός από τον άλλο. Τη θέα του τρίτου μόλις, ούτ’ εγώ μπορώ να την
αντέξω». Τέτοιες δυσκολίες δεν τις περίμενε ο χωρικός. Ο νόμος ωστόσο πρέπει να
‘ναι στον καθένα και πάντα προσιτός, σκέπτεται, και καθώς τώρα κοιτάζει
προσεχτικά το θυρωρό, τυλιγμένο στο γούνινο πανωφόρι του, τη μεγάλη σουβλερή
του μύτη, τη μακριά, αραιή, μαύρη, τατάρικη γενειάδα, αποφασίζει να περιμένει
καλύτερα ίσαμε να πάρει την άδεια να μπει. Ο θυρωρός τού δίνει ένα σκαμνί και
τον αφήνει να καθίσει πλάι στην πόρτα. Εκεί δα κάθεται μέρες και χρόνια. Κάνει
πολλές προσπάθειες να του επιτρέψουν να μπει, και κουράζει το θυρωρό με τα
παρακάλια του. Ο θυρωρός τού κάνει συχνά μικρορωτήματα, σαν αυτά που κάνουν οι
μεγάλοι κύριοι, και στο τέλος του λέει ολοένα πως δεν μπορεί ακόμα να τον
αφήσει να μπει. Ο άνθρωπος, που ήταν καλά εφοδιασμένος για το ταξίδι του,
ξόδεψε όλα, ακόμη κι ό,τι πολύτιμο είχε, σε δωροδοκίες για το θυρωρό. Εκείνος
τα δέχεται όλα και ύστερα λέει: «Τα δέχομαι μόνο και μόνο για να μη νομίσεις
πως παράλειψες τίποτα». Όλα αυτά τα πολλά χρόνια ο άνθρωπος παρατηρεί το θυρωρό
σχεδόν αδιάκοπα. Αποξεχνά τους άλλους θυρωρούς, κι αυτός ο πρώτος τού φαίνεται
το μοναδικό εμπόδιο για να μπει στο νόμο. Καταριέται την κακή τύχη. Τα πρώτα
χρόνια χωρίς συγκρατημό και δυνατά, αργότερα, όσο γεράζει, μουρμουρίζει μόνο.
Αρχίζει να παιδιαρίζει και, μια και μελετώντας χρόνια το θυρωρό γνώρισε και
τους ψύλλους του γούνινου γιακά του, παρακαλεί και τους ψύλλους να τον βοηθήσουν
και ν’ αλλάξουν τη γνώμη του θυρωρού. Τέλος, το φως λιγοστεύει και δεν ξέρει αν
γύρω του αλήθεια σκοτεινιάζει, ή αν μονάχα τα μάτια του τον απατούν. Ωστόσο,
αναγνωρίζει τώρα μια λάμψη μέσα στο σκοτάδι, που ξεχύνεται άσβεστη μέσα από του
νόμου την πόρτα. Δεν έχει πια πολλή ζωή. Πριν από το θάνατό του σμίγουν οι
πείρες όλης του της ζωής σε ένα ρώτημα, που δεν είχε, κάνει ως σήμερα στο
θυρωρό. Του γνέφει, γιατί δεν μπορεί πια ν’ ανασηκώσει το ξυλιασμένο του κορμί.
Ο θυρωρός πρέπει να σκύψει πολύ κοντά του, γιατί το ύψος του ανθρώπου έχει πολύ
αλλάξει. «Τι θες λοιπόν ακόμα να μάθεις;» ρωτά ο θυρωρός, «είσαι αχόρταγος...»
«Όλοι μάχονται για το νόμο», λέει ο άνθρωπος, «πώς τυχαίνει να μη ζητά κανένας
άλλος εκτός από μένα να μπει;» Ο θυρωρός νιώθει πως ο άνθρωπος αγγίζει κιόλας
στο τέλος και, για να φτάσει την ακοή του που χάνεται, ουρλιάζει: «Κανένας
άλλος δε μπορούσε να γίνει δεκτός εδώ, γιατί η είσοδος ήταν για σένα
προορισμένη. Πηγαίνω τώρα να την κλείσω.»
μτφρ.: Τεα Ανεμογιαννη
Ερωτήσεις:
1. Να
παρατηρήσετε και να χαρακτηρίσετε α)
τη συμπεριφορά του φύλακα β) τη
συμπεριφορά του χωρικού γ) τη σχέση που δημιουργείται.
α) Ο φύλακας ως υπάλληλος του απρόσωπου
συστήματος εκτελεί κατά τρόπο άριστο τα καθήκοντά του, αν ληφθεί υπόψη η
αυστηρότητα με την οποία απαγορεύει στον χωρικό να περάσει την είσοδο, καθώς
και η αποτελεσματικότητα με την οποία του εμπνέει το αίσθημα της απογοήτευσης
ενημερώνοντάς τον για το πόσο δυνατοί είναι οι επόμενοι θυρωροί που θα
συναντήσει μπροστά του σε περίπτωση που επιχειρήσει να περάσει την είσοδο παρά
τη σχετική απαγόρευση. Δέχεται τις δωροδοκίες του χωρικού -παρουσιάζοντας έτσι
μια φαινομενικά άνομη στάση- όχι, όμως, διότι προτίθεται να ενδώσει στις
παρακλήσεις του, αλλά για να του επιτρέψει να αισθανθεί πως κατέβαλε κάθε
πιθανή προσπάθεια∙ μια ιδιότυπη παραχώρηση παραμυθίας.
Ο φύλακας περνά χρόνια κοντά στον
χωρικό, ανέχεται τις παρακλήσεις του, καθώς και το πλήθος των ερωτήσεών του, μα
δεν αφήνει να υπάρξει η παρανόηση πως πρόκειται να τον αντιμετωπίσει ποτέ με
τρόπο πιο ήπιο ή εφεκτικό. Η απόσταση ανάμεσα σε αυτόν και τον χωρικό
διατηρείται με αξιοσημείωτη σταθερότητα.
Ο φύλακας, αν και γνωρίζει πως δεν
πρόκειται ποτέ να επιτρέψει στον χωρικό την είσοδο, εντούτοις του δημιουργεί
σκοπίμως την εντύπωση πως ίσως σε κάποια μελλοντική στιγμή να υπάρξει άρση της
σχετικής απαγόρευσης, παγιδεύοντάς τον έτσι σε μια αέναη διαδικασία αναμονής. Αντιστοίχως,
ενώ γνωρίζει πως η είσοδος αυτή είναι προορισμένη αποκλειστικά για τον
συγκεκριμένο χωρικό, δεν του προσφέρει αυτή την πληροφορία παρά μόνο όταν ο
χωρικός πλησιάζει προς το τέλος της ζωής του∙ αφήνοντας, έτσι, την πιο καίρια
απάντηση να έρθει περισσότερο ως απόρροια της καθαρότητας που επιτρέπει πλέον
-έστω και αργά- το πλήθος των εμπειριών του χωρικού, παρά ως πραγματικά δική
του αποσαφήνιση.
Ο φύλακας μπορεί εύλογα να ιδωθεί ως
σύμβολο και η συμπεριφορά του ερμηνεύεται έτσι με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με
την προσέγγιση που επιλέγεται κάθε φορά. Αν, για παράδειγμα, ληφθεί υπόψη η ψυχολογική
ερμηνεία, τότε ο φύλακας συμβολίζει υπό μία έννοια τις ανασφάλειες του ατόμου,
που το καθιστούν αδρανές και ανενεργό, αφού δεν του επιτρέπουν να προχωρά
ανενόχλητο σε δράση. Με βάση αυτή την ερμηνεία, άλλωστε, αποκτά ιδιαίτερο
ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο φύλακας λειτουργεί καθησυχαστικά για τη συνείδηση
του χωρικού, όταν δεχόμενος τις διάφορες δωροδοκίες, επισημαίνει πως τις
λαμβάνει μόνο και μόνο για να μη νομίζει πως παρέλειψε τίποτε∙ πως δεν κατέβαλε
κάθε δυνατή προσπάθεια. Ο φύλακας υποκαθιστά κατ’ αυτό τον τρόπο την εσωτερική
εκείνη φωνή της ανασφάλειας και του φόβου που καθηλώνει το άτομο στην απραξία
και συνάμα επιχειρεί να το διαβεβαιώσει πως η όποια αποτυχία δεν αποτελεί δική
του ευθύνη, αφού έκανε ό,τι μπορούσε απέναντι στα «ανυπέρβλητα» εμπόδια που του
παρουσιάστηκαν.
Από την άλλη, αν ληφθεί υπόψη η κοινωνιολογική
ερμηνεία, ο φύλακας συμβολίζει την απρόσωπη κρατική γραφειοκρατία, που
εξουθενώνει τον πολιτική και δεν του επιτρέπει να προχωρήσει πέρα από ένα
ορισμένο σημείο. Το άτομο αδύναμο να αντιπαλέψει τα συνεχή προσχώματα που
εντέχνως τίθενται από τους φορείς εξουσίας συντρίβεται και παραιτείται απέναντι
στη δύναμη των κρατούντων να επιβάλλουν πάντοτε τη θέλησή τους.
β) Ο χωρικός, που ως απλός πολίτης θέλει
να εισέλθει στην αίθουσα του νόμου, αφού, όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει: «Ο
νόμος ωστόσο πρέπει να ‘ναι στον καθένα και πάντα προσιτός», δέχεται την
αναμονή που του επιβάλλεται. Η αναμονή αυτή, εντούτοις, παρατείνεται υπέρμετρα,
με αποτέλεσμα ο χωρικός να περιμένει πλάι στον φύλακα για χρόνια ολόκληρα,
φτάνοντας, μάλιστα, μέχρι το τέλος σχεδόν της ζωής του. Η πολύχρονη αυτή
αναμονή δημιουργεί και τα περισσότερα ερωτήματα σε σχέση με την επιλογή του
χωρικού να παραμείνει εκεί, έξω από το χώρο όπου βρίσκεται ο νόμος, για τόσα
χρόνια. Ο χωρικός, βέβαια, θα καταβάλει κάθε πιθανή προσπάθεια για να του
επιτραπεί η είσοδος∙ θα παρακαλέσει τον φύλακα, θα τον δωροδοκήσει με ό,τι
πολύτιμο είχε, θα εκφράσει την οργή του με το να καταριέται χωρίς συγκρατημό
την κακή του τύχη, θα φτάσει στο -παρανοϊκό- σημείο μέχρι και να παρακαλέσει
τους ψύλλους στο γούνινο γιακά του φύλακα να τον βοηθήσουν και να του αλλάξουν
τη γνώμη, ώστε να του επιτραπεί η είσοδος. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, οι
προσπάθειες αυτές δεν επαρκούν για να δικαιολογηθεί το γεγονός ότι ο χωρικός
παραμένει τόσα χρόνια καθηλωμένος εκεί.
Η συμπεριφορά του χωρικού θα πρέπει,
επομένως, να ιδωθεί σε συμβολικό επίπεδο προκειμένου να γίνει κατανοητή. Ο
συγγραφέας χρησιμοποιεί αυτό το παράδειγμα αναμονής για να δείξει με τον πλέον
εξόφθαλμο τρόπο την αγωνία και την τελμάτωση που βιώνουν οι πολίτες στη ζωή
τους, όταν έρχονται αντιμέτωποι με την αναλγησία και την αναποτελεσματικότητα
του κρατικού και δικαστικού μηχανισμού. Πολίτες που περιμένουν για χρόνια τη
δικαίωσή τους από τα επίσημα δικαστήρια∙ πολίτες που δεν κατορθώνουν ποτέ να
δουν τη δικαίωση αυτή, μιας και η υπόθεσή τους παραμένει ανενεργή για
δεκαετίες. Πολίτες που εγκλωβίζονται στη φτώχια, στην ανεργία και την ανέχεια
εξαιτίας της ανικανότητας του κρατικού μηχανισμού να διασφαλίσει τις κατάλληλες
συνθήκες για την ορθή ανάπτυξη του οικονομικού κλίματος. Πολίτες που συνθλίβονται
στα γρανάζια της κρατικής γραφειοκρατίας, μη κατορθώνοντας ποτέ να υλοποιήσουν
τα σχέδιά τους -μικρά ή μεγάλα αδιάφορο-, εφόσον δεν έχουν τις κατάλληλες
γνωριμίες για να κινητοποιήσουν τον αδρανή κρατικό μηχανισμό. Πολίτες που
βλέπουν τον κόπο μιας ζωής να χάνεται, διότι οι αποφάσεις και η πολιτική των
κυβερνώντων οδηγούν το κράτος από τη μία αποτυχία στην άλλη, τινάζοντας στον
αέρα κάθε έννοια οικονομικής σταθερότητας και εύρυθμης οικονομικής λειτουργίας.
Πολίτες, εν τέλει, που υποτάσσονται στη δύναμη των κρατούντων και στην απόλυτη
εξουσία των δικαστικών αρχών, έχοντας προηγουμένως χάσει πολύτιμα χρόνια από τη
ζωή τους μένοντας εγκλωβισμένοι και ουσιαστικά καθηλωμένοι σε μια ψυχοφθόρα
απραξία, αφού οι μηδαμινές τους δυνάμεις δεν επαρκούσαν να τους απεγκλωβίσουν
από τα δεσμά της γραφειοκρατίας και των διαρκών εμποδίων που τους έθετε η
κρατική εξουσία.
Ο χωρικός, άρα, που απομένει επί της
ουσίας αδρανής σε μιαν αέναη διαδικασία αναμονής, μη επιλέγοντας κάποια άλλη
μορφή δράσης ή ενέργειας και μη βρίσκοντας τρόπο να παρακάμψει το εμπόδιο του
φύλακα, συμβολίζει όλους εκείνους τους πολίτες που προσέκρουσαν στα πλείστα
προσχώματα της κρατικής ή της δικαστικής εξουσίας και είδαν τα χρόνια της ζωής
τους να χάνονται, ανήμποροι να ξεπεράσουν τα υπέρμετρα γι’ αυτούς εμπόδια της
απρόσωπης εξουσίας. Η συμπεριφορά του χωρικού μοιάζει, εύλογα, ανεξήγητη στα
μάτια ενός ανθρώπου που έχει πάντοτε τις κατάλληλες γνωριμίες και πετυχαίνει
πάντοτε εύκολα και γρήγορα αυτό που επιθυμεί∙ μοιάζει, όμως, τραγικά οικεία στα
μάτια εκείνων των πολιτών που. μη έχοντας μήτε γνωριμίες μήτε πολιτικά μέσα,
έχουν βιώσει τον εγκλωβισμό στα γρανάζια της γραφειοκρατίας κι έχουν αισθανθεί
πλήρως αδύναμοι απέναντι στις ποικίλες αποφάσεις της κυβερνητικής εξουσίας που
τους στέρησαν ευκαιρίες και τους καθήλωσαν στην αδράνεια.
γ) Η σχέση ανάμεσα στον χωρικό -τον
πολίτη- και στον φύλακα, που έχει την ευθύνη να υπηρετεί την απρόσωπη εξουσία,
θα διατηρηθεί παρά τη μεγάλη χρονική διάρκεια της συνύπαρξής τους σε τυπικό
επίπεδο. Ο φύλακας δεν θα ενδώσει ποτέ στις παρακλήσεις του χωρικού και θα του
απευθύνει το λόγο μόνο για να του κάνει «μικρορωτήματα», όπως αυτά που
απευθύνουν οι μεγάλοι κύριοι σ’ εκείνους που βρίσκονται σε υποδεέστερη θέση. Θα
δεχτεί τις δωροδοκίες του χωρικού, αλλά μόνο για να του προσφέρει την παρηγοριά
πως τον άφησε να προσπαθήσει ό,τι ήταν δυνατό, και θα δείξει μια κάποια ένδειξη
εφεκτικότητας μόνο όταν θα διαπιστώσει πως ο χωρικός φτάνει πια στο τέλος της
ζωής του, οπότε και θα του αποκαλύψει πως αυτή η είσοδος ήταν προορισμένη
αποκλειστικά για εκείνον. Ο χωρικός, από την άλλη, θα εστιάσει τις προσπάθειές
του στον συγκεκριμένο φύλακα σε τέτοιο βαθμό, ώστε από ένα σημείο και μετά θα
τον θεωρεί το μόνο εμπόδιο που στέκει ανάμεσα σ’ εκείνον και στο νόμο,
ξεχνώντας πως στις επόμενες αίθουσες υπάρχουν κι άλλοι φύλακες, χειρότεροι απ’
αυτόν. Θα τον παρατηρεί και θα τον μελετά αδιάκοπα, φτάνοντας να γνωρίσει μέχρι
και τους ψύλλους που βρίσκονται στον γούνινο γιακά του, αλλά δεν θα μπορέσει
ποτέ να του εμπνεύσει τη συμπάθεια ή την εκτίμηση εκείνη που θα οδηγούσε τον
φύλακα στο να παραβλέψει τις εντολές που έχει και να επιτρέψει στον χωρικό να
περάσει στην αίθουσα.
Ο φύλακας είναι, βέβαια, ένας απλός
υπάλληλος του απρόσωπου συστήματος, μα θα φτάσει να προσωποποιεί στα μάτια του
χωρικού την άτεγκτη και δίχως έλεος εξουσία που καταδυναστεύει τη ζωή του.
2. Στο
εισαγωγικό σημείωμα παραθέτονται οι διάφορες ερμηνείες που έχουν δοθεί στο έργο
του Κάφκα και που ισχύουν και για τη συγκεκριμένη παραβολή. Ποια ερμηνευτική εκδοχή ανταποκρίνεται,
κατά τη γνώμη σας, περισσότερο;
Η ερμηνευτική εκδοχή που ανταποκρίνεται
περισσότερο στο πνεύμα της συγκεκριμένης παραβολής είναι η κοινωνιολογική που
έρχεται να τονίσει την αλλοτρίωση του ανθρώπου μέσα στο λαβύρινθο της
γραφειοκρατίας. Αν και το αφήγημα αυτό ακολουθεί και τα γενικότερα
χαρακτηριστικά των έργων του Κάφκα, με την παρουσίαση τόσο της παγίδευσης του
ατόμου, όσο και της διάστασης που υπάρχει ανάμεσα στο άτομο και την παράλογη
λογική του κόσμου που το περιβάλλει αφενός και αφετέρου τις μορφές εξουσίας που
κυριαρχούν, οι οποίες αξιώνουν την απόλυτη υποταγή του συντρίβοντας τελικά την
ατομικότητα.
Ο χωρικός, ως άτομο και ως πολίτης,
έρχεται αντιμέτωπος με τη γραφειοκρατία και την απρόσιτη για τους απλούς
ανθρώπους εξουσία, η οποία, αν και θεωρητικά υπάρχει για να υπηρετεί τις
ανάγκες και το όφελος των πολιτών, στην πραγματικότητα όμως λειτουργεί κατά
τρόπο που να τους υποτάσσει, αφαιρώντας τους κάθε δυνατότητα αντίδρασης. Ο
χωρικός δεν θα κατορθώσει ποτέ να σταθεί απέναντι στο νόμο, όπως πλήθος άλλων
πολιτών πριν και μετά από αυτόν δεν μπόρεσαν ποτέ να δικαιωθούν, εφόσον η
ασημαντότητα της ύπαρξής τους δεν ήταν αρκετή για να «συγκινήσει» την επίσημη
δικαιοσύνη, προκειμένου να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Κατά παρόμοιο τρόπο,
άλλωστε, πλήθος πολιτών συντρίβεται εξαιτίας της αναλγησίας του κρατικού
μηχανισμού, ο οποίος ως πρώτιστο στόχο του θέτει την υποταγή των πολιτών και
όχι τη διασφάλιση εκείνων των συνθηκών που θα τους επιτρέψουν την επίτευξη
προσωπικών τους στόχων και επιδιώξεων.
Ο χωρικός καθηλώνεται απέναντι στην
απρόσωπη εξουσία, μαθαίνοντας ή συνειδητοποιώντας στο τέλος πως αυτή η είσοδος,
μπροστά στην οποία πέρασε τόσα χρόνια από τη ζωή του περιμένοντας, ήταν
προορισμένη μόνο για εκείνον. Έξοχη επιλογή για την ανάδειξη της μερικότητας
που εκφράζεται μέσω αυτής της ιστορίας∙ η ιστορία του χωρικού δεν είναι η
ιστορία όλων των ανθρώπων, είναι η ιστορία του συγκεκριμένου προσώπου -κι όλων
εκείνων που βρίσκονται σε παρόμοια θέση. Η έννοια της κοινωνικής αδικίας
αποτελεί εδώ το κλειδί για την ανάγνωση του κειμένου. Τη στιγμή που ο χωρικός
έρχεται αντιμέτωπος με το ανυπέρβλητο εμπόδιο μιας ανυποχώρητης άρνησης, άλλοι
πολίτες, σαφώς πιο ευνοημένοι, βρίσκουν όλες τις πόρτες ανοιχτές, αφού έχουν
τις κατάλληλες πολιτικές ή άλλες διασυνδέσεις. Η πόρτα που κλείνει για τον
χωρικό και τον εξαθλιώνει, συμβολίζει εν μέρει κι εκείνες τις «αναγκαίες»
αδικίες που σημειώνονται συνεχώς, προκειμένου να διασφαλιστούν τα επιπλέον προνόμια
που θα δοθούν απλόχερα στους ευνοημένους του συστήματος.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου