Samuel Monot
Δήμητρα
Χ. Χριστοδούλου «Για ένα παιδί που κοιμάται»
Στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας
του εικοστού αιώνα, μετά την κατάρρευση των καθεστώτων των ανατολικών χωρών,
μεγάλο μέρος του πληθυσμού τους μετακινήθηκε σε ευρωπαϊκές χώρες, με σκοπό την
εξεύρεση εργασίας. Από την εποχή αυτή και ως τις μέρες μας ζουν και βιοπαλεύουν
στη χώρα μας χιλιάδες οικονομικοί μετανάστες, όπως το παιδί του ποιήματος, που
κερδίζει το ψωμί του στα φανάρια της λεωφόρου και κοιμάται στο μηχανοστάσιο του
εργοστασίου. Το ποίημα περιλαμβάνεται στη συλλογή Το κυπαρίσσι των εργατικών (1995).
Νύχτα. Η κίνηση αραιή στη λεωφόρο.
Μες στο κλειστό, το φωτισμένο
εργοστάσιο,
Οι μηχανές, αποσταμένες μα άγρυπνες,
Επιβλέπουν σαν άκακοι γίγαντες
Τον ύπνο του μικρού. Στριμωγμένος
Κοντά στη σκάρα του ατμού,
Με του αδερφού του το παλτό σκεπασμένος
Ξεκουράζεται.
Όλη τη μέρα δουλεύει στα φανάρια
Σκουπίζει τζάμια βιαστικά με το
κόκκινο.
Εισπράττει κέρματα ή την εύλογη
αγανάκτηση. Περιμένει το επόμενο φανάρι.
Τίμια κερδίζει έτσι το ψωμί
Και το μερίδιο του νυχτοφύλακα,
Που τον αφήνει να κοιμάται εκεί μέσα.
Τα χιονισμένα βουνά της πατρίδας του,
Τα χέρια της μάνας του που τύλιγαν γύρω
του
Γυναίκειο μαντίλι για το κρύο,
Το δάσκαλο που πληρωνότανε με γάλα
Μόλις θυμάται.
Θυμάται κάτι ελληνικά από το στόμα του,
Που τώρα εδώ ακούγονται αλλιώτικα.
Όχι σαν βότσαλα γυαλιστερά μεγάλης
θάλασσας,
Όχι σαν ποδοβολητό του αλόγου
Ενός ανίκητου στρατηλάτη,
Αλλά να, σαν τα κέρματα στην τσέπη,
Σαν το φτύσιμο στο βλέμμα του πελάτη.
Καμιά φορά πιο εγκάρδια
Σαν τούτο δω το βουητό της σκάρας,
Που όλο ανεβάζει το θερμό ατμό.
Δ. Χ. Χριστοδούλου, Το κυπαρίσσι των
εργατικών, Καστανιώτης
αποσταμένες: κουρασμένες
σκάρα
του ατμού: τεχνική κατασκευή
σε σχήμα σχάρας, απ’ όπου βγαίνουν οι θερμοί ατμοί των μηχανών
φανάρια: φωτεινοί σηματοδότες
εύλογη: δικαιολογημένη, αναμενόμενη
στρατηλάτης: ο αρχηγός του στρατού, ίσως έμμεση
αναφορά στο Μ. Αλέξανδρο
Η Δήμητρα Χριστοδούλου με την έξοχη στη
λιτότητά της ποιητική αυτή σύνθεση μας οδηγεί στο ν’ αντικρίσουμε τη δύσκολη
διαβίωση ενός μικρού παιδιού που έχει μεταναστεύσει στη χώρα μας κι είναι
αναγκασμένο τώρα να δουλεύει σκληρά κάθε μέρα για να μπορέσει να επιβιώσει.
Παρά το γεγονός ότι ο τίτλος του ποιήματος γεννά την προσδοκία εικόνων τρυφερής
γαλήνης και οικογενειακής ζεστασιάς, η πραγματικότητα που καταγράφεται είναι
εντελώς διαφορετική. Ένα μικρό παιδί που έχει έλθει στην Ελλάδα ως οικονομικός
μετανάστης από κάποια χώρα του πρώην ανατολικού μπλοκ, βρίσκει καταφύγιο τις
νύχτες σ’ ένα εργοστάσιο, με μόνη συντροφιά τις «άγρυπνες» μηχανές, που
παραπέμπουν κι αυτές έμμεσα στον καθημερινό χειρωνακτικό του μόχθο.
«Νύχτα. Η κίνηση αραιή στη λεωφόρο.
Μες στο κλειστό, το φωτισμένο
εργοστάσιο,
Οι μηχανές, αποσταμένες μα άγρυπνες,
Επιβλέπουν σαν άκακοι γίγαντες
Τον ύπνο του μικρού. Στριμωγμένος
Κοντά στη σκάρα του ατμού,
Με του αδερφού του το παλτό σκεπασμένος
Ξεκουράζεται.»
Κατά τη διάρκεια της νύχτας, όταν πια η
κίνηση στη λεωφόρο έχει αραιώσει σημαντικά, σ’ ένα εργοστάσιο που έχει
ολοκληρώσει την ημερήσια λειτουργία του, στρυμωγμένος κοντά στη σκάρα του
ατμού, ξεκουράζεται ένας μικρός μετανάστης, σκεπασμένος με το παλτό του αδελφού
του. Πλάι του βρίσκονται μόνο οι μηχανές του εργοστασίου που, αν και
κουρασμένες απ’ τη δουλειά της ημέρας, παραμένουν άγρυπνες και επιβλέπουν σαν
αγαθοί γίγαντες τον ύπνο του μικρού παιδιού.
Χωρίς τη συντροφιά της οικογένειάς του,
χωρίς καν ένα κανονικό κρεβάτι και τ’ αναγκαία σκεπάσματα, το μικρό αυτό παιδί
βρίσκεται αντιμέτωπο με τη μοναξιά και την ανέχεια, αφού δεν υπάρχει κανείς να
το φροντίσει και να του διασφαλίσει τα αναγκαία για την επιβίωσή του. Αντί για
την παιδική ανεμελιά και τη διαρκή αίσθηση ασφάλειας, γνωρίζει μόνο την αγωνία
του καθημερινού βιοπορισμού και τη σκληρότητα των άλλων ανθρώπων. Αντί για τη
θαλπωρή του σπιτιού και την παρουσία των αγαπημένων προσώπων της οικογένειάς
του, γνωρίζει την πλήρη ερημία και τις παρακινδυνευμένες διανυκτερεύσεις σ’ ένα
εργοστάσιο, χάρη στην εξαγορασμένη ανοχή του εκεί νυχτοφύλακα.
«Όλη τη μέρα δουλεύει στα φανάρια
Σκουπίζει τζάμια βιαστικά με το
κόκκινο.
Εισπράττει κέρματα ή την εύλογη
αγανάκτηση. Περιμένει το επόμενο φανάρι.
Τίμια κερδίζει έτσι το ψωμί
Και το μερίδιο του νυχτοφύλακα,
Που τον αφήνει να κοιμάται εκεί μέσα.»
Η καθημερινότητα του μικρού παιδιού
είναι γεμάτη δυσκολίες και σκληρή δουλειά. Όλη τη μέρα στέκεται στην άκρη του
δρόμου περιμένοντας τη στιγμή που το κόκκινο φανάρι θα ακινητοποιήσει τα
οχήματα και θα του επιτρέψει να καθαρίσει μερικά τζάμια, προσδοκώντας ως
αντάλλαγμα ελάχιστα κέρματα. Μια ανταμοιβή που δεν έρχεται πάντοτε, αφού δεν
είναι λίγοι εκείνοι που εύλογα αγανακτούν μαζί του, μιας και δεν έχουν καμία
διάθεση ή την οικονομική άνεση, ώστε να δίνουν χρήματα σε κάθε τους διαδρομή
στο πλήθος των επαιτών που βρίσκονται παντού στην πόλη.
Ο μικρός μετανάστης εισπράττει τα
μηδαμινά χρηματικά ποσά ή την αγανάκτηση των ανθρώπων, κι έστω κι αν πληγώνεται
απ’ τη συμπεριφορά τους, δεν εγκαταλείπει την προσπάθειά του. Περιμένει
υπομονετικά το επόμενο κόκκινο φανάρι για να επιδοθεί ξανά στη μόνη ασχολία που
μπορεί να του διασφαλίσει με τρόπο τίμιο την επιβίωσή του. Από τα χρήματα,
άλλωστε, που βγάζει μ’ αυτόν τον τρόπο, το μικρό παιδί οφείλει να καλύπτει όχι
μόνο τα έξοδα για τη διατροφή του, αλλά και να δίνει στο νυχτοφύλακα κάποιο
ποσό για να τον αφήνει να κοιμάται μέσα στο εργοστάσιο.
Με κρύο ή με ζέστη, νιώθοντας καλά ή όχι,
δεχόμενος προσβολές και σχόλια αγανάκτησης ή την ψυχρή ευγένεια, ο μικρός
μετανάστης είναι αναγκασμένος να αντέχει∙ είναι αναγκασμένος να επιστρέφει κάθε
μέρα στην άκρη του δρόμου και να προσπαθεί ξανά και ξανά να εξασφαλίσει τα κέρματα
του οίκτου, καθώς δεν έχει άλλο τρόπο να επιβιώσει. Αν μείνει έστω και μια μέρα
μακριά απ’ τους δρόμους, θ’ αναγκαστεί να πεινάσει.
«Τα χιονισμένα βουνά της πατρίδας του,
Τα χέρια της μάνας του που τύλιγαν γύρω
του
Γυναίκειο μαντίλι για το κρύο,
Το δάσκαλο που πληρωνότανε με γάλα
Μόλις θυμάται.»
Για το μικρό αυτό παιδί δεν υπάρχει η
πολυτέλεια της νοσταλγίας και της επιστροφής σε μνήμες του παρελθόντος. Η
σκληρή πραγματικότητα της τωρινής ζωής του έχει απομακρύνει κάθε ψήγμα της
τρυφερότητας και της θαλπωρής των περασμένων χρόνων. Τα αγαπημένα χέρια της
μητέρας του που τύλιγαν γύρω του ένα γυναικείο μαντίλι για να τον προφυλάξουν
απ’ το κρύο ίσα που τα θυμάται. Έχει κατ’ ανάγκη ξεθωριάσει μέσα του η ανάμνησή
τους, διότι ο πόνος που θα του προκαλούταν απ’ τη συνεχή σύγκριση της αγάπης
που βίωνε τότε και της εγκατάλειψης που βιώνει τώρα, θα ήταν συντριπτικός. Το
παιδί έχει αναγκαστεί να ξεχάσει τη ζεστασιά της μητρικής αγάπης, μιας και πρόκειται
για κάτι που δεν υπάρχει πια στη ζωή του.
Αμυδρή παραμένει στη σκέψη του κι η
ανάμνηση του δασκάλου του, που ερχόταν να τους κάνει μάθημα παίρνοντας για
ανταμοιβή μόνο γάλα, αφού δεν υπήρχαν στη χώρα τους χρήματα για να πληρωθεί
κανονικά.
«Θυμάται κάτι ελληνικά από το στόμα
του,
Που τώρα εδώ ακούγονται αλλιώτικα.
Όχι σαν βότσαλα γυαλιστερά μεγάλης
θάλασσας,
Όχι σαν ποδοβολητό του αλόγου
Ενός ανίκητου στρατηλάτη,
Αλλά να, σαν τα κέρματα στην τσέπη,
Σαν το φτύσιμο στο βλέμμα του πελάτη.
Καμιά φορά πιο εγκάρδια
Σαν τούτο δω το βουητό της σκάρας,
Που όλο ανεβάζει το θερμό ατμό.»
Θυμάται κάποια λίγα ελληνικά που άκουγε
απ’ το στόμα του δασκάλου εκείνου, τα οποία ακούγονταν τότε τελείως αλλιώτικα
από το πώς τ’ ακούει τώρα απ’ το στόμα των ίδιων των Ελλήνων. Δεν αντανακλάται
πια στον ήχο τους, όπως τότε, η λάμψη από τα γυαλιστερά βότσαλα μιας όμορφης
μεγάλης θάλασσας, κι ούτε αναδύεται απ’ αυτά το ποδοβολητό του αλόγου ενός
αήττητου -σχεδόν μυθικού- στρατηλάτη που άφοβος κατέκτησε τον κόσμο. Τώρα
μοιάζουν περισσότερο με τον ήχο που κάνουν τα κέρματα στην τσέπη του, με τόσο
κόπο μαζεμένα, ή σαν το φτύσιμο και την απαξίωση που τόσο καθαρά διαβάζει στο
βλέμμα του κάθε απρόθυμου πελάτη. Κάποτε, βέβαια, ακούγονται και κάπως πιο
εγκάρδια, όπως ακούγεται το βουητό της σκάρας πλάι του που ανεβάζει το θερμό
ατμό και ζεσταίνει το χώρο του εργοστασίου.
Η αντίθεση ανάμεσα στις εικόνες που
σχημάτιζε νοητά ο μικρός μετανάστης για την Ελλάδα, όταν βρισκόταν ακόμη στη
χώρα του κι άκουγε από τον δάσκαλό του για την ομορφιά της και για την ένδοξη
ιστορία της, και στην πραγματικότητα που βιώνει γύρω του είναι αποθαρρυντική. Η
χώρα του καταγάλανου ουρανού, της γαλήνιας θάλασσας και των ηρωικών ανθρώπων,
δεν είναι παρά μια ελάχιστη φιλόξενη χώρα που προφανώς δεν έχει να του προσφέρει
την καλύτερη ζωή που είχε κάποτε ελπίσει. Μακριά πια απ’ τη ζεστασιά της
μητρικής αγκαλιάς έρχεται αντιμέτωπος με την αγανάκτηση εκείνων που τον
αντιμετωπίζουν σαν έναν ανεπιθύμητο παρείσακτο, κι είναι αναγκασμένος να
επιβιώνει χάρη στη συχνά απρόθυμη «ελεημοσύνη» που του προσφέρεται και στην
ανοχή εκείνων που, όχι χωρίς αντάλλαγμα, του επιτρέπουν να βρίσκει μια ζεστή
γωνιά για να κοιμηθεί.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου